Η Πίτσα έγινε viral και είναι καιρός να ακούσουμε την ιστορία της ζωής της
Όπως η ίδια την μοιράστηκε μέσα από τη συχνότητα του 9,58.
Το βίντεο με το λαϊκό, ατόφιο τραγούδισμα της Πίτσας Παπαδοπούλου μέσα σε ένα βαγόνι του Μετρό δεν άργησε να γίνει viral, και έδειξε για μία ακόμη φορά το καλλιτεχνικό εκτόπισμα μίας μεγάλης κυρίας του ελληνικού τραγουδιού.
Με αφορμή αυτό το ανεπιτήδευτο διαμάντι που στόλισε τις αρχικές μας σελίδες στο Facebook, ήρθε η ώρα να την ακούσουμε, ξανά και ξανά, να διηγείται τη ζωή της στο Ξενοδοχείο 9.58, όταν στις 20 Ιουνίου του 2017 έκανε τη δική της εκπομπή στον ραδιοφωνικό σταθμό της ΕΡΤ3 καλεσμένη του Γιώργου Τούλα. Ακούστε την εκπομπή ΕΔΩ.
Η Πίτσα Παπαδοπούλου, γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 14 Μαΐου του 1944 και έχει καταγωγή από τον Πόντο. Συγκεκριμένα, ο πατέρας της ήταν Πόντιος, ενώ η μητέρα της είχε καταγωγή από τους καραμανλήδες, οι οποίοι ήταν Έλληνες τουρκόφωνοι χριστιανοί.
Εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά της στην Αθήνα το 1967, έχοντας ως στόχο να δοκιμάσει ο αδερφός της, Κώστας, την τύχη του στο τραγούδι. Αφού μετακόμισαν εκεί, ο τυφλός μαέστρος, Στέλιος Χρυσίνης, ξεχώρισε την φωνή της Πίτσας Παπαδοπούλου, και έτσι ο Στράτος Παγιουμτζής την σύστησε στον Γιώργο Ζαμπέτα.
Ηχογράφησε το πρώτο της άλμπουμ το 1980, με τίτλο «Τι αγάπη Θεέ μου», ο οποίος πούλησε περισσότερα από 600.000 αντίτυπα.
Μετά από πολλές χρυσές επιτυχίες, καθιερώθηκε γρήγορα ως μία μεγάλη κλασική λαϊκή ερμηνεύτρια και έχει συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής μουσικής.
***
«Ήτανε λίγο δύσκολα μεταπολεμικά. Ήτανε δύσκολα, αλλά όμορφα. Τα παιδικά χρόνια, πολύ χαρούμενα. Μπορεί φτωχικά, αλλά χαρούμενα».
«Θυμάμαι γειτονιές όμορφες που παίζαμε, που ήταν οι άνθρωποι όλοι ίσοι, γιατί δεν υπήρχαν και πλούσιοι τότε. Και αν υπήρχαν, ήταν λίγοι. Όλοι οι άνθρωποι ήμασταν ίδιοι. Όμορφες γειτονιές, να καθόμαστε στις αυλές, να παίζουμε με τα παιδιά κρυφτό, να παίζουμε μπάλα, να παίζουμε «τσιλίκι» που το λέγαμε εμείς στη Θεσσαλονίκη…».
«Ήτανε όλο παιχνίδι η γειτονιά. Δεν είχαμε τίποτε άλλο. Βγαίναμε, οι γονείς δεν ήταν στο σπίτι γιατί δουλεύανε. Οι άνθρωποι λείπανε από το πρωί και γυρίζανε ή βράδυ ή απόγευμα… Εμείς ήμασταν ελεύθερα παιδιά και παίζαμε άνετα και χωρίς φόβο, χωρίς κάποιος να μας πειράξει … Δεν είχαμε αυτές τις ‘’πονηρίες’’ όπως σήμερα που κλειδώνουμε τις πόρτες».
«Άκουγα τούρκικα τραγούδια με σκοπό τούρκικο. Η μαμά μου ήρθε κοριτσάκι εδώ με τους γονείς της το ’22. Ήταν 10-12 χρονών. Τα τραγούδια σε τούρκικη διάλεκτο, ήταν η μαμά μου που τραγουδούσε καταπληκτικά».
«Παλιά ακούγαμε τραγούδια μόνο απ’ τα καφενεία· είχανε τα τζουκ μποξ και ακούγαμε τον Καζαντζίδη, ακούγαμε τον Αγγελόπουλο, την Καίτη Γκρέι, τη Γιώτα Λύδια, την Πόλυ Πάνου… Και επειδή ήταν μόνο τα καφενεία που είχαν μουσική, ακουγόταν σε όλα τα σπίτια όταν βάζανε τα μεγάφωνα».
«Δεν το κατάλαβα πότε τραγουδούσα…Από μωρό τραγουδούσα. Γιατί όλοι μες το σπίτι, η μαμά μου, ο αδερφός μου… Όλοι τραγουδάγαμε. Όλος ο κόσμος τραγούδαγε τότε. Δεν μας έκανε εντύπωση που τραγουδάγαμε. Εδώ που τα λέμε, οι Έλληνες έχουμε και ωραία φωνή οι περισσότεροι».
«Εγώ δεν πέρασα δύσκολα χρόνια. Ήτανε όλος ο κόσμος φτωχός. Δεν μας ένοιαζε αν θα φάμε, δεν φάμε. Πώς να το πω να καταλάβει κανείς τι λέω και γω; Δεν μας πείραζε αν τρώγαμε σκέτο ψωμί ή αν τρώγαμε ας πούμε μακαρόνια. Όλος ο κόσμος δεν είχε. Ήταν δύσκολα χρόνια, αλλά ευτυχισμένα χρόνια. Δεν ζητάγαμε τίποτε για να μας λείψει. Δεν ξέραμε το καλύτερο, δεν ζούσε κάποιος καλύτερα για να το «νοσταλγήσουμε», για να το ξέρουμε».
«Και κάτι που δεν ξέρεις, δεν το ζητάς, δεν ξέρεις την διαφορά. Εγώ ήμουνα πολύ ευτυχισμένη μικρή, παρόλο που ο πατέρας μου δεν δούλευε, η μαμά μου δούλευε στο καπνομάγαζο… Δεν είχαμε αυτό το «αχ σήμερα δεν θα φάμε αυτό, δεν θα φάμε το άλλο…» Δεν ήτανε εκεί όλη η ζωή μας. Ήταν στο παιχνίδι, ήτανε σε άλλα πράγματα».
«Οι κακόμοιροι οι γονείς θέλανε να είναι κοντά στα καπνομάγαζα, γιατί αυτά αλλάζανε όλη την ώρα τους εργάτες. Και τα πιο πολλά ήταν στον Βαρδάρη, εκεί στην Αντιγονιδών. Στα λεμονάδικα που λέγαμε… Είχε και ‘κει καπνομάγαζα πολλά».
«Εκεί δούλευε η μαμά μου, οι θείες μου, οι ξαδέρφες της μαμάς μου… Όλος ο κόσμος ήτανε μια κοψιά, το ίδιο πράγμα».
«Ήρθαν στην Αθήνα να βρουν την τύχη τους, γιατί δεν υπήρχε τίποτα στην Θεσσαλονίκη και η μαμά μου θεώρησε καλό να ‘ρθει στην Αθήνα σαν πιο μεγάλη πόλη. Ήτανε πολύ δραστήριος άνθρωπος η μητέρα μου. Δεν το έβαζε κάτω».
«Και ήρθε εδώ στην Πατησίων και άνοιξε ένα μανάβικο. Εγώ ήμουνα στην Θεσσαλονίκη με την αδερφή μου και μια φορά ήρθα να δω την μαμά μου και τον αδερφό μου και έμεινα εδώ. Γιατί ο αδερφός μου τραγουδούσε όπως σας είπα και αυτός όμως σαν αγοράκι, πήγε και γνώρισε κάποιους συνθέτες, όπως τον Παγιουμτζή, όπως τον Περπινιάδη εκεί σε κάτι μαγαζιά… Σαν παλικαράκι πήγε και γνώρισε τον Χρυσίνη τον δάσκαλο, τον τυφλό … Πήγαινε και μάθαινε κιθάρα, του άρεσε πολύ και είχε πονηρευτεί μάλλον ο αδερφός μου και όταν ήρθα να τους δω για δύο μέρες, μου λέει «Πίτσα, θα σε πάω στον Χρυσίνη, στο δάσκαλο, να σ’ ακούσει».
«Λέω «άσε μας ρε Κώστα τώρα, τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτά;» Γιατί δεν είχα σκοπό, ούτε τέτοια πράγματα στο μυαλό μου για τραγουδίστριες. Το φυσιολογικό, ότι τραγουδάγαμε, δεν ήτανε κάτι ότι ήθελα να γίνω τραγουδίστρια».
«Είχα καλλιτεχνική φλέβα, μ’ αρέσαν οι ηθοποιοί, πήγαινα σινεμά, πήγα και σε δραματική σχολή, μικρό όταν ήμουνα, 9 χρονών… Είχα τέτοια καλλιτεχνική φλέβα, αλλά δεν ήξερα ποτέ ότι μεγαλώνοντας θα ήθελα να τραγουδήσω, δεν είχα τέτοια στο μυαλό μου, δεν είχα τέτοιες ιδέες…».
«Και με πήγε στο Χρυσίνη. Του άρεσα πολύ του Χρυσίνη, μετά πήρε θάρρος ο αδερφός μου, μου λέει «τώρα θα σε πάω κι’αλλού».
«Βρε παιδί μου του λέω, άσε με τώρα δεν θέλω. «Έλα βρε Πίτσα πάμε πάμε» και με πήγε στον Παγιουμτζή… Και μ’ ακούει και ‘κείνος κι’ είχε πάει μεσημέρι, και μόλις μ’ ακούει λέει: «Τώρα δεν θα φύγετε, θα σας πάω στον Ζαμπέτα» και με πάει στο Ζαμπέτα με τον αδερφό μου, και μ’ ακούει ο Ζαμπέτας… Και ‘κείνο το βράδυ, έγινα τραγουδίστρια».
«Απ’ το μεσημέρι που μ’ άκουσε ο Ζαμπέτας, έγινα τραγουδίστρια το βράδυ… Και δούλεψα στα «Ξημερώματα» με την Μοσχολιού την «μεγάλη»… Τότε ήτανε καινούρια, στα μεγάλα της σουξέ».
«Και έγινα τραγουδίστρια, αλλά έλα που εγώ δεν ήθελα να μείνω στην Αθήνα… Αλλά απ’την άλλη, έπρεπε να μείνω, αφού μπήκα σ’αυτό το χώρο… Επί 3 χρόνια έκλαιγα, ζήταγα ας πούμε τις παρέες μου και τη Θεσσαλονίκη».
«Νομίζω ότι ο πιο αληθινός και πιο σπουδαίος συνθέτης και άνθρωπος ήταν ο Ζαμπέτας… Όπως τα λέω ακριβώς. Αληθινός. Και σπουδαίος συνθέτης, και καλή ψυχή είχε και πολύ κόσμο έδωσε δουλειά… Αυτός ήταν ο Ζαμπέτας».
«Η Μοσχολιού μια πολύ ωραία τραγουδίστρια και ‘κείνη κοριτσάκι που τότε ήταν βέβαια στα μεγάλα της σουξέ. Μια χαριτωμένη κοπέλα, τι να σου πω… Την ξέρει ο κόσμος, η Μοσχολιού ήταν πάντα ανοιχτό βιβλίο. Αυτό που είναι το ‘ξερες. Δεν είχε «άλλα λέω και άλλα κάνω». Σπουδαία ήτανε και καλός άνθρωπος ήτανε και πολύ αυθόρμητος ήτανε και ό,τι ήθελε να στο πει, στο ‘λεγε».
«Η Χριστοπούλου για μένα ήτανε, θα το λέω μέχρι να ζω, μεγάλη δασκάλα υπήρξε. Στην οποία και ποιος δεν πήγε… Μετά από χρόνια δηλαδή που έκανα και πολλά σεκόντα και δούλευα καθημερινά, πολλή δουλειά, χρειάστηκε να πάω στην δασκάλα αυτή και ήταν σπουδαία. Και όχι μόνον εγώ. Όλες, δεν έχει μία, από Γαλάνη μέχρι Μαρινέλλα, μέχρι Αλεξίου, τις μοντέρνες… Υπήρξε μεγάλη δασκάλα. Μακάρι να ζούσε αυτή η γυναίκα και να έκανε μαθήματα στους νέους τραγουδιστές».
«Δεν δούλεψα ποτέ σε μαγαζί που θα πήγαινα 7 και θα έφευγα 7… Εγώ είχα τη τιμή και τη χαρά, μόλις πιάσω το μικρόφωνο να βρεθώ κοντά στον μεγάλο τον Ζαμπέτα και τη Μοσχολιού και τελειώναμε 4 παρά τέταρτο αν όχι τρεισήμισι. Πηγαίναμε νωρίς, πηγαίναμε η ώρα 10 το βράδυ, γιατί αρχίζαμε και νωρίς, αλλά δεν πήγα ποτέ σε μαγαζιά που ήτανε τόσο δύσκολη η δουλειά, να πηγαίνεις νωρίς και να φεύγεις με τον ήλιο. Εγώ δεν το ‘χω κάνει ποτέ μου αυτό».
«Εγώ νομίζω σε οποιαδήποτε δουλειά δουλεύεις πολύ, είναι εξαντλητική, αλλά και θα το πω και θα το λέω πάντα, για μένα δεν υπάρχει δουλειά της νύχτας και της ημέρας… Το ίδιο επικίνδυνη είναι και η νύχτα, το ίδιο επικίνδυνη είναι και η μέρα».
«Και τη μέρα γίνονται πολλά στα γραφεία και από δω και από κει σε διάφορους τομείς. Και οπωσδήποτε και το βράδυ, γιατί όχι. Δεν ξεχωρίζω ότι αυτοί που δουλεύουν το βράδυ είναι διαφορετικοί από αυτούς που δουλεύουν τη μέρα».
«Θα ‘θελα να πω κι’ άλλα και μέχρι να τελειώσω, να λέω καινούργια πράγματα και συνθέτες. Τον Τάκη τον Μουσαφίρη σίγουρα, αυτός μου έκανε τους 4 πρώτους δίσκους, με πολύ μεγάλη επιτυχία και μετά ήρθαν όλα τ’ άλλα».
«Είμαι μοναχική, ναι είναι αλήθεια αυτό. Γιατί δεν προλαβαίνεις, όταν έχεις να πας σε ράδιο, να τρέχεις, πηγαίναμε και σε δύο ράδιο την μέρα, όταν θέλαμε να κάνουμε τηλεόραση και είχαμε δύο ή τρεις τηλεοράσεις γιατί ήτανε γιορτές, γιατί το βράδυ δούλευες στο μαγαζί…Δεν μπορείς να έχεις παρέες. Δεν έχεις χρόνο για παρέα. Γιατί τρέχαμε, γιατί δεν είναι εύκολο να είσαι καλλιτέχνης, είναι δύσκολο πράγμα».
«Έπρεπε να έχουμε μία τσάντα με τους δίσκους μας, να πάμε να κάνουμε εκπομπές. Και ήταν πολύ δύσκολα για μας».
«Βεβαίως αγαπώ απ’ τον χώρο μας, φίλους έχω… Αλλά δεν έχω (χρόνο) να πίνω απ’ το πρωί ως το βράδυ καφέδες, δεν γίνονται αυτά. Δεν προλαβαίνεις να τα κάνεις αυτά».
«Πότε θα μελετήσεις, πώς τρέξεις; Πότε θα κοιμηθείς; Το ξέρετε ότι πολλές φορές πήγαινα στη δουλειά και λιποθυμούσα γιατί ήτανε γιορτές και κάναμε πάρα πολλά πράγματα και δεν μπορούσα να κάνω την δουλειά μου απ’ την κούραση; Δεν ήταν εύκολα πράγματα αυτά, δεν είναι…».
«Δεν έκατσα πολύ με την οικογένεια, παρόλο που ήμουν όλη μέρα σπίτι. Στην ουσία, τα πιο βασικά δεν έκανα. Δεν έκανα ποτέ Πάσχα, δεν έκανα ποτέ Χριστούγεννα… Όλο στη δουλειά ήμουνα».
«Είναι μεγάλη αγάπη αυτή που σου δείχνουν, είναι φοβερή η αγάπη τους. Δεν υπάρχουν καλύτεροι. Την αγάπη που σου δείχνουν αυτοί οι άνθρωποι βλέπεις ότι το κάνουν με την καρδιά τους και την ψυχή τους, γιατί πραγματικά σε έχουν ανάγκη. Να σ’ ακούσουν, να σε δουν…και παλιά ήταν ακόμη πιο εκδηλωτικοί».
«Γιατί τώρα εντάξει, είναι όλη την ώρα έξω, δεν έχουν πολλές δουλειές και όλη την ώρα έξω είναι ο καλλιτέχνης. Παλιά δεν ήταν έτσι. Δεν είχαμε χρόνο για να πάμε έξω. Πηγαίναμε μία φορά στο τόσο, και τώρα πηγαίνουμε όλη τη ώρα γιατί δεν υπάρχουν δουλειές».
«Τι να πω για την αγαπημένη μου Θεσσαλονίκη. Ποτέ δεν μ’ έχει απογοητεύσει, ποτέ. Από κοριτσάκι έρχομαι και πάντα η αγάπη της είναι και περισσότερη. Τι να πω… ειλικρινά δεν το λέω έτσι για να το πω. Σας μιλώ πάρα πολύ ειλικρινά. Είμαι πολύ ευτυχισμένη και την είδα και πάλι και την βλέπω σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή έχω έρθει στην Θεσσαλονίκη».
«Και μόνη μου που ερχόμουν όλα αυτά τα χρόνια, ποτέ δεν μ’ απογοήτευσε. Με αγκαλιάζει με πολλή αγάπη και σεβασμό».
«Άνθρωποι είμαστε και πάντα ονειρευόμαστε και όταν πάψουμε να ποθούμε και να θέλουμε πράγματα, πάψουμε να ζούμε. Βεβαίως θέλω να κάνω και καλύτερα τραγούδια, να δω πράγματα καλύτερα που στη ζωή μου και στην υγεία μου και στην οικογένειά μου και για το παιδί μου. Παρακαλάω τον Θεό να μ’ αξιώσει να δω ό,τι βλέπει κάθε άνθρωπος μέχρι να φύγει».