Η σπουδαία Ελένη Δημοπούλου ετοιμάζει (ξανά) βαλίτσες και εξομολογείται

Η Ελένη Δημοπούλου είναι η νέα καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και μόλις τέλειωσε τη θητεία της στο ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης. Μιλά στην parallaxi για την πορεία της και τη ζωή της.

Γιώργος Τούλας
η-σπουδαία-ελένη-δημοπούλου-ετοιμάζε-282626
Γιώργος Τούλας

Το χειμώνα του 1991 στην Αίγλη, η parallaxi οργάνωσε μια βραδιά για τη Λωξάνδρα, ένα κορίτσι που γεννήθηκε με σύνδρομο down. Η μητέρα του κοριτσιού αυτού, μια από τις πιο γενναίες γυναίκες που γνώρισα ποτέ, δούλεψε τότε μαζί μας για καιρό για την προετοιμασία. Παρατηρώντας καθημερινά την απίστευτη πίστη της στην ιδέα της πάλης για το καλό της Λωξάνδρας είχα εκπλαγεί. Η γυναίκα εκείνη κάθεται δίπλα μου 27 χρόνια μετά. Δίπλα μου κάθεται και η Λωξάνδρα. Γκοτζάμ κοπέλα πια, μιμείται εκπληκτικά κωμικά μια σκηνή από σίριαλ που παίζει ένα κινητό!

Απόγευμα Παρασκευής στην Κοζάνη. Η Ελένη Δημοπούλου ολοκληρώνει τη θητεία της ως καλλιτεχνική διευθύντρια στο ΔΗΠΕΘΕ και το αποχαιρετά, διότι εξαιτίας ενός γραφειοκρατικού ζητήματος δεν θα μπορέσει να συνεχίσει το σπουδαίο της έργο εδώ. Αντίθετα ανοίγει τα φτερά της για το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων που θα το διοικήσει καλλιτεχνικά τα επόμενα τρία χρόνια. Στην Κοζάνη όλοι μιλούν για εκείνη και το έργο που αφήνει πίσω. Για το θεατρικό θαύμα της Κοζάνης. Ευκαιρία για μένα να την αφήσω να μιλήσει η ίδια για την Ελένη:

Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη. Φύγαμε οικειοθελώς όταν ήμουν δέκα χρόνων. Δεν θυμόμουν τίποτε για πάρα πολλά χρόνια. Τα τελευταία χρόνια έφερα μπροστά και μέσα μου την Πόλη, συνδέθηκα με την οικογένεια εκεί, δουλεύω στα σχολεία της και έρχονται ξανά οι μνήμες. Θυμάμαι την πίκρα των γονιών μου, που νόμιζαν ότι ερχόμενοι εδώ θα έφθαναν σε μια γη της επαγγελίας, θα συναντούσαν τη χαμένη ελληνικότητα και ένιωσαν ξένοι. Υπήρξε μια περίοδος απογοήτευσης και πένθους. Διαπίστωσαν ότι το σπίτι που είχαν αγοράσει  από απόσταση ήταν άλλο από αυτό που βρήκαν. Ονειρευόταν ένα ρετιρέ στην Μπότσαρη που θα έβλεπε έναν εβραϊκό κήπο και βρήκε μια ταράτσα με μπουγάδες. Η αγωνία του μπαμπά και της μαμάς να βρουν εδώ τις συνήθειες τους, το λευκό τραπεζομάντιλο, το μεζέ του ούζου. Η καθημερινότητα που εμένα από την ηλικία των 16 άρχισαν να με ενοχλούν. Ήθελα να γίνω σαν τα άλλα ελληνάκια.

Θυμάμαι τη μέρα που φεύγαμε και η μητέρα μου φώναξε τους φίλους μου να χαρίσω τα παιχνίδια μου που δεν μπορούσα να πάρω. Τα είχε στολίσει όλα, έκανε μια μικρή τελετή και έχω τη φωτογραφία που είχε κάνει ένα ντεκόρ σε ένα μεγάλο κρεβάτι και τα χαρίσαμε. Με έπλασε όλο αυτό να γίνω ένας άνθρωπος που αντέχει σε πολλά και διαφορετικά περιβάλλοντα χωρίς να χάνεις τον εαυτό σου. Στην Πόλη αλλιώς είσαι σε ένα σουαρέ των Ελλήνων και αλλιώς με τον Τούρκο εργάτη στην καθημερινότητα σου. Προσαρμόζεσαι και δεν χάνεσαι.

Μου αρέσει πολύ η αλλαγή δεν θέλω να νιώθω ότι έμεινα κάπου και έτσι πρέπει να γίνονται τα πράγματα. Με βοήθησε πολύ ότι σε μια κρίσιμη ηλικία γνώρισα τον Ρίτσαρντ που ήταν διαφορετικός και με βοήθησε να τα δω από πολλές πλευρές. Το μότο του ήταν το ”Γιατί όχι;”. Υπήρχε από χαρακτήρα και κουλτούρα όλο αυτό. Ήμουν από την άλλη ένας άνθρωπος που έμεινε σε μια ομάδα ίδια τόσα χρόνια και οι αλλαγές ήρθαν από αλλού. Έμαθα να αντιμετωπίζω τη ζωή με ότι φέρνει και να πιάνομαι από αυτό. Έχασα τη μητέρα μου στα 26, τον πατέρα μου στα 35 και τον αδερφό μου στα 36. Αφού ακόμα είμαστε εδώ πρέπει να το αντιμετωπίσω. Η απώλεια έχει πολλά στάδια. Και όσα νοιώθεις κάπου τα φυλάς. Τα κρατάς κάπου και ειδικά εμείς οι ηθοποιοί πολλές φορές σκεπτόμαστε πως νοιώσαμε κάποτε και το φέρνουμε μπροστά μας σε ένα ρόλο. Ανθολογία προσωπικών βιωμάτων και όταν εκφράζουμε ζωές άλλων ψάχνεις στο σάκο που έχεις πίσω και λες για να θυμηθώ πως το ένοιωσα εγώ.

Οι γονείς μου ήταν υπερβολικά θεατρόφιλοι. Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα ο πατέρας μου έσπευσε να βγάλει θέσεις για όλο το χρόνο σε ένα θεωρείο στο ΚΘΒΕ για να βλέπουμε παραστάσεις. Επειδή έτσι γινόταν στη Κωνσταντινούπολη έβγαζες από την αρχή του χρόνου. Στην Κωνσταντινούπολη θυμάμαι να έχω δει μόνο τις αδελφές Καλουτά. Εδώ θυμάμαι ότι είχα γοητευτεί με τον κ. Βλαχόπουλο στη Νύφη της Κούλουρης. Πηγαίναμε πολύ και δεν σταματήσαμε. Στην εφηβεία θεωρούσα ότι είναι ωραίο να οργανώνω ομάδες φίλων να πηγαίνουμε στο Κρατικό. Δεν μου είχε περάσει  από το νου να γίνω ηθοποιός. Ο πατέρας μου είχε γράψει τον αδερφό μου στους προσκόπους και μένα στις Ελληνίδες Οδηγούς, στο κέντρο μάλιστα για να μάθουμε τα λεωφορεία και να αναμειχθούμε με τον καλό κόσμο της τάξης μας. Όταν ήρθε στην Ελλάδα κατάλαβε ότι λάθος διάλεξε την Μπότσαρη. Έπρεπε να μένουμε Ικτίνου, Καρόλου Ντιλ, Συγγρού και προσπαθούσε να μας μετακομίσει εκεί. Όλη μου η ζωή ήταν στο κέντρο. Ήθελε να μπλεχτούμε με παιδιά από την Εβραϊκή Κοινότητα γιατί από την Πόλη τους εκτιμούσε για το ήθος, την εργατικότητα, το πόσο τακτοποιημένα τα είχαν όλα. Ότι μιλούν γαλλικά και είναι καλλιεργημένοι. Με έγραψε στο εκπαιδευτήριο της Αγλαϊας Σχοινά. Ο πατέρας μου ήταν ιδιοκτήτης ενός μικρού εργοστασίου εκεί και εδώ έγινε ένας απλός τορναδόρος. Όλοι μας τη ζωή όμως συνεχίσαμε να τη ζούμε σαν τα παιδιά ενός ιδιοκτήτη ενός μικρού εργοστασίου. Δεν ήθελε να αντιληφθεί ότι δεν υπήρχε πια όλο αυτό. Και καυγαδίζαμε για αυτό. Μπήκα στα 18 στο Ρήγα Φεραίο και υπερασπιζόμουν την εργατική τάξη, του έλεγα εδώ ανήκεις και συ και κείνος έλεγε ποτέ δεν άνηκα εδώ…Ήθελε να κρατήσει την αστική του ψυχική κατάσταση, η πραγματικότητα όμως ήταν άλλη. Αγόραζε παπούτσια από τον Πετρίδη, το καλύτερο ψυγείο με μετρητά κλπ

Το θέατρο το έμαθα στις Ελληνίδες Οδηγούς. Έκανα μια εργασία για το θέατρο και επειδή δίπλα ήταν η σχολή της Πατεράκη πήγα να της πάρω μια συνέντευξη και να δω πως δουλεύουν. Μπήκα μέσα. Επειδή δούλευα τα πρώτα τρία χρόνια ήμουν εκεί σαν παρατηρητής. Είχα ειδικευτεί στα κομπιούτερ, σε μια εταιρία που με έστειλε στην Αγγλία για έξι μήνες, μάθαμε μηχανογράφηση και έβγαζα τη μισθοδοσία μεγάλων εταιριών. Για τρία χρόνια λοιπόν κάθισα στη Ρούλα σαν ακροάτρια, έγινα το δεξί της χέρι και μετά μου πρότεινε να σπουδάσω κανονικά. Έμεινα συνολικά έξι χρόνια και τρία από αυτά δουλέψαμε το Φούλη το Μπουντούρογλου και τη Δέσποινα Πανταζή στο Καφέ-Θέατρο στη Καλαμαριά. Κάναμε βιβλιοθήκη, μαθήματα, γυρνούσαμε γειτονιές. Ήταν ωραία. Μετά έγινε θεατρική διαδρομή μετακομίσαμε στον Ελλήσποντο. Κάποια στιγμή η ομάδα έκλεισε. Ήμουν έγκυος στο Νέλσωνα και για δέκα μήνες σταμάτησα. Και μετά άρχισα να δουλεύω στο θεατρικό παιχνίδι, στο κοινωνικό θέατρο, έμαθα από την Αυστραλία που βρέθηκα πολλά πράγματα γύρω από αυτό. Κάναμε ομάδες με παιδιά και ξεπήδησε και η Σβούρα όπου δούλεψα για καιρό.

Ο Νικηφόρος Παπανδρέου μου πρότεινε το 1987 να μπω στην Πειραματική και έμεινα μέχρι το 2014. Δεν έφυγα ποτέ. Μεγαλώνοντας βλέπω τα πράγματα πιο ουσιαστικά. Κάθε δεκαετία τα πράγματα που βλέπουμε πίσω παίρνουν άλλη βαρύτητα. Σήμερα θα σου πω ότι θα ήθελα πάρα πολύ άλλους ανθρώπους να ζήσουν καλλιτεχνικά και συναισθηματικά όσα ζήσαμε εκεί. Το ότι δεν αναζητούσαμε το αύριο με αγωνία, όπως κάθε φορά που τελειώνει μια παράσταση, όπως τα παιδιά που λυπούνται μετά την πρεμιέρα γιατί μετράνε μέρες για το τέλος. Εκεί ήξερα ότι πάντα υπάρχει κάτι επόμενο. Η ομορφιά και η ακολουθία ψυχικά μας βοήθησε πολύ. Ήμασταν οι ηθοποιοί και ο Νικηφόρος φρόντιζε όλο το άλλο. Δουλέψαμε με σπουδαίους ανθρώπους και βγήκαν και τόσοι νέοι με ασφάλεια. Εξωτερικοί συνεργάτες που δούλευαν μαζί μας και ήταν υπέροχο. Σαν μια μικρογραφία Εθνικού. Όταν δεν παίζαμε ήμασταν ταξιθέτριες, στο ταμείο παντού. Σαν κολεκτίβα. Δεν υπήρχε ανταγωνισμός. Χαιρόμασταν για τους υπόλοιπους που έπαιζαν και ας μην ήμασταν εμείς.

Η πρώτη φορά που σκηνοθέτησα ήταν μικρά πράγματα. Οι κόκκινες μύτες ήταν η πρώτη μου επαγγελματική σκηνοθεσία. Μου τηλεφώνησε όταν ήμουν μια φορά στο Σίδνει ο Παπανδρέου να το αναλάβω, σκέφτηκα ότι για να το πιστεύει μπορώ να το κάνω. Το είχε σκεφτεί. Μετά ακολούθησαν πολλά. Νομίζω όλοι οι ηθοποιοί αξίζουν να σκηνοθετήσουν για να καταλάβουν τη δουλειά. Κατάλαβα τι νοιώθει ο σκηνοθέτης από τον ηθοποιό, τη συμπεριφορά, την αντίδραση. Πιστεύω ότι έγινα καλύτερος ηθοποιός. Ακούω καλύτερα, παρακολουθώ την εξέλιξη μου. Λέω θα μπεις στη δουλειά και δεν θα αντιμιλήσεις. Ο σκηνοθέτης παίρνει ευθύνη απέναντι σε όλα, στην οργάνωση, το ωράριο. Όχι μόνο στους ηθοποιούς.

Η Κοζάνη ήρθε τυχαία. Δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από μια φίλη και μου είπε με ρώτησαν για σένα να κάνεις μια συνάντηση. Έκανα τα χαρτιά μου αφού ρώτησα συναδέλφους σε ΔΗΠΕΘΕ, όπως ο Θοδωρής ο Αμπαζής στην Πάτρα. Τον ρώτησα να μπορεί να κάνει κάποιος δουλειά μπορεί; Μου είπε ναι μπορεί αλλά είναι δύσκολο. Μίλησα με τους δικούς μου, ο Νικηφόρος μου είπε αν δεν μπορείς εσύ ποιος έχεις πράγματα να δώσεις. Πήγα στην Κοζάνη ρώτησα κόσμο τι σκέπτεται και ονειρεύεται. Μόλις είχε αλλάξει η δημοτική αρχή. Ήταν νέοι άνθρωποι με όρεξη και φρεσκάδα. Πήρα τη θέση και άρχισα να δουλεύω. Έπεσα σε μια μεγάλη αλλαγή της πόλης. Μου έδωσε θάρρος αυτό. Δεν ήταν εύκολα όλα όσα έγιναν εδώ. Πολλές φορές χάθηκαν ευκαιρίες γιατί ήμουν και εγώ ορμητική και αδέξια. Με φοβήθηκαν κάποιες φορές το πάθος και ο ενθουσιασμός. Στην πολιτική δεν πείθουν αυτά. Ήθελε καλύτερο χειρισμό, να είμαι πιο αργή και μεθοδική. Αλλά δεν μπορώ να το αλλάξω. Θα χρειαστώ ψυχοθεραπεία για να αλλάξει. Βελτιώνομαι αλλά έτσι είμαι.Με οργάνωση, πληροφόρηση πίστευα ότι θα κατακτήσω τη συναίνεση τους. Πολλές φορές με πείραζε που πράγματα που έφερνα δεν περνούσαν ομόφωνα. Πιστεύω πολύ την επαρχία. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες όπως η Πίνα Μπάους, ο Ταντάσι Σουζούκι, η Αριάν Μουσκίν κατέκτησαν τον κόσμο ξεκινώντας να δουλεύουν αποκεντρωμένα, όχι από μια πρωτεύουσα. Όχι από το Παρίσι και το Λονδίνο και το Μόναχο αλλά από το Βούπερταλ. Δεν φοβάμαι την Αθήνα. Η Πειραματική κατάφερε να έρχονται άνθρωποι στη Θεσσαλονίκη να δουν τι γίνεται. Έτσι πίστεψα ότι η Κοζάνη μπορεί να γίνει κέντρο σημαντικών παραγωγών. Να προτείνει. Και έγινε σε ένα μεγάλο βαθμό. Χρειαζόταν άξιοι άνθρωποι. Ειδικότητες. Δεν μπορώ να γίνω σκηνογράφος, φωτίστρια κλπ. Από την πρώτη συνέντευξη εδώ τους είπα ότι θα έχω δίπλα μου έναν θεατρολόγο να συνομιλώ καλλιτεχνικά. Είχα τη Σοφία Ευτυχιάδου να δουλέψουμε μαζί τρία χρόνια.

Είναι πολύ σημαντικό να αναπτυχθούν τα ΔΗΠΕΘΕ. Πέρασαν μια δεκαετία που χάθηκε η ταυτότητα της θεατρικής τέχνης.Αυτό θα συμβούλευα να ρίξουν προσοχή στα ΔΗΠΕΘΕ. Με αξιολόγηση, έλεγχο. Μέσα σε ένα χρόνο ένα ΔΗΠΕΘΕ μπορεί να προσφέρει ένα συμβόλαιο σε 40 ηθοποιούς, έξι σκηνοθέτες. Σκέψου έντεκα τέτοια θέατρα. Οι ηθοποιοί να δουν τη δουλειά τους σε μια μικρή πόλη. Ενώνονται σαν άνθρωποι, μένουν μαζί, αφοσοιώνονται. Θέατρο, σπίτι, πρόβα, παράσταση, ομαδική ζωή, με μια εξασφάλιση. Έντεκα μικρά ”κρατικά” θέατρα που αν είχαν μεγαλύτερη φροντίδα θα έκαναν θαύματα. Αν στην επαρχία έχεις την τύχη να δουλέψεις με τους καλύτερους δεν θα πήγαινες;

Η θητεία μου στην Κοζάνη τέλειωσε λόγω των νομικών πλαισίων λίγο απότομα. Ήταν επιθυμία πολλών και δική μου να συνεχίσω και να ολοκληρώσω με άλλη μια θητεία. Πάνω στα τρία χρόνια σε μαθαίνουν, μιλάς στο δρόμο για όσα κάνεις με τον κόσμο, με τους εφήβους που δούλεψες μαζί τους στις ομάδες κλπ, πρέπει να αποχωρήσεις. Θα ήθελα λίγο χρόνο ακόμα να προσφέρω. Ήμουν τυχερή με τη θέση που προκηρύχθηκε στο ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων. Εκεί ήξερα πόσο σπουδαία δουλειά έκανε η πρόεδρος η κ. Αλεξάνδρα Βακαλοπούλου, τις συμπαραγωγές με τον Νανούρη και την Πατεράκη, τις επιλόγες της που ήταν πολύ κοντά στις δικές μου. Πάω σε ένα τόπο που ξέρουν τη δουλειά μου και ελπίζω πως θα τα καταφέρω.

*Η Ελένη Δημοπούλου σπούδασε θέατρο στη σχολή της Ρούλας Πατεράκη. Εργάστηκε επί 25 χρόνια ως ηθοποιός και σκηνοθέτης στην Πειραματική Σκηνή της Τέχνης. Συν-ίδρυσε την ομάδα Εν δυνάμει, μια παρέα, ξεχωριστών ανθρώπων, νέων με δυνητικές και εν κινήσει ικανότητες, εθελοντών, γονιών και φίλων με σπουδαίο έργο. Υπήρξε τα τελευταία τρία χρόνια καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης με περισσότερες από 100 παραστάσεις, πάνω από 50 θεατρικά έργα και 100000 θεατές Και ακόμα μετακλήσεις, συμπαραγωγές, συνεργασίες, εκπαιδευτικά προγράμματα, art camp και φεστιβάλ. Πριν λίγες μέρες ανέλαβε καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα