Μια “αρρώστια” χωρίς ψυχή
Ένα έργο «κραυγή», γνώριμο μοτίβο στους περισσότερους πολιτικοποιημένους συγγραφείς της περιόδου του Μεσοπολέμου.
Πρώτη επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη (θέατρο Αμαλία) της αθηναϊκής ομάδας Tempus Verum, με το γνωστό (και χρονολογικά πρώτο) έργο του Φέρντιναντ Μπρούκνερ «Η αρρώστια της νιότης» (1926), γραμμένο στην καρδιά του εξπρεσιονιστικού κινήματος και στον προθάλαμο της ανόδου του φασισμού. Ένα έργο «κραυγή», γνώριμο μοτίβο στους περισσότερους πολιτικοποιημένους συγγραφείς της περιόδου του Μεσοπολέμου.
Το έργο
Στην καρδιά του έργου κυριαρχεί η εικόνα της σήψης, του απόλυτου αδιέξοδου: κοινωνικού, οικονομικού, ιδεολογικού. Θύματα της κατάστασης όπως πάντα οι νέοι. Πού πάνε; Τι κάνουν; Πώς αντιδρούν; Αυτοκτονούν; Εκδικούνται; Το βάζουν στα πόδια; Γίνονται φασίστες;
Στο νεολαιϊστικο πάρτι που διοργανώνει η Μαρί, άρτι αποφοιτήσασα από την Ιατρική Σχολή, είναι όλοι εκεί. Η συγκάτοικός της Ντεζιρέ, μια κόμισσα που έφυγε από το σπίτι της σε ένδειξη διαμαρτυρίας και που δεν έχει κανένα πρόβλημα να συνάψει ερωτική σχέση μαζί της, μόνο που αυτή αγαπά τον Πετρέλ, ο οποίος νιώθει ευνουχισμένος από τη Μαρί που τον αποκαλεί «Ντόλι». Μύλος.
Είναι και ο Φρέντερ, μια νιτσεϊκή ή μάλλον καλύτερα μακιαβελική φιγούρα που επηρεάζει καταστάσεις σε μορφή ντόμινο. Διαφθείρει την αφελή υπηρέτρια, ενισχύει τις αυτοκτονικές τάσεις της αμφισεξουαλικής Ντεζιρέ και τέλος στρέφεται στην ερωμένη του Μαρί, στις πλάτες της οποίας ευελπιστεί να επιβιώσει.
Το παν ο αγώνας επικράτησης, το παιχνίδι της δύναμης. Ο θάνατός σου η ζωή μου, σ’ ένα έργο χωρίς πουθενά φως. Γκροτέσκες νεανικές ψυχές στο σκοτάδι.
Τι μας έδωσε η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Λάλος;
Σκηνοθεσία τσελεμεντέ
Ο Λάλος είναι έμπειρος (και καλός) ηθοποιός, είναι όμως καινούργιος ως σκηνοθέτης. Και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο περιμένεις ως θεατής το κάτι παραπάνω, λίγη φρεσκάδα παραπάνω, εκείνο το ελάχιστο που ευελπιστείς ότι θα κάνει και τη μικρή διαφορά. Ψήγματα κάποιας εργαστηριακής ή ερευνητικής δουλειάς. Τι είδαμε; Αυτό που βλέπουμε συνήθως: τη μεταδραματική πατέντα. Μια πολυφορεμένη σκηνοθεσία.
Και σκέφτομαι: δεν βαρέθηκαν οι σκηνοθέτες να κοπιάρουν ο ένας τον άλλο; Δεν βαρέθηκαν να δοκιμάζουν τις ίδιες συνταγές, τις ερμηνείες φασόν; Δεν νιώθουν την ανάγκη να δοκιμάσουν να κάνουν θέατρο σ’ ένα άλλο επίπεδο; Δεν βλέπουν ότι οι σκηνικές προκλήσεις που κόμισε η δυναμική είσοδος του μυθιστορήματος και του θεάτρου ντοκουμέντο (και όλων των συναφών) στον χώρο έχουν ξεθωριάσει, έχουν πια γίνει προβλέψιμες mainstream επαναλήψεις; Μετωπικό παίξιμο, λίγα μικρόφωνα για να μας βρίσκονται, αφήγηση και δόστου ξανά αφήγηση, αποδραματοποίηση, αποκλιμάκωση εντάσεων, κουλ σχέσεις, λίγος Μπρεχτ, πού και πού και λίγος Στανισλάφσκι, εισβολή στον χώρο των θεατών και ό,τι άλλο ήθελε προκύψει.
Δεν λέω καλά είναι όλα αυτά, αλλά κάπως πάλιωσαν (για όσους νομίζουν ότι κάνουν κάτι καινούργιο) Εξαντλήθηκαν τα όρια και οι δυνατότητες τους. Ακόμη και αυτοί οι Γερμανοί που προκάλεσαν αυτήν την αισθητική, ανακρούουν πρύμναν.
Και ένα τελευταίο, που για μένα είναι ίσως και το πιο σημαντικό: δεν κολλάνε παντού αυτές οι μεταδραματικές (και συχνά δήθεν) λύσεις. Δεν είναι πασπαρτού ούτε σημαία ευκαιρίας. Υπάρχουν έργα που δεν τις σηκώνουν, που κλωτσάνε. Και κλωτσάνε άγρια. Σαν κι αυτό του Μπρούκνερ.
Σκηνοθεσία
Και για να βάλω τα πράγματα στη θέση τους να πω εξαρχής ότι: ο Λάλος ήταν απόλυτα συνεπής σκηνοθετικά. Υπηρέτησε ένα συγκεκριμένο στιλ. Δεν έκανε λάθη ούτε μουτζούρες. Είχε άποψη. Κίνησε τα σώματα των ηθοποιών του με προσοχή ώστε να είναι διαρκώς μέσα στο κάδρο της ανάγνωσής του. Φώτισε υποβλητικά τα δρώμενα. Άφησε το ημίφως να επιβάλει ατμόσφαιρα. Και σωστά έπραξε.
Και θα μου πείτε, μα αφού τα ΄κανε όλα εντάξει, τι στράβωσε για να εισπράξει αυτή την κριτική με τις τόσες αντιρρήσεις κι όχι κάποια άλλη ενθουσιώδη; Απαντώ σε τόνους απόλυτα υποκειμενικούς: Για να σταθώ θετικά απέναντι σε μια παράσταση πρέπει να μου προκαλεί απόλαυση, ψυχική ή πνευματική ή και (μακάρι) τα δύο.
Η υπό συζήτηση παράσταση δεν με άγγιξε. Βγήκα όπως μπήκα. Καμιά σκέψη, κανένας προβληματισμός. Είδα την καθαρότητα στα περιγράμματά της, δεν είδα όμως να ΄χει ψυχή για να με κερδίσει, να με ξεβολέψει. Δεν είχε κείμενο από κάτω. Δεν είχε χυμούς. Ήταν στεγνή. Αποστειρωμένη. Της έλειπαν οι νευρώσεις των χαρακτήρων, η διάχυτη υστερία.
Εδώ έχουμε μια γενιά που τη στοιχειώνει ο θάνατος. Τι να σου κάνουν τα αποστασιοποιημένα λογύδρια, οι μικροφωνικές εγκαταστάσεις; Τι να σου κάνουν οι γεωμετρικοί σχηματισμοί, όταν δεν συγκροτούν ένα συμπαγές όλον αισθητικής άποψης; Τι να σου κάνει η εισβολή των ηθοποιών στον χώρο των θεατών (κι αυτό αν έχει γίνει σούπα!!) Πού πήγε αλήθεια η βιεννέζικη δεκαετία του 1920, η πολιτική αστάθεια σ΄ ένα έθνος με αβέβαιο μέλλον; Πού πήγε η αρρωστημένη σωματικότητα του έργου, όλα εκείνα τα πάθη που κυριολεκτικά γεμίζουν χαρακιές τα νεανικά κορμιά; Πού πήγε το πάσχον σώμα; Πού πήγαν οι χαμένες ψυχές; Πού πήγε η φοβιστική φιγούρα του φασίστα Φρέντερ που συνθλίβει τη Λούσι και δεν δίνει δεκάρα; Πού πήγε το ταξικό «ένσημο» της Μαρί; Ο ρόλος-καρμανιόλα της Ντεζιρέ; Ποιος τον κατάλαβε; Ποιος κατάλαβε τη σαπίλα των σχέσεων; Τα χρώματα που ξεθωριάζουν; Ποιος αισθάνθηκε το νοσηρό κλίμα;
Και τέλος, προς τι αυτή η ταχυλογία, και μάλιστα από νέα παιδιά που δεν έχουν ακόμη αποκτήσει τον έλεγχο του λόγου;
Ερμηνείες
Και μιας και ανέφερα τους ηθοποιούς, να πω ότι όλοι (ονομαστικά: Γιώργος Τριανταφυλλίδης, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Ξένια Αλεξίου, Κριστέλ Καπερώνη, Τάσος Δέδες, Ουσίκ Χανικιάν, Χριστίνα Μαριάνου) έκαναν αυτό που διδάχτηκαν. Kαι το έκαναν με φιλότιμο και γενναιοδωρία. Έδειξαν ότι μπορούν. Έδωσαν μια παράσταση ομάδας, γι’ αυτό και δεν ξεχωρίζω κανέναν. Απλώς επιμένω και λέω ότι ως θεατής είχα ανάγκη τον ειδικό τόνο και τα ημιτόνια εκείνα που κάνουν τις μικρές ωστόσο ουσιαστικές υπογραμμίσεις. Είχα ανάγκη την αποσταγματική ευαισθησία, τις ατομικές εκτινάξεις ώστε να βγουν οι τύποι των ψυχοσυνθέσεων πιο ευανάγνωστοι. Πώς να το κάνουμε, η Ντεζιρέ δεν είναι Μαρί και η Λούσι δεν είναι Ιρένε. Η αυτάρεσκη Ντεζιρέ, και καμιά άλλη, είναι που φτάνει στο σημείο να πει: “ζωή αλά μπουρζουά ή αυτοκτονία. Δεν υπάρχουν άλλες επιλογές”. Πώς να τη νιώσουμε, όμως, όταν το σκηνικό της πορτρέτο είναι θαμπό;
Εδώ έχουμε ένα κάδρο που φιλοξενεί λογής λογής σχέσεις: ετεροφυλόφιλες, λεσβιακές, μαζοχιστικές, καταπιεστικές, εκμαυλιστικές, στρεβλές, παθολογικές. Η σκηνοθεσία έπρεπε να βρει τρόπους αφενός να ξεκαθαρίσει αυτό το βαθύτατα γκροτέσκο και ετερογενές τοπίο και, αφετέρου, να τιθασεύσει τη μακαρονοειδή φιλοσοφική λογοδιάρροια του πρωτότυπου, εμβολιάζοντάς την με σκηνική επικοινωνιακή ενέργεια. Ο μονόχορδος στιλιζαρισμένος μοντερνισμός με πινελιές μεταδραματικότητας που επελέγη ως απάντηση, αφαίρεσε από το έργο ό,τι δεν έπρεπε να αφαιρέσει: το εσωτερικό τοπίο του ψυχισμού και παράλληλα έκανε όλη αυτή τη λογοδιάρροια ακόμη πιο έντονη. Τη μετάφραση υπογράφει ο σκηνοθέτης.
*Η “Αρρώστια της Νιότης” ανέβηκε από τις 8 έως τις 12 Φεβρουαρίου 2017 στο Θέατρο Αμαλία.