Likes: Το νέο εργαλείο αξιολόγησης
Μετατρέπονται σε ένα είδος «μεταμοντέρνου χειροκροτήματος»...
Όπως η εφεύρεση της τυπογραφίας έφερε τα πάνω κάτω στον τότε κόσμο της πρώιμης Αναγέννησης, επιβάλλοντας την όραση πάνω από την ακοή, έτσι και το Ίντερνετ, περίπου 560 χρόνια μετά, ήρθε για να σφραγίζει με τρόπο απόλυτο αυτή την κυριαρχία και παράλληλα να δώσει τη δυνατότητα σε όλους όχι μόνο να έχουν πρόσβαση στη γνώση αλλά και να «παράγουν» γνώση, υπό την έννοια ότι ο καθένας, είτε με είτε χωρίς γνώσεις, μπορεί να δημοσιοποιεί οτιδήποτε, επηρεάζοντας βεβαίως, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, τη φυσιογνωμία της δημόσιας σφαίρας.
Από αυτή τη δυνατότητα ορμώμενοι δεν είναι λίγοι εκείνοι που διατείνονται ότι με το διαδίκτυο ζούμε τον απόλυτο εκδημοκρατισμό της γνώσης και της ενημέρωσης. Τέλος στην αυθεντία των ολίγων, λένε. Τέλος στη δικτατορία της ελίτ. Τέλος στη δικτατορία των εκδοτών.
Τώρα οι μηχανισμοί παραγωγής της γνώσης και της πληροφορίας βρίσκονται στα χέρια όλων. Είμαστε δυνάμει ό,τι δηλώσουμε. Ή περίπου. Εκδότες, ποιητές, πεζογράφοι, ηθοποιοί, κριτικοί, προφήτες. Με ίσα δικαιώματα στον λόγο και στη διακίνησή του.
Αντιλαμβάνομαι πολύ καλά τον ενθουσιασμό όλων αυτών που υπεραμύνονται των ευεργετικών λειτουργιών του διαδικτύου, όμως εκείνο που αισθάνομαι πως τους διαφεύγει, ή δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν, είναι ότι, πέρα από τα θετικά στοιχεία (που υπάρχουν και τα ασπάζομαι), υφέρπουν οι ύπουλες και διαβρωτικές λειτουργίες μιας πολύ ιδιόμορφης όσο και πρωτόγνωρης «δημοκρατίας» που φαίνεται να έχει κάνει σημαία του το διαδίκτυο. Πουλάει δημοκρατία χωρίς ωστόσο την ποιότητα της πραγματικής δημοκρατίας.
Πουλάει μια δημοκρατία πλασματική (virtual) και πλαστική, την οποία ο καθένας τεντώνει και ξεχειλώνει κατά πώς βολεύει. Πρόσφατο όσο και θλιβερό παράδειγμα η περίπτωση της Ελένης Αντωνιάδου που ξεγέλασε με το ομοίωμα της επιτυχημένης νέας τους πάντες, ακόμη και το υπουργείο Παιδείας, εισπράττοντας άπειρα likes πριν εισπράξει τις μούντζες.
Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι όσο περνά ο καιρός τα likes, μετατρέπονται σε ένα είδος «μεταμοντέρνου χειροκροτήματος» των μοναχικών θεατών της διαδικτυακής οθόνης. Είναι το νέο κριτήριο επιτυχίας ή αποτυχίας. Κι εδώ νομίζω κολλάει και ένα προσωπικό βίωμα, απλό μεν αλλά υποθέτω πως κάτι υποδηλώνει ως τάση.
Πρόσφατα συμπλήρωσα μια φόρμα που αφορούσε πρόσκληση να μιλήσω σε ένα δημοσιογραφικό περιβάλλον (κριτικών) ξένης χώρας. Ανάμεσα στα κριτήρια αξιολόγησης του βιογραφικού μου ήταν και η ερώτηση πόσα likes εισπράττουν τα κείμενά μου και γενικά οτιδήποτε διατηρώ διαδικτυακά στο όνομά μου. Προφανώς εάν τους έδινα νούμερα που δεν ήταν γι’ αυτούς αρκετά (πόσα άραγε;) ίσως και να με απέκλειαν από τους καλεσμένους ομιλητές.
Συγγενές με αυτό είναι και ένα άλλο πολύ πιο φρέσκο παράδειγμα που παραθέτω παρακάτω και που ήταν και η αφορμή να γράψω αυτό το σύντομο παρεμβατικό σχόλιο.
Φεστιβαλικές προσκλήσεις
Τώρα τελευταία έμαθα ότι δύο μεγάλα φεστιβάλ στη Βόρειο Αμερική αποφάσισαν να δίνουν προσκλήσεις μόνο στους κριτικούς εκείνους και στα διαδικτυακά sites εκείνα που έχουν να επιδείξουν τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα/αναγνωσιμότητα.
Έτσι, πριν από την αποστολή των προσκλήσεων ο ενδιαφερόμενος θα είναι υποχρεωμένος να παρουσιάσει τον όγκο των likes/shares ώστε να κρίνουν οι υπεύθυνοι του φεστιβάλ κατά πόσο τα νούμερα δικαιολογούν την πρόσκληση. Είναι σαν να λένε στoυς κριτικούς και τα sites που τους φιλοξενούν «κόψτε τον λαιμό σας να γράφετε με τρόπο που να εισπράττει την αποδοχή (τα likes) των πολλών». Προφανώς θέλουν όσο γίνεται ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, ανάλογο με το είδος των έργων που επιλέγουν να ανεβάσουν.
Και δεν είναι μόνο στο θέατρο. Γενικά η χρήση των likes ως κριτήριο αξιολόγησης (και στάτους), ωθεί τα πράγματα προς μία κατεύθυνση: την συγκατοίκηση με το Σύστημα και τους θεσμούς∙ δηλαδή σε μια ομογενοποίηση στο όνομα μιας, κατά τη γνώμη μου, απόλυτα εσφαλμένης αντίληψης περί δημοκρατίας.
Πρόκειται για μια εξέλιξη που κάθε άλλο παρά συμβαδίζει με το πνεύμα της υγιούς καλλιτεχνίας, είτε αφορά μια παράσταση είτε την κριτική της, η ιστορία της οποίας δείχνει ότι για κάθε βήμα μπροστά κινητήρια δύναμη ήταν οι «αιρετικοί», οι πιο ανήσυχοι, αυτοί οι οποίοι με σημερινούς όρους θα είχαν τα λιγότερα “likes”. Ο Ευριπίδης, ο πρώτος μέγας αιρετικός, είναι ένα καλό πρώτο παράδειγμα.
Περί τέχνης
Ο ρόλος της καλής και ουσιαστικής τέχνης δεν είναι να μιλά για τα αρεστά αλλά για τα δυσάρεστα, τα δυσερμήνευτα, τα δυστοπικά, τα κρυμμένα, τα ανοίκεια, τα άγνωστα, τα δύσκολα. Η ευεργετική τέχνη προσφέρει κοινωνικό έργο όταν αναπνέει στα όρια και πέρα από αυτά κι όχι στο κέντρο. Οτιδήποτε ανήκει στο απόλυτο κέντρο των πραγμάτων είναι νεκρό, γιατί στερείται κίνησης (διαφορετικά δεν θα ήταν στο κέντρο), δηλαδή υποσχέσεων αλλαγής/μετατόπισης.
Δεν είναι τυχαίο που ο Μπέκετ βάζει πολλούς χαρακτήρες του στο κέντρο. Τους θέλει ζωντανούς νεκρούς. Ένα πρόχειρο όσο και σημερινό παράδειγμα είναι το αμερικανικό θέατρο.
Η υπνηλία του αμερικανικού θεάτρου
Γνωρίζω πολύ καλά την ιστορία του και μπορώ να πω ότι τα τελευταία τουλάχιστο είκοσι χρόνια βρίσκεται σε κατάσταση υπνηλίας. Δεν υπολείπεται ταλέντων. Κάθε άλλο. Απλά δεν έχoυν την πολυτέλεια να το δείξουν, όπως έχουν για παράδειγμα οι Γερμανοί με τα 260 και πλέον πλουσιοπάροχα επιδοτούμενα θέατρα.
To περιπαιχτικό «Κυνήγι της ευτυχίας» που είδαμε στο Φεστιβάλ θηνών από την ομαδα Nature Drama of Oklahoma
Η εγκατάλειψη του αμερικανικού θεάτρου στην τύχη και τον εφιάλτη του ταμείου (mind your own business—το ήθος του μετα-μεταμοντερισμού) έχει αφοπλίσει τον επικίνδυνο πειραματισμό (ποιος αλήθεια ρισκάρει να πάει στη φυλακή για χρέη;) και παράλληλα έχει ενισχύσει αυτήν ακριβώς την τάση απαρίθμησης των likes ώστε να επιβιώσει (οι σπόνσορες το πρώτο πράγμα που θέλουν να μάθουν είναι πόσα εισιτήρια και πόσα likes έχει να επιδείξει ο θίασος).
Ελάχιστα καινούργια πράγματα γίνονται, ακόμη και σε αυτή την πολύβουη και πάλαι ποτέ ανήσυχη και σε μένα προσωπικά πάρα πολύ αγαπητή θεατρική Νέα Υόρκη. Και τα λίγα σχήματα που ακόμη το παλεύουν, είτε στη Νέα Υόρκη είτε στο Σικάγο ή κάπου αλλού, όπως οι Steppenwolf Theatre Company, Pig Iron, Wooster Group, Nature Drama of Oklahoma, ακόμη και η ομάδα που πάντα μου άρεσε, η Elevator Repair Service, έχουν προ πολλού χάσει τη λάμψη τους. Φαντάζουν απομεινάρια μιας ύστερης ιστορικής πρωτοπορίας. Το ίδιο και ο κουραστικά επαναλαμβανόμενος και εμπορικός Bob Wilson, ο οποίος έχει πάψει εδώ και δύο δεκαετίες να κρύβει εκπλήξεις. Οι μόνες εκπλήξεις που κρύβει έχουν να κάνουν με το κόστος της παραγωγής και την αμοιβή του.
Ακόμη κι αυτά τα θεατρικά κέντρα που επιμένουν να προβάλουν το νέο, όπως το Rattlestick Playwrights Theater και το Clubbed Thumb, λίγο έως πολύ κινούνται δορυφορικά γύρω από το mainstream, εισπράττοντας τις «αναθυμιάσεις» του. Όσο για το μεγαλύτερο φεστιβάλ νέας δραματουργίας, το Humana στο Λούισβιλ, το οποίο για πολλά χρόνια ήταν ο οδηγός μου στα δύσκολα, σήμερα είναι ένα αδιάφορο γεγονός που προσποιείται ότι δεν είναι mainstream. Και δεν είναι το μόνο.
Σκηνή από την παράσταση Arguendo, της ομάδας Elevator Repair Service
Φεστιβαλίτιδα και ομογενοποίηση
Τα δύο φεστιβάλ που ανέφερα στην αρχή είναι δυο πρόσφατα παραδείγματα που δεν κρύβουν τις εμπορικές προθέσεις τους. Όμως, αυτή η τάση παράδοσης στην αγορά είναι γενική, απλά δεν είναι τόσο ορατή γιατί απλούστατα στις άλλες περιπτώσεις δεν «πουλάει» η ομοιότητα (mainstream) αλλά η διαφορά. Και αυτό έχει το δικό του μεγάλο ενδιαφέρον Κατ’ αρχάς ο όγκος τους. Είναι χιλιάδες. Και σχεδόν όλα με την ίδια περίπου trendy φιλοσοφία. Σήμερα είναι οι μετανάστες, αύριο οι πάγοι, η Αλάσκα, μεθαύριο ο Αμαζόνιος, η τρύπα του όζοντος κ.ο.κ. Bεβαίως και δεν είναι κακό αυτό. Η ενασχόληση με τρέχοντα και φλέγοντα θέματα είναι η πεμπτουσία του θεάτρου. Κακό είναι ότι το ένα αντιγράφει τις καινοτομίες και συχνά «κενοτομίες» του άλλου. Όπως οι αλυσίδες σούπερμαρκετ. Απλώς αντί να πουλάνε, όπως είπα, τέχνη mainstream πουλάνε κάτι πιο extreme που όμως δεν υπολείπεται εμπορικών προδιαγραφών. Κάθε άλλο.
Σε μια εποχή παθιασμένη με το καινούργιο, το αλλότριο προφανώς πουλάει. Όλοι του χώρου το γνωρίζουν αυτό∙ κι έτσι γεμίζουν τη βιτρίνα τους και τα πάνω ράφια (για να φαίνονται) με ανοίκειες προτάσεις, οι οποίες όσο πιο έντονα δηλώνουν την ξενότητά τους τόσο πιο ευπώλητες γίνονται. Δείτε πώς διαφημίζονται πολλές από αυτές τις αλλότριες προτάσεις: ως sold out. Mα πώς γίνεται, θα διερωτηθεί κάποιος; Τι σόι πρωτοπορία είναι αυτή όταν έχει τέτοια ευρεία απήχηση; Η ξενότητα/ανοικειότητα της όποιας πρωτοπορίας συνήθως βρίσκεται στις παρυφές του Λόγου ως αντίλογος —κι όσο αντέξει. Από τη στιγμή που είναι sold out, δηλαδή από τη στιγμή που γίνεται «εθνική είδηση» κατά κάποιον τρόπο, παύει να είναι πρωτοπορία και γίνεται καθεστώς, από «ξένος» γίνεται «όμοιος».
Sold out κάνει ο Σεφερλής και το διαφημίζει. Εδώ μάλιστα. Απόλυτα ειλικρινής. Έντιμος. Βαδίζει αγκαλιά με την αγορά. Του βάζω ένα εκατομμύριο likes. Δεν μπορώ όμως να βάλω σε όλους εκείνους που έχουν την «αίρεση» προς πώληση την ίδια στιγμή που δηλώνουν πόσο πολύ τους αρρωσταίνει το Σύστημα. Με μπερδεύει πολύ η στάση τους. Όπως και τα καλλιτεχνικά «προϊόντα» που πουλάνε.
Με όλα αυτά κατά νου πιστεύω πως η απόλυτη και ανίκητη πρωτοπορία είναι (δυστυχώς) το ίδιο το Σύστημα. Τα λοιπά είναι εργοτάξιά του, τα οποία το καλύτερο που μπορούν να ελπίζουν είναι να βοηθήσουν στην καλλιέργεια μιας ευγενέστερης μορφής καπιταλισμού. Ο νέος νόμος της επιβίωσης (καλλιτεχνικής ή άλλης μορφής) είναι σαφής: έσο «αιρετικός» με το βλέμμα στραμμένο στο θεσμοθετημένο κέντρο.
Και το γεγονός ότι πάρθηκε μια τέτοια (κατ’ εμέ αναμενόμενη) απόφαση από δύο μεγάλα φεστιβάλ (που κάποτε ήταν χώρος τολμηρών δοκιμών και δοκιμασιών) έρχεται να ενισχύσει αυτό που βλέπω να γίνεται: τη ραγδαία ομογενοποίηση των πάντων, όμοιων και αλλότριων, και εννοείται και των φεστιβάλ και του κριτικού λόγου που καλείται να τα καλύψει. Όλα συγκλίνουν, θέλοντας και μη, προς το κέντρο, εκεί όπου η ακινησία σκοτώνει.
Καταληκτικό σχόλιο
Όπως υποστηρίζω στο τελευταίο μου βιβλίο (σύντομα βγαίνει από τις εκδόσεις University Studio Press), το αιρετικό ή αλλότριο θέατρο θα γίνει επί της ουσίας ενοχλητικό όταν θα βρει τρόπους να διαχειριστεί τις ίδιες τις αντιφάσεις του. Η αντίφαση ως θέμα και ως οδηγός κατασκευής. Για την ώρα τις κρύβει βιαστικά κάτω από το χαλί, και αυτό το κάνει ακόμη πιο εύκολο στην εμπορευματοποίησή του και «ύποπτο» ως προς την πραγματική του αξία, ιδεολογική και αισθητική.