Οι σολομοί επιστρέφουν στην κοίτη του ποταμού για να γεννήσουν
Επανεκτελέσεις που γράφουν καινούργια ιστορία.
Τον τελευταίο καιρό στην ελληνική μουσική σκηνή, ειδικά στο ελληνικό τραγούδι, η μια έκπληξη διαδέχεται την άλλη, άλλη απρόσμενη εντελώς, άλλη κάπως αναμενόμενη.
Ένας ιδιότυπος τρόπος αναγέννησης του ελληνικού τραγουδιού συμβαίνει τα τελευταία 10 περίπου χρόνια (σύμπτωση χρονική, η εκδήλωση της «Κρίσης» στην Ελλάδα;;)
Και, κάτι συμβαίνει με τους «ήρωες» της νεανικής μας μουσικής επανάστασης.
Τον περασμένο Οκτώβρη ο Γιάννης Αγγελάκας κι ο Νίκος Βελιώτης έβγαλαν ένα διπλό LP, σε 500 αριθμημένα αντίτυπα, τυπωμένο σε έγχρωμα βινύλια διαφορετικού χρώματος. Περιεχόμενο: 21 παλιά ή και νεότερα, αλλονών τραγούδια, σε διασκευή- επανεκτέλεση. Τραγούδια αναπάντεχα όπως το «Άνθρωποι μονάχοι», όπως ο «Διαβάτης», που ειδικά γι’ αυτόν, θα έλεγα σκωπτικά, στη Μάντρα του Αττίκ μπήκαν …οι Λύκοι.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν υπάρχει προηγούμενο συνάντησης τόσο -φαινομενικά- διαφορετικών μουσικών προσωπικοτήτων. Πρόκειται για μια ωραία μουσική πράξη του Αγγελάκα, να νιώσει τον πιο μεγάλο, ευαίσθητο ερωτικά και κοινωνικά, τραγουδοποιό που ανέδειξε η “δυτικότροπη” σχολή στην Ελλάδα του μεσοπολέμου (έναν Αττίκ που λάτρεψα από παιδί μέσα από τα μπελκάντο “πρίμο σεγκόντο” των γονιών) και να τον μεταφυτέψει στις καρδιές και στα χείλη των νέων παιδιών
Ο Σωκράτης Μάλαμας συνεχίζοντας «Τα σκέτα» στο κανάλι του στο Youtube, μετά τους Άκη Πάνου, Απόστολο Καλδάρα, Βασίλη Τσιτσάνη, προσφέρει, με Βασίλη Λάππα και Φώτη Σιώτα, Μάνο Λοίζο.
Ο «Αχός» του Θανάση Παπακωνσταντίνου αναδεικνύει, πέρα από νέο υλικό, προχωρημένες, νεωτερικές προσεγγίσεις σε πασίγνωστα κι αγαπημένα παραδοσιακά, ο Δημήτρης Μυστακίδης στο «Εδώ και εκεί» καταβυθίζεται στα έγκατα του ρεμπέτικου στίχου, τολμώντας παράλληλα «αιρετικές» διασκευές.
Το ίδιο παρατηρώ και στους νεότερους. Κάτι οι φοιτητές του Πανεπιστήμιου της Άρτας, των μουσικών σχολών του ΠΑΜΑΚ και του ΑΠΘ, με τον συνδυασμό της γνώσης δυτικής και ανατολικής μουσικής, κάτι οι ανάγκες της εποχής να παίξουν τα μορφωμένα μουσικά σχήματα «εύπεπτο» πρόγραμμα χωρίς να ευτελίζονται, κάτι η αδυναμία για ρωμαλέα νέα πρόταση έφεραν πάλι στο προσκήνιο τα «παλιά». Αρχικά ρεμπέτικα μετά και ελαφρά, ρετρό. Μετά βουκολική, δημοτική παράδοση.
Τα νέα σχήματα που βρήκαν μεγάλη απήχηση στο νεανικό κοινό είχαν ως πρωτεύουσα πρόταση επανεκτελέσεις κι αναβιώσεις. Λοκομόντο, Ιμάμ Μπαϊλντί, για να θυμηθούμε τα πιο δημοφιλή ονόματα.
Η επίδραση αυτού του νέου κύματος «Επιστροφή στις ρίζες» αγγίζει και καλλιτέχνες της ποπ όχθης. Ακούγοντας 2 από τα τελευταία τραγούδια που έκανε η Μόνικα στον δίσκο «Ο κήπος είναι ανθηρός», τα «Ιστορίες» και «Ξημερώνει» έχω την εντύπωση ότι ακούω Χατζιδάκι ή Ξαρχάκο, άλλωστε η ίδια γράφει «ο πρώτος μου ελληνόφωνος δίσκος μου υπενθυμίσει πως στη ζωή όσο και να φύγουμε μακριά πάντοτε οι ρίζες μας τραγουδούν μελωδικά στη καρδιά».
Όμως, στ’ αλήθεια, τι συμβαίνει στο ελληνικό τραγούδι;
Ο Νταλάρας δεν ήταν αυτός που κάποτε κατηγορήθηκε ότι τα «θέριζε κι αλώνιζε όλα»; Και πιο παλιά, ο Καζαντζίδης; Και κάπου ενδιάμεσα όλοι οι μεγάλοι ερμηνευτές- Χαρούλα, Δήμητρα, Ελευθερία, Μητσιάς (μακεδονίτικα) Πάριος (νησιώτικα) δεν ξανατραγούδησαν τα πάντα, από δημοτικά και «ελαφρά- επιθεωρησιακά» για να αφήσουν το δικό τους χνάρι στα πολύτιμα αξεπέραστα μουσικά μας «κειμήλια» αλλά και για να μεταφέρουν παλιά τραγούδια στους νέους της γενιάς τους, της εποχής τους;
Στη δεκαετία του 1970 υπήρξε ένα μουσικό κίνημα «επιστροφή στις ρίζες», με πρωτεργάτη τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Συνοδοιπόροι με τον τρόπο τους οι Ανάκαρα, η Μαρίζα Κωχ
Την ίδια εκείνη μακρινή εποχή ο Σαββόπουλος έφτιαξε 3 δίσκους στη σειρά, βασισμένους στην παράδοση με αδρές πινελιές ροκ, την καλύτερη ever τριλογία που βγήκε στην ελληνική δισκογραφία του τέλους του 20ου αιώνα «Περιβόλι του τρελού», «Μπάλος» «βρώμικο Ψωμί».
Τι γίνεται λοιπόν; Ένα «dejavu¨; Κάτι ωραίο; Κάτι καινούργιο; Κάτι οπισθοδρομικό; Κάτι κακό; Ή, απλώς, επειδή το κάνουν πια οι δικοί μας «ήρωες» είναι προφανώς καλό; Μάλλον «η ζωή μας κύκλους κάνει».
Εν κατακλείδι: Οι πιο «progressive» μορφές της νεανικής έως ψαγμένης μουσικής μας κουλτούρας, πολύ δημοφιλείς, με δεκάδες χιλιάδες θεατές στις συναυλίες τους, στρέφονται με …έναν βαθύ σεβασμό, όσο κι αν τους «αλλάζουν τα φώτα», με μια περίεργη, ακατανόητη από πρώτη ματιά νοσταλγία σε τραγούδια του παρελθόντος.
Στις μικρές ηλικίες, που είναι μάλλον και οι πιο ανυποψίαστες κι ανενημέρωτες για τον πλούτο, το βάθος, την μουσική και στιχουργική αξία του ελληνικού τραγουδιού, είναι σίγουρα μια μεγάλη προσφορά.
Στους παλαιότερους, πιστεύω, εκφράζει το συναίσθημα, καθώς μεγάλωσαν με πολλά από τα τραγούδια αυτά στις πρώτες εκτελέσεις τους αλλά και την αισθητική τους σ’ ένα αβέβαιο σήμερα, όπου η Τέχνη αφουγκράζεται τη σκοτεινιά της εποχής και- προφανώς- την ανάγκη, μπρος στο άγνωστο φοβιστικό μέλλον, μιας επαφής με κάτι γνώριμο, σαν την μητρική αγκαλιά, το πατρικό χάδι.