Μερικοί στίχοι και πολιτικές για τη Θεσσαλονίκη του πολέμου
Με αφορμή το επικείμενο διεθνές συνέδριο για τα 100 χρόνια από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
“Υπάρχουν πολλές διάσημες λεωφόροι/ πολλοί φημισμένοι δρόμοι στην Ιστορία…/ Όμως ο δρόμος του Λεμπέτ/ Θάναι κάποτε κι αυτός από τους πιο φημισμένους/ όσο θα ζει και θα μιλά για τη Θεσσαλονίκη/ Κάποιος Βρεττανός φαντάρος…/[…] Πέρναγε τότε τα πρωινά του/ ψωνίζοντας διάφορες απίθανες μάρκες από ουίσκι/ (ντόπιας προέλευσης συνήθως)/ σε κάτι κολοσσιαίες τιμές/ Έσερνε τις αρβύλες του με τις πρόκες/πάνω κάτω στην οδό Βενιζέλου/ ψωνίζοντας κεφαλόπουλα με την οκά,/κάστανα και μανταρίνια/Σαν τον εβλεπαν τότε να καταφθάνει/οι μαγαζάτορες του άρχιζαν τις καντάδες με δυνατή φωνή:/Νάτος ο Tiadatha μπόλικο παραδάκι ο Tiadatha!” (Owen Rutter, Άγγλος οπλίτης 1918) Απόσπασμα από το ποίημα “Το άσμα του Tiadatha VIII. Μια μέρα στη Θεσσαλονίκη”, σε μετάφραση Σάκη Σερέφα [από τα βιβλία του “Aλλόγλωσσα ποιήματα για τη Θεσσαλονίκη” (εκδόσεις Kέδρος 1997) και “Η Θεσσαλονίκη των ξένων”, Θεσσαλονίκη (εκδόσεις Παρατηρητής 2003)].
Είναι ένα απόσπασμα μόνο από την ακροτελεύτια εισήγηση, που ουσιαστικά συνίσταται στην ανάγνωση και τον σχολιασμό έξι ποιημάτων ισάριθμων ξένων συγγραφέων διαφορετικών εθνοτήτων (Σέρβων, Βουλγάρων, Βρετανών, Γάλλων, Ιρλανδών και Ιταλών) από τον λογοτέχνη Σάκη Σερέφα, στη διημερίδα με τίτλο “Η Στρατιά της Ανατολής στη Θεσσαλονίκη, 1915-1918: η πόλη και οι αναπαραστάσεις της”, που διοργανώνει το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού σε συνεργασία με το Γενικό Προξενείο της Γαλλίας, στη Θεσσαλονίκη και το Γαλλικό Ινστιτούτο, την ερχόμενη Παρασκευή και Σάββατο (28 και 29 Σεπτεμβρίου), στη Θεσσαλονίκη.
Η εισήγηση (η τελευταία της διημερίδας) για τη “Θεσσαλονίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στην ποίηση των ξένων”, ολοκληρώνει με την πλέον ουσιαστική προσέγγιση -αυτή που αποτυπώνει η ποίηση- τη θέαση των ανθρώπων (ξένων συγγραφέων, στρατιωτικών και απλών οπλιτών, οι οποίοι είτε βρέθηκαν στην πόλη στη διάρκεια του Πολέμου) για την πολυφυλετική και ανατολίτικη όψη της Θεσσαλονίκης και τους στοχασμούς για τη φρίκη των μαχών, το μάταιο του πολέμου και την ανίσχυρη θέση του απλού ανθρώπου που μετέχει σε αυτόν.
“Περιχαρακωμένο στρατόπεδο”, “Μικρή αδερφή της Κωνσταντινούπολης”, “Mαργαριτάρι του Αιγαίου”, “Πολυπόθητη πόλη”, αλλά και …”Πηγαίνοντας στον πόλεμο στη Μακεδονία δεν είναι συναρπαστική υπόθεση, γιατί υπάρχει τόση πολλή Μακεδονία και τόσο λίγος πόλεμος. Δεν υπάρχουν πολλοί συναγερμοί που να κρατούν το στρατιώτη σε εγρήγορση μέρα και νύκτα. Είναι αλήθεια ότι τα κανόνια ρίχνουν, αλλά υπάρχει τόσο πολύς χώρος που οι οβίδες πέφτουν χωρίς να πληγώνουν κανέναν”… Και …”Τέτοια λάσπη! Πουθενά δεν είδα τέτοια υγρή θάλασσα, πουθενά πριν από εδώ” (σύμφωνα με κείμενα της Σκωτσέζας νοσοκόμας του βρετανικού στρατού Hilda Lorimer, η οποία μάλιστα, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, τότε αποκαλούσαν τη Μακεδονία αντί για Macedonia – “Mucky- donia” (βρώμικη)…
Αυτοί είναι μερικοί μόνο από τους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιήθηκαν για τη Θεσσαλονίκη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Για χρόνια εγκλωβισμένη στα παραπάνω στερεότυπα, η πόλη στα μετόπισθεν του “ξεχασμένου”, όπως έχει συχνά χαρακτηριστεί, Μακεδονικού Μετώπου (1915-1918) θα αποτελέσει το αντικείμενο μελέτης της διημερίδας, στη διάρκεια της οποίας ερευνητές από την Ελλάδα και το εξωτερικό θα εξετάσουν πώς είδαν τη Θεσσαλονίκη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι ξένοι στρατιώτες της Στρατιάς της Ανατολής, τις σχέσεις των κατοίκων με τις χιλιάδες στρατιωτών που εγκαταστάθηκαν στην περιφέρεια της πόλης, επιχειρώντας παράλληλα να εγγράψουν το παράδειγμα της παρουσίας της Στρατιάς της Ανατολής στη Θεσσαλονίκη στον ευρύτερο λόγο για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Θεματικές με τίτλους όπως: “Η πόλη και οι κάτοικοι”, “Δομικά χαρακτηριστικά του Εθνικού Διχασμού”, “Σχέσεις που καλλιέργησαν οι κηπουροί της Θεσσαλονίκης με την πόλη και τους κατοίκους της”, “Ο μεγάλος πόλεμος των Μέσων: Καλές τέχνες, τύπος και ιδιωτική φωτογραφία, ταινίες και άλλα μέσα ως συνιστώσες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου”, “Η στρατιά της Ανατολής ζωγραφίζει τη Θεσσαλονίκη”, αναλύονται στη διημερίδα.
Αποκαλύπτονται επίσης νέα ή “ξεχασμένα” στον αιώνα που μεσολάβησε ζητήματα, όπως: “Η Γαλλική στρατιά της Ανατολής στη Ροτόντα: αρχαιολογική έρευνα ή επέλαση στην αρχαιολογία της Θεσσαλονίκης”, “Ο Μέγας Αλέξανδρος του Εμπράρ: μνήμη και χώρος στη Θεσσαλονίκη 1912-1925)”.
“Η Αρχαιότητα υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική στη διαμόρφωση του νεότερου ελληνικού κράτους, καθώς επέτρεψε την επιστροφή της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό ιστορικό προσκήνιο ήδη από τον 19ο αιώνα. Σε ό,τι αφορά ειδικά τη Μακεδονία, η σύνδεση της κληρονομιάς του παρελθόντος με την εθνική ιδεολογία αναπτύχθηκε με βάση δύο κύριους άξονες: αφενός την ιστορία και τον πολιτισμό της αρχαίας Μακεδονίας και την εμβληματική μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αφετέρου τη σπουδαία παράδοση του Βυζαντίου”, τονίζει χαρακτηριστικά στην εισήγησή της, με τίτλο “Αρχαιότητες και εθνική ιδεολογία στις ταραγμένες αρχές του 20ου αιώνα” η δρ Αρχαιολογίας Ευαγγελία Στεφανή, διευθύντρια του αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Μια άγνωστη εν πολλοίς πτυχή του νέου σχεδίου της πόλης από την ομάδα του Γάλλου αρχιτέκτονα Εμπράρ (μετά την πυρκαγιά του 1917 και εν μέσω του Μεγάλου Πολέμου) αποκαλύπτει στην εισήγησή της, με τίτλο “Ο Μέγας Αλέξανδρος του Εμπράρ: μνήμη και χώρος στη Θεσσαλονίκη 1912-1925)”, η αρχαιολόγος Στυλιάνα Γκαλινίκη, τονίζοντας πως: “Η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος μπορεί να συνέβη το 1912 με την κατάληψή της, όπως έγραφε ο Τύπος της εποχής, από τον ελληνικό στρατό, ωστόσο η μετατροπή της, μετά από τέσσερις αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας, σε πόλη του νεοελληνικού κράτους, αποδείχτηκε μία μακρά διαδικασία. Προς την κατεύθυνση αυτή εφαρμόστηκαν διάφορες πολιτικές της μνήμης με τη μορφή χωρικών πρακτικών και πολεοδομικών παρεμβάσεων, όπως η ονοματοδοσία οδών και πλατειών, η ανάδειξη και προστασία των αρχαίων και βυζαντινών μνημείων, η μετατροπή κτηρίων της οθωμανικής διοίκησης σε κέντρα της ελληνικής. Το Νέον Σχέδιον της Πόλεως από την ομάδα Εμπράρ συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην ένταξη της Θεσσαλονίκης στο εθνικό αφήγημα της αδιάλειπτης συνέχειας, μέσω της ανάδειξης των βυζαντινών κυρίως μνημείων, αλλά και μίας συμβολικής χειρονομίας: η σχεδιαστική πρόταση για ανίδρυση ανδριάντα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο παραλιακό τμήμα της κεντρικής πλατείας συνέδεε τις απαρχές της πόλης με τη χρυσή εποχή της αρχαίας μακεδονικής ιστορίας…”.
Η διεθνής διημερίδα αποτελεί παράλληλη εκδήλωση της έκθεσης “Στη δίνη του Μεγάλου Πολέμου: Οι αναπαραστάσεις της Θεσσαλονίκης της Στρατιάς της Ανατολής, 1915-1918” (έως 30 Σεπτεμβρίου 2018, αίθουσα πολλαπλών χρήσεων Ευτυχία Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου) και εντάσσεται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Έτους Πολιτιστικής Κληρονομιάς 2018 και του εορτασμού των Ευρωπαϊκών Ημερών Πολιτιστικής Κληρονομιάς (28-30 Σεπτεμβρίου 2018).
Πρόκειται για το δεύτερο ουσιαστικά διεθνές συμπόσιο που διοργανώνεται στη Θεσσαλονίκη με αφορμή τη συμπλήρωση εκατονταετηρίδας από τον τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το προηγούμενο -με τίτλο “Το Μακεδονικό Μέτωπο 1915-1918: Πολιτική, Κοινωνία και Πολιτισμός σε καιρό πολέμου”- είχε διοργανώσει τον περασμένο Μάιο, στο Τελλόγλειο Ίδρυμα, το ΑΠΘ σε συνεργασία με το King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, το Imperial War Museum και τη Βρετανική Σχολή Αθηνών και τελούσε υπό την αιγίδα της Βρετανικής Πρεσβείας των Αθηνών.
*Στο πρόγραμμα της διημερίδας της 28ης και 29ης Σεπτεμβρίου εντάσσεται και η τελετή για τον εορτασμό της συμπλήρωσης 100 χρόνων από την Ανακωχή της Θεσσαλονίκης (29 Σεπτεμβρίου 1918) στο Στρατιωτικό Νεκροταφείο Ζέιτενλικ.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ