Περί φεστιβάλ: Κάποιες σκέψεις με αφορμή το φεστιβάλ της Αλμάδα
Ένα φεστιβάλ που τιμά τον θεσμό, την πόλη του και αυτούς που το στηρίζουν οικονομικά.
Η Ευρώπη γέμισε από φεστιβάλ όλων των ειδών. Κατά πόσο αυτός ο πληθωρισμός έχει θετικό αντίκρισμα ή όχι στην εξέλιξη και προβολή του θεάτρου (εγχώριου και αλλοδαπού), εξαρτάται από το πώς ο κάθε καλλιτεχνικός διευθυντής διαχειρίζεται τη δυναμική του θεσμού.
Κάποιοι αρκούνται σε μια απλή (διεκπεραιωτική) μορφή ψυχαγωγίας το κόσμου χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις∙ κάποιοι άλλοι (ιδίως εκείνοι που έχουν να επιδείξουν πλούσια εγχώρια παράδοση) εστιάζουν και στην προσέλκυση τουριστών (βλ. την περίπτωση της Επιδαύρου), οπότε καταφεύγουν σε ανάλογες επιλογές. Άλλοι αντιμετωπίζουν τα φεστιβάλ ως ευκαιρία γνωριμίας των θεατρόφιλων με ό,τι πιο σύγχρονο κυκλοφορεί, ανεξάρτητα από το κόστος στο ταμείο. Και άλλοι (ίσως οι περισσότεροι) σε έναν, κατά το δυνατό, ισορροπημένο συνδυασμό των παραπάνω.
Μικρομεσαία φεστιβάλ
Αρκετά από τα τρέχοντα φεστιβάλ είναι μάλλον μικρού προϋπολογισμού, γεγονός που τα αναγκάζει να ψάχνονται διαρκώς, να παίρνουν ρίσκα αναζητώντας το νέο όνομα, το καινούργιο πλην όμως εισπρακτικά «επικίνδυνο» θέαμα. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που δεν βασίζονται στην περίπου εξασφαλισμένη επιτυχία που τους προσφέρει ένα γνωστό και οικονομικά πολύ ακριβό όνομα, δεν έχουν άλλη επιλογή από το ρίσκο.
Πολλά από αυτά είναι επίσης και μικρής διάρκειας, κάτι που φαίνεται να θέλγει τον κόσμο γιατί τόσο η πυκνότητά τους όσο και οι επιλογές τους τον κάνουν να αισθανθεί πιο έντονα την παρουσία και τη λειτουργία τους στην καθημερινότητά του. Νιώθει πως κάτι αλλάζει αυτές στις μέρες, κάτι διαφορετικό γίνεται –ευεργετικό για τους ντόπιους καλλιτέχνες, που έτσι έχουν την ευκαιρία να δουν τη δουλειά συναδέλφων τους από το εξωτερικό, αλλά και για τους θεατές οι οποίοι παίρνουν μια γεύση ως προς το πού βρίσκεται περίπου ο πήχης του παγκόσμιου θεάτρου. Με δυο λόγια, με ένα πυκνό φεστιβάλ όλοι μπορούν πολύ πιο εύκολα να διαχειριστούν το πρόγραμμά και τον προσωπικό τους χρόνο.
Θεματικά και ποικίλα φεστιβάλ
Και κάτι επιπλέον, αυτή τη φορά σε επίπεδο καθαρά προσωπικό. Μου αρέσουν περισσότερο τα φεστιβάλ χωρίς συγκεκριμένη θεματική. Κι αυτό για ποικίλους λόγους. Ένα θεματικό φεστιβάλ συνήθως είναι μόνο κατ’ όνομα «θεματικό». Στην πράξη είναι τόσο χαλαρό και απροσδιόριστο το πρόγραμμά του που ο προσδιορισμός «θεματικό» πιο πολύ λειτουργεί ως επικοινωνιακό «τρικ».
Αλλά και όταν θέλει να είναι στην πραγματικότητα θεματικό, αυτό απαιτεί αρκετά χρήματα ώστε να μπορεί η καλλιτεχνική διεύθυνση να αγοράσει αυτά που πραγματικά δένουν με το επιλεγμένο θέμα και τα οποία ποιοτικά αξίζουν.
Σε γενικές γραμμές βρίσκω το θεματικό φεστιβάλ λιγότερο ενδιαφέρον σε σύγκριση με το ανοικτό και ποικίλο, το οποίο δίνει την ευκαιρία στον θεατή να παρακολουθήσει αναζητήσεις και θέσεις που αγγίζουν μια ευρεία γκάμα ζητημάτων. Συν το γεγονός ότι βοηθά κυρίως τα φεστιβάλ με μικρό προϋπολογισμό να κάνουν πιο εύκολα ποιοτικές επιλογές, γιατί ακριβώς η προσφερόμενη ποικιλότητα είναι σαφώς μεγαλύτερη. Ένα τέτοιο φεστιβάλ είναι της Αλμάδα, στην Πορτογαλία. Το μεγαλύτερο και πιο παλιό φεστιβάλ της χώρας. Άνοιξε τις πόρτες του το 1984 με αποκλειστικά πορτογαλικές παραγωγές, το 1987 έγινε διεθνές και έκτοτε δηλώνει παρόν τις ίδιες ημερομηνίες: 4 μέχρι 18 Ιουλίου.
Η πόλη της Αλμάδα
Η πόλη της Αλμάδα έχει πληθυσμό 102.357. Βρίσκεται στην περιφέρεια του Σετούμπαλ, δέκα λεπτά με το ferry από τη Λισαβόνα. Κατεβαίνοντας στο λιμάνι Cacilhas και κατά μήκος της όχθης του ποταμού Tagus πέφτεις επάνω σε μια ατελείωτη σειρά από πάλαι ποτέ βιομηχανικά κτίρια τώρα εγκαταλελειμμένα αλλά εξαιρετικής «άγριας» ομορφιάς που δημιουργούν τα απίστευτα γκράφιτι που φιλοξενούνται στους διαλυμένους τους τοίχους. Πιο ψηλά, σε ένα λοφίσκο, βρίσκεται το περίφημο Santuário do Cristo-Rei, ένα αντίγραφο του αγάλματος που δεσπόζει στην πόλη του Ρίο. Έχει ύψος 110 μέτρα. Χτίστηκε το 1959.
Η Αλμάδα είναι επίσης γνωστή και για τη μεγαλύτερη και πλέον αμμουδερή παραλία της χώρας, την Cosa de Caparica. Mήκος 15 χιλιόμετρα. Ο παράδεισος των σέρφερς.
Το φεστιβάλ της Αλμάδα
Μολονότι βρίσκεται σε μια μάλλον υποβαθμισμένη περιοχή, και παρόλο τον μικρό προϋπολογισμό του, το φεστιβάλ της Αλμάδα κατόρθωσε να καθιερωθεί ως το κυρίαρχο φεστιβάλ θεάτρου στην χώρα. Και αυτό χάρη στη σοφή καλλιτεχνική διαχείριση πρώτα του ιδρυτή του Joaquim Benite και αμέσως μετά τον θάνατό του το 2012, του βοηθού του Rodrigo Francisco.
Στις σκηνές του έχουν φιλοξενηθεί ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του σύγχρονου θεάτρου. Ενδεικτικά: Giorgio Strehler, Luca Ronconi, Peter Brook, Dario Fo, Peter Stein, Benno Bensson, Luc Bondy, Lluís Pasqual, Cristoph Marthaler, Declan Donnelan, Fadhel Jaïbi, Katie Mitchell, Bernard Sobel, Joël Pommerat, Matthias Langhoff, Corin Redgrave, Roger Planchon, Steven Berkoff, Robert Wilson, Berliner Ensemble, Schaubühne, Odéon-Théâtre de l’Europe, Théâtre de la Ville, TGStan, La Troppa, La Zaranda, Piccolo Teatro de Milão). Ανάμεσά στους διακεκριμένους καλεσμένους και ένας Έλληνας: Ο πολυταξιδεμένος Θόδωρος Τερζόπουλος.
Φεστιβάλ 2019: το πρόγραμμα
Φέτος το πρόγραμμα περιελάμβανε 10 εγχώριες παραγωγές και 14 ξένες (από Ισπανία, Γαλλία, Αργεντινή, Νορβηγία, Βέλγιο, μεταξύ άλλων), συν άλλες δράσεις όπως ομιλίες, ημερίδες κ.λπ. Όπως συμβαίνει σε όλα τα φεστιβάλ κάποιες παραστάσεις άρεσαν πιο πολύ, άλλες λιγότερο ή και καθόλου. Από αυτές που μπόρεσα να δω, βρήκα παλιά και βέκια τη νορβηγική παράσταση της ιστορίας της Ζαν ντ’ Αρκ, με τη Juni Dahr στον ρόλο της σπουδαίας αυτής γυναικείας φιγούρας. Το υπερβολικό παίξιμό της και το άτσαλο μπες βγες στους ρόλους των φύλων φάνταζε ψεύτικο και στα σημεία θα τολμούσα να πω «ενοχλητικό» και βαρετό.
Αντίθετα ο Μακμπέθ, με την υπογραφή του καλού Ιταλού σκηνοθέτη Αλεσάντρο Σέρρα, ήταν μια συναρπαστική σκηνική πανδαισία χρωμάτων, εικόνων, κίνησης και ποίησης. Με καλές στιγμές και το Saison Seche από τη Γαλλία όπου εφτά γυναίκες εκθέτουν και σατιρίζουν τη δύναμη των ανδρών.
Η περφόρμανς μάσκας και μιμοθεάτρου Mr Nest της σπουδαίας ομάδας Familie Floz, ήταν μια άλλη έκτακτη εικονοποίηση συναισθημάτων, με απόλυτο πρωταγωνιστή το σώμα. Τέχνη υψηλής αισθητικής και ευαισθησίας.
Στο πορτογαλικό χορευτικό Quinze Bailarinos e tempo incerto (Companhia Nacional de Bailado) είδα ικανούς χορευτές που θα μπορούσαν και καλύτερα με μια πιο σύνθετη και λιγότερο προβλέψιμη σκηνοθεσία.
Η πολυεθνική Pais Clandestino (Αργεντινή, Βραζιλία, Ισπανία, Ουρουγουάη και Γαλλία), μια μεταδραματική περφόρμανς με σημείο αναφοράς κυρίως τη Νότιο Αμερική, κινήθηκε μάλλον σε γνώριμες ράγες και με εύκολες επιλογές που δεν άφησαν πολλά πράγματα για να τις θυμόμαστε.
Ανάμεσα στα πιο γνωστά ξένα ονόματα που συμμετείχαν φέτος ήταν του Γιαν Λωβέρ και της ομάδας του Needcompany με την περφόρμανς Guerra e terebintina (δυστυχώς δεν πρόλαβα να τη δω) και του Μπομπ Γουίλσον, ο οποίος έφερε στο φεστιβάλ την τελευταία του δουλειά Mary Said What she Said (παραγωγή του Theatre de la Ville, 2019), με πρωταγωνίστρια την Ιζαμπέλ Υπέρ, με την οποία είχε συνεργαστεί ξανά το 1993 στο περίφημο Ορλάντο (1993).
Μια βασίλισσα με Λόγο
Η Μαίρη, εμφανίζεται εδώ ως μια γυναίκα η οποία πασχίζει να ορίσει τη ζωή της όπως αυτή θέλει, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε μόνιμη αντιπαράθεση με τις δυνάμεις της ιστορίας. Ακόμη και μπροστά στον επερχόμενο θάνατό της, μόλις λίγα λεπτά πριν τον αποκεφαλισμό της, παλεύει, φωνάζει, διεκδικεί τον Λόγο, τη δικαιοσύνη του Θεού. Όσο και να προσπαθούν να τη φιμώσουν αυτή δεν υποκύπτει. Από τη φύση της ανήσυχη, ατίθαση και ονειροπόλα, είναι αδύνατο να δεχτεί οποιαδήποτε μορφή δουλείας, εγκλωβισμού, ή αφαίρεσης του Εγώ της. Διεκδικεί το δικαίωμα να γράφει αυτή την ιστορία της. Μια δρώσα, άρα επικίνδυνη δύναμη.
Η Μαίρη γεννήθηκε για να δραπετεύει, να βρίσκεται διαρκώς σε αναζήτηση ενός άλλου τόπου. Ενός άλλου ρόλου,μιας άλλης θρησκείας. Δεν προσπαθεί να επιβιώσει αλλά να ξεπεράσει τον εαυτό της. Και έτσι μοιραία «παντρεύεται» το αίμα της.
Το έργο εξελίσσεται το 1587, παραμονή της εκτέλεσής της. Η Μαίρη γεννήθηκε το 1542 και έγινε βασίλισσα της Σκωτίας όταν ήταν έξι ετών. Μεγάλωσε στην εξορία, στη γαλλική αυλή. Στα 19 της επιστρέφει στη Σκωτία. Εφτά χρόνια και δύο γάμους αργότερα φεύγει πάλι, μια καθολική κυνηγημένη από τους Προτεστάντες. Καταφεύγει στην Αγγλία όπου προσβλέπει στη βοήθεια της βασίλισσας Ελισάβετ. Αντί χέρι βοηθείας αυτή τη φυλακίζει. Έχει τους λόγους της. Η Μαίρη, ως διάδοχος του αγγλικού θρόνου, είναι μια απειλή. Η Ελισάβετ πείθεται πως η Μαίρη είναι μέλος συνωμοτικής καθολικής ομάδας που στοχεύει στη δολοφονία της. Δικάζεται το καλοκαίρι. Καταδικάζεται το φθινόπωρο. Πεθαίνει τον χειμώνα. Ο μύθος λέει πως τα χείλη της ανοιγόκλειναν ακόμη όταν ο δήμιος της είχε κόψει το κεφάλι.
Το κείμενο της παράστασης
Πριν αρχίσει η περφόρμανς, στο εξαιρετικής αισθητικής θέατρο Centro Cultural de Belem, και για περίπου 15 λεπτά επάνω στην κόκκινη αυλαία του θεάτρου παρακολουθούμε ένα φιλμ με ένα σκύλο να κάνει διαρκώς στροφές (κάτι σαν gif), με τη συνοδεία μουσικής τσίρκου. Δεν μπορώ να πω ότι κατάλαβα ακριβώς τη σημασία αυτού του φιλμ. Ενδεχομένως ο σκηνοθέτης να μας προειδοποιούσε ως προς τις προθέσεις του. Ότι θα δούμε κάτι σύγχρονο και όχι μια παραδοσιακή παράσταση. Ίσως πάλι να ήθελε να δείξει την ανακύκλωση της βίας και την αλληλοεξόντωση των πρωταγωνιστών της ιστορίας. Ίσως. Δεν με απασχόλησε ιδιαίτερα, γιατί δεν μπήκε αργότερα στο δρώμενο ώστε να δέσει μαζί του και να προβληματίσει.
Το κείμενο της παράστασης (η γαλλική μετάφραση του Φαμπρίς Σκοτ) το υπογράφει ο Αμερικανός συγγραφέας Ντάρυλ Πίνκνεϋ, ο οποίος επιστρέφει στο θέατρο μετά από 24 χρόνια απουσίας, με ένα έργο-ποταμό από λέξεις παρμένες από τα γράμματα της βασίλισσας. Λέξεις που δεν χρειάζεται να πιστέψεις ή να καταλάβεις αυτό που αρθρώνουν ή εννοούν. Αρκεί να τις ακούς να βγαίνουν χοροπηδώντας σε ποικίλους σχηματισμούς, συχνότητες, τονικότητες, χρωματισμούς και να γεμίζουν τη μεγάλη σκηνή του θεάτρου με το απόλυτα μινιμαλιστικό σκηνικό.
Η πρωταγωνίστρια
Πρωταγωνίστρια αυτού του ποιητικού παραληρήματος η Ιζαμπέλ Υπέρ, αυτό το θεϊκό πλάσμα του σύγχρονου θεάτρου. Είναι η πέμπτη φορά που τη βλέπω στη σκηνή και νομίζω πως εδώ ξεπερνά κάθε προηγούμενο. Λάμπει. Κεντάει. Σαρώνει.
Η Υπέρ-Μαίρη, με ένα μαύρο κολάρο γύρω από τον λαιμό και με τους ώμους γυμνούς (το φόρεμα του Ζακ Ρεϊνώ), μοιάζει να έχει ήδη αποκεφαλιστεί και επιστρέφει να μας περιγράψει τις τελευταίες στιγμές της πριν από το μοιραίο γεγονός.
Στην αρχή τη συναντούμε με γυρισμένη την πλάτη στο κοινό. Αργά-αργά αρχίζει να περιστρέφεται σαν μαριονέτα, να έρχεται προς εμάς αρθρώνοντας έναν λόγο που διαρκώς ανεβάζει ρυθμούς και ο οποίος κάποια στιγμή εντελώς απροειδοποίητα παγώνει∙ το πρόσωπό της φωτίζεται από ένα πράσινο φως που την κάνει να μοιάζει με ζόμπι, σε μια ζωντανή-νεκρή. Κι όσο πιο κοντά έρχεται προς την πλατεία άλλο τόσο ο λόγος της γίνεται πιο κοφτερός και γρήγορος, την ίδια στιγμή που το σώμα της, με μικρές χορευτικές κινήσεις (που θυμίζουν κινησιολογία της κινεζικής Όπερας) και εκστατικές αναπηδήσεις σε διαγώνια κίνηση, της δίνουν τη μορφή αλλοπαρμένης μαριονέτας.
Τις στιγμές που δεν μιλά η ίδια αναλαμβάνει να την αναπληρώσει η μαγνητοφωνημένη φωνή της, η οποία απλώνεται σε όλη την αίθουσα και την αλώνει. Φωνή χωρίς συναίσθημα. Ψυχρή. Απόκοσμη. Φωνή ρομπότ. Φωνή χωρίς σώμα. Ο Γουίλσον θέλει να υπογραμμίσει αυτήν ακριβώς τη μη ανθρώπινη διάσταση, προκειμένου να δημιουργήσει κάτι δαιμόνιο. Και πετυχαίνει διάνα, επιλέγοντας την Υπέρ, μια δαιμόνια ηθοποιό ικανή για πολλά, ίσως όχι τόσο στον χορό, που φαίνεται να μην το ‘χει. Εξού και η απόλυτη παράδοσή της στα χέρια του Γουίλσον. Θα τολμούσα να πω μάλιστα πως από όλες τις δουλειές που έτυχε να δω του Γουίλσον, θεωρώ ότι εδώ μας παραδίδει μια από τις καλύτερες σκηνοθεσίες του. Περιορίζοντας κατά πολύ το πάθος του με την εικόνα, εστίασε στην ηθοποιό του, δίδαξε ρόλο και κίνηση και πέτυχε.
Τι αποκομίσαμε;
Δεν ξέρω τι κατάλαβε το κοινό. Ίσως όχι πολλά πράγματα. Ούτε εγώ μπορώ να πω ότι έφυγα πιο σοφός, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη ζωή και το έργο αυτής της βασίλισσας. Μικρό το κακό. Το μέγα κέρδος είναι ότι είδα μιαν άλλη διάσταση των δυνατοτήτων της Υπέρ, αυτής της απίστευτης ηθοποιού, της απόλυτης βασίλισσας του θεατρικού χώρου. Λένε για ορισμένους ταλαντούχους καλλιτέχνες ότι μπορούν να κάνουν θέατρο και μια απλή ανάγνωση του τηλεφωνικού καταλόγου. Και η Υπέρ είναι μια τέτοια περίπτωση. Λένε επίσης ότι δημιουργικός είναι εκείνος ο καλλιτέχνης που ξεπερνά τα όρια της φαντασίας του δέκτη. Και η Υπέρ είναι μια τέτοια περίπτωση. Γι αυτό και στάθηκα στην ερμηνεία της. Όπως στάθηκα και στην παράσταση αυτή, γιατί πρώτον θεωρώ ότι ήταν το highlight του φεστιβάλ και δεύτερον για να πω πως, παρόλο τον μικρό προϋπολογισμό του δεν δίστασε να φέρει στους φίλους του αυτό το ακριβό θέαμα.
Να προσθέσω πριν κλείσω και κάτι άλλο σημαντικό που εκτιμώ πως κάνει το φεστιβάλ της Αλμάδα να ξεχωρίζει. Η απίστευτη στήριξη που έχει από όλη την κοινότητα. Είναι το φεστιβάλ της. Γι΄αυτό και το αγκαλιάζει, το πονάει. Εξού και τα sold out σε όλες τις παραστάσεις, απογευματινές και βραδινές, εγχώριες και αλλοδαπές..
Και όχι μόνο αυτό. Σημειώστε και την εντυπωσιακή γενναιοδωρία των θεατών. Το συνεχές χειροκρότημα, Σε όλες τις παραστάσεις είδα τον κόσμο να χειροκροτεί όρθιος. Στην Ελλάδα δεν το κάνουμε εύκολα. Είμαστε πιο δύσκολο κοινό ή λιγότερο δοτικό.
Από την άλλη, βέβαια, το να χειροκροτείς τρελά παραστάσεις που είναι κακές ή μέτριες και πάλι δεν είναι καλό, γιατί έτσι στέλνεις λάθος μηνύματα στη σκηνή.
Συμπέρασμα: ένα φεστιβάλ που τιμά τον θεσμό, την πόλη του και αυτούς που το στηρίζουν οικονομικά.