Συραγώ Τσιάρα: Αυτή είναι η ζωή μου

Η νέα διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης αφηγείται στο Γιώργο Τούλα την πορεία της.

Γιώργος Τούλας
συραγώ-τσιάρα-αυτή-είναι-η-ζωή-μου-902852
Γιώργος Τούλας

Εικόνα: Χρύσα Νικολέρη

H νέα διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης αφηγήθηκε τη ζωή της στο Γιώργο Τούλα, το Μάρτιο του 2017, στο πλαίσιο της εκπομπής Ξενοδοχείο 958, του 958 fm της ΕΡΤ3. 

 -Ξεκινώντας από τη Λάρισα, τον τόπο στον οποίο γεννήθηκα και μεγάλωσα πριν από 49 χρόνια, εκεί όπου έζησα τις πρώτες σημαντικές εμπειρίες της ζωής μου. 

Μεγάλωσα σε ένα σπίτι χαρούμενο, αγαπημένο με τέσσερις αδελφές συνολικά ήμασταν, τους γονείς μου, τη γιαγιά μου, μία ζωντανή οικογένεια με διαφορετικούς χαρακτήρες, με εντάσεις, με αρκετό δέσιμο, με καβγάδες, μια φυσιολογική οικογένεια, στην οποία όμως νιώθαμε την ελευθερία να μην καθοδηγούμαστε στο πως θα έπρεπε να μεγαλώσουμε ακριβώς, αλλά να βρίσκει τον δρόμο της η καθεμία με τον τρόπο της. 

-Από τα παιδικά μου χρόνια, βέβαια, θυμάμαι, τις πρώτες εκδρομές, τις διακοπές και τα μπάνια στις κοντινές παραλίες, στο Στόμιο, στο Τσάγισι και στο Μούρεσι, το χωριό της γιαγιάς μου, όπως επίσης θυμάμαι και κάτι που μου έλειψε μετά μεγαλώνοντας, τις οικογενειακές γιορτές που τότε ήταν μάλλον πιο έντονες, συγκεντρωνόταν όλο το συγγενολόι και οι φίλοι, τα τραγούδια και τους χορούς που στήναμε στο σπίτι, το πατρικό μου, και τον μπαμπά μου που του άρεσε πάρα πολύ να τραγουδάει, να παίζει φυσαρμόνικα και τα αγαπημένα του τραγούδια και μουσικές ήταν ο Χιώτης και η Μαίρη Λίντα και για αυτό είπα να ξεκινήσουμε σήμερα με ένα τραγούδι αφιερωμένο στον πατέρα μου και σε αυτές τις αναμνήσεις που έχω εγώ από τη παιδική μου ηλικία.

-Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν στην εφηβεία, άρχισαν να αποκτούν ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, νομίζω. Ήταν η δεκαετία του 1980, τέλειωσα το λύκειο το ’85. Ήταν μια εποχή, έτσι πολύ έντονη, με παρέες, ένα πολύ δεμένο τμήμα στο σχολείο, με πολύ διάβασμα, αλλά και βόλτες. 

-Συχνά πηγαίναμε στο Δικαστικό, μετά αφού τελειώναμε το φροντιστήριο και ήταν ένα σημείο στο οποίο συναντιόταν όλοι οι μαθητές, το Δικαστικό το ξέρουν οι Λαρισαίοι. Εκδρομές με το σχολείο, αυτό όμως που νομίζω ότι καθόρισε πάρα πολύ έντονα μία από τις κατευθύνσεις που άρχισα να παίρνω σιγά – σιγά και να διαμορφώνομαι είχε να κάνει με κάποιους καθηγητές. 

-Μια – δυο περιπτώσεις, πάντοτε, νομίζω ότι είναι που μας διαμορφώνουν, ήταν λοιπόν, τον θυμάμαι και τον αγαπώ πολύ, έναν καθηγητή Χημείας, την Χημεία δεν την αγαπούσα, με πολύ μεγάλη προσπάθεια ανταποκρινόμουν σε αυτό το μάθημα, ήμουν της φιλολογικής κατεύθυνσης, αυτός ο άνθρωπος όμως, ήταν από αυτούς που προσπαθούσαν όχι απλώς να μας μιλήσουν για το μάθημα, αλλά να μας δώσουν κάποιες κατευθύνσεις στη σκέψη, κυρίως να μας βοηθήσουν να απελευθερώσουμε την κριτική μας σκέψη, να είμαστε ανεξάρτητοι, να έχουμε βέβαια και μια αλληλεγγύη. 

-Πολλές από τις συζητήσεις εκείνης της εποχής τις θυμάμαι και με είχαν καθορίσει που γινόντουσαν και μέσα στο σχολείο και στις εκδρομές και αυτό συνέχισε με κάποιον περίεργο τρόπο, συνεχίστηκε και αργότερα και στο πανεπιστήμιο, δηλαδή ίσως αυτά που μου λείπανε, γιατί όσο να ‘ναι το περιβάλλον της Λάρισας είχε κάποιους περιορισμούς εκείνη την περίοδο, εκείνη την εποχή, τώρα είναι διαφορετικά τα πράγματα, αυτά που μου λείπανε τα έβρισκα πολύ στα βιβλία, τα έβρισκα πολύ στις κουβέντες και αυτό που θυμάμαι κυρίως από τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια ήταν ότι περίμενα να τελειώσουν, να περάσουν με μεγάλη ανυπομονησία, να γίνω φοιτήτρια, γιατί ήθελα να φύγω από τη Λάρισα, είναι η αλήθεια.

– Ήθελα να γνωρίσω κάτι μεγαλύτερο, κάτι που θα με ενδιέφερε περισσότερο. Βέβαια, υπήρχαν κάποια πράγματα που είχαν σχέση με τον πολιτισμό, όπως ας πούμε το Θεσσαλικό Θέατρο στη Λάρισα, δηλαδή είδα καλό θέατρο και μεγαλύτερη και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, εκεί με τον Κώστα τον Τσιάνο, την Βαγενά και νομίζω ότι η πρώτη μου επαφή με την τέχνη ήταν εκεί, γιατί στη Δημοτική Πινακοθήκη της Λάρισας είδα τη συλλογή του Κατσίγρα και μπορώ να πω ότι ήταν η πρώτη μου επαφή με την ζωγραφική εκτός βιβλίων

-Και έτσι, σιγά – σιγά, πήρα τον δρόμο μου, μόλις πέρασα στις Πανελλαδικές εξετάσεις και ήρθα στη Θεσσαλονίκη. Η απόφασή μου να σπουδάσω Ιστορία και Αρχαιολογία ήρθε μάλλον λίγο φυσικά, γιατί όντας μαθήτρια της θεωρητικής κατεύθυνσης, οι επιλογές ήταν ανάμεσα στην Νομική, στη Φιλοσοφική και στην Παιδαγωγική Ακαδημία.

-Στην Τρίτη Λυκείου, όμως, με είχε ενθουσιάσει ένα βιβλίο, ένα βιβλίο ιστορίας που δεν διδάσκεται πλέον στην Μέση Εκπαίδευση που έχει να κάνει με την Ιστορία ως ιστορική σκέψη, όχι ως αποτύπωση γεγονότων, το πως δουλεύει ο ιστορικός, τι σημαίνει πηγή, τι σημαίνει έρευνα. Δηλαδή, ένας προβληματισμός γύρω από το πως δημιουργείται η ιστορία, πως γράφεται η ιστορία και αυτό ακριβώς πίστευα πως θα σπουδάσω μπαίνοντας στη σχολή. 

-Δεν μπορώ να πω ότι από την πρώτη στιγμή βρήκα αυτό που ζητούσα, αλλά η Φιλοσοφική στο Αριστοτέλειο, το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ήταν ένας πλούτος, ήταν ένας παράδεισος. Άλλα λουλουδάκια τα προτιμούσες περισσότερο και άλλα λιγότερο. Μπορώ να πω ότι μπήκαν οι βάσεις μιας εκπαίδευσης που με συνόδευσε και στη συνέχεια που κατάλαβα την αξία της περισσότερο όταν πήγα στην Αγγλία και έκανα το μεταπτυχιακό και βέβαια θυμάμαι έτσι κάποιους καθηγητές πάλι και από εκεί, όπως ήταν η Άλκη Κυριακίδου, με την Λαογραφία και την Κοινωνική Ανθρωπολογία και την προσέγγισή της, ο Αντώνης ο Λιάκος ήταν περισσότερο θα έλεγα οι καθηγητές από τους οποίους άρχισα να βρίσκω μια μεθοδολογία προσέγγισης της τέχνης που με ενδιέφερε πάρα πολύ και δεν τη συνάντησα ολοκληρωμένη ή τουλάχιστον όπως περίμενα στο Πανεπιστήμιο, για αυτό θεώρησα κάποια στιγμή ότι θα έπρεπε να συνεχίσω τις σπουδές μου στο εξωτερικό. Βέβαια, ήταν η ίδια εποχή που δεν σπουδάζαμε μόνο, ήταν η εποχή που γνώρισα τον Νίκο, με τον οποίο είμαι μαζί από τότε, από το τρίτο έτος που ήμουν στο Πανεπιστήμιο και ήταν και η εποχή που ολοκληρώθηκαν κάποιες σχέσεις και κάποιες φιλίες που κρατάνε μέχρι τώρα, μέχρι σήμερα, άνθρωποι που όπως λέω έγιναν και οι κουμπάροι μας στη συνέχεια, συνδεθήκαμε με επίκτητη συγγένεια και είναι οι φίλοι με τους οποίους σήμερα ακόμη έχω επικοινωνία και μοιραζόμαστε πράγματα χωρίς να βρισκόμαστε συνέχεια.

-Και τα πράγματα με οδήγησαν σιγά – σιγά στο Λιντς. Το 1989 τελείωσα το πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη και αποφάσισα να συνεχίσω με την Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης, γιατί ήθελα λίγο να δω τρόπους προσέγγισης της τέχνης που να την συνδέουν με την εποχή της, να την συνδέουν με το κοινωνικό και ιστορικό περιβάλλον και αυτό ακριβώς μου προσέφεραν οι σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο του Λιντς, όπου οι κατευθύνσεις είχαν να κάνουν με τον Μαρξισμό, με την Ιστοριογραφία, με την Ψυχανάλυση, με τον Φεμινισμό, με όλα αυτά δηλαδή που τώρα ακούγονται λίγο – δεν ξέρω αν ακούγονται ξεπερασμένα – ίσως η εποχή μας τα ξαναζητάει από την αρχή, με έναν περίεργο τρόπο, τότε όμως, όλα αυτά που δεν μπορούσα να καταλάβω με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να συνδεθούν ήταν τελικά τρόποι για να ερμηνεύεις το έργο τέχνης και μέσα από την υποκειμενικότητα, και μέσα από το κοινωνικό του περιβάλλον και νομίζω ότι αυτός ο χρόνος, αυτή η χρονιά στο Λιντς υπήρξε καθοριστική για εμένα, γιατί από τη μια πλευρά κατάλαβα ότι υπήρχε μια υποδομή σε γνώσεις, αλλά ο συγκροτημένος τρόπος της εκπαίδευσης εκείνη την εποχή στην Βρετανία μου απελευθέρωσε κάποιες δυνάμεις για να μπορώ να διεισδύσω βαθύτερα στο αντικείμενο και να προχωρήσω στην έρευνα και κάπως έτσι γυρνώντας μετά στην Ελλάδα για μερικά χρόνια, για δυο – τρία χρόνια, ασχολήθηκα με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δούλεψα σαν καθηγήτρια, ήταν πολύ δημιουργική εμπειρία. Δεν ήξερα ακριβώς τι θα κάνω στη ζωή μου, πήγαινα νομίζω βήμα- βήμα, πήγαινα χρόνο με τον χρόνο, ψάχνοντας να δω και τι με ενδιαφέρει, αλλά και την αναγκαιότητα που με οδηγούσε. Δηλαδή, το σχολείο ήταν και μια επιλογή, αλλά ήταν και μια λύση που είχε να κάνει με τη διαβίωση, με την επιβίωση. 

siragho-tsiara.jpeg

-Ώσπου, γύρω εκεί στο ’95-’96 δόθηκε η ευκαιρία να κάνω μια διατριβή στο Πανεπιστήμιο από όπου είχα ξεκινήσει τις σπουδές μου και να ασχοληθώ περισσότερο με την έρευνα στην Τέχνη, αλλά έτσι όπως ήθελα εγώ, δηλαδή την Τέχνη σε συνάρτηση με την κοινωνική πραγματικότητα και με την Ιστορία, να ασχοληθώ δηλαδή με την παραγωγή των Εθνικών μνημείων στη Βόρεια Ελλάδα, τον τρόπο με τον οποίο στήνονταν τα μνημεία αυτά, τις προσδοκίες που επιτελούσαν, τις κοινωνικές ομάδες που αποφάσιζαν την ενέργεσή τους, τι σχέση είχαν και τι ιστορική μνήμη παρήγαγαν και για την τοπική κοινωνία, αλλά και για ευρύτερες ομάδες και έτσι λοιπόν αφοσιώθηκα για τέσσερα χρόνια σε αυτή την έρευνα. 

-Η αλήθεια είναι ότι δεν ήμουν ιδιαίτερα κοινωνική εκείνα τα χρόνια, δεν είχα δηλαδή πολλά πράγματα, ήμουν αρκετά κλεισμένη στις σπουδές, αρκετά κλεισμένη στο Πανεπιστήμιο και στα σπουδαστήρια και στις βιβλιοθήκες, την ίδια εποχή που όμως μπορώ να πω πως μάλλον ήταν από τις πιο παραγωγικές χρονιές της ζωή μου, ήρθαν και οι κόρες μας στη ζωή μας, οπότε πλέον τα πράγματα διαμορφώθηκαν τελείως διαφορετικά, όταν είχα φτάσει πια στο 2000, που μάλλον ήταν μια καθοριστική καμπή στη ζωή μου, ήμασταν με τη Σοφία και την Αθηνά και τον Νίκο, ήδη μια οικογένεια.

siragho.jpeg

-Την εποχή, λοιπόν, που τελείωνα τη διατριβή μου, άνοιγε ένας καινούργιος κύκλος – εντάξει και για εμένα προσωπικός αλλά κυρίως για την πόλη – ήταν εκεί γύρω στο ’98- ’99 που είχε αποφασιστεί η αγορά της συλλογής «Κωστάκη», ο καθηγητής στον οποίο έκανα τη διατριβή ήταν ο Μίλτος Παπανικολάου, ο πρώτος διευθυντής του Μουσείου, λίγο φυσικό ήταν να ανακατευτώ σε αυτήν την ιστορία, δεν ήταν απλώς μια πολύ μεγάλη ευκαιρία για εμένα, ήταν κάτι απίστευτο, κάτι δηλαδή που δεν θα το φανταζόμουν ούτε στην πιο τρελή μου σκέψη, όταν ήμουν φοιτήτρια. 

-Η ρωσική πρωτοπορία ήταν για εμένα ένα κεφάλαιο πάρα πολύ σημαντικό της ιστορίας της τέχνης το οποίο είχα διδαχθεί, όπως τον Φουτουρισμό, όπως τον Σουρεαλισμό, όπως όλα τα άλλα κινήματα της πρωτοπορίας, που να φανταστώ, λοιπόν, ότι κάποια στιγμή θα μπορούσα να δουλέψω με έργα τόσο σημαντικά, να τα ερευνήσω σε μεγαλύτερο βάθος. Και για να μην σας τα πολυλογώ, από την πρώτη έκθεση συλλογής «Κωστάκη», το 2000, «Τα Αριστουργήματα», ξεκίνησα να εμπλέκομαι σε αυτή τη διαδικασία, με την έρευνα, με τον κατάλογο, με το στήσιμο και αυτό που λένε «ουδέν μονιμότερο του προσωρινού», για εμένα τουλάχιστον κρατάει τώρα 17-18 χρόνια, γιατί από το ξεκίνημα του Μουσείου, του Κρατικού, με μια διαδικασία που είχε να κάνει με ΑΣΕΠ, που είχε να κάνει και με μια δική μου προσωπική επιλογή, γιατί στο ενδιάμεσο διάστημα, λίγο θέλετε και η ανασφάλεια, λίγο οι οικογενειακές υποχρεώσεις που έβλεπα μπροστά μου, είχα διοριστεί ως καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τελειώνοντας τη διατριβή, είχα πάει για λίγους μήνες, μετά είχα πάρει την άδεια για να μεγαλώσω τη δεύτερή μας κόρη με τον Νίκο. 

syrago-VW7NE.jpeg

-Αποφάσισα, λοιπόν, μέσα σε αυτό το διάστημα, της άδειας, ότι ήταν καιρός να πάρω μια πολύ πιο ξεκάθαρη απόφαση με το τι θα κάνω στη ζωή μου. Παραιτήθηκα, λοιπόν, από το δημόσιο. Παραιτήθηκα από τη θέση της καθηγήτριας, έδωσα εξετάσεις με τον ΑΣΕΠ και ξεκίνησα να δουλεύω στο Μουσείο. Αυτό επαναλήφθηκε με μια άλλη εξεταστική διαδικασία και έκτοτε είμαι εκει. Φυσικά, δεν το μετάνιωσα, όχι ότι η δουλειά στο σχολείο είναι κάτι που υποτιμώ. Ίσα – ίσα ήταν πάρα πολύ ζωντανή διαδικασία, πάρα πολύ ικανοποιητική, αλλά αυτό το κομμάτι της τέχνης που είχα σπουδάσει και το είχα αγαπήσει, κακά τα ψέματα ήμουν και στη τυχερή γενιά που δεν υπήρχε καν αυτό το επάγγελμα, ούτε του επιμελητή, ούτε του ιστορικού τέχνης σε μουσεία, οπότε από τη στιγμή που δεν είχαμε μουσεία σύγχρονης τέχνης και είχα την ευκαιρία να το κάνω καθημερινότητα και να μάθω στην πραγματικότητα αυτή τη δουλειά, μέσα από την ίδια τη διαδικασία της, δεν την είχα διδαχθεί, δεν είχα διδαχθεί Μουσειολογία, δεν είχα διδαχθεί επιμέλεια εκθέσεων, πώς στήνουμε μια έκθεση, πώς προσπαθούμε να προσεγγίσουμε το ενδιαφέρον του κοινού, πώς γράφουμε τα κείμενα για τα έργα, όλα αυτά στην πορεία, τέσσερα – πέντε άτομα στην αρχή στο Μουσείο, αρχίσαμε να δουλεύουμε και στη σύγχρονη τέχνη και στη ρωσική πρωτοπορία και να χτίζεται σιγά – σιγά, βήμα – βήμα, αυτό που είναι σήμερα το Μουσείο.

-Προχωρώντας τα χρόνια, σιγά – σιγά, άρχισα να μπαίνω πιο πολύ στο κομμάτι της σύγχρονης τέχνης. Θα έλεγα ότι αυτό άρχισε από το 2007 να γίνεται πιο συστηματικό. Η πρώτη περίοδος του Μουσείου ήταν περίοδος έρευνας, περίοδος που ασχολήθηκα με τη συλλογή πολύ, με τα εκπαιδευτικά της προγράμματα, αλλά το ένα έχτιζε το άλλο. Η επαφή με τον κόσμο και κάθε φορά η διερώτηση, δηλαδή η αγωνία για το αν αυτό που προσφέρεις είναι αρκετό ή αν θα έπρεπε να το βελτιώσεις, να το εξελίξεις περισσότερο. 

-Και νομίζω τελικά, πως αυτό είναι το μυστικό αυτής της δουλειάς και σε πολλές άλλες δουλειές φαντάζομαι, να μην εφησυχάζεσαι και να μην επαναπαύεσαι ποτέ και να αναρωτιέσαι πάντοτε για τις ανάγκες του κοινού, αλλά και για το πώς θα το δημιουργήσεις και θα το φέρεις πιο κοντά σου, γιατί, ας μην γελιόμαστε, κοινό στη σύγχρονη τέχνη στη Θεσσαλονίκη, υπήρχε περιορισμένο, υπήρχε βέβαια, αν σκεφτούμε ότι το Μακεδονικό Μουσείο είχε προϋπάρξει τουλάχιστον 20 χρόνια πριν από το Κρατικό. Αλλά ήταν και παραμένει, κατά τη γνώμη μου, μεγάλος στόχος η διεύρυνση αυτού του κοινού και η εμβάθυνση, αυτό συμβαίνει με πολλούς τρόπους. 

-Γίνεται με την εκπαίδευση, γίνεται με το να προσφέρεις κάποιες εμπειρίες εκθεσιακές που να φορτίζουν συγκινησιακά, αλλά και τον στοχασμό των επισκεπτών, να είναι μια ζωντανή σχέση και να μην είναι κάτι που το δέχεται κανείς παθητικά. Αυτό γίνεται τα τελευταία χρόνια στο κέντρο, για εμένα είναι πιο έντονο, μπορώ να πω στο κέντρο. Στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης που από τη φύση του πρέπει να υποστηρίξει κάτι πιο πειραματικό, κάτι πιο διαδραστικό, από την πρώτη στιγμή που το ανέλαβα σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε λίγο, όπως μας πήγε και η πόλη τα τελευταία χρόνια, και ο Γιώργος το ξέρει πολύ καλά αυτό, μάλλον επειδή ήταν από τους πρωταγωνιστές της. 

syrago-tsiara.jpeg

-Ένιωθα την ανάγκη να βγούμε έξω, έξω από το Μουσείο, να αναμειχθούμε λίγο περισσότερο με τον κόσμο, να κάνουμε για παράδειγμα, και δεν θα το ξεχάσω αυτό ποτέ, μία εγκατάσταση που κάναμε βιντεοκατάσταση της Λήδας Παπακωνσταντίνου στην πρώτη Biennale Σύγχρονης Τέχνης το 2007, που ήταν πλωτές οθόνες μέσα στη θάλασσα, ήταν ένα πείραμα, δύσκολο και τεχνικά που μας έμαθε πάρα πολλά πράγματα. Η performance που ήρθε και μπήκε στο Μουσείο, μπήκε μέσα από το Φεστιβάλ Performance, μέσα από την Ειρήνη Παπακωνσταντίνου, αλλά και όλους τους συναδέλφους που καταλάβαμε ότι είναι ένα δυναμικό κομμάτι, γιατί και όσο περνάνε τα χρόνια και δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο, αντιλαμβάνομαι ότι η Τέχνη λειτουργεί και ως μία ευκαιρία ανάπτυξης κοινωνικής σχέσης, ανάπτυξης ενός αισθήματος κοινότητας που λείπει στους ανθρώπους ή έστω αξιοποίησης ενός ελεύθερου χρόνου που υπάρχει είτε από επιλογή ή υποχρεωτικά πια, γιατί δεν υπάρχει δουλειά, οπότε προκύπτει περισσότερος ελεύθερος χρόνος και οι άνθρωποι αναζητούν τόπους για να συναντηθούν, να ανταλλάξουν γνώμες, να ανταλλάξουν εμπειρίες και νομίζω ότι η τέχνη λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Και όσο περνάει ο καιρός – και αυτό είναι λίγο αντιφατικό, είναι μια από τις αντιφάσεις που ζούμε στη σημερινή εποχή – ενώ τα πρώτα χρόνια φοβόμουν ότι αυτό το κομμάτι, το κομμάτι της σύγχρονης τέχνης, θα ήταν από τα πρώτα που θα δεχόντουσαν πλήγμα, αντίθετα αυτός ο φόβος μου διαψεύστηκε.

– Όσο περνάνε τα χρόνια, όλο με λιγότερα χρήματα, όλο με μεγαλύτερες δυσκολίες στην παραγωγή, αλλά με πιο μεγάλο πείσμα και συνενωμένες δυνάμεις, πιστεύω ότι το κοινωνικό όφελος και η κοινωνική αναγκαιότητα, μάλλον, της Τέχνης είναι πραγματικά ουσιαστική στη σημερινή εποχή.

-Δεν είναι πραγματικά εύκολο σήμερα, μέσα στις συνθήκες της κρίσης, να δουλεύει κανείς σε ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και να έχει νόημα η δουλειά του, να αφορά κόσμο και να προσπαθεί μάλιστα και να διευρύνει το κοινό. Είναι ένας συνεχής αγώνας, κατά κάποιον τρόπο είναι σαν κάθε μέρα που ξυπνάς να πρέπει να επινοήσεις τον εαυτό σου από την αρχή. Νομίζω όμως ότι το μεγαλύτερο όφελος στις συνθήκες τις οποίες βιώνουμε, τουλάχιστον στο μουσείο εργασιακά, γιατί το νιώθω πια σαν δεύτερο σπίτι μου μετά από τόσα χρόνια, είναι ότι υπάρχει πλέον μια ομάδα αρκετά δεμένη που δουλεύουμε χρόνια μαζί, οι πρώτοι που ξεκινήσαμε ήμασταν 4-5, αλλά στην πορεία, καταρχάς ήρθε η Μαρία η Τσαντσάνογλου. Αυτό έγινε πολύ λίγα χρόνια μετά το άνοιγμα του Μουσείου, μετά και άλλοι συνάδελφοι και τώρα είμαστε ένας αριθμός ανθρώπων που μπορούμε ο καθένας να κρατάει, εννοείται την προσωπική του προσέγγιση και τα δικά του ενδιαφέροντα, αλλά λειτουργούμε και αρκετά καλά συλλογικά. Μάλιστα, αυτό είναι ένα πείραμα που νομίζω ότι το δοκιμάζουμε εδώ και έναν χρόνο πάρα πολύ γερά, μέσα από την προετοιμασία της έκτης Biennale της Θεσσαλονίκης και μέσα σε όλες τις αντιφάσεις και τις δυσκολίες της εποχής έχει αυτό το ενδιαφέρον του, γιατί είναι έτσι μια περίοδος ζύμωσης, έντονης εσωτερικής, που έχει σχέση βέβαια και με όλες τις αλλαγές που γίνονται στο εξωτερικό περιβάλλον. Εννοώ και γύρω από το Μουσείο και για το μέλλον του Μουσείου και για το μέλλον της σύγχρονης τέχνης στη Θεσσαλονίκη.

-Και για άλλη μια φορά τα πράγματα αλλάζουν, είμαστε πάλι σε μια μεταβατική περίοδο, ελπιδοφόρα περίοδο, αφού συζητάμε πια πολύ συστηματικά και σοβαρά, μάλλον οι συζητήσεις είναι προς το τέλος, για την ενοποίησή μας με το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και την αποκατάσταση της σχέσης μας με το Μουσείο Φωτογραφίας, σε έναν ενιαίο οργανισμό. Ένα εγχείρημα που πιστεύω ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες πια και ότι σε ένα βαθμό είναι μονόδρομος και θετικός μονόδρομος, δεν το λέω ως κάτι που αναγκαστικά θα οδηγηθούμε σε αυτό, ίσα – ίσα. Είναι κάτι το οποίο νομίζω ότι μας το έχει μάθει τα τελευταία χρόνια η εποχή στην οποία ζούμε, η δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, αλλά και τα αποτελέσματα της ομαδικής δουλειάς και επειδή και με το Μακεδονικό Μουσείο, με τους συναδέλφους εκεί έχουμε δουλέψει πάρα πολλά χρόνια σε πολλά κοινά project και νομίζω έχει χτιστεί μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης, αλλά και συγχρόνως και μια εμπιστοσύνη του καθενός στις δυνάμεις του και στην αξία των συλλογών. 

-Μάλλον, μόνο θετικά μπορεί να φέρει το ότι κάποια στιγμή, όταν όλο αυτό το σχήμα πάρει μορφή θα μπορούμε να ενώσουμε και τις διοικητικές μας και τις οικονομικές μας υπηρεσίες, αλλά κυρίως την εμπειρία και το ανθρώπινο δυναμικό, έτσι ώστε να είναι πιο αποδοτική η δουλειά για όλους. Βέβαια, δεν σας κρύβω ότι το μεγάλο όραμα του να αποκτήσουμε ως μουσείο, ως ενιαίος οργανισμός, ένα σπίτι που θα αξίζει στις συλλογές, θα αξίζει και στη Θεσσαλονίκη και θα βοηθήσει και αυτό το καινούργιο μουσείο να αποκτήσει η πόλη ένα νέο, σύγχρονο, αρχιτεκτονικό τοπόσημο είναι μια σκέψη που δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό μας, δεν ξέρω αν είναι κατάλληλη στιγμή για αυτό το όνειρο, αλλά σίγουρα κάποια στιγμή πιστεύω ότι θα έρθει στην επιφάνεια.

syrago-tsiara2.jpeg

-Μια από τις τελευταίες, έτσι, αναμνήσεις και εμπειρίες που ήθελα να μοιραστώ μαζί σας έχει να κάνει με την Biennale της Βενετίας, πριν από τέσσερα χρόνια, ήταν μάλλον μια εποχή που ένιωθα κάπως έτοιμη και εγώ για να αναλάβω μια τέτοια ευθύνη, την εθνική εκπροσώπηση σε αυτήν την έκθεση, που είναι η παλαιότερη και τέλος πάντων, θεωρείται η πιο έγκριτη, μαζί με την Documenta βέβαια. Το 2013 που κατέθεσα μια πρόταση στο Υπουργείο Πολιτισμού, η οποία εγκρίθηκε, αφού εξετάστηκε μαζί με τις υπόλοιπες και εκπροσωπήσαμε την χώρα, παρουσιάστηκε στο ελληνικό περίπτερο το έργο του Στέφανου Τσιβόπουλου, το «Ιστορία Μηδέν», αυτό είναι το τέλος που σας λέω. Όπως όλα τα πράγματα, μάλλον η πορεία είχε πολύ ενδιαφέρον, ίσως και μεγαλύτερο από το ίδιο το αποτέλεσμα.

– Ήταν για εμένα μια πολύ δημιουργική συνεργασία, γιατί το πήγαμε βήμα – βήμα. Είδα τα βήματα της παραγωγής, μιας καινούργιας δουλειάς, η οποία ήταν ανάμεσα στον Κινηματογράφο και στο βίντεο, πως δουλεύει κανείς με την ομάδα των ηθοποιών, πως δουλεύει, λίγο έστω όσο μπορούσα να το παρακολουθήσω από μακριά, στο να σκηνοθετεί μία παραγωγή, αλλά και πως στήνεις μία έκθεση εκτός από την χώρα σου σε μια μεγάλη διοργάνωση που πρέπει να αναζητήσεις συνεργεία από το εξωτερικό, ο γραφίστας μπορεί να είναι από το Βέλγιο, ο αρχιτέκτονας από την Αγγλία και όντως ήταν άνθρωποι που ενεπλάκησαν από διαφορετικές χώρες και μετά από όλα αυτά, μετά από όλη αυτήν την αναστάτωση, την αγωνία και το άγχος και την ανυπομονησία να παρουσιαστεί καλά το έργο και να αξίζει.

– Ένα κοινό τελείως διαφορετικό, δυσανάλογο και αριθμητικά και ποιοτικά με αυτό που είχα συνηθίσει – δεν έμεινα βέβαια και τους έξι μήνες που κράτησε η έκθεση στην Βενετία. Πήγα τρεις τέσσερις φορές, περάσανε μέσα σε αυτό το διάστημα από ότι ξέρουμε από τους επόπτες μας, γύρω στους 400.000 επισκέπτες. Συνάντησα πάρα πολύ κόσμο, μίλησα μαζί τους. Ένα κοινό το οποίο είναι και πιο εξιδεικευμένο και στοχευμένο, συλλεκτών, ανθρώπων που ασχολούνται συστηματικά με τη σύγχρονη τέχνη, ή αν θέλετε και ένα διεθνές τουριστικό κοινό που πηγαίνει στις μεγάλες διοργανώσεις στον κόσμο, από πόλη σε πόλη, από Biennale σε Biennale. 

-Ψάχνει να βρει κανείς και τον ρόλο του σε όλα αυτά, προερχόμενος από τη Θεσσαλονίκη, από μια πόλη που έχει πολύ μικρότερες δυνάμεις και πολύ μικρότερους αριθμούς, αλλά προσπαθεί όλο αυτό το πράγμα να το εξελίξει και αυτού του είδους οι εμπειρίες νομίζω ότι λειτουργούν συγκριτικά και ωφέλιμα. Ήταν, σίγουρα κάτι μοναδικό, κάτι που θα ήθελα ενδεχομένως κάποτε στο μέλλον να ξανασυμβεί και με βοήθησε πάρα πολύ στο να δω πως οργανώνεται μια παραγωγή σε διεθνείς προδιαγραφές.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα