Θεσσαλονίκη: Οι Βιτρίνες Τέχνης του ΟΤΕ φιλοξενούν την έκθεση του Χ. Κεραμάρη
Με τίτλο: «Δε θα ξαναδώ ποτέ εκείνα τα όμορφα τοπία».
Οι Βιτρίνες Τέχνης του ΟΤΕ φιλοξενούν από τις 18 του Οκτώβρη την εικαστική εγκατάσταση του Χρήστου Κεραμάρη, με τίτλο: «Δε θα ξαναδώ ποτέ εκείνα τα όμορφα τοπία». Την έκθεση συνοδεύει κείμενο της Μαρίας Κενανίδου, Επιμελήτριας, Ιστορικού-Κριτικού Τέχνης, μέλους της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης AICA ΕΛΛΑΣ.
Ο Χρήστος Κεραμάρης ζει στη Θεσσαλονίκη και εργάζεται στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του ΑΠΘ, ως Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό
«Δε θα ξαναδώ ποτέ εκείνα τα όμορφα τοπία»
Τα τρία μέρη στα οποία αναπτύσσεται η εγκατάσταση του Χρήστου Κεραμάρη, αποτελούν διόδους στο ασυνείδητο της πόλης και διεξόδους όλων των νοηματοδοτέσεων που σύμφωνα με την πρόθεση του καλλιτέχνη, επιχειρεί να συνδέσει τον τρόπο με τον οποίο ανακαλύπτει ο πλανήτης την πόλη του, με την τροπικότητα της καλλιτεχνικής του πρακτικής.
Ο καλλιτέχνης συγκροτεί τα δομικά στοιχεία της εγκατάστασης του, ως ενεργό πολιτικό υποκείμενο: συλλογή κειμένων, αφηγήσεων, ημερολογιακών καταγραφών, αντικείμενα και σπαράγματα του φυσικού κόσμου, συνδιαλέγονται αναδεικνύοντας αριστοτεχνικά το πλέγμα των σχέσεων τους. Κάθε κατασκευή, κάθε επιλογή που πηγάζει από την προσωπική βιωματική του σχέση με την αρμονία και τη δύναμη της φύσης και τη μεταμορφωτική της ικανότητα, τις υπαρξιακές του ενατενίσεις για τα πράγματα, την απεικόνιση της αποξένωσης, την αναζήτηση της απλής ζωής σε φυσικό περιβάλλον, τις αληθινές και ουσιώδεις ανάγκες της ζωής, τη συνειδητή ζωή, την πεμπτουσία της ύπαρξης.
Όπως ο περιηγητής / flaneur με την κίνηση του στην πόλη αποκτά σπαράγματα εμπειρίας της που ανακαλύπτει σε κάθε γωνιά της, ακολουθώντας όχι γραμμική πορεία μέσα στο αχανές δίκτυο της πόλης αλλά ελεύθερα τις διαδρομές της, ο Κεραμάρης επιλέγει μία ανάλογη νοητική πορεία που απαιτεί τη λειτουργία της εξερεύνησης. Μια εγκατάσταση ως αλληγορία, ως όχημα μεταφοράς, ως περιπλάνηση, αναζήτηση του περιπλανώμενου.
Κατασκευάζει ένα ημερολόγιο μίας φανταστικής προσωπικότητας, περιηγητή / flaneur, η οποία αναδύεται μέσα από την ώσμωση των κειμένων και συγκροτεί το περιεχόμενο του εμπλέκοντας αυτοβιογραφικά στοιχεία, με κείμενα των Hendy David Thoreau, Jean-Jaques Rousseau, Franz Kafka και Paul Bowles, που παρουσιάζονται με τη μορφή ημερολογιακής γραφής, διατηρώντας την αποσπασματικότητά τους, με εσωτερικό όμως συνεκτικό σύνδεσμο την εναρμόνιση του καλλιτέχνη. Τα όρια της ατομικότητας χωρίς να καταργούνται γίνονται δυσδιάκριτα.
Η διαδικασία της βόλτας, της εξερεύνησης, αποτελεί τον τρόπο επεξεργασίας, το συνδετικό δεσμό και προτείνει την οπτική γωνία για να αντικρύσουμε το «tokonoma» του. «Tokonoma» ονομάζονται οι εσοχές στους τοίχους των δωματίων υποδοχής στα παραδοσιακά ιαπωνικά σπίτια, που φιλοξενούσαν ένα είδος ιαπωνικής περγμαμηνής και συνοδεύονταν συνήθως από μπονσάι ή συνθέσεις λουλουδιών και έργα γλυπτικής. Εδώ πρόκειται για εσοχή σε δρόμο στα σπλάχνα της πόλης, σε κτίριο με όμορη παρακείμενη εμπορική δραστηριότητα.
Η βιτρίνα/tokonoma που φιλοξενεί το «έργο» σε σχέση με τον εξωτερικό δρόμο, ως οικειοποίηση του δημόσιου χώρου με διεκδίκηση ορατότητας, επεκτείνει το επικοινωνιακό της εύρος στο πλαίσιο της κοινοτικής σφαίρας, προσδίδοντας του ταυτόχρονα έντονη πολιτική χροιά. Έτσι επιτυγχάνεται η διάχυση του εσωτερικού της βιτρίνας/tokonoma στον αστικό ιστό, παραπέμποντας στην εμπειρία βίωσης του αστικού χώρου του flaneur, που σύμφωνα με τον Charles Pierre Baudelaire, ως πλάνητας έχοντας την πόλη ως σπίτι του, το εξωτερικό γίνεται εσωτερικό. Η βιτρίνα/tokonoma, ως πυκνωτής της φυσικής ζωής στο αστικό περιβάλλον, με την εμπλοκή και επέκταση του αστικού στο φυσικό και του ιδιωτικού στον δημόσιο χώρο, ως τόπος έκφρασης λόγου, εκδίπλωσης πολιτικής δράσης και συνάντησης, προτείνει δυνητικά την πόλη, ως σπίτι όλων όσων την κατοικούν αλληλένδετα και αλληλοεπηρεαζόμενα.
Στο πρώτο από τα τρία μέρη του έργου, δημιουργεί αντιθετικές συζεύξεις με αυτή την ανοικτότητα, ενδυναμώνοντας το τελικό αποτέλεσμα: στο «ανοιχτό» αυτό έργο, τοποθετεί κλωβούς με υδρόβια «έμβρυα», σπαράγματα φυτικής ζωής, με έντονη την έννοια του «κεκλεισμένου» που αποκτούν συμβολικές διαστάσεις: αντικείμενα/σημεία/σύμβολα ζωής και θανάτου. Στο δεύτερο μέρος ο αποσπασματικός λόγος του Κεραμάρη σε συνδυασμό με τα σπαράγματα φυσικού περιβάλλοντος που περιορίζεται σε ξύλινα ενυδρεία, δημιουργεί ένα φυτικό κολλάζ ως σκηνή που φιλοξενεί την επανακάλυψη της ζωής, τη ζωογόνηση στην καρδιά της πόλης. Ενώ στο τρίτο εναποθέτει την εννοιολογική ανάπτυξη του τρίπτυχου έργου.
Στο ανθρωπογενές περιβάλλον, ο χώρος πέρα από τη φυσική-υλική του υπόσταση, κατασκευάζεται και από τις ανθρώπινες σχέσεις και τις διαδικασίες που εγγράφονται μέσα σε αυτόν, συνεπώς τα αντικείμενα που ενέχει η εγκατάσταση αποτελούν ορόσημα του εσωτερικού κόσμου του καλλιτέχνη. Οι λέξεις του νοερώς, γίνονται αντικείμενα και αυτές αποκτούν υλικότητα μέσα στο διαρκές εφήμερο, αυτοβιογραφώντας τις απόπειρες ποιητικών δυνατότητων του δημιουργού, ως τρόπος εξημέρωσης της κοινότυπης καθημερινότητας.
Μαρία Βασιλική Κενανίδου
Επιμελήτρια, Ιστορικός – Κριτικός Τέχνης
Μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης AICA ΕΛΛΑΣ