Σέξπηρ: τετρακόσια χρόνια μετά
Ο Σάββας Πατσαλίδης γράφει για τα 400 χρόνια Γουίλιαμ Σέξπηρ, του μακράν δημοφιλέστερου θεατρικού συγγραφέα όλων των εποχών και για το Διεθνές Φεστιβάλ Σέξπηρ Κράιοβα.
Γουίλιαμ Σέξπηρ: ένας heavyweight champion. Μακράν ο δημοφιλέστερος θεατρικός συγγραφέας όλων των εποχών. Ως προς την αναγνωρισιμότητά του είναι περίπου στην ίδια κατηγορία με τους Κολόμβο, Νεύτωνα, Αϊνστάιν και Λούθηρο. Στο μυαλό των Βρετανών είναι η κορυφαία προσωπικότητα των τελευταίων χιλίων ετών. Ο Άμλετ είναι το δημοφιλέστερο όνομα στη δυτική κουλτούρα μετά το όνομα του Ιησού Χριστού (sic). Η πλέον (φανατικά) σεξπηρόφιλη χώρα παγκοσμίως είναι η Γερμανία. Δεν υπάρχει Γερμανός σκηνοθέτης που καθιερώθηκε χωρίς να ‘χει κάνει Σέξπηρ.
Κι εδώ γεννάται το ερώτημα: ποιος είναι αυτός ο Σέξπηρ που πουλάει τόσο; Ο Englishman, o Everyman, o Universal Man; Ο ρατσιστής, ο ομοφυλόφιλος, ο μισογύνης, ο ουμανιστής; Ποιος;
Σέξπηρ παντού
Τετρακόσια χρόνια από το θάνατό του και τον βρίσκουμε παντού: σε μπλουζάκια, σε μπρελόκ και πιατάκια καφέ, σε μπιντέδες, κασκόλ, σε αγαλματίδια στις λαϊκές αγορές, σε καρτ ποστάλ, σε ονομασίες νυχτερινών μαγαζιών, σε πορνοταινίες, σε παιδικά βιβλία και παιχνίδια, σε τηλεοπτικές σειρές, σε κινηματογραφικές ταινίες. Είναι ένα από τα λίγα ονόματα που διασχίζει με απίστευτη ευκολία εθνικά σύνορα και πολιτισμούς. Κι όχι μόνο.
Στο πέρασμά του καταλύονται ορισμοί περί υψηλού και λαϊκού, προκαλώντας ατελείωτες διαμάχες που περίπου καταλήγουν στο ίδιο ερώτημα: Πώς γίνεται ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της «βρετανικότητας» και των υψηλών ιδανικών της να είναι ταυτόχρονα και «διασκεδαστής» των «ακαλλιέργητων» μαζών;
Δεν θα υποκύψω στον πειρασμό ν’ ασχοληθώ με το θέμα γιατί δεν είναι το ζητούμενο του παρόντος κριτικού σημειώματος, θα αρκεστώ μόνο σε κάποιες φευγαλέες παρατηρήσεις.
Υψηλό/λαϊκό
Ο πολύς κόσμος θεωρεί ως λαϊκή κουλτούρα την εμπορική διασκέδαση. Στο μυαλό του είναι μια εναλλακτική δημοκρατική απάντηση στη «μεγάλη παράδοση» που για αιώνες υπηρέτησε την τάξη των μορφωμένων και κυριάρχησε στους επίσημους πολιτιστικούς θεσμούς.
Στο δικό μου μυαλό, το τι είναι υψηλό και τι λαϊκό δεν έχει να κάνει τόσο με το ίδιο το «προϊόν» που διακινείται, όσο με τη στάση των ανθρώπων απέναντί του, πράγμα που εξηγεί γιατί ταξινομήσεις και αξιολογήσεις αλλάζουν κάθε τόσο. Δεν θέλει και πολύ το λαϊκό του χτες να μετατραπεί σε υψηλό του σήμερα. Η «Μαντάμ Μποβαρύ», λ.χ., ήταν πορνογράφημα για τους ψευδοηθικολόγους του 19ου αιώνα και υψηλή τέχνη για τους ακαδημαϊκούς του σήμερα.
Εάν ήταν να σταθώ σε κάποιο διακριτό στίγμα θα έλεγα ότι η υψηλή τέχνη συνήθως ζητεί την «καθαρή ματιά», εκείνη τη ματιά που προαπαιτεί γνώση και βοηθά ώστε να εκτιμήσει κάποιος ένα έργο τέχνης με τρόπο αναλυτικό και ελεγκτικό. Η «καθαρή ματιά» δεν αφήνεται να παρασυρθεί εύκολα από το συναίσθημα. Υπηρετεί, στο βαθμό που μπορεί, τον Ορθό Λόγο. Από την άλλη, ο θιασώτης της «λαϊκής αισθητικής» συζητά για την άρρηκτη συνέχεια ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή. Αξιολογεί και τα δύο καταφεύγοντας περίπου στα ίδια κριτήρια.
Διατυπωμένο κάπως αλλιώς, η υψηλή κουλτούρα ζητεί το σεβασμό μας και μια μορφή «επαγγελματικής» απόστασης από αυτήν, σε αντίθεση με τη λαϊκή που ζητεί την αποδοχή και την ταύτιση. Ο «Άμλετ», για παράδειγμα, ανήκει στην υψηλή τέχνη εάν τον δούμε σαν μια επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων της τραγωδίας της εκδίκησης και σε λαϊκό θέαμα εάν στη σκηνή της μονομαχίας του πρίγκιπα με τον Κλαύδιο αρχίσουμε να επευφημούμε το νεαρό ήρωα και να αποδοκιμάζουμε, κοινώς γιουχάρουμε, τον σφετεριστή θείο του.
Γενικά ο Σέξπηρ, είτε ως Shakespop είτε ως υψηλός Σέξπηρ, ταξιδεύει παντού και μάλιστα με ιδιότητες που ποτέ δεν διεκδίκησε. Είναι ένα αναγνωρίσιμο brand name, ή, για να το πούμε κάπως πιο άκομψα, ένα είδος «πολυεθνικής» (διόλου τυχαία η ταμπέλα που σκαρφίστηκαν οι Άγγλοι: bardbiz), όπου σε κάθε τοπικό «κατάστημα» (κάτι σαν franchise) παρεισφρέουν συστατικά που ανταποκρίνονται στο εγχώριο γούστο, συχνά χωρίς τους ελεγκτικούς περιορισμούς που συναντά κανείς στα αγγλικά «καταστήματα», τα οποία, κάτω από το βάρος της παράδοσης, εμφανίζονται πιο διστακτικά να έρθουν σε ρήξη μαζί της.
Μην πάτε μακριά. Το ίδιο συμβαίνει και με τους δικούς μας κλασικούς, τους οποίους οι ξένοι χρησιμοποιούν με μεγάλη ελευθερία, προκαλώντας συχνά τη δυσφορία των Ελλήνων θεατών, σε αντίθεση με τους Έλληνες, οι οποίοι αισθάνονται ότι «λογοδοτούν» ή ελέγχονται διαρκώς. Δείτε τις δηλώσεις τους όταν είναι να πάνε στην Επίδαυρο. Μόνιμες λέξεις: δέος, σεβασμός, ρίγη συγκίνησης, μεγαλείο κ.λπ.
Φεστιβάλ Σέξπηρ Κράιοβα
Όλες αυτές οι τάσεις και διαφοροποιήσεις φάνηκαν και φέτος στο γνωστό Διεθνές Φεστιβάλ Σέξπηρ (Festivalul International Shakespeare) που διοργανώνει εδώ και 22 συναπτά έτη, ανά διετία, ο πολύ δραστήριος και οραματιστής διευθυντής του Εμίλ Μπορόγκινα.
Αρκετά νωρίς (1994), ο Μπορόγκινα κατάλαβε τη σημασία που θα μπορούσε να έχει ένα φεστιβάλ για μια πόλη όπως η Κράιοβα, η οποία μόλις είχε βγει άγνωστη και τραυματισμένη από τη δικτατορία του Τσαουσέσκου. Έτσι, με τη γενναία στήριξη των τοπικών αρχών πήρε το ρίσκο και πέτυχε να μετατρέψει το φεστιβάλ του σ’ ένα μέγα γεγονός. Μπήκε δυναμικά σ’ ένα κύκλωμα ενενήντα περίπου σεξπηρικών φεστιβάλ παγκοσμίως, και με καλό προγραμματισμό και όραμα χάραξε ευδιάκριτα τον χώρο του, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά και στην άνοδο του ρουμανικού θεάτρου, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, ζει τις καλύτερες στιγμές του τα τελευταία χρόνια.
Τουλάχιστον τρία από τα διεθνή φεστιβάλ του (προσθέτω τα άλλα δύο: της Κλουζ και του Σιμπιού) δεν είναι μόνο σημαντικές κυψέλες συνάντησης μεγάλων ονομάτων, αλλά κυρίως πλατφόρμες προβολής της εγχώριας παραγωγής. Κάθε χρόνο δεκάδες Ρουμάνοι καλλιτέχνες και εγχώριες παραστάσεις ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο. Μακράν μπροστά από μας στη διαχείριση των πολιτιστικών τους προϊόντων, οι Ρουμάνοι, στοιχημάτισαν στον πολιτισμό για να βγουν από την απομόνωση και το πέτυχαν. Κάτι ανάλογο πέτυχαν και οι Πολωνοί.
Φεστιβάλ Αθηνών
Και εδώ να πω δυο λόγια, δίκην σύγκρισης, για το Φεστιβάλ Αθηνών. Ο Γιώργος Λούκος, ένας κατά γενική ομολογία επιτυχημένος διευθυντής σε ό,τι αφορά την αναγέννηση του θεσμού και την επιλογή παραστάσεων, όπως επίσης και σε ό,τι αφορά την παιδεία του κοινού, την εξωστρέφεια, κ.λπ.., δυστυχώς δεν βοήθησε όσο θα μπορούσε ή θα έπρεπε ώστε το ελληνικό θέατρο να ταξιδέψει. Δεν δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε το Φεστιβάλ να λειτουργήσει και ως πλατφόρμα προβολής του ελληνικού έργου.
Το ότι σήμερα ταξιδεύουν πού και πού μια-δυο παραστάσεις μας (απειροελάχιστες σε σχέση με τον ετήσιο όγκο παραγωγών) με τη βοήθεια κυρίως της Στέγης Γραμμάτων (ευτυχώς που υπάρχει και το κάνει) δεν σημαίνει ότι άλλαξαν τα πράγματα στη βάση ή στη φιλοσοφία τους. Οι αγκυλώσεις και οι δυσλειτουργίες καλά κρατούν. Και είναι κρίμα, γιατί έχουμε ικανότατους σκηνοθέτες και ηθοποιούς που θα μπορούσαν να διαπρέψουν, κι όμως παραμένουν εγκλωβισμένοι στα όρια της εθνικής επικράτειας.
Πίσω στην Κράιοβα
Από το Σεξπηρικό Φεστιβάλ της Κράιοβα πέρασαν όλα τα μεγάλα ονόματα: Μπρουκ, Γουίλσον, Σέκνερ, Λεκόμπτ, Ντοντίν, Ντόνελαν, Πουρκαρέτε, Οστερμάγιερ, Κορσουνόβας, Τσιαγίνγκ, Νιναγκάβα, Πένινγκτον, Κουρίτα, Χωλ, Περσιβάλ, Καστελούτσι. Φέτος το φεστιβάλ φιλοξένησε δεκαέξι παραστάσεις, με συναρπαστικότερη όλων την ανάγνωση του «Ριχάρδου ΙΙ», από τον Γιούκιο Νιναγκάβα, ένα αισθητικό παραλήρημα, μείγμα Άπω Ανατολής και Δύσης, που μάγεψε τους πάντες.
Καλές εντυπώσεις, αν και αρκετά συντηρητική, ήταν η νοτιοαφρικανική προσέγγιση του «Άμλετ», σε σκηνοθεσία Φρεντ Άμπραχαμς. Όσο για τους άλλους δύο «Αμλετ» που είδαμε από την Αγγλία δεν είχαν να πουν κάτι το ιδιαίτερο. Και οι δύο παραστάσεις, η μία (διασκευή) από τη Flute Company, με τον τίτλο “Hamlet, Who’s There?”, σε σκηνοθεσία της Κέλι Χάντερ και η άλλη, από την πολύ γνωστή ομάδα Tobacco Company, σε σκηνοθεσία του Άντριου Χίλτον, κατά κάποιον τρόπο επιβεβαιώνουν αυτά που είπα πιο πάνω: οι Άγγλοι, σε αντίθεση με πολλούς ξένους, επιδιώκουν να κρατηθούν κοντά στο κείμενο, με αποτέλεσμα συχνά να καταλήγουν σε παραστάσεις κλειστές και γερασμένες.
Από τη ρουμανική ομάδα Gong Theatre, με έδρα το Σιμπιού, είδαμε στην κεντρική πλατεία της πόλης μια αρκετά ατμοσφαιρική παράσταση της «Τρικυμίας» με ηθοποιούς και μαριονέτες, η οποία θα μπορούσε και καλύτερα εάν υπήρχε μεγαλύτερη δεξιοτεχνία στο χειρισμό της μαριονέτας.
Στα highlights του φεστιβάλ βάζω τον «Μακμπέθ», με την υπογραφή του σπουδαίου Φλαμανδού σκηνοθέτη Λυκ Περσεβάλ, με το ρωσικό θίασο Baltic House Sankt Petersburg. Η αποθέωση της ρωσικής σχολής, με πινελιές φλαμανδικού γκόθικ (αλά Φαμπρ). Ένα ρεσιτάλ ηθοποιίας από όλους και κυρίως από δύο δαιμόνια πλάσματα, τον Αλεξάντρ Μουραβίτσκι (Μακμπέθ) και τη Γιούκια Γκορμπατέμκο (Λαίδη Μακμπέθ). Παίξιμο που δεν περιγράφεται παρά μόνο βιώνεται.
Τέλος, είχαμε και έναν εξαιρετικό «Ριχάρδο ΙΙΙ», από τη Σαουμπίνε, με την υπογραφή του Οστερμάγιερ. Ιδιοφυής εκμετάλλευση του χώρου, έκτακτη διαχείριση των σχέσεων σκηνής/πλατείας, φωτισμός για σεμινάριο. Όπως μου είπε συνάδελφος Γερμανός κριτικός, είναι η καλύτερη παράσταση Σέξπηρ στη Γερμανία των τελευταίων ετών. Κι αν κρίνω από αυτό που είδα, δεν πρέπει να υπερβάλλει.
Συμπέρασμα
Φεύγοντας από την Κράιοβα, μια πόλη 300.000 κατοίκων, σκέφτηκα πώς είναι δυνατό, μια άλλη πόλη, με πολύ πιο προνομιακό γεωγραφικό στίγμα, η πόλη της Θεσσαλονίκης, τέσσερις φορές το μέγεθος της Κράιοβα, να είναι, θεατρικά, ο μεγάλος άγνωστος της ευρύτερης περιοχής; Καλές οι βυζαντινές εκκλησίες, καλά τα ρωμαϊκά μνημεία και τα οθωμανικά χαμάμ, όμως δεν αρκούν. Ο πολιτισμός χωράει κι άλλα πράγματα.
Όπως είπα κι άλλες φορές, μόνο θλίψη προκαλεί το γεγονός ότι κανένα θεατρικό σχήμα της πόλης μας δεν ταξιδεύει, κανένας σκηνοθέτης μας δεν σκηνοθετεί εκτός, κανένας ηθοποιός μας δεν συμμετέχει σε ξένη παραγωγή, όπως και κανένας ξένος δεν συμμετέχει στις δικές μας.
Γι’ αυτό οφείλω να χαιρετίσω τη ειλικρινή διάθεση που δείχνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ να λειτουργήσει με γνώμονα την εξωστρέφεια. Σε μια εποχή όπου όλοι θέλουν να βρίσκονται σ’ ένα ορατό σημείο στον πολιτιστικό χάρτη της Ευρώπης, δεν μπορεί η θεατρική Θεσσαλονίκη να βρίσκεται στη σκιά. Και το ΚΘΒΕ, μαζί με τα «Δημήτρια», είναι οι δύο φορείς που πρέπει και μπορούν να κάνουν τη διαφορά.