Μελαχρινός Βελέντζας: Ο πρώτος θεατής σου είναι ο εαυτός σου
Δύο σώματα, ένα πιάνο και τα δίνουμε όλα - Η παράσταση Lemon έρχεται στο Θέατρο Δάσους την Πέμπτη 29/7 και ο Μελαχρινός Βελέντζας μιλάει στην Parallaxi για το θέατρο, τους θεατές, την αποτυχία.
Θα μπορούσα να γράψω τόσα πολλά για την παράσταση Lemon και άλλα τόσα για την φανταστική ομάδα που την πλαισιώνει. Αντ’ αυτού, θα ακολουθήσω έναν κάπως «εναλλακτικό» δρόμο και θα αφήσω το κείμενο να μιλήσει από μόνο του. Ή τουλάχιστον θα προσπαθήσω. Έτσι άλλωστε συμφωνήσαμε και με τον δημιουργό και παραγωγό του έργου, Μελαχρινό Βελέντζα, τον οποίο συνάντησα λίγο πριν ροδοκοκκινίσει ο ήλιος στη Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης.
Μπορεί η κουβέντα μας να αφορά σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα την παράσταση, όμως όσο κυλάει ο χρόνος τόσο περισσότερο με πιάνω να χάνομαι κάπου ανάμεσα στις υπαρξιακές αναζητήσεις του Χίλιαεννιακόσια, τον οποίο και ενσαρκώνει ο Μελαχρινός Βελέντζας, και στο τι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε για να οδηγηθούμε ή να απομακρυνθούμε από τον αληθινό μας εαυτό. Συζητάμε για το πώς παίρνει κανείς τελικά τις αποφάσεις στη ζωή. Από πού ερχόμαστε, πού βρισκόμαστε και φυσικά πού καταλήγουμε.
Πόσο προσωπικές είναι, άραγε, οι επιλογές μας;
Ο Χίλιαεννιακόσια κέρδισε το ενδιαφέρον του Μελαχρινού -ηθοποιός και πιανίστας- με μία μόνο φράση. «Κανείς δεν είναι ξεγραμμένος, άμα έχει έτοιμη μια καλή ιστορία και κάποιον για να του τη διηγηθεί». Έτσι, του «μίλησε» το έργο και έτσι απλά βρέθηκε να συνομιλεί μαζί μου για την παράσταση lemon, η οποία επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη την Πέμπτη 29 Ιουλίου στο Θέατρο Δάσους. Η διασκευή, κίνηση και σκηνοθεσία έχει την υπογραφή της Γεωργίας Τσαγκαράκη, ενώ το δεύτερο πρόσωπο της παράστασης, αυτό του τρομπετίστα Τιμ Τούνυ, ενσαρκώνει ο Γιώργος Δρίβας.
«Το αρχικό μου όραμα ήταν να φτιάξουμε μία ιστορία, η οποία θα παρουσιαζόταν με τρόπο που θα αντανακλούσε αυτό ακριβώς που συμβαίνει στον ίδιο τον ήρωα. Ο 1900 ζει στη θάλασσα, πάει να κατέβει στη στεριά και μένει κάπως μετέωρος ανάμεσα στη στεριά και τη θάλασσα. Οπότε σκέφτηκα πώς θα ήταν άραγε μια παράσταση, η οποία θα παρουσιαζόταν πότε στη στεριά, πότε στη θάλασσα και πότε κάπου ανάμεσα. Πότε σε θέατρα και πότε σε μη θεατρικούς χώρους. Μία site-specific παράσταση και μια ανεξάρτητη παραγωγή που θα δοκίμαζε διαρκώς διαφορετικούς τρόπους αφήγησης και θέασης. Και όλα αυτά άμεσα συνδεδεμένα με τον θεματικό πυρήνα του έργου».
Ο Χίλιαεννιακόσια δεν έχει πατήσει ποτέ το πόδι του στη στεριά. Ωστόσο, η παράσταση πραγματοποιείται πότε στη στεριά και πότε στη θάλασσα. Όπως λέει ο Μελαχρινός, όταν ξεκίνησε να δουλεύει την ιδέα προ πανδημίας, το 2018, κάτι μέσα του φώναζε πως η παράσταση αυτή δεν πρέπει να γίνει με τον «κλασικό» τρόπο. Έτσι, οι εν πλω παραστάσεις «κουμπώνουν» με την ιστορία και επαναπροσδιορίζουν την πραγματικότητα. «Το καράβι είναι για να μεταφέρει αυτοκίνητα και ανθρώπους, οπότε τι γίνεται όταν μία θεατρική παράσταση πραγματοποιείται πάνω στη λαμαρίνα της πλατφόρμας; Στην ουσία ως καλλιτέχνης δημιουργώ ένα διάλογο ανάμεσα στον τόπο και το έργο».
Με την πεποίθηση πως θέατρο μπορεί να υπάρχει όπου υπάρχουν θεατές και με πυξίδα του το μεράκι να φτιάξει κάτι διαφορετικό, αποφάσισε να αφεθεί στον Ωκεανό -όπως ακριβώς και ο Χιλιαεννιακόσια- και να δημιουργήσει τη δική του δομή και ομάδα, με την οποία και θα ταξίδευε οπουδήποτε υπήρχαν άνθρωποι για να ακούσουν αυτή την ιστορία, αλλά και όσες έρθουν στο μέλλον. «Είτε παίζουμε σε ένα παραδοσιακό θέατρο, είτε εν πλω, είτε σε καρνάγιο, είτε στην πλατεία ενός χωριού κάτω από τον πλάτανο, η αφήγηση λειτουργεί σαν τη φωτιά: όλοι μας (θεατές και καλλιτέχνες μαζευόμαστε γύρω από αυτήν για να μοιραστούμε τη ζεστασιά της ιστορίας και το πού αυτή μας πάει, το πώς μας μετακινεί εσωτερικά».
Ελεύθερος να ανακαλύψει την καλλιτεχνική του φύση χωρίς όρους και προϋποθέσεις, ο Μελαχρινός βουτά με πλήρη συνείδηση σε μία ζωή, στην οποία ο φόβος υπάρχει μόνο για να μας κινητοποιεί και να μας ωθεί να εξελισσόμαστε. Μου παραδέχεται πως τον ιντριγκάρει το γεγονός πως ο χώρος της παράστασης χτίζεται και διαμορφώνεται από την αρχή σε κάθε τοποθεσία. Είτε βρίσκεται σε πόλη, είτε σε νησί, είτε σε κάποιο ξεχασμένο χωριό, εκείνος δεν περιορίστηκε στιγμή, παρά έβλεπε την κάθε παράσταση ως μια ευκαιρία να δοκιμάσει διαφορετικά την ίδια ιστορία.
«Ακριβώς πριν έρθουμε στη Θεσσαλονίκη παίξαμε στον Ταρσανά της Σύρου. Καθώς ψάχναμε το σημείο που θα ξετυλίγαμε την αφήγηση, έτυχε στο καρνάγιο να βρίσκεται για λίγες μέρες και για επισκευή το πρώτο ρυμουλκό της Ελλάδας (χρονολογείται από το 1943). Το χρώμα του ήταν ακριβώς ίδιο με το χρώμα του πιάνο μας. Έτυχε να βρούμε το απόλυτο σκηνικό για την παράστασή μας. Τυχαίο. Τίποτα όμως δεν είναι τυχαίο όταν κυνηγάς να κάνεις τα πράγματα με τον δικό σου τρόπο. Κάπως, πολλές φορές μ’ έναν μαγικό τρόπο, συναντάς και βρίσκεις αυτό που χρειάζεσαι. Αυτό που ταιριάζει σε αυτό που εσύ κάνεις. Οι θεατές μας ρωτούσαν αν φέραμε αυτό το καράβι ειδικά για την παράσταση ή αν το βάψαμε ειδικά για την παράσταση. Είναι πολύ ενδιαφέρον το τι μπορεί να συμβεί καλλιτεχνικά όταν τα πράγματα δεν είναι προκατασκευασμένα ή περιορισμένα σε τρόπους που γνωρίζουμε. Όταν είμαστε ανοιχτοί πραγματικά να ανακαλύψουμε τα πράγματα.».
Στην ουσία το Lemon απαρτίζεται από δύο πρόσωπα και ένα πιάνο, το οποίο σύμφωνα με τον Μελαχρινό, είναι ο τρίτος ηθοποιός της παράστασης. Με την ιδιότητα του πιανίστα αλλά και του ηθοποιού, ο ίδιος δηλώνει πως στην καλλιτεχνική έκφραση δεν υπάρχουν διαχωρισμοί. Άλλωστε, από μικρός άκουγε σε ένα όνομα που δεν είχε καμία σχέση με την εξωτερική του εμφάνιση. Έτσι, δεν πίστεψε ποτέ του στις ταμπέλες. Μου μιλά για την μουσική, τον ρυθμό και την μελωδία δείχνοντάς μου πως έτσι κι αλλιώς ως άνθρωποι όταν μιλάμε, τραγουδάμε.
«Κάπως έχουμε βγάλει τον πολιτισμό και την καλλιτεχνική έκφραση έξω από την ζωή. Η καλλιτεχνική έκφραση είναι φυσικό γνώρισμα του ανθρώπου. Ξέρεις πόσους ανθρώπους έχω γνωρίσει, οι οποίοι είναι καταπιεσμένοι και μετά από χρόνια είναι σε πιο τεχνοκρατικές δουλειές και αρχίζουν και ψάχνουν σεμινάρια κι εργαστήρια γιατί κάτι υπάρχει μέσα τους, το οποίο φωνάζει; Δεν είμαστε φτιαγμένοι για να ζούμε καταπιεσμένοι».
Συνεχίζουμε την κουβέντα μας μιλώντας για τα θέματα που απασχολούν τα πρόσωπα της παράστασης. Τον ρωτάω ποια από αυτά θα ήθελε ο ίδιος να μεταφέρει στους θεατές που θα την παρακολουθήσουν και τον ακούω να μου μιλά για το πόσο αριστοτεχνικά έχει στήσει ο Alessandro Baricco (συγγραφέας του έργου) το ζήτημα της ελευθερίας, με την έννοια του ότι παρουσιάζει έναν άνθρωπο, ο οποίος μέσα στα 88 του πλήκτρα γίνεται απέραντος και δεν επιλέγει να κατέβει στην απέραντη πολιτεία της στεριάς. Βασικό ζητούμενο για τον ίδιο αποτελεί το να καταφέρουμε να δουλέψουμε πάνω στο κομμάτι των επιλογών μας. Άραγε, πόσες φορές έχουμε βρεθεί μετέωροι κάπου ανάμεσα στη θάλασσα και τη στεριά των προσωπικών μας επιλογών; Πού επιλέγουμε να εμβαθύνουμε και πού αποφασίζουμε να ξεβραστούμε;
Από την πρώτη κιόλας στιγμή κατάλαβα πως το Lemon είναι μία εξαιρετικά καλοδουλεμένη παράσταση, όπου τόσο το περιεχόμενο όσο και η συνολική αφήγησή της μπορούν να «μιλήσουν» στον καθένα αλλά και να φέρουν στην επιφάνεια ερωτήματα. Αυτός είναι άλλωστε και ο στόχος του Μελαχρινού για την παράσταση.
Μου μιλά για την νοοτροπία των «αστεριών», των πολυσυζητημένων αξιολογήσεων -που πολλές φορές έχουν την δύναμη να ανεβάζουν και να κατεβάζουν παραστάσεις- και κάπως έτσι καταλαβαίνω πως στο Lemon δεν υπάρχουν ιδανικοί θεατές. Άλλωστε, ο ίδιος δεν πίστεψε ποτέ στον όρο κοινό, ούτε στις κριτικές, όσο στη σύνδεση με τον θεατή. Για εκείνον, το μόνο κοινό που υπάρχει είναι ότι οι άνθρωποι που παρακολουθούν μία παράσταση βρίσκονται στον ίδιο χώρο, την ίδια χρονική στιγμή. «Και μιλάμε για ανθρώπους με διαφορετικές προσλαμβάνουσες. Έχοντας λοιπόν συνθήκες υποκειμενικής θέασης κάθε φορά, πώς μπορούμε να αξιολογήσουμε μια παράσταση; Να της βάλουμε «αστέρια»;
«Το 2018 ξεκινήσαμε αυτό το έργο χωρίς να έχουμε τίποτα. Δεν έχει ονόματα η παράσταση για να τραβήξουμε κόσμο, οπότε σιγά σιγά ο κόσμος ερχόταν ακριβώς επειδή υπήρχε το περιεχόμενο».
Για τον Μελαχρινό Βελέντζα η συνολική αφήγηση είναι το παν. Φυσικά, η υποκριτική είναι το ένα κομμάτι. Δεν τον ενδιαφέρει, όμως, μόνο αυτό που θα πουν οι ηθοποιοί επί σκηνής. Και αυτό φαίνεται και από τους χώρους τους οποίους διαλέγει για την παράσταση. Βρίσκει μία ηρεμία στο να αφηγείται συνολικά οποιαδήποτε καλλιτεχνική πρόταση.
«Πολλές φορές οι θεατές έχουν μία τηλεοπτική λογική όταν προσέρχονται για να δουν μία παράσταση. Δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν. Καθώς παρακολουθούν την παράσταση μπορεί να είναι και στο facebook, να στέλνουν μηνύματα, να σερφάρουν στο internet. Αδυνατούμε να συγκεντρωθούμε.».
Τον ακούω να μου μιλά για την ανάγκη του να ζει συμφιλιωμένος με το κενό, να αποδέχεται την ηρεμία που αυτή φέρνει και απλώς να απολαμβάνει τα πράγματα όπως έρχονται, χωρίς πολύ βάρος. «Μία αφαίρεση είναι η ζωή μας. Που ο κορονοϊός τώρα μας την έκανε με το ζόρι, αλλά πρέπει εμείς να επιλέξουμε κάποια πράγματα να τα αφήσουμε. Μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι με λιγότερα πράγματα στη ζωή μας».
«Ξεκινάω πάντα από την βάση που λέει ότι ο Καλλιτέχνης, όταν μιλά πρέπει να έχει έναν ισχυρό λόγο. Αυτό φαίνεται στον θεατή. Και βοηθάει τον τελευταίο να συνομιλεί με το έργο». Τον ρωτώ ποιος είναι ο στόχος του για την παράσταση και μου απαντά πως πρώτα απ’ όλα έχει ανάγκη να ανακαλύψει ο ίδιος τι υπάρχει μέσα του αλλά και σε σχέση με το ίδιο το έργο χαρακτηρίζοντας ως ευτυχία την δυνατότητα να δημιουργηθεί και ένας δρόμος σύνδεσης της παράστασης με τον θεατή. Δεν πιστεύει ότι υπάρχει ένα προμήνυμα που πρέπει να μεταφερθεί στον θεατή. Σύμφωνα με τον Μελαχρινό, το θέατρο είναι ωραίο όταν δημιουργεί ερωτήματα. «Είναι μία διαδικασία την οποία ο καλλιτέχνης και ο θεατής την φτιάχνουν μαζί. Δηλαδή το αίσθημα που παράγει ο καλλιτέχνης και το συν-αίσθημα που προσθέτει ο θεατής σε αυτό που του δίνει ο ηθοποιός. Και γι’ αυτό μιλάω πολλές φορές σε συνεντεύξεις για τον ενεργό θεατή. Δεν μπορεί να είναι παθητικός ο θεατής. It takes two to tango».
Ίσως το μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε όλο το έργο να βρίσκεται στη συνάντηση του Χίλιαεννιακόσια -ο οποίος είναι έγκλειστος από επιλογή- με τον υποχρεωτικό πια εγκλεισμό όλων μέσα σε τέσσερις τοίχους. «Πριν έρθει η καραντίνα ψάχναμε όλοι λίγο χρόνο. Προσπαθούσαμε να είμαστε παντού και δεν ήμασταν πουθενά. Ήρθε μετά η καραντίνα. Στη αρχή μας έδωσε άπλετο χρόνο. Έπειτα, πάλι υπήρχε μία νευρικότητα και ως απόρροια αδυναμίας διαχείρισης αυτού του χρόνου. Διαχείρισης του κενού».
Σε όλη την διάρκεια της συνέντευξης η κουβέντα μας καταλήγει να αφορά τη φιλοσοφία που ακολουθεί ο Χίλιαεννιακόσια, για τον οποίο ο Ωκεανός είναι όλος του ο κόσμος. Αναρωτιέμαι κατά πόσο τελικά ο ίδιος κατά βάθος φοβάται να αντιμετωπίσει τον κόσμο έξω από την ασφάλεια που του προσφέρει το καράβι στο οποίο γεννήθηκε. Ύστερα σκέφτομαι το ενδεχόμενο να βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το περιβάλλον του. Για τον Μελαχρινό, δεν υπάρχει σωστή απάντηση. «Ο συγγραφέας πολύ όμορφα και συμβολικά τον τοποθετεί μέσα στη μαμά θάλασσα, που είναι το πιάνο του. Εκεί νιώθει ζεστά. Είναι μια τρυφερή, συγκινητική ιστορία ενός ανθρώπου, ο οποίος δεν θα μπορούσε να κάνει άλλη ζωή. Ενώ ο φίλος του, του λέει να κατέβει στη στεριά, εκείνος επιλέγει να μείνει για πάντα εκεί που του είναι οικεία. Και συμβολικά η αγκαλιά της μαμάς, της θάλασσας είναι ξέρεις η μήτρα. Εξ ου και πολλές φορές το έργο επιλέγω να τελειώνει με βουτιά στη θάλασσα».
Φτάνοντας προς το τέλος της συνέντευξης μαθαίνω πως η Θεσσαλονίκη του προκαλεί μία ατμοσφαιρική ηρεμία σε σχέση με την Αθήνα. Εδώ μου λέει πως δεν χαώνεται. Είναι μία πρόκληση για εκείνον το γεγονός πως θα παρουσιάσουν το Lemon στο Θέατρο Δάσους. Είναι μια συνειδητή επιλογή του το να έρθει σ’ ένα μεγάλο θέατρο των τεσσάρων χιλιάδων θέσεων. Τον ενδιαφέρει να δει πώς θα φαίνονται δύο σώματα μέσα σ’ αυτήν την αρχιτεκτονική δομή. Θα είναι μία λιτή και αφαιρετική παράσταση, όπως ακριβώς είναι και ο Χίλιαεννιακόσια. «Δύο σώματα, ένα πιάνο και τα δίνουμε όλα».
Τελικά, συνειδητοποιώ πως ο Χίλιαεννιακόσια και φοβήθηκε και δεν φοβήθηκε. Η σκέψη μου γυρίζει γύρω από την φράση «μετά από 32 χρόνια στη θάλασσα θα κατέβαινα στη στεριά για να δω τη θάλασσα», ενώ ακούω τον Μελαχρινό να δηλώνει πως «Είναι οκ να αγκαλιάσεις την αποτυχία σου. Για μένα αποτυχημένος είναι αυτός που δεν προσπαθεί. Το ζήτημα δεν είναι να πετύχεις. Τι θα πει επιτυχία. Σημασία έχει να μη μείνεις ανενεργός. Δεν δέχομαι να πω ότι δεν προσπάθησα. Ο πρώτος θεατής σου είναι ο εαυτός σου. Θα πρέπει αυτός να σου πει προχώρα το».
Άραγε, εσύ τι είσαι διατεθειμένος να δεις στον προσωπικό σου ωκεανό;
*Πληροφορίες παράστασης:
Θέατρο Δάσους
Πέμπτη 29 Ιουλίου 2021 | 21:00
Εισιτήρια: 15 (κανονικό) & 12 (μειωμένο)
Προπώληση: Viva.gr
https://www.viva.gr/tickets/theater/periodia/lemon/
Trailer: https://bit.ly/3yzdIiU
Το πλήρωμα του Lemon
Καλλιτεχνική Διεύθυνση | Παραγωγή: Μελαχρινός Βελέντζας
Συγγραφέας: Alessandro Baricco
Μετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου
Διασκευή | Σκηνοθεσία | Κίνηση: Γεωργία Τσαγκαράκη
Σκηνογραφία: Νατάσα Τσιντικίδη
Κατασκευή πιάνο: Θωμάς Μαριάς
Κοστούμια: Κέλλυ Σταματοπούλου
Technical Manager: Λευτέρης Δούρος
Φωτογραφίες: Δημήτρης Μανής & Γιώργος Καπλανίδης
Trailer: Παναγιώτης Αγκαβανάκης
Graphic design: Αλέκος Δούρος
Επικοινωνία: Άννα Θεοδόση
Social Media: Αφροδίτη Πρέβεζα
Παίζουν:
Μελαχρινός Βελέντζας | 1900
Γιώργος Δρίβας | Τιμ Τούνυ
Ακολουθήστε το ταξίδι του Lemon
Facebook: https://www.facebook.com/lemontheatre
Facebook event: https://bit.ly/2QQznCg
Instagram: melachrinos_velentzas
Youtube: https://bit.ly/3fIYXRN
Δείτε όλη την περιοδεία του LEMON
Πρόγραμμα παραστάσεων
21 Ιουνίου – Ηλιούπολη | Ανοιχτό Θέατρο Δημήτρης Κιντής
28 Ιουνίου – Κηποθέατρο Παπάγου
3 Ιουλίου – Σαλαμίνα (εν πλω) | Ferry-boat Θεοχάρης
5 Iουλίου – Φεστιβάλ Οίτης
7 Ιουλίου – Χαλκίδα (5ο Bio-Mechanical Festival) | Θέατρο Αυλιδείας-Αρτέμιδος
10 Ιουλίου – Σπέτσες | Φάρος – Μνημείο Κοσμά Μπαρμπάτση
14 Ιουλίου – Χαλάνδρι (Φεστιβάλ Ρεματιάς) | Ευρυπίδειο Θέατρο
17 Ιουλίου – Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου (Φεστιβάλ Μεσολογγίου) | Παραλία Τουρλίδας
18 Ιουλίου – Μεσογειακό Φεστιβάλ Βάρκιζας
22 Ιουλίου – Σύρος (Akropoditi Dance Festival) | Καρνάγιο Ταρσανάς
29 Ιουλίου – Θεσσαλονίκη | Φεστιβάλ Θεάτρου Δάσους
31 Ιουλίου & 1 Αυγούστου | Ικαρία | Κτήμα Αφιανές
7 Αυγούστου – Ξυλόκαστρο | Ανοιχτό Θέατρο Βασίλης Γεωργιάδης
9 Αυγούστου – Σφακιά (εν πλω) | Ferry-boat Δασκαλογιάννης
13 Αυγούστου – Γαύδος | Θέατρο Σαρακήνικο
19 Αυγούστου – Οινούσσες