Βιβλίο

Της Κυριακής το ανάγνωσμα

Της Κυριακής το ανάγνωσμα το θεραπευτικό, το ταξιδιάρικο, το μαγευτικό και λυτρωτικό.

Γιώτα Κωνσταντινίδου
της-κυριακής-το-ανάγνωσμα-245585
Γιώτα Κωνσταντινίδου

Της Κυριακής το ανάγνωσμα το θεραπευτικό, το ταξιδιάρικο, το μαγευτικό και λυτρωτικό.

“Αυτό είναι’, βεβαιώνει με ανακούφιση ο Δρίβας, “Ο άνθρωπος θα λυτρωθεί μόνο σα φτάσει να κάνει τη δουλειά έργο χαράς”.

Της μιλά για καθετί που μπορεί να τον κρατήσει μακριά από τις αισθηματικές κακοτοπιές. Κρατά αντίκρυ της πεισματικά αμπαρωμένες τις σιδερόπορτες του κάστρου του. Είναι όμως ένας αξιολύπητος αγώνας. Γιατί μέσα από το κάστρο της ψυχής του, οι λογισμοί του, ρεζίληδες πολεμιστές, αγωνίζονται ν’ανοίξουν από μοναχοί τους τις καστρόπορτες. Βιάζουνται να ξεχυθούν, άοπλοι κιοτήδες, στα πόδια της οχτρής που στέκετ’ απέξω, παντοδύναμη και ήσυχη μέσα στους πράσινους ίσκιους που βρέχει η κληματαριά από πάνω της. Όμως αυτός, εκεί!Στο πόστο. Πεισμωμένος καπετάνιος. Αυστηρός και τίμιος. Είναι μια σκληρή νίκη ενάντια στον εαυτό του, απογεύεται γουλιά γουλιά την πίκρα της.

“Τι διαβάζετε  σαν ήρθας;” ρωτά καμιά φορά η δασκάλα.

“Παπαδιαμάντη”, λέει, και ρίχνει μια ματιά πίσω του στο ανοιχτό βιβλίο. “Είναι κάτι παλιά πράγματα. Τα διάβασα τόσες φορές και κάθε τόσο αιστάνομαι την ανάγκη να ξαναγυρίσω σ’ αυτά όπως σε μια καθαρή πηγή”.

“Κι εγώ τον αγαπώ”, λέει η δασκάλα. “Είναι η ποίησή του που τον κάνει έτσι μαγευτικό, δεν είν’έτσι;”

(Στρατής Μυριβήλης, Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, εκδ. ΕΣΤΙΑ)

Πλατεία Βικτωρίας. Τώρα είχα αναθέσει στον εαυτό μου μια παράξενη αποστολή. Θα τριγύριζα εδώ για ώρες μέχρι εκείνη να τελειώσει. Μέχρι εκείνη να με πάρει τηλέφωνο. Για τη Β. ο λόγος, που μόλις είχε αποφοιτήσει από τη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης και απόψε θα περνούσε την πρώτη της οντισιόν. Την είχα ερωτευτεί παράφορα, το είχε καταλάβει και όχι, δεν της το έιχα πει ή μπορεί και να της το είχα πει.

Νέα ηθοποιός, θα περνούσε απόψε την πρώτη οντισιόν της για μια παράσταση που θα σκηνοθετούσε η Λάρα Λάρα, αλλά μου εξομολογήθηκε τον φόβο της, νωρίς το πρωί. Η σκηνοθέτης ήταν λεσβία με προϋπηρεσία πεσιμάτων στις νέες ηθοποιούς. Ακουγόνταν μάλιστα απίστευτα πράγματα γι’ αυτήν, πως κάνει οντισιόν πάντα ατομικές και πάντα στο σπίτι της, πως διαμορφώνει ένα κλίμα αναπότρεπτου όταν την πέφτει, πως είναι εκδικητική, πως εκβιάζει, πως λέει ψέματα. Είναι όμως η νούμερο ένα σκηνοθέτης του χώρου και αυτήν την πρώτη ευκαιρία δεν θα μπορούσε να την χάσει η Β. με τίποτε. Εξάλλου, η Λάρα την είχε πάρει τηλέφωνο και μάλλον όντως την ήθελε για ρόλο. Δεν θα μπορούσα να λείπω από κοντά της, θα τριγυρνούσα στην Βικτωρίας και αν τύχαινε κάτι της είχα πει να με πάρει τηλέφωνο. Ήξερα, εξάλλου, το σπίτι της Λάρα, στην οδό Φωκαίας. Αν συνέβαινε κάτι θα επενέβαινα με κάποιον τρόπο, θα βαρούσα τα κουδούνια, κάτι ρε αδερφέ.

(Δημήτρης Μανιάτης, Εγώ είμαι ένας άλλος, εκδ. ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)

Μάρθα:

Όλοι σας είστε αποτυχημένοι. Εγώ είμαι η Μάννα Γη, κι εσείς, όλοι, είστε αποτυχημένοι. Έχω σιχαθεί τον εαυτό μου. Περνώ τη ζωή μου με τιποτένιες, χωρίς καμιά σημασία απιστίες… δήθεν απιστίες. Ορμάμε στην Οικοδέσποινα ; Ωραίο αστείο. Μια παρέα από μεθυσμένους ανίκανους ηλίθιους. Η Μάρθα τους κλείνει το μάτι… και οι ηλίθιοι χαμογελούν σαν χαζοί, της ρίχνουν κι αυτοί ματιές και ξαναχαμογελούν, η Μάρθα ξερογλείφεται… και οι ηλίθιοι ορμάνε στο μπαρ να πάρουν λίγο κουράγιο και παίρνουν λίγο κουράγιο και γυρνάνε πίσω στη γερο-Μάρθα. Εκείνη τους κάνει μερικά κουνήματα που τους ερεθίζουν… εγκεφαλικά… κι έτσι ξαναορμάνε πάλι στο μπαρ για να πάρουν λίγο ακόμα κουράγιο… ενώ οι γυναίκες τους και οι αγαπημένες τους κάνουν πως δε βλέπουν… πως τάχα κοιτάν έξω απ’ το παράθυρο… πράγμα που κάνει τους ηλίθιους να ξανατρέξουν στην κάνουλα για να ξαναγεμίσουν το ντεπόζιτό τους, ενώ η Μάρθα κάθεται εκεί με ανεβασμένα τα φουστάνια πάνω απ’ το κεφάλι της… ασφυκτιώντας! Δεν ξέρεις πόσο αποπνικτικό όταν έχεις το κεφάλι σου μέσ’ στα φουστάνια σου! Ασφυξία! Περιμένοντας ν’ αποφασίσουν οι ηλίθιοι! Στο τέλος βρίσκουν το κουράγιο τους… αλλά αυτό είν’ όλο, μωρό μου! Μάλιστα φίλε μου, μερικές φορές υπάρχουν πολύ καλές δυνατότητες, αλλά… Αλλά έτσι έχουν τα πράγματα σε μια πολιτισμένη κοινωνία.  
(Έντουαρντ Άλμπι-Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ- μετάφραση Καίτη Κασιμάτη- Μυριβήλη – Αθήνα: Ελευθεροτυπία)
Κυρία ΝΤΕ ΣΕΝΤ-ΑΝΖ: Καλημέρα, αδελφέ μου. Ο κύριος Ντολμανσέ, πού είναι;
ΙΠΠΟΤΗΣ: Θα έρθει στις τέσσερις ακριβώς και θα δειπνήσουμε κατά τις επτά· όπως καταλαβαίνεις, θα έχουμε όλο τον χρόνο να τα πούμε.
Κυρία ΝΤΕ ΣΕΝΤ-ΑΝΖ: Να, ξέρεις, αδελφέ μου, αρχίζω να μετανιώνω λιγάκι για την περιέργειά μου και για όλα τα αισχρά σχέδια που έχετε καταστρώσει γι’ απόψε… Ειλικρινά, καλέ μου, είσαι πολύ επιεικής, κι όσο πασχίζω να λογικευτώ, τόσο το καταραμένο μου μυαλό ερεθίζεται και γίνεται ακόλαστο: με κακομαθαίνεις με όσα μου προσφέρεις… Στα είκοσι έξι μου θα ’πρεπε να ήμουν κιόλας θεοσεβούμενη, αλλά, όπως βλέπεις, είμαι η πιο αποχαλινωμένη απ’ όλες τις γυναίκες… Δεν φαντάζεσαι, καλέ μου, τι έχω στον νου, τι λαχταρώ να κάνω. Πίστευα πως η κλίση μου για τις γυναίκες θα με φρονίμευε… πως αν οι επιθυμίες μου επικεντρώνονταν στο φύλο μου θα έπαυαν ν’ αναβλύζουν προς το δικό σας· χίμαιρες, καλέ μου, απλές χίμαιρες· οι ηδονές που θέλησα να στερηθώ επανέρχονται και ορμούν ασυγκράτητες στο μυαλό μου, κι έτσι κατάλαβα πως όταν είσαι, όπως εγώ, πλασμένη για την ελευθεριότητα, είναι ανώφελο να προσπαθήσεις να βάλεις χαλινούς: ασυγκράτητοι πόθοι τους κόβουν ευθύς. Εντέλει, αγαπημένε μου, είμαι ένα αμφίβιο πλάσμα· αγαπώ τα πάντα, απολαμβάνω τα πάντα, θέλω να δοκιμάσω κάθε είδους ηδονή· παραδέξου το όμως, αδελφέ μου, δεν είναι ο απόλυτος παραλογισμός να θέλω να γνωρίσω τον ιδιόμορφο Ντολμανσέ που, κατά τα λεγόμενά σου, ποτέ του δεν είδε τη γυναίκα όπως η συνήθεια το επιβάλλει, που, σοδομίτης εκ πεποιθήσεως, όχι μόνον είναι ορκισμένος λάτρης του φύλου του, αλλά ενδίδει στο δικό μας αποκλειστικά υπό τον όρο ότι θα του προσφέρει τα πολύτιμα θέλγητρα που έχει συνηθίσει να απολαμβάνει στους άνδρες; Φαντάζομαι να καταλαβαίνεις, αδελφέ μου, την αλλόκοτη φαντασίωσή μου: θέλω να γίνω ο Γανυμήδης αυτού του νέου Δία, θέλω να απολαύσω τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του, τις ακολασίες του, θέλω να γίνω θύμα της παραφοράς του· μέχρι σήμερα, το ξέρεις, αγαπημένε μου, μόνον σ’ εσένα έχω δοθεί έτσι, από αβρότητα, καθώς και σε κάποιους υπηρέτες μου που, αφού πληρώθηκαν αδρά για να με μεταχειριστούν με αυτόν τον τρόπο, δέχτηκαν καθαρά από συμφέρον· απόψε, δεν πρόκειται μήτε για αβρότητα μήτε για καπρίτσιο, είναι οι ιδιαίτερες προτιμήσεις και μόνον που με παρακινούν… Ανάμεσα στη συμπεριφορά που μ’ έχει ήδη καθυποτάξει και σ’ αυτήν που πρόκειται να με καθυποτάξει σε τούτη την αλλόκοτη μανία, διαβλέπω μια δυσδιάκριτη διαφορά, και θέλω να τη γνωρίσω. Σε ξορκίζω, φιλοτέχνησέ μου το πορτρέτο του Ντολμανσέ σου, έτσι θα τον δω νοερά προτού τον αντικρίσω· γιατί, όπως ξέρεις, τον γνωρίζω ελάχιστα, τον συνάντησα τις προάλλες σε κάποιο σπίτι και συνομίλησα λίγα λεπτά μαζί του.
(Μαρκήσιος Ντε Σαντ, Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ εκδ:ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ)
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα