Τα αινίγματα του Πίντερ
Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του νομπελίστα συγγραφέα, Χάρολντ Πίντερ, ανεβαίνει στη σκηνή του BlackBox μέσα από τη μετάφραση των Ουκ Νουκ και τη σκηνοθετική ματιά του Πάνου Δεληνικόπουλου.
Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του νομπελίστα συγγραφέα, Χάρολντ Πίντερ, ανεβαίνει στη σκηνή του BlackBox μέσα από τη μετάφραση των Ουκ Νουκ και τη σκηνοθετική ματιά του Πάνου Δεληνικόπουλου. Μια πιντερική κοσμοθεωρία στήνεται με ερωτήματα, συνεχείς αμφισβητήσεις της πραγματικότητας και πιντερικά κενά χωρίς ξεκάθαρες λύσεις ή εξηγήσεις. Ένα έργο συναρπαστικό που μέσα από τραγικές και κωμικές καταστάσεις παραμένει βαθύτατα αινιγματικό και τρομακτικό. Το θεατρόφιλο κοινό της πόλης, καλείται να αντιμετωπίσει το έργο με «με αθώο βλέμμα και διαλεκτική διάθεση.»
Ο Πίντερ έγραψε το έργο σε ηλικία 27 ετών, το οποίο κατακεραυνώθηκε από τους τότε κριτικούς για να αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο πολυπαιγμένα θεατρικά έργα. Νομίζω πως η γοητεία του συνίσταται στο ότι έχει να κάνει με την ισορροπία ανάμεσα στο λόγο και τη σιωπή, το χώρο ανάμεσα σ’ αυτό που ονοματίζεται κι αυτό που μένει κρυφό. Βάζοντας μέσα απ’ αυτή εν τέλει, το ερώτημα του τι είναι πραγματικότητα και πως υπάρχουμε μέσα της.
H Πιντερική κοσμοθεωρία. Ερωτήματα. Πάρα πολλά ερωτήματα που εκκρεμούν σχεδόν απειλητικά. Μέσα απ’ αυτή την εκκρεμότητα προκύπτει η σύγκρουση ανάμεσα στην επιτακτική ανάγκη να απαντηθούν, και στη διαπίστωση της αδυναμίας να απαντηθούν με ένα καθολικό τρόπο.
H μετάφραση των Ουκ Νουκ. Ο Πίντερ έχει την εξαιρετική ικανότητα να διαπραγματεύεται θεμελιώδη αιτήματα μέσα από πολύ πραγματικούς χαρακτήρες, χρησιμοποιώντας ένα λόγο πολύ καθημερινό και παράλληλα –φαινομενικά- παράλογο. Ωστόσο δε διαφέρει από οποιοδήποτε κομμάτι λόγου μπορεί να πιάσει τ’ αυτί μας σε μια συνηθισμένη μέρα από ένα συνηθισμένο άνθρωπο. Είτε στο δρόμο, είτε στην τηλεόραση, είτε οπουδήποτε. Για να μιληθεί αυτός ο λόγος, προϋποθέτει μια οργανική σχέση μαζί του. Έτσι προέκυψε η ανάγκη το κείμενο να μεταφραστεί, ώστε να είναι και πιστό στα αιτήματα του συγγραφέα και οικείο σ’ αυτούς που το φέρουν επί σκηνής.
Σκηνοθετική οπτική. Όσο το δυνατό μεγαλύτερη πιστότητα στις «θερμοκρασίες» που υπαγορεύει το κείμενο. Από κει και πέρα, το πώς τα γεγονότα που αυτό φέρει αντανακλούν στην τρέχουσα συγκυρία.
Το έργο είναι γεμάτο από πιντερικά κενά, χωρίς ξεκάθαρες εξηγήσεις ή λύσεις του μυστηρίου. Όταν γράφτηκε το έργο, οι σχέσεις αιτίου – αιτιατού τις οποίες υπαγόρευσε ο μοντερνισμός, είχαν ήδη αρχίσει να κλονίζονται. Στο διάστημα που μεσολάβησε, κατέρρευσαν εντελώς. Το δυστύχημα είναι ότι ποτέ δεν αντικαταστάθηκαν από μια άλλη αφήγηση που να μπορεί να εξηγήσει τα πράγματα. Βρεθήκαμε σε ένα κενό χώρο. Σε μια πραγματικότητα η οποία λειτουργούσε ερήμην μας και την οποία αδυνατούσαμε να καταλάβουμε. Όσο συνέβαινε υπέρ μας, δεν αναρωτηθήκαμε ποτέ για τη λειτουργία της. Το λάθος ήταν ότι πιστέψαμε πως αυτό το «υπέρ» θα εξακολουθούσε εσαεί. Και τώρα που έπαψε να υπάρχει, αυτός ο κενός χώρος μοιραία γίνεται αντικείμενο βίαιης διεκδίκησης.
Ο έλεγχος, ο εγκλωβισμός, η αμφισβήτηση, είναι θέματα του συγγραφέα. Αν μιλάμε για τον έλεγχο που υφιστάμεθα, σαφώς. Και ποικιλοτρόπως. Με περισσότερο ή λιγότερο φανερούς μηχανισμούς, ενίοτε και μη αντιληπτούς. Αν μιλάμε για τον έλεγχο που ασκούμε εμείς στην πραγματικότητά μας, πλέον μας προσφέρεται αφειδώς ως μια εξαιρετικά οικοδομημένη ψευδαίσθηση. Έχουμε στη διάθεσή μας έναν ασύλληπτο όγκο πληροφορίας που δημιουργεί την ψευδαίσθηση της γνώσης, με μια ταχύτητα η οποία είναι απαγορευτική έστω και για στοιχειώδη αξιολόγησή της. Η τεχνολογία που δύο δεκαετίες πριν θα έφτανε να απογειώσει δορυφόρους, πλέον είναι προσβάσιμη σε ένα παιδί 5 χρονών σε μία συσκευή. Η χρήση της όμως δεν έγινε προς την κατεύθυνση μιας αντίστοιχης βελτίωσης των συνθηκών ζωής συνολικά, αλλά προς την επιβολή μιας όλο και μεγαλύτερης απομόνωσης. Προάγοντας ένα αποκομμένο από την κοινότητα «Εγώ», ως δημιουργό και κυρίαρχο μιας πραγματικότητας που επιλέγει να αγνοεί οτιδήποτε το υπερβαίνει. Οδηγώντας έτσι στην ψευδαίσθηση ελέγχου ενός όλο και πιο συρρικνούμενου και πιο εγκλωβιστικού χώρου. Δυστυχώς αυτός ο εγκλωβισμός δεν ήταν αντιληπτός –ή αγνοήθηκε- μέχρι τη στιγμή που μεταφράστηκε σε οικονομικούς όρους. Αλλά ακόμα και τότε δεν αμφισβητήθηκε. Γιατί ποτέ δεν υπήρξαν τα εργαλεία για να αμφισβητηθεί. Η τρέχουσα δομή των πραγμάτων έχει γίνει αποδεκτή ως η μόνη υπαρκτή και αρκούμαστε απλώς στην αποσπασματική περιγραφή της πραγματικότητας (αφού αδυνατούμε να τη δούμε συνολικά), η στην αντανακλαστική διαχείρισή της. Η οικονομική υπεραφήγηση έχει πια αντικαταστήσει όλες όσες προηγήθηκαν, έχοντας πλέον εκταθεί σε διαστάσεις σχεδόν μεταφυσικές. «It’s the economy, stupid». Τέλος. Θα μπορούσε κανείς να πει πως ο δυτικός πολιτισμός βιώνει τη χειρότερη μορφή θεοκρατίας που έχει οικοδομηθεί ποτέ. Γιατί καταρχάς είναι παγκοσμιοποιημένη, και γιατί -κατά δεύτερον- έχει μια απίστευτη ικανότητα ελιγμού και ενσωμάτωσης οποιασδήποτε αμφισβήτησής της. Με τις κοινωνίες απλώς να ακολουθούν ασθμαίνοντας. Κι όσο δεν εντοπίζεται η αιτία των πραγμάτων, θα επινοούνται διαρκώς εχθροί για να απορροφήσουν βίαια τη συμπιεσμένη αμηχανία μας.
Με τι πρέπει να είναι οπλισμένο το κοινό για να αντιμετωπίσει το έργο του χαρισματικού συγγραφέα; Θα έλεγα με αθώο βλέμμα και διαλεκτική διάθεση.