Το κόμικ πρέπει να το παίρνεις σπίτι σου, δεν είναι για τον τοίχο

Τέσσερις δημιουργοί συζητούν για το αντικείμενο τους, τα φεστιβάλ και την ανταπόκριση του κόσμου. Τελικά, το ελληνικό κοινό έχει «κομιξοπαιδεία»;

Parallaxi
το-κόμικ-πρέπει-να-το-παίρνεις-σπίτι-σο-942763
Parallaxi

Λέξεις: Χρυσούλα Κονταράκη

Η ένατη τέχνη, ή αλλιώς κόμικ, είναι από πολλούς παρεξηγημένη. Κυρίως, γιατί θεωρείται παιδική. Για κάποιους όλα είναι «μικυμάου». Κι όμως η αντίληψη αυτή φαίνεται ν’ ανατρέπεται. Φεστιβάλ, εκθέσεις, περιοδικά, μουσεία, βιβλιοπωλεία, όλα ειδικά αφιερωμένα στον κόσμο των κόμικ, δείχνουν πως η δημοφιλία τους όλο και αυξάνεται.

Ποιος καταλληλότερος, όμως, να μιλήσει γι’ αυτά, από τους ίδιους τους καλλιτέχνες;

Η σκηνή κόμικ της Θεσσαλονίκης αναβιώνει και πάλι με το 20o Comic N’ Play (comic-n-play.gr), στις 2-4 Δεκεμβρίου.

Tέσσερις Έλληνες δημιουργοί, που θα βρίσκονται στο Artists’ Alley του φετινού φεστιβάλ, κάποιοι με παρουσία στον χώρο τόσο ως καλλιτέχνες, όσο και ως διοργανωτές και όλοι με τον ίδιο ενθουσιασμό και αγάπη για την τέχνη τους, συζητούν μέσα από σε τέσσερις διαφορετικές συνεντεύξεις τα κόμικ τους και την αγαπημένη τους θεματολογία, τα φεστιβάλ, που κάποιοι θα έλεγαν πως έχουν κάνει «μπαμ» τα τελευταία πέντε χρόνια, το φαινόμενο που λέγεται «λογοκρισία των social», τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία της ελληνικής σκηνής (και όχι μόνο).

Νίκος Καμπασελέ

Το πρώτο μεγάλο κόμικ του Νίκου Καμπασελέ κυκλοφόρησε στο Comic n’Play του 2019 από τις εκδόσεις της Ένατης Διάστασης. Στην ερώτηση αν θα ακολουθήσει κι άλλο τεύχος της «Θύελλας» η απάντηση ήταν θετική. Ο Αλεξανδρουπολίτης δημιουργός δεν φοβάται να αντλήσει από το βυζαντινό παρελθόν στοιχεία που θα αναμίξει με βαμπίρ και επιστημονική φαντασία, για να εξερευνήσει το πόσο η θρησκεία μας επηρεάζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, στις επιλογές που κάνουμε ή στον τρόπο που επιδρά γενικά ή στην ίδια μας την ταυτότητα.

Η πρώτη μου απορία ήταν αν φοβήθηκε, μήπως λογοκριθεί. «Γι’ αυτό δεν βάλαμε τον σταυρό στο εξώφυλλο. Το original εξώφυλλο ήταν με έναν σταυρό μπροστά, κανονικά. Αυτή ήταν η μόνη παρέμβαση. Το είχα σκεφτεί και μόνος, αλλά ήθελα λίγο να δοκιμάσω τα νερά».

Είναι η πλευρά που λέει ότι δεν υπάρχει η θρησκεία, είναι απλά ένα όργανο ελέγχου και επιβολής εξουσίας και είναι και η πλευρά που λέει ότι η θρησκεία είναι κάτι βαθύτερο και μυστικιστικό και σου δίνει μία ενέργεια για να αντέχεις τις δυσκολίες της ζωής. Η Θύελλα σαν ηρωίδα βρίσκεται στην μέση αυτών των δύο και είναι σαν να τα παρατηρεί εξίσου, χωρίς, όμως, να παίρνει ανοιχτά το μέρος είτε της μίας πλευράς είτε της άλλης, γιατί έχει τον δικό της σκοπό και πορεύεται με βάση αυτό.

Αυτοπροσωπογραφία του Νίκου Καμπασελέ

Moebius και Miyazaki ήταν οι δύο επιρροές του Νίκου στο σχέδιο. Ο Moebius πρώτη φορά ήρθε στην Ελλάδα μέσω της Βαβέλ. Στην ερώτηση, αν διάβαζε Βαβέλ, μου απάντησε: «Μα, φυσικά!». Η δημιουργική διαδικασία ενός κόμικ για τον Νίκο έχει «αυστηρά ωράρια, μεγάλα τραπέζια με πολλά μηχανήματα, πολλές αφίσες στους τοίχους και τέχνη, βασικά, για να έχεις έμπνευση και πολλή πολλή μουσική.» Η Θύελλα συγκεκριμένα σχεδιάστηκε υπό τον ήχο της death metal και ειδικά των Bolt Thrower.

Για τις σχεδιαστικές του επιρροές ο Νίκος συμπληρώνει: «Ο ρεαλισμός μ’ ενδιαφέρει μέχρι εκεί που εξυπηρετεί την ιστορία. Δηλαδή δεν καίγομαι να κάνω κάτι που μοιάζει απόλυτα ρεαλιστικό, γιατί βρίσκω ότι χάνει και την γοητεία του έτσι. Μ’ αρέσει κυρίως να φαίνεται ελκυστικό και να σου προκαλεί κάτι στο μάτι, να θέλεις να εξερευνήσεις παρακάτω». Η αλήθεια είναι πως το οπτικό ερέθισμα ήταν κάτι που μου ανέφεραν και οι τέσσερις καλλιτέχνες. Η εικόνα. Παρατηρείς και οικειοποιείσαι στοιχεία που σου αρέσουν, μέχρι να φτάσεις συνθέσεις το δικό σου προσωπικό στυλ.

Τα κόμικ δεν είναι αμιγώς παιδικά.

Πριν ολοκληρώσω την ερώτηση μου, ο Νίκος βιάστηκε να συναινέσει. Μάλιστα, συμπλήρωσε πως τα κόμικς δεν ήταν καν παιδικά στην αρχή και έγινε ένα ολόκληρο κίνημα για να μην φτιάχνονται παιδικά κόμικς, γιατί θεωρούνταν ότι η παιδική ψυχή ήταν πολύ ευαίσθητη γι’ αυτά. Γι’ αυτό και έγινε το Comics Code Authority, για να λογοκρίνει τα κόμικς που έβγαιναν για παιδιά και να τα κάνει να είναι εντελώς αδιάφορα, στην ουσία: «οπότε το ότι τα κόμικς είναι παιδικά είναι σχεδόν πρόσφατη ιστορία, σχετικά πρόσφατη λογική».

Στην Ελλάδα, τα πρώτα τεύχη από τα κλασικά εικονογραφημένα είχαν και οδηγίες που σου εξηγούσαν τι είναι το κόμικ και πώς να το διαβάζεις. Αριστερά το πρώτο μεταφρασμένο τεύχος των «Κλασικών Εικονογραφημένων». Δεξιά το πρώτο τεύχος των «Κλασικών Εικονογραφημένων» με θέμα από την ελληνική μυθολογία.
Το εξώφυλλο της «Θύελλας», το δεύτερο τεύχος της οποίας θα κυκλοφορήσει στο 20ο Comic N’ Play.

Ανέστης Μαυρομμάτης- Παρασίδης

Ο Ανέστης Μαυρομμάτης Παρασίδης θεωρεί ότι ήταν όλα «μπαμ» για τα φεστιβάλ των κόμικ από το ’16. Η σχέση του ίδιου με τα κόμικ έχει βαθιές ρίζες. Έχοντας μία αγάπη από πολύ μικρή ηλικία για ό,τι έχει να κάνει με την εικόνα και «τα εικαστικά και οπτικά ερεθίσματα. Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου, συλλέκτης και ο ίδιος, μού πήρε ένα «Μίκυ Μάους» σε κάτι διακοπές και είπα ότι εγώ θα κάνω συλλογή κόμικ και κάπως έτσι χτίστηκε αυτό».

To 2020 ξαναέγινε το Comic dom στην Αθήνα, μετά από έναν χρόνο απουσίας, εξαιτίας της πανδημίας. «Λόγω και της απουσίας των υπόλοιπων φεστιβάλ, ήταν απίθανα πάρα πολύς ο κόσμος. Δεν μπορώ να το υπολογίσω αριθμητικά πώς ήταν, αλλά έβλεπα ότι δεν μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα. Φεύγαμε το βράδυ και ήμασταν με κομμένα τα πόδια από την κούραση. Το πόσο είχαμε μιλήσει! Είχαμε όλοι κάτι σέξι φωνούλες μετά, βραχνιάζαμε, κάναμε, ράναμε… Υπάρχει μία τάση στήριξης. Είναι λίγο σαν το ετήσιο προσκύνημα μας. Ήταν, ας πούμε, μία τριήμερη γιορτή, γι’ αυτό και μετά είχαμε μία μίνι καταθλιψούλα τις επόμενες μέρες κι όχι μόνο για τους άλλους δημιουργούς, αλλά για τον κόσμο που σε ακολουθεί, γιατί μοιράζεσαι το ό,τι έχεις παράξει μέσα σ’ αυτό το διάστημα. Δηλαδή έχει πάντα όμορφα συναισθήματα».

Φωτογραφία του Ανέστη Μαυρομμάτη- Παρασίδη από το Comic dom 2021, τραβηγμένη από τον φακό του Ορέστη Βλάχου.

Πράγματι, πέρασε πολύς κόσμος τυχαία από την συγκεκριμένη πλατεία και το φεστιβάλ. Είχε πολλούς επισκέπτες και περαστικούς από το κέντρο της Αθήνας. Το «Inner Forest» του Ανέστη το πήραν και πολλοί τουρίστες, γιατί είναι χωρίς λόγια. Το έπαιρνε και κόσμος που «απλά περνούσε από εκεί. Δεν πιστεύω ότι ο κόσμος έρχεται σ’ αυτά τα φεστιβάλ, επειδή είναι αναγνώστης κόμικς. Νομίζω ότι απλά υπηρετεί μία τάση κι αυτή έχει να κάνει με την στήριξη αυτών των event και με την στήριξη των καλλιτεχνών. Μπορεί ακόμα και με το ότι είναι κουλ να πηγαίνεις σε τέτοια φεστιβάλ».

Ο Ανέστης έχει συμμετάσχει και σε φεστιβάλ του εξωτερικού. Δεν πρόλαβε να πάει σε πολλά, βέβαια, λόγω κορωνοϊού, αλλά έχει πλέον και μία εικόνα της κατάστασης και εκτός Ελλάδος. Υπάρχει, απ’ ότι μου είπε, μία ιδιαιτερότητα στην Ελλάδα, που δεν υπάρχει αλλού: «ο κόσμος μάς στηρίζει και είναι πολύ όμορφο αυτό. Είναι λίγο αμφίδρομο, δηλαδή από τη μία είσαι στην Ελλάδα που δεν την παλεύεις, έτσι κι αλλιώς, αλλά από την άλλη, όλος ο κόσμος δεν την παλεύει, οπότε έρχεται και τα στηρίζει αυτά». Αντίστοιχο φεστιβάλ στο Βερολίνο δεν έχει καν κόσμο ή ακόμη και της Ανγκουλέμ, που είναι τεράστιο, «γιατί εκεί δεν έχεις αυτό με τον καλλιτέχνη, που θα πας να τον συναντήσεις στο τραπεζάκι του και να του πεις «Δεν μου αρέσει αυτό! Τι υλικά χρησιμοποιείς; Τρέχουνε οι μύξες σου πάνω στα prints σου». Είναι πιο απρόσωπα. Είναι λίγο για stars, κάπως έτσι».

Και πάλι το οπτικό κομμάτι φαίνεται να παίζει ρόλο την απόφαση του Ανέστη να ασχοληθεί με τα κόμικ. Στην αρχή, διάβαζε Αστερίξ και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από τα δέντρα. Όταν πλέον ανακάλυψε και τους ευρωπαϊκούς καλλιτέχνες, όπως τον Moebius, τον Manara κ.α. (και πάλι μέσω της Βαβέλ), άρχισε να αντλεί στοιχεία που άμεσα ή έμμεσα τον βοήθησαν να δημιουργήσει το δικό του στυλ. «Δηλαδή μπορεί να έβρισκα κάτι που με έλκυε για κάποιο λόγο και το παρατήρησα τόσο πολύ, ώστε μετά, επίσης με κάποιο τρόπο, με διάφορες διαδικασίες, να μπήκε και στην δουλειά μου» και, κάπως έτσι, έφτασε να δημιουργήσει το «Inner Forrest», κάτι πολύ διαφορετικό σχεδιαστικά από τα «Μίκυ Μάους» που αποτέλεσαν την πρώτη του επαφή με το κόμικ.

Ο Ανέστης ξεκίνησε να βλέπει πιο επαγγελματικά τα κόμικς, όταν εντάχθηκε στην ανεξάρτητη ομάδα δημιουργών κόμικ «Inkkorekt»(inkorrekt: 2006 (inkorrekt-comics.blogspot.com) στα δεκαεφτά του. Σήμερα «Inkorrekt» δεν υπάρχει. Στην θέση της δημιουργήθηκε, όμως, το Comic N’ Play από άτομα που συμμετείχαν πριν στην ομάδα αυτή των φίλων των κόμικς, από κοινού με τον σύλλογο «Ελληνικού Συλλόγου Φίλων Ιστορίας και Παιχνιδιών Στρατηγικής» και την εκδοτική Ένατη Διάσταση.

Το κόμικ του Ανέστη «Inner Forest»

Η γελοιογραφία δεν είναι κόμικ.

Είναι συχνή παρανόηση. Ούτε τα κόμικς είναι απαραίτητα κωμικά. Εκείνο που διακρίνει τα κόμικς είναι η χρονικότητα τους, η δράση, δηλαδή κάτι γίνεται, «από εδώ- εδώ κάτι έχει συμβεί». Το κόμικ προϋποθέτει σκηνοθεσία, πλοκή, ουσιαστικά μία διαδοχή καρέ, μία αφήγηση μέσα από εικόνες. «Μια σελίδα μόνη, ακόμη κι αν έχει κείμενο και λέει: «Γεια σου Γκάρφιλντ!», δεν είναι κόμικ!»

Έφη Θεοδωροπούλου

Η Έφη Θεοδωροπούλου πιστεύει ότι πάντα θα υπάρχει κόσμος στα φεστιβάλ, δημιουργοί και επισκέπτες, οι οποίοι θα επιλέγουνε τα πιο mainstream. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα κόμικ μαζοποιούνται. «Υπάρχει το αντίστοιχο κοινό και είναι αρκετά μεγάλο, αλλά παρόλα αυτά υπάρχει και το άλλο κοινό που δεν θέλει το mainstream, θέλει το πιο εναλλακτικό, το πιο εικαστικό και θα ταυτιστεί μ’ αυτό. Οπότε νομίζω ότι πάντα θα υπάρχει κοινό που θα στηρίζει την οποιαδήποτε πλευρά».

Πριν αγοράσω ένα κόμικ, μ’ αρέσει να διαβάζω τις πρώτες σελίδες. Η προσέγγιση της Έφης είναι κάπως διαφορετική: «στην αρχή, θα επιλέξω κάτι, γιατί θα μου κεντρίσει το ενδιαφέρον καλλιτεχνικά. Ή ακόμη και για να μάθω κι εγώ κάποια πράγματα παραπάνω που θα μπορέσω να τα βάλω και στα δικά μου σχέδια. Προσωπικά πιστεύω πιο πολύ μου κεντρίζει το ενδιαφέρον το σχέδιο και μετά το concept του βιβλίου. Παρόλ’ αυτά, την έχω πατήσει πολλές φορές, γιατί έχω δει κάποιες δουλειές οι οποίες δεν με είχανε κερδίσει εξ αρχής σχεδιαστικά, αλλά όταν τις διάβασα, ενθουσιάστηκα, όπως επίσης έχω δει πολλές δουλειές που σχεδιαστικά ήταν πολύ όμορφες, πολύ καλοδουλεμένες, αλλά σεναριακά, δεν είχανε κάτι σπουδαίο να δώσουνε».

Σκίτσο της Έφης Θεοδωροπούλου που απεικονίζεται η ίδια κατά την καλύτερη μέρα της ζωής της.

Αναρωτιέμαι πως είναι να ξεκινάει κανείς στον χώρο το κόμικ, ποια είναι τα πρώτα του βήματα. Άραγε, φαντάστηκες ποτέ ότι θα μπορέσεις ν’ ασχοληθείς επαγγελματικά; Είναι και μία χώρα η Ελλάδα, που δεν εύκολο να επιλέξει κανείς να γίνει καλλιτέχνης, ούτε βιοποριστικά, ούτε κοινωνικά. Η Έφη απαντάει πως πάντα ήθελε ν’ ασχοληθεί μ’ αυτό, όμως την πήγαινε λίγο πίσω αυτός ο φόβος ότι είναι δύσκολο και ότι ίσως να μην υπάρχει η εκτίμηση που θα ‘πρεπε να υπάρχει για την τέχνη, ειδικά αυτή των κόμικ: «Για πολλούς είναι αυτό το «Έλα μωρέ τι κάνεις; Ζωγραφίζεις. Σιγά!». Οπότε όταν υπάρχει αυτή η αντιμετώπιση, κομπλάρεις και λες: «τώρα που πάω εγώ;».

Σιγά- σιγά, όμως, όταν άρχισε να βλέπει την πρόοδο και την ανταπόκριση του κόσμου, αποφάσισε ότι θέλει να συνεχίσει να το κάνει όλο αυτό.

Η δημιουργία κόμικ είναι μία εργασία που απαιτεί κλείσιμο στο σπίτι, αρκετές ώρες στο γραφείο σου, απομόνωση.

Ωστόσο, «το να δουλεύεις από το σπίτι είναι μία άνεση, αλλά είναι και μεγάλη παγίδα, γιατί, εάν δεν είσαι πολύ πειθαρχημένος, μπορεί να ξεφύγεις πολύ από τους χρόνους».

Το 2020 έγιναν προσπάθειες να μην ακυρωθούν τα φεστιβάλ, αλλά να πραγματοποιηθούν online. Δεν είναι, ωστόσο, τα ίδιο.

«Για την ακρίβεια, δεν έχει καμία σχέση». Είναι ένα παυσίπονο, σύμφωνα με την Έφη, αλλά δεν έχει καμία σχέση με το να παίρνεις μέρος σε φεστιβάλ. «Είναι πολύ σημαντικό να έρχεσαι σ’ επαφή με τον κόσμο που εκτιμάει την δουλειά σου, να γνωρίζεις και να σε γνωρίζει νέος κόσμος. Νομίζω τα online δίνουν μια δυνατότητα στον κόσμο να δει κάποια πράγματα, αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα».

Τα πρώτα επεισόδια του «3isters» κυκλοφόρησαν αρχικά μέσω της πλατφόρμας socomic.gr, πριν προστεθούν κι άλλα και γίνει βιβλίο. Ήταν και υποψήφιο για τα βραβεία της κατηγορίας «Καλύτερα Ελληνικά Κόμικς του 2019» από την Ακαδημία Βραβείων των Ελληνικών Κόμικ. Στην εικόνα, το εξώφυλλο του κόμικ και μία από τις σελίδες του που δημοσιεύτηκε στο socomic.gr

Σταύρος Κιουτσιούκης

«Στην πορεία, γενικά, ό, τι συναντούσα από κόμικ μού τραβούσε την προσοχή και αυτό που κατανοώ τώρα, όντας, ας πούμε, μεγάλος, είναι ότι μου έπαιρνε περισσότερο χρόνο απ’ ότι στους φίλους μου να διαβάσω ένα κόμικ. Δηλαδή στεκόμουν πάρα πολύ στην εικόνα, την μελετούσα». Ο Σταύρος Κιουτσιούκης τύπωνε μέχρι και πρόπερσι περίπου τουλάχιστον μία αυτοέκδοση τον χρόνο, μέσω της imprint εκδοτικής zart_corps –ναι! zart, όπως «ο ήχος της πορδούλας». Το πήρε πιο ζεστά, όμως, όταν γνώρισε σαν φοιτητής μία παρέα που δημιουργήθηκε με πρόθεση να κάνει μία έκθεση κόμικ.

Από την Φιλοσοφική σχολή του ΑΠΘ, στην Αρχιτεκτονική, για μια χρονιά στο Βασιλικό Θέατρο, στο Γαλλικό Ινστιτούτο, και έκτοτε στην Αποθήκη Γ’ του Λιμανιού Θεσσαλονίκης. Εκτός από τους χώρους που φιλοξενήθηκε η έκθεση του Comic N’ Play, κι άλλα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά, μα κυρίως, ο κόσμος.

Σκίτσο του Σταύρου Κιουτσιούκη, που απεικονίζει τον ίδιο ν’ αντιμετωπίζει ένα δίλλημα.

«Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ «geeky» το κοινό και το υλικό μας, οπότε είχαμε ένα κοινό που έμοιαζε λίγο, σε εισαγωγικά -χαριτωμένα- περιθωριακό». Τώρα είναι πιο ευρύ το φάσμα. Βέβαια, έχει χαθεί κι ένα ποιοτικό ζήτημα, ότι εκείνο το κοινό ήξερε, για τι ερχότανε. Το κοινό που έρχεται τώρα πολλές φορές δεν γνωρίζει καν τι διαφοροποιεί το σκίτσο από τα κόμικ, «παρόλ’ αυτά, εμείς το θέλουμε, γιατί πρέπει να μάθει και να κερδίσει και να κερδίσουμε κι εμείς. Κι όχι χρήματα, να κερδίσουμε ανταλλαγή τέχνης».

Το comic n play είναι η μόνη έκθεση κόμικ στην Ελλάδα που πρώτον είναι αμιγώς έκθεση με ιστορίες κόμικ. Δεν εκθέτει ένα σκίτσο ή μία σελίδα, αλλά ολόκληρη την δισέλιδη/ τετρασέλιδη ιστορία και δεύτερον στηρίζει αμιγώς του ερασιτέχνες.

Γνωρίζω ήδη πως εκτός από δημιουργός, ο Σταύρος είναι και διοργανωτής του Comic N’ Play, μαζί με τους Νίκο Δαλαμπύρα και Πάνο Κρητικό, εκδότες τις Ένατης Διάστασης και φυσικά, πρώην μέλη της «Inkorrekt». Ένα ακόμη κομμάτι της σχέσης με το κόμικ, λοιπόν, μαθαίνω πως είναι η διάδοση του. «Είναι προσωπική αγωνία. Επειδή ακριβώς ξεκίνησε από τα φοιτητικά χρόνια να θέλω να ζήσω μέσα από τα κόμικ και διαπίστωνα ότι δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα λόγω μικρού κοινού, αποφάσισα ότι θέλω να το διαδώσω. Όταν έγινε και καθαρά επαγγελματικό, επέμεινα περισσότερο και μ’ ενδιέφερε και γιατί έχει βιοποριστικό νόημα για μένα, αλλά και επειδή έχει αξία να γνωρίσει ο Έλληνας την τέχνη. Δυστυχώς, το πρόβλημα στην Ελλάδα, το χοντρό πρόβλημα στην Ελλάδα, με το κόμικ είναι ότι ακόμα έχουν την ρετσινιά του παιδικού, τα θεωρεί ο κόσμος παιδικά. Άρα το ζητούμενο είναι να το κάνουμε γνωστό ως ενήλικο υλικό, ως κάτι που αφορά μεγάλους, ως κάτι που μπορεί να θεωρηθεί μία υψηλή τέχνη».

Το ελληνικό κοινό δηλαδή δεν έχει «κομιξοπαιδεία», όπως παίρνω το θάρρος να την ονομάσω. Δεν πειράζει. Την αποκτά τώρα.

Από το κοινό, περνάμε στους καλλιτέχνες. Απ’ ότι φαίνεται, στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, δημιουργείται μία σχολή κόμικς. Έχει πολλά στοιχεία μιμητισμού των ευρωπαϊκών, των αμερικανικών και άλλων προτύπων: «δεν μπορώ να πω ακόμα ότι έχουμε αμιγώς μία σχολή, αλλά σίγουρα έχουμε κάποιους καλλιτέχνες, οι οποίοι φτιάχνουν κάτι δικό τους, που ίσως όλοι αυτοί μαζί δημιουργήσουν έναν χαρακτήρα».

Θίγω το ζήτημα της λογοκρισίας. Η απάντηση στην αρχή φάνηκε αρνητική, αλλά δεν είχε μπει ακόμη τελεία. Μπορεί να μην υπάρχει η παραδοσιακή λογοκρισία, υπάρχει, όμως, «η λογοκρισία των social» και αφορά σε δύο επίπεδα. Το πρώτο δεν είναι άλλο από το πολιτικό σκίτσο και την γελοιογραφία. Το δεύτερο είναι, γενικότερα, το κομμάτι με τον ερωτισμό, ένα κομμάτι που απασχολεί και τον Σταύρο περισσότερο και το οποίο βρίσκει και λίγο ασαφές. «Κατά καιρούς εκτίω ποινές των social και ταυτόχρονα σκρολάρω και βλέπω έναν σκιτσογράφο ξένο, ας πούμε, που φόρα- παρτίδα όλα και λέω τι γίνεται. Δεν νομίζω ότι όλες τις θηλές τις πιάνει ένας αλγόριθμος. Τις πιάνουν άνθρωποι που δεν γουστάρουνε να βλέπουνε, κι αυτό έχει να κάνει με τον πουριτανισμό που υπάρχει στην Ελλάδα».

Και τότε, γιατί να επιλέξει το ερωτικό σχέδιο; «Γιατί μ’ αρέσει πάρα πολύ να νιώθω ότι κάνω μία μικρή επανάσταση μέσα από αυτό!». Συνήθως έχουμε τον έρωτα στο μυαλό μας μ’ έναν χυδαίο τρόπο. Ο Σταύρος τον ονομάζει «ερωτισμό του στριπτιτζάδικου». «Σκέφτομαι πολύ συχνά ότι δεν μπορεί ο ηδονισμός να προκύπτει μόνο από τέλεια σώματα. Ο ερωτισμός και ο ηδονισμός ανήκουν σε όλους και όλα! Κι επειδή οι χαρακτήρες μου είναι άνθρωποι της καθημερινότητας δικαιούνται να’ χουν και πλάκα, δικαιούνται να έχουν τα νεύρα τους, δικαιούνται να πουν μια κουβέντα παραπάνω, οπότε όλο αυτό μπαίνει στο πακέτο του χιούμορ κι έτσι γίνεται το αποτέλεσμα».

Λίγα από τα κόμικ του Σταύρου Κιουτσιούκη. Το «Πώς να το κάνετε σ’ ένα φιατάκι» έχει εκδοθεί από την imprint εκδοτική της 9ης Διάστασης, την Zart_Corps -ναι, zart όπως κάνει η πορδούλα!

Στο πρώτο Comic n Play δεν είχε καν πάγκους, είχε μόνο το θέμα της έκθεσης στους τοίχους. «Εγώ ήμουν από αυτούς που ζητούσα να υπάρχει και bazaar, διότι θεωρώ ότι το κόμικ, καλό να εκτίθεται, απλά το κόμικ είναι κάτι που πρέπει να πάρεις σπίτι σου». Με τα χρόνια, εμφανίστηκε ένας μεγάλο πάγκος με fanzines – που δεν ήταν και πολλά στην αρχή. Κάποια ήταν δωρεάν, κάποια σε συμβολικές τιμές και «δεν κέρδιζε κανείς επί της ουσίας, κέρδιζε μόνο η τέχνη. Όμως, στην πορεία υπήρχε αυτή η ανάγκη, γιατί το κόμικ πρέπει να το παίρνεις σπίτι σου. Το κόμικ δεν είναι για τον τοίχο».

*Η Χρυσούλα Κονταράκη είναι φοιτήτρια Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ στο ΑΠΘ

**Οι συνεντεύξεις εκπονήθηκαν στο πλαίσιο εργασίας για το μάθημα αφηγηματικής δημοσιογραφίας της κυρίας Νικολαϊδου, για το τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ,ΑΠΘ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα