Κουβέντα με μια νεαρή ποιήτρια του ΑΠΘ
Μια συνέντευξη με τη Βαλέρια Σιβούδη
Λέξεις: Στέλλα Δαγκάκη
Η έκδοση της συλλογής ποιημάτων «Σύγχρονη Ανθολογία της Νέας Ελληνικής Ποίησης» υπό την επίβλεψη-επιμέλεια του ποιητή Δημήτρη Ιατρόπουλου και η κυκλοφορία του έργου αυτού στο αναγνωστικό κοινό είναι γεγονός.
Πρόκειται για ένα βιβλίο όπου 136 νέοι ποιητές και ποιήτριες ένωσαν τις πένες τους, σκάρωσαν στίχους που αποπνέουν τη φρεσκάδα ενός ανήσυχου πνεύματος και παρουσίασαν τους αναστοχασμούς, τους φόβους και τις αγωνίες τους.
Με αφορμή την επίσημη κυκλοφορία του βιβλίου είχα την ευκαιρία να συναντήσω μία εκ των συμμετεχόντων, τη Βαλέρια Σιβούδη, τεταρτοετή φοιτήτρια Ψυχολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης σε μια ευχάριστη συνέντευξη με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
-Βαλέρια Σιβούδη. Μια αρκετά νεαρή κατά τα πρότυπα ποιήτρια που πρόσθεσε το δικό της λιθαράκι θα λέγαμε κάπως πιο απλά, σε αυτό το «ποιητικό οικοδόμημα» που καλείται «Σύγχρονη Ανθολογία της Νέας Ελληνικής Ποίησης». Πες μας λίγα λόγια σχετικά με αυτό.
Καταρχάς, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την τιμή να παραχωρήσω την παρούσα συνέντευξη, καθώς και για την ευκαιρία που μου παρέχετε να τοποθετηθώ πάνω σε πολλά και βασικά ζητήματα που πλαισιώνουν τη συμμετοχή μου στο συγκεκριμένο εγχείρημα. Επιτέλους, μπορώ να πω ότι κρατώ και επίσημα στα χέρια μου ένα έργο που περιλαμβάνει δύο τόσο σημαντικά για μένα ποιήματά μου, δυο παιδιά μου αν θέλετε τα οποία πήραν πια σάρκα και πνοή. Πρόκειται για ένα ταξίδι το οποίο κράτησε δέκα μήνες περίπου ξεκινώντας τον Ιούλιο του 2017 όταν δέχτηκα την πρόσκληση του ποιητή Δημήτρη Ιατρόπουλου να στείλω δύο ποιήματά μου για να περάσουν από την Επιτροπή με το ενδεχόμενο να επιλεγούν ανάμεσα σε ένα πλήθος άλλων δημιουργημάτων. Τώρα που φτάσαμε στο τέλος νιώθω μια απέραντη ικανοποίηση από την αναγνώριση του μόχθου και της ελπίδας ότι θα τα κατάφερνα.
-Πέρα από αυτά τα δύο ποιήματα έχετε γράψει και άλλα; Γενικότερα γράφετε συχνά;
Γράφω, σκίζω και πετώ. Έτσι κυλάει η ζωή μου. Μεταξύ δυο στιγμών. Άλλοτε δημιουργώ κι άλλοτε θάβω άψυχα, χάρτινα κουφάρια στα συρτάρια μου, τόσο που φοβάμαι πως έχουν μετουσιωθεί σε μικρά νεκροταφεία. Έχω κάποιες μικρές, ανέκδοτες συλλογές δεν είναι όμως ακόμη έτοιμες για να παρουσιαστούν, καθώς κάθε φορά που παίρνω ένα από τα χαρτιά αυτά στα χέρια μου θα βρω μιαν ατέλεια, μιαν απαραίτητη αλλαγή, μιαν άρνηση. Δυστυχώς αυτό το διάστημα δε γράφω όσο θα ήθελα ή και δεν το κάνω καθόλου κάτι που με πληγώνει αρκετά, ξέρετε.
-Ποίηση ή Λογοτεχνία; Με ποιο είδος ταυτίζεσαι;
Αναμφισβήτητα θα διαλέξω την Ποίηση. Άλλωστε είναι όλη μου η ζωή. Πάντα αναφέρομαι σε Αυτήν με κεφαλαίο, καθώς τη θεωρώ ένα ιερό Μυστήριο, μια Γέννηση και μιαν Αποκάλυψη. Στην Ποίηση μπορείς να γεννηθείς, να πεθάνεις και να αναστηθείς. Φτάνει ένας στίχος, μια σκέψη, μιαν ιδέα.
-Θα έγραφες ποτέ κάτι πέρα από Ποίηση;
Ίσως. Μου εξάπτει την περιέργεια μια νέα απόπειρα δημιουργίας, μια ολότελα ριζοσπαστική αδούλευτη μορφή, μια στροφή από τα μέχρι τώρα πεπατημένα μονοπάτια. Μπορεί κάποτε να ολοκληρώσω μια συλλογή διηγημάτων τα οποία συνδέουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο τα τμήματα μιας γενικότερης πλοκής η οποία ίσως ενέχει πέραν των λογοτεχνικών και στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος. Αυτό είναι μια σκέψη που μου γεννήθηκε το καλοκαίρι, αλλά ακόμη τριγυρνάει μέσα στο μυαλό μου χωρίς να έχει λάβει σε μεγάλο βαθμό σάρκα και οστά. Προς το παρόν λαγοκοιμάται κάνοντας σε κάποιες ώρες μικρά διαλείμματα διέγερσης. Ίσως η επόμενη συνέντευξή μας να είναι για το συγκεκριμένο έργο. (Γέλιο)
-Παράλληλα με την Ποίηση υπάρχει και ο κλάδος σου, η Ψυχολογία. Θεωρείς πως η Ποίηση μπορεί να είναι Ψυχολογία ή η Ψυχολογία Ποίηση;
Χαίρομαι που ακούω μιαν ερώτηση την οποία έκανα κι εγώ στον εαυτό μου κατά την πρώτη μου άμεση και στενή έπειτα επαφή μου με τον κλάδο της Ψυχολογίας. Επομένως ακόμη και σήμερα θα δώσω την ίδια απάντηση που έδωσα και τότε στον εαυτό μου. Ναι μπορούν να συνυπάρχουν και τα δύο μαζί και ίσως το ένα να αναδύεται και να τρέφεται μέσα από το άλλο. Προσωπικά, θεωρώ πως δεν υπάρχει άλλη επιστήμη η οποία να μου θυμίζει τόσο έντονα στοιχεία της Ποίησης. Και αυτό γιατί αν ξεφύγουμε από τον όρο της Ποίησης αυτής καθαυτής και την εικόνα που οι περισσότεροι έχουν για Εκείνη, δηλαδή έναν ποιητή που σκαρώνει στίχους, δομώντας τα δημιουργήματά του μέσα σε καλούπια συγκεκριμένων ρευμάτων, υπερρεαλισμός, παραδοσιακά μοτίβα και τα λοιπά υπάρχει η πηγή της έμπνευσης, αυτό το κάτι που θα πυροδοτήσει τη φαντασία σου να επαναστατήσει από μιαν ίσως αδράνεια της καθημερινότητας και να επιδιώξει την απελευθέρωση εικόνων, προβληματισμών, καταστάσεων που φύλαγες καιρό τώρα μέσα σου μη μπορώντας ή και μη θέλοντας να τις εκφράσεις σε μια πιο απτή μορφή. Η Ψυχολογία όπως και η Ποίηση διακατέχονται από κάτι πολύ σημαντικό για εμένα και αυτό είναι και ένα από τα πιο βασικά κοινά τους στοιχεία για τα οποία τις ξεχωρίζω: την ελευθερία. Από τη μία ο κλάδος μου καταρρίπτοντας τα στεγανά και τα κοινωνικά, ηθικά, φιλοσοφικά εάν θέλετε στερεότυπα κάθε είδους αφήνει την ελευθερία να αναστηθεί και να οδηγήσει μια πιο καθαρή μορφή σκέψης και δράσης αντίστοιχα. Κάθε στοιχείο στην Ψυχολογία δεν ακολουθεί μονάχα ένα δρόμο, αλλά πολλούς διαφορετικούς οι οποίοι μας βγάζουν κάθε φορά και κάπου αλλού ανάλογα με το πώς κρίνει και εξηγεί ο κάθε άνθρωπος ως μοναδική οντότητα τις συνθήκες γύρω του. Για να διεισδύσεις σε έναν τέτοιο κόσμο πρέπει να είσαι απογυμνωμένος από στερεότυπα και πρέπει και να γνωρίσεις πράγματα που ξεφεύγουν αρκετά ίσως ακόμη και από το συνειδητό επίπεδο γνώσης. Το ίδιο γίνεται και στην Ποίηση. Πέραν της Κλασικής όπως την εξέφρασαν πολλοί Ποιητές στην Ελλάδα, αλλά πάντα τη συνδέω με το έργο του Παλαμά υπάρχουν και άλλα ρεύματα πιο «απελευθερωμένα» θα έλεγε κανείς, όπως ο Υπερρεαλισμός, ο Μεταμοντερνισμός όπου οι στίχοι πέραν της έκφρασης ενός τυπικού νοήματος κρύβουν πολλά και βαθύτερα μηνύματα. Το μυστήριο στο οποίο αξίζει κανείς να αναζητήσει, μα και να δώσει μια δεύτερη, τρίτη και όσες ακόμη εκφράζουν τον ίδιο διαστάσεις με βάση τα αποκλειστικά δικά του ερεθίσματα που λαμβάνει μέσα από κάθε έργο.
-Μιας και το έθιξες εσύ σε ποιο ρεύμα θα ενέτασσες τον εαυτό σου;
Θα έλεγα, χωρίς φυσικά να αγγίζω μια απολυτότητα σε αυτή την τοποθέτησή μου ότι τα μέχρι τώρα ποιήματά μου ακροβατούν σε ένα μεταιχμιακό στάδιο μεταξύ Κλασικής Ποίησης, μα όχι σύμφωνα με την πρότυπη, αυστηρή της μορφή και Υπερρεαλιστικών στοιχείων. Λατρεύω τη φαντασία, κάθε στοιχείο που ξεφεύγει από τα όρια της λογικής κι αποκτά μυθικές, μαγικές διαστάσεις διεγείρει την επιθυμία μου να το γνωρίσω, να ταυτιστώ μαζί του, να το εντάξω στα δικά μου φυλαγμένα στοιχεία γραφής. Ένα ακόμη στοιχείο που θεωρώ κοινό με την Ψυχολογία. Επίσης με ελκύουν να γράψω θέματα τα οποία για πολλούς θεωρούνται αρκετά σκοτεινά, όπως ο θάνατος, η μακαβριότητα που δίνεται σε ένα βέβαιο, αλλά άγνωστο τέλος που διέπει την ανθρώπινη φύση, η τρέλα ως μορφή δημιουργίας κάτι που με ώθησε το τελευταίο διάστημα να μελετώ έργα των «Καταραμένων Ποιητών» ορίζοντας ως αφετηρία τον κορυφαίο όλων Έντγκαρ Άλαν Πόε σημειώνοντας μεταξύ άλλων μια φράση του «Τρέλα= Η υπέρτατη ευφυΐα» και προχωρώντας σε πολλούς επίσης σπουδαίους, όπως ο Γκυ ντε Μωπασάν για το βιβλίο του οποίου «Οι αυτόχειρες» γράφω μια κριτική μου αυτό το διάστημα.
-Σε τρομάζει η αναγνώριση ή τη θεωρείς ως ένα ευχάριστο επακόλουθο της δημιουργίας;
Την τρέμω περισσότερο ίσως και από τον πιο φριχτό μου φόβο. Και καθώς μιλάω για αυτήν, μου έρχεται πάντα στο νου ο φόβος που βίωνε ο κορυφαίος και αγαπημένος Ποιητής Τ.Σ. Έλιοτ για τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει σε τούτο το μυστήριο της σύλληψης, δημιουργίας και γέννησης ενός έργου η μεγάλης φήμη που αποκτούσε με την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1948, συνδέοντας τον εαυτό του με άλλες περιπτώσεις συγγραφέων που μετά από μια τέτοια βράβευση δεν δημιούργησαν ξανά κάποιο αξιόλογο έργο. Φυσικά, η απόκτηση φήμης έρχεται σε διάφορα στάδια, από μια μικρή έως μια τόσο μεγάλη και σε αυτό συμβάλλει η πορεία του ίδιου του δημιουργού. Προσωπικά, νομίζω πως η αναγνώριση, οι έπαινοι και τα βραβεία είναι για το τέλος. Εκεί όπου θα πέσει η αυλαία και η παράσταση θα έχει πια τελειώσει. Φανταστείτε έναν ηθοποιό να στεφανώνεται με δάφνες κατά τη διάρκεια που απαγγέλλει το σημαντικότερο μονόλογο της ζωής του. Εκείνη η ώρα είναι ιερή, είναι μια τελετή, ένα μυστήριο στο οποίο χωρά μόνο μοναξιά και σιωπή. Κανείς άλλος. Εκείνος κι ο μονόλογός του, ο Ποιητής και οι στίχοι του. Είναι δύσκολο έως και αδύνατο να γράφεις με την ιδέα πως κάποιοι περιμένουν πολλά από εσένα. Γιατί σε τούτο το καθάγιο μυστήριο πρέπει να είσαι μόνος σου, όπως γεννιέσαι και πεθαίνεις. Γράφεις πρωτίστως για τον εαυτό σου, για την ψυχή σου, για την ίδια σου την ύπαρξη. Έπειτα έπονται οι άλλοι. Το έργο αυτό είναι μοναχικό και δεν του πρέπει κοσμοσυρροή. Είναι μια στιγμή που αγγίζεις για λίγο τον Παράδεισο!
-Τελειώνοντας τη συνέντευξή μας θα ήθελα να μου πεις έναν αγαπημένο σου Ποιητή ή συγγραφέα και ένα στίχο που θα θυμάσαι για πάντα.
Η αλήθεια είναι πως θαυμάζω όλους τους Ποιητές, τους ανθρώπους που έλαβαν το θείο βάπτισμα να γράφουν για κάθε στοιχείο του κόσμου γύρω μας και πολύ περισσότερο να συνομιλούν με την ίδια τους την ψυχή αποκαλύπτοντας φόβους, σκέψεις και ερεθίσματα που τους ωθούν στη διαδικασία της δημιουργίας. Ανάμεσα σε όλους Εκείνους τρεις είναι οι Ποιητές που θα κουβαλώ για πάντα στο νου και την καρδιά μου, καθώς με τη ζωή και το έργο τους επηρέασαν τον τρόπο σκέψης και γραφής μου. Ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Ρίτσος. Έπειτα ακολούθησαν πολλοί ακόμη όπως ο Τ.Σ. Έλιοτ, ο Καζαντζάκης, ο Καμύ όχι όλοι τους Ποιητές αλλά και φιλόσοφοι, υπαρξιστές, συγγραφείς και άλλοι τόσοι ακόμη τους οποίους διαρκώς φυλάσσω μέσα μου αντλώντας στοιχεία, μα και δύναμη μέσα από τα έργα τους. Ωστόσο, θα ήθελα αντί για έναν στίχο να αφήσω ως επίλογο ένα ξεχωριστό για μένα ποίημα του Μενέλαου Λουντέμη, το οποίο είχα προσθέσει κάποτε στο λόγο μου κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Μια άλλη ευκαιρία» και είναι το εξής:
Υπομονή. Δεν τελείωσαν όλα. Σε αυτή τη ζωή δεν τελειώνουν όλα Ούτε σε μια μέρα Ούτε σε μια ζωή. Στην άκρη της νύχτας -για σε το λέω απελπισμένε- Στην άκρη της νύχτας Πάνω σε κάποιο κλαρί Κρέμεται μια ελπίδα.