Το καλοκαίρι θα ξαναπάμε Βουρβουρού
"Ίσως να ‘μαστε αθωότεροι κι από ένα καναρίνι, αγνοί όμως δεν είμαστε –μόνο τα παιδιά είναι".
Μπορεί τα δικά μου παιδικά καλοκαίρια και μπάνια να έγιναν ως επί το πλείστον στο πρώτο πόδι της Χαλκιδικής. Όμως, μεγαλώνοντας ανακάλυψα και ασπάστηκα το κάμπινγκ και την ηρεμία του δεύτερου. Αλλά και τίποτα από αυτά να μη συνέβαινε, κάθε Θεσσαλονικιός που έχει πάει στη Χαλκιδική έχει βιώσει και αφομοιώσει πώς σκάει εκεί το κύμα, πώς φυσάει το απογευματινό αεράκι, πώς ακούγονται οι πευκοβελόνες στα σκαλοπατάκια όταν τις πατάς και πώς δύει ο ήλιος στη Χαλκιδική.
Η Βουρβουρού, η πρώτη ταινία της Καρίνας Λογοθέτη είναι όλες οι μνήμες και οι ιδιωματισμοί της παιδικής μας ηλικίας μαζί. Σαν χειροποίητο καλοκαιρινό καφτάνι με μικρές σκηνές, χαρακτηριστικές σχέσεις και αθώες σκέψεις ενός μικρού αγοριού. Του Μάρκου. Του εξάχρονου μικρού αγοριού που οι γονείς του το αφήνουν μαζί με το μεγάλο του αδερφό στον παππού στη Βουρβουρού για να πάνε ένα ταξίδι. Όπως κάθε μεσοαστικό ζευγάρι που προσπαθεί να σώσει ό, τι σώζεται. Εκεί θα κάνει την πρώτη του γνωριμία με τη συνθετότητα αυτού που ονομάζουμε κύκλου της ζωής.
Ανάμεσα στα νεανικά τσιγάρα του μεγάλου αδερφού, τις αλλοκοτιές του γερασμένου πια αλλά κατά τα άλλα υπέροχου παππού που αρχίζει να τα χάνει λόγω της παρέας με τον Ινδό(;) φίλο του, αυγά που έχουν μάτια και στόμα αλλά δεν ολοκλήρωσαν την ύπαρξή τους, την αδυναμία να χωρέσει στο κεφάλι του τα πάντα εκεί έξω και (εδώ μέσα), ο Μάρκος με την τρυφερή του αθωότητα και τις παιδικές σουρεαλιστικές συλλήψεις πλάθει μια δική του σφαίρα μέσα από την οποία βλέπει τον κόσμο, ώστε να μπορεί να αντεπεξέρχεται σε αυτόν. Άλλωστε είναι το πιο έξυπνο παιδί της οικογένειας.
Η ταινία είναι μια ωδή στην παιδική μας ηλικία. Αποδεικνύει και μαρτυρά με τον πλέον εμφατικό και κατάλληλο τρόπο ότι τα παιδιά αντιλαμβάνονται τα πάντα που συμβαίνουν γύρω τους, ακόμη και τα πιο σύνθετα, όπως αυτόν τον κύκλο της ζωής, που ανάθεμά τον που υπάρχει, αλλά κι αν δεν υπήρχε, μήπως θα ήμασταν σαν ένα αυγό που ποτέ δεν θα φαγωνόταν; Απλά -και αλλά- τα παιδιά έχουν τα δικά τους κλείστρα όρασης, το δικό τους κόσκινο να ερμηνεύουν τα πράγματα. Η διαδικασία της επεξεργασίας των ερεθισμάτων κρύβει περίεργα πράγματα και μονοπάτια. Ίσως και άσχετους συμβολισμούς. Όμως αυτό που καταλαβαίνουν είναι ακριβώς το ίδιο με των μεγάλων. Βασικά όχι. Υπάρχει μια διαφορά. Των παιδιών το βλέμμα είναι αθώο και αγνό συνάμα.
Παραφράζοντας μια κουβέντα του Ανδρέα Εμπειρίκου προς τη Μάτση Χατζηλαζάρου, κλείνω: “Ίσως να ‘μαστε αθωότεροι κι από ένα καναρίνι, αγνοί όμως δεν είμαστε –μόνο τα παιδιά είναι”.
Ας τη δούμε τώρα: