Μια αδιάφορη «Νέα ζωή»
Περί διεκπεραίωσης ερασιτεχνών ηθοποιών και άλλων τινών.
ΕΙΚΟΝΕΣ: Φεστιβάλ Αθηνών © Stephan Glagla / Λέξεις: Σάββας Πατσαλίδης
Είναι πολύ φυσιολογικό ένας καταξιωμένος καλλιτέχνης να επαναλαμβάνει τον εαυτό του. Άλλωστε αυτή είναι η (δική του) σκηνική γλώσσα, αποτέλεσμα πολύχρονης και επίπονης έρευνας και δοκιμασίας, αυτή τον καταξίωσε, αυτήν υπηρετεί και βελτιώνει και εμείς με τη σειρά μας αυτήν πληρώνουμε να δούμε και να ξαναδούμε.
Όταν λες, «πάω να δω Γουίλσον ή Μνουσκίν» περίπου ξέρεις τι θα δεις. Υπάρχει το trade mark. Αυτό πληρώνεις. Και σίγουρα δεν το ‘χουν όλοι. Δεν είναι ουρανοκατέβατο. Το ‘χουν εκείνοι που αφιέρωσαν χρόνο να το καλλιεργήσουν. Και αυτό το «ιδιαίτερο» αισθητικό γνώρισμα το είχε η “Νέα Ζωή”, η 50λεπτη πρόταση (κάτι μεταξύ περφόρμανς, installation και εικαστικού event) του Καστελούτσι επάνω στη φιλοσοφία του Γερμανού μαρξιστή Μπλοχ, που έφερε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Μια πραγματεία επάνω στη έννοια του ταξιδιού, της αναζήτησης ενός άλλου τόπου.
Έχουμε ξαναδεί σύντομες προτάσεις, work-in-progress, από την ομάδα του Καστελούτσι. Απλώς εδώ εκείνο που δεν μου άρεσε ήταν η αίσθηση του «βιαστικού», του ανολοκλήρωτου. Είδαμε μια περφόρμανς η οποία οπτικά είχε γοητεία, έκρυβε άποψη χωρίς όμως καθαρή στόχευση και δουλεμένους σε βάθος άξονες. Απόλυτα καλοδεχούμενη η μίξη αισθητικών κωδίκων, τo παστίς, η μη καθαρότητα του είδους και οι ανοικτές γωνίες θέασης που δημιουργούσαν μια γενικότερη αισθητική καλειδοσκόπιου. Όπως απόλυτα γοητευτική (και «ταξιδιάρικη») η ομιχλώδης ατμόσφαιρα που κάλυπτε τον χώρο του «γκαράζ» με τις δεκάδες σταθμευμένα και κουκουλωμένα αυτοκίνητα, δημιουργώντας την αίσθηση ενός τόπου μη-τόπου, μιας μυστηριώδους ουτοπίας, μιας αφετηρίας στο πουθενά και στο παντού.
Όμως κάποια στιγμή αυτά τα διάσπαρτα στοιχεία που φιλοξενούσε το εικαστικό κάδρο της παράστασης περίμενα να συγκλίνουν προκειμένου να δικαιολογήσουν και τη σκηνική τους παρουσία. Αντίθετα, παρέμειναν πεισματικά μετέωρα, ανεπίδοτα, όπως ανεξήγητη και χωρίς υποστήριξη παρέμεινε και η διφορούμενη έμφυλη εμφάνιση των πέντε πανύψηλων ερασιτεχνών Αφρικανών που κλήθηκαν να στηρίξουν το δρώμενα ή μάλλον καλύτερα να τα διεκπεραιώσουν, μέσα από κάτι ανέμπνευστα, αδιάφορα γκρουπαρίσματα, λίγα βηματάκια μπρος και λίγα πίσω και αραιά και πού ένας προφορικός λόγος κάκιστα αρθρωμένος γεμάτος ρυτίδες και κοινοτοπίες.
Περί ερασιτεχνισμού
Και μιας και είπα “ερασιτεχνών”, να προσθέσω εδώ ότι αντιλαμβάνομαι τη συχνή παρουσία τους (ιδεολογική, κυρίως) γενικά στο σύγχρονο θέατρο. Όμως με κανένα τρόπο δεν δέχομαι το σκεπτικό που λέει ότι ακριβώς επειδή δεν έχουν “φθαρεί” από κάποια επαγγελματική σχολή είναι πιο “αυθεντικοί”, πιο “άμεσοι”, πιο “πειστικοί”, πιο “επικοινωνιακοί”. Αυτά είναι παραμύθια της Χαλιμάς.
Όπως παραμύθι είναι και ο ισχυρισμός που λέει ότι ένας ερασιτέχνης που βίωσε την ιστορία που παρουσιάζει στη σκηνή (π.χ ένας μετανάστης) είναι πιο κοντά στην “αλήθεια” και την “πραγματικότητα” από ό,τι ένας επαγγελματίας ηθοποιός. Όχι, δεν είναι πιο κοντά, γιατί αυτό που παρουσιάζει δεν παύει να είναι η “αφήγησή του”, άρα κανείς δεν μπορεί να ελέγξει την “αλήθεια” της, τη στιγμή μάλιστα που αυτή την “αλήθεια” την έχει ήδη φιλτράρει ο σκηνοθέτης ώστε να συνάδει με τη συνολική του άποψη–τη δική του “αλήθεια” (δείτε τι γίνεται με το θέατρο ντοκουμέντο,λ.χ.).
Και για να μην παρεξηγηθούν τα σχόλιά μου, σημειώνω εδώ ότι μιλώ αποκλειστικά για το επαγγελματικό θέατρο και όχι το μαθητικό ή το θεραπευτικό θέατρο ή το θέατρο για άτομα με ειδικές ανάγκες ή το συμμετοχικό ή το site specific ή το θέατρο που διοργανώνει μια κοινότητα ως μέρος των δραστηριοτήτων της (πχ σε μια φυλακή, σε ένα άσυλο κλπ), όπου η λογική είναι άλλη, όπως και η στόχευση είναι άλλη, οι απαιτήσεις είναι άλλες, τα ιδεολογήματα είναι άλλα κ.ο.κ.
Στέκομαι, λοιπόν, και σχολιάζω αυτή την πολύ συγκεκριμένη και διαδεδομένη τάση στο επαγγελματικό θέατρο, γιατί από όλους τους χώρους που απαιτούν αυστηρή εξειδίκευση, το θέατρο αντιμετωπίζεται με απόλυτη χαλαρότητα, λες και είναι χόμπι και όχι επάγγελμα, ένα παιχνίδι για να περνά η ώρα.
Πρόκειται για τάση εν πολλοίς σύμπτωμα μιας γενικότερης μεταμοντέρνας «θέσης» περί «διαθεσιμότητας», που περίπου εκφράζεται μέσα από το σλόγκαν anything goes, το δικαίωμα δηλαδή του καθενός να είναι ό,τι θέλει και να δηλώνει ό,τι θέλει.
Αντιλαμβάνομαι τη λογική αυτής της θέσης, από την άλλη όμως δεν μπορώ να αγνοήσω τους άπειρους κινδύνους που παρεισφρέουν και που πολύ εύκολα μπορεί να τα τινάξουν όλα στον αέρα.
Εντελώς συμπτωματικά, λίγο πριν από την παράσταση του Καστελούτσι, σε μια διπλανή αίθουσα στην Πειραιώς 260, είχαμε ως Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών μια ημερίδα σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Αθηνών, με θέμα ακριβώς τη θέση του θεατρικού κριτικού στη νέα αγορά. Ποια είναι αυτή η θέση; Ποιος ο ρόλος που καλείται να επιτελέσει; Ή δεν υπάρχει ρόλος; Και πάλι: Anything goes;
Αυτό που ανέφερα στη δική μου ανακοίνωση (σε ένα σύνολο οκτώ ανακοινώσεων) το επαναφέρω εδώ γιατί πιστεύω πως έχει σχέση με την κουβέντα που κάνουμε για τον Καστελούτσι.
Περί ειδικών
Σχολιάζοντας λοιπόν την εντυπωσιακά πολυάριθμη παρουσία κριτικών θεάτρου (είναι παντού), έφερα τα εξής παραδείγματα:
“Όταν αρρωστήσει το παιδί μας φωνάζουμε γιατρό κι όχι αρχιτέκτονα να κάνει μια διάγνωση/εκτίμηση και να μας βάλει στα έξοδα αγοράς των φαρμάκων. Όταν χαλάσει το ψυγείο μας φωνάζουμε ψυχτικό και όχι ψυχολόγο. Με βάση τη διάγνωσή του θα αποφασίσουμε τι ανταλλακτικά θα αγοράσουμε (και από πού)”.
Στο θέατρο λοιπόν γιατί εμφανιζόμαστε τόσο άνετοι ως προς τη γνώμη που εκφράζει ο κάθε ένας από μας; Μήπως και η παράσταση δεν είναι ένας οργανισμός που ζητεί τον ειδικό στην αξιολόγησή της; Όπως όλα τα άλλα αγαθά μήπως και το θέατρο δεν βρίσκεται στην αγορά ως προϊόν προς πώληση; Κάποιος δεν πρέπει να εκφέρει μια επαγγελματική άποψη κατά πόσο αξίζει να ξοδέψει κανείς τα χρήματά του για να το απολαύσει; Γιατί όλοι επικαλούνται τις αρχές της δημοκρατίας όταν μιλούν για το θέατρο και τις αγνοούν παντελώς σε όλα τα άλλα, όπου εκεί επικαλούνται τις «δικτατορικές» γνώσεις του ειδικού; Γιατί να ζητούν τον «καλύτερο» ειδικό σε άλλα θέματα και στο θέατρο anything goes;
Περί ελευθερίας
Φυσικά είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι, άρα έχουμε δικαιώματα. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι δεχόμαστε το σκεπτικό που λέει πως όλοι μπορούν με τον τρόπο τους να δηλώνουν κριτικοί ή να προσποιούνται τους κριτικούς. Το ερώτημα που προκύπτει είναι απλό: τελικά ποιος είναι κριτικός, αφού όλοι είναι (ή μπορούν να είναι) κριτικοί;
Η ίδια απορία και για τον ηθοποιό. Όταν όλοι δηλώνουν ηθοποιοί ή προσποιούνται τους ηθοποιούς ή καλούνται να πάρουν τη θέση του ηθοποιού ποιος τελικά είναι ηθοποιός; Και για να τελειώνω, Αισθάνομαι πως σε μια άκρως θεαματική κοινωνία όπως είναι η σημερινή, μια κοινωνία η οποία έχει γυρίσει την πλάτη της σε καθετί ουμανιστικό, μια άκρως ανταγωνιστική κοινωνία, το θέατρο οφείλει, με όση δύναμη διαθέτει, να προστατεύσει τον εαυτό του, την επαγγελματική του ταυτότητα και ο ερασιτεχνισμός μπορεί να είναι μια κάποια λύση για “ειδικές” αποστολές, όμως σίγουρα δεν είναι η πλέον ευεργετική λύση. Η αγορά είναι γεμάτη από άνεργους επαγγελματίες καλλιτέχνες (στην Ιταλία, στην Αγγλία, στην Ελλάδα, παντού).
Η Ευρώπη γέμισε από σερβιτόρους ηθοποιούς. Εάν κάποιοι θέλουν να χρησιμοποιούν ερασιτέχνες φυσικά είναι δικαίωμά τους. Σε δημοκρατία ζούμε. Εφόσον αυτή είναι η επιλογή τους το ξεκαθαρίζουν από την αρχή, δεν βάζουν εισιτήριο, οπότε κανένας δεν θα τους κατηγορήσει για οτιδήποτε. Από τη στιγμή όμως που κάποιος πληρώνει 15 και 20 ευρώ έχει (και οφείλει να έχει) απαιτήσεις πολύ πάνω από τις δυνάμει επιτελεστικές επιδόσεις ενός ερασιτέχνη. Και δυστυχώς το θέαμα που έφερε στο φεστιβάλ ο δημοφιλής και αναμφισβήτητα χαρισματικός Καστελούτσι κάθε άλλο παρά άφησε κάτι πίσω του να θυμόμαστε.
Συμπέρασμα: Much Ado About Nothing.
Παρακάτω βίντεο, απόσπασμα από το έργο όπως παρουσιάστηκε στις Βρυξέλλες: