Ο Οδυσσέας Ελύτης μέσα από τα δικά του λόγια
Στις 2 Νοεμβρίου του 1911 γεννήθηκε ο μεγάλος ποιητής.
2 Νοεμβρίου 1911: Σαν σήμερα, γεννιέται στο Ηράκλειο της Κρήτης, ο Έλληνας νομπελίστας ποιητής, Οδυσσέας Ελύτης. Ήταν ο μικρότερος από τα 6 παιδιά της οικογένειας Αλεπουδέλη – το οποίο και είναι το πραγματικό του επίθετο. Η καταγωγή του ήταν από το νησί της Λέσβου.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του
Ο πατέρας του είχε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας, το οποίο και μετέφερε στον Πειραιά το 1914. Λόγω του ότι οι γονείς του ήταν υποστηρικτές του Ελευθέριου Βενιζέλου, η οικογένεια του ποιητή αντιμετώπισε διώξεις μετά την πτώση του πολιτικού. Μάλιστα, ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια Αλεπουδέλη και είχε φιλοξενηθεί αρκετές φορές στο κτήμα Ακλειδίου, όπου βρισκόταν το σπίτι τους.
Από το 1924 μέχρι και το 1928, δηλαδή στα σχολικά του έτη, έρχεται σε επαφή με την ελληνική, αλλά και την γαλλική λογοτεχνία. Τότε ήρθε σε επαφή με την ποίηση του Καβάφη και του Καρυωτάκη. Επιπλέον, τα καλοκαίρια όλων αυτών των χρόνων ταξίδευε σε νησιά του Αιγαίου, κάτι που θα επηρεάσει το λυρικό υπόστρωμα της ποίησής του.
Το 1929 ήταν ένα καθοριστικό έτος για το μέλλον της ποίησής του. Στο μεταξύ γράφει τα πρώτα του ποιήματα και τα στέλνει με ψευδώνυμα σε περιοδικά της εποχής, ενώ το 1930 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1936 διακόπτει τις σπουδές του και στρατεύεται.
Επειδή δεν ήθελε να υπογράφει με το πραγματικό του επίθετο τα ποιήματά του, έπρεπε να βρει κάποιο ψευδώνυμο.
«Επειδή πάντα οι λέξεις που άρχιζαν από «ελ-» μου ασκούσανε μια μαγεία, είτε διότι ήταν η «Ελλάδα», είτε η «ελπίδα» είτε μια Ελένη που ίσως ήμουν τότε ερωτευμένος, η «ελευθερία»… Όλες αυτές οι λέξεις που άρχιζαν από «ελ-», σκέφτηκα να το αρχίσω έτσι».
https://www.youtube.com/watch?v=tW6uukuti10
«Η οικειότητά μου με τη θάλασσα πιστεύω είναι κάτι φυσικό. Εάν σκεφτεί κανείς ότι η καταγωγή μου είναι από τη Λέσβο, ότι γεννήθηκα στη Κρήτη και προπαντός ότι πέρασα τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων στις Σπέτσες. Έχω την εντύπωση ότι σ’όλη μου τη ζωή όταν άνοιγα ένα παράθυρο έβλεπα την θάλασσα».
Η συμμετοχή του στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και ο παραλίγο θάνατός του
Το 1939, στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Προσανατολισμοί».
Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, επιστρατεύεται το 1940 ως ανθυπολοχαγός και βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Το 1941 μεταφέρεται στο νοσοκομείο Ιωαννίνων, καθώς νόσησε από κοιλιακό τύφο και μεταφέρεται εκεί σχεδόν ετοιμοθάνατος. Γλιτώνει όμως τον θάνατο ως εκ θαύματος και μεταφέρεται στην Αθήνα, όπου η μακρά του ανάρρωση συμπίπτει με την εισβολή των Γερμανών στην πόλη και με την Κατοχή.
«Μια ζωήν ολόκληρη αγωνίστηκα γι’αυτό που λέμε ελληνικότητα».
Η απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας
Στις 18 Οκτωβρίου 1979 η Σουηδική Ακαδημία ανακοινώνει ότι θα του απονείμει το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Συγκεκριμένα, του απένειμαν το βραβείο Νόμπελ «για την ποίησή του, που με βάθρο την ελληνική παράδοση περιγράφει με αισθητική δύναμη και υψηλή πνευματική διακριτικότητα, τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για την ελευθερία και τη δημιουργία». Ακόμη, η Ακαδημία της χώρας ονόμασε το Άξιον Εστί (1959) ένα από τα αριστουργήματα της ποίησης του 20ου αιώνα. Έτσι, στις 10 Δεκεμβρίου του 1979 στη Στοκχόλμη, βραβεύεται με το Νόμπελ και παραλαμβάνει το βραβείο από το βασιλιά της Σουηδίας, Κάρολο Γουσταύο.
«Πιστεύω ότι με την φετινή της απόφαση η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να τιμήσει στο πρόσωπό μου την ελληνική ποίηση στο σύνολό της».
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του
Στα επόμενα χρόνια ο Οδυσσέας Ελύτης θα συνεχίζει να γράφει σημαντικά έργα του, τα οποία και εκδίδονται. Τα έτη αυτά ήταν άκρως δημιουργικά.
Φεύγει από την ζωή στις 18 Μαρτίου του 1996, σε ηλικία 85 ετών. Μέχρι σήμερα, είναι ο δεύτερος (ο πρώτος ήταν ο Γιώργος Σεφέρης) και τελευταίος Νομπελίστας Έλληνας ποιητής.
«Έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν και ότι η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους τού χρήματος και τής εξουσίας».
«Αυτός ήταν ο πρώτος σπινθήρας, το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε το δεύτερο εύρημα σ’αυτή τη διαμαρτυρία για το άδικο, τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Έτσι γεννήθηκε το Άξιον Εστί».