Τριάντα χρόνια από το ”Μαμά γερνάω”
Το Μάη του 1988 συνέβη κάτι μοναδικό για την ελληνική μουσική. Οι τρεις συντελεστές του μιλούν σήμερα στην parallaxi με την απόσταση του χρόνου για ένα αριστούργημα.
Ιούνιος 1988. Είμαι στην Αθήνα φοιτητής στην τελευταία εξεταστική για το πτυχίο. Ετών 22. Ένα μικρό ραδιόφωνο που έχουμε σπίτι συντονισμένο στον Αθήνα 984 που έχει ξεκινήσει στις 31 Μαϊου τις εκπομπές του ανοίγοντας το παιχνίδι της ελεύθερης ραδιοφωνίας.
Παίζουν ένα τραγούδι που έχει ένα στίχο που προκαλεί κουβέντες στις εκπομπές. Άλλο ένα-ένα-τέσσερα και άλλο εννιά και ογδόντα τέσσερα. Οι παραγωγοί λένε πως αναφέρεται στο διευθυντή του σταθμού, το Γιάννη Τζανετάκο που προέρχεται από το ομώνυμο κίνημα. Μια νύχτα ο Τζανετάκος κάνει μια εκπομπή με τον Ιάσονα Τριανταφυλίδη και τη Λίνα Νικολακοπούλου και μιλάνε και για το τραγούδι. Είναι αργά μετά τα μεσάνυχτα και το τραγούδι λέγεται ”Πάμε κάπου”.
Την επόμενη μέρα στο Δεύτερο. Παίζει ένα άλλο τραγούδι που μας τραβά την προσοχή. Είναι η Ζελατίνα. Σταματάω το διάβασμα και κοιτάζω το ραδιόφωνο. Αντιλαμβάνομαι ότι το ίδιο κάνει και η γυναίκα μου δίπλα μου. Το ακούμε σαν μαγνητισμένοι. Ο εκφωνητής, δεν θυμάμαι πια ποιος ήταν, της απογευματινής ζώνης, λέει για ένα νέο δίσκο που μόλις κυκλοφόρησε. Ο δίσκος έχει το παράξενο όνομα ”Μαμά γερνάω” που μοιάζει πιο πολύ με κατάθεση ψυχής παρά με τίτλο δίσκου. Την επομένη πηγαίνουμε σε ένα δισκάδικο στην Αθηνάς και αγοράζουμε το βινύλιο.
Στο εξώφυλλο η Τάνια, κοριτσάκι, φωτογραφημένη από τον Τάσο Βρετό. Η εικόνα έχει κάτι από τη μελαγχολία του ομώνυμου τραγουδιού Στο εσώφυλλο η Τσανακλίδου, ο Κραουνάκης και η Νικολακοπούλου, παιδιά, περπατούν σε ένα χωράφι.
Στο δίσκο ανάμεσα στα ονόματα των συντελεστών που αναφέρονται είναι και του Κώστα Χαριτοδιπλωμένου (!) στον προγραμματισμό των συνθεσάιζερ.
Η ηχογράφηση κράτησε 3 μήνες (1/2/88-27/4/88). Στο βινύλιο υπάρχει ένα τριανταφυλλάκι-μωσαϊκό-σήμα κατατεθέν όπως και ένα μήλο και ένα περιστέρι που φιλοτέχνησε ο Μιχάλης Νεοκλής. Ο δίσκος βγήκε από τη CBS.
Τα ραδιόφωνα αρχίζουν να παίζουν μετά μανίας το ομώνυμο ”Μαμά γερνάω”. Ο Κραουνάκης και η Νικολακοπούλου έχουν πίσω την τεράστια επιτυχία, του ”Κυκλοφορώ και Οπλοφορώ” που είχε πουλήσει 90 χιλιάδες δίσκους. Η Τσανακλίδου έχει κάνει δυο εξαιρετικά πετυχημένους δίσκους με το Γιάννη Σπανό («Φίλε» (1982) και «Της βροχής και της νύχτας» (1984). Το ”Μαμά γερνάω” δεν είναι ένας εύκολος δίσκος που να προδικάζει τη συνέχεια της επιτυχίας. Και όντως δεν γίνεται εύκολα κάτι τέτοιο.
”Η πρόθεση αυτής της δουλειάς δεν ήταν να αρέσει. Δεν κατασκευάστηκε, δημιουργήθηκε” μου λέει η Λίνα Νικολακοπούλου ακριβώς τριάντα χρόνια από την κυκλοφορία του. ”Άλλωστε πούλησε μέχρι το τέλος του 1988 μόνο 3.000 δίσκους. Η Τάνια μάλιστα, που τραγουδούσε στο Ταμπού, μια μέρα αγχωμένη μου είπε: Μου φαίνεται θα λέω μόνο τη Σουλτάνα τη Φωφώ στη σκηνή! Αυτός ο δίσκος κέρδισε με τα χρόνια τον κόσμο. Τότε κάποιοι με ειρωνεύονταν, ότι αυτά που είχα γράψει δεν ήταν για την ηλικία μου. Όμως ξέρεις μερικά πράγματα πρέπει να έχεις τη δύναμη να τα πεις νωρίς, μετά γαληνεύεις, τα βλέπεις όλα με μια μεγαλύτερη σοφία, αυτή η μετάβαση από τη νεότητα στην ωριμότητα δεν σου επιτρέπει να τα πεις έτσι”.
Στα ίδια συμπεράσματα πάνω κάτω καταλήγει και η Τσανακλίδου σήμερα:
”Για μένα ύψιστη επιτυχία δεν είναι οι πωλήσεις, αλλά η επίδραση που έχει ένα τραγούδι, ένας δίσκος, στους ανθρώπους. Θυμάμαι όταν βγήκε ο δίσκος πολλούς φίλους να βυθίζονται σ’ αυτό το υλικό για βδομάδες”.
Κάπως έτσι είναι τα πράγματα τακτοποιημένα και στο μυαλό του Σταμάτη μετά από τρεις δεκαετίες:
”Ήμασταν περιέργως αποφασισμένοι να μη μας αφορά το εμπόριο. Υπήρχε βαθύτατα η επιθυμία να καταγραφεί κάτι που να ξεπερνάει την εποχή αλλά και να την περιέχει. Ναι ξέραμε ότι ερχόταν μετά το Κυκλοφορώ, το οποίο άλλωστε εξακολουθούσε να πουλάει, αλλά είχαμε μια άλλη ερμηνεύτρια, η οποία μάλιστα ήταν συνειδητότατα εμπλεκόμενη στο δημιουργικό. Ολόψυχα”.
Για την Τάνια Τσανακλίδου η εμπειρία έχει ως εξής:
”Νομίζω η πρώτη φορά που άρχισα να απολαμβάνω όλη τη διαδικασία του στούντιο, ήταν τον καιρό των ηχογραφήσεων αυτού του δίσκου. Είχαμε αποφασίσει να μην έχουμε παραγωγό και να μην μπαινοβγαίνουν στο στούντιο άσχετα άτομα. Ο Σταμάτης είχε φέρει θυμιατό και θυμιάτιζε. Ο ήχος υπάρχει στο intro από τις ¨Μοίρες¨. Θεωρώ ότι μια από τις συγκλονιστικές για μένα στιγμές ήταν όλες εκείνες οι ώρες που δουλεύαμε στο σπίτι του Σταμάτη, πριν από το στούντιο. Είχαμε ανοίξει και οι τρεις τον μέσα κόσμο μας και αφήσαμε όλα τα παράθυρα ανοιχτά”.
Το όνομα του δίσκου συνδέεται και μια άγνωστη ιστορία. Γεννήθηκε αρχικά ως τίτλος επιθεώρησης στο μυαλό της στιχουργού. “Την άνοιξη του ’87 συνεργαζόμουν με τον Σταμάτη Φασουλή στα κείμενα μιας επιθεώρησης που επρόκειτο ν’ανεβάσει. Ψάχναμε για τίτλο και ξαφνικά,καθώς όλοι πρότειναν από κάτι, πετάω και γω:”Μαμά γερνάω”. Ο Σταμάτης Φασουλής γυρίζει και μου λέει: “Αντί να λες τέτοια,δεν πας σπίτι σου να γράψεις κανένα τραγούδι;” θυμάται χρόνια μετά.
Η Λίνα είναι τότε 31 χρόνων, ο Σταμάτης 33 και η Τάνια 36 και έχει χάσει πριν λίγο καιρό τη μητέρα της. Η ανάγκη για μια εξομολόγηση που δεν πρόλαβε να κάνει δίνει το μοτίβο στη δουλειά.
”Είχαμε γνωριστεί με τα παιδιά και όλο λέγαμε να κάνουμε κάτι μαζί, αλλά δεν καθόταν. Εν τω μεταξύ παθαίνει η μητέρα μου. Νοέμβρης του ’86. Είμαι στα χάλια μου εγώ, δεν θέλω να βγαίνω, να τρώω, περνάω δύσκολα. Ένα βράδυ, αρχές του άλλου χρόνου, με τραβάνε τα παιδιά να πάω στην παράσταση τους, να βγω λιγάκι, και όντως πάω στη «Λεωφόρο Α», όπου τραγουδούσαν η Άλκηστις και η Ελευθερία. Είμαι όμως χάλια. Απαρηγόρητη. Μου λένε πάλι να κάνουμε κάτι μαζί και τους απαντώ, «παιδιά, ούτε δίσκο θέλω, ούτε τίποτα. Το μόνο που θα είχε τώρα νόημα για μένα θα ήταν ένα τραγούδι που θα έλεγα στη μάνα μου ό,τι δεν πρόλαβα να της πω. Περνάνε λίγες ημέρες και ένα βράδυ, που παίζουμε χαρτιά με το Σταμάτη, καταλαβαίνω ότι το πάει από ‘δω, το πάει από ‘κει, κάτι θέλει να μου πει. Στο τέλος δεν αντέχει και μου το ξεφουρνίζει: «Σου ‘χει γράψει ένα η Λίνα που δεν θα το πιστεύεις». Έτσι όπως είμαστε, παρατάμε τα χαρτιά, τα παρατάμε όλα και δίνουμε ραντεβού με τη Λίνα. Αυτό το τραγούδι, όντως δεν μπορούσα να το προβάρω όπως τα άλλα που έγιναν για τον δίσκο. Δεν το άντεχα. Έτοιμος ήταν ο υπόλοιπος, αλλά αυτό δεν μπορούσα…Πρώτη φορά λοιπόν μπαίνουμε και οι τρεις στο στούντιο να ψάξουμε τόνο και αρχίζω… Κάποια στιγμή ψάχνω να τους βρω και είχαν εξαφανιστεί όλοι. Ο Σταμάτης, ο ηχολήπτης, όλοι. Μόνο η Λίνα έκανε ότι διάβαζε εφημερίδα. Όλοι μέσα στο στούντιο έκλαιγαν. Τελικά αυτή την πρώτη «πρόβα» την κρατήσαμε και στον δίσκο, είναι το «Υστερόγραφο» θα πει χρόνια μετά στο ”Ένα τραγούδι μια ιστορία”, στήλη της εφημερίδας Τα Νέα που επιμελούνταν οι Δημήτρης Μανιάτης, Μαρία Μαρκουλή και Χάρις Ποντίδα.
Οι μήνες περνούν και τα τραγούδια του δίσκου γίνονται εμμονή για τους μουσικούς παραγωγούς των ραδιοφώνων αλλά και για το κοινό. Το ένα μετά το άλλο. Τα σκοτεινά (Μοίρες, Πάτωμα), τα πιο up tempo (Γυφτάκι, Σουλτάνα), τα ταξιδιάρικα (Ζελατίνα, Πάμε Κάπου).
Στο μεταξύ έχω ξεκινήσει να δουλεύω στο ραδιόφωνο στη Θεσσαλονίκη και ο δίσκος λιώνει στο πλατό, φυσικά. Τηλεφωνούν, κυρίως κορίτσια και ζητάνε τα τραγούδια του. Ζητάνε το Υστερόγραφο. Την εκδοχή του ομώνυμου τραγουδιού που συμπεριλήφθηκε στο δίσκο από πρόβα, με ένα σπαραχτικό ξέσπασμα της Τάνιας.
Το υλικό, μουσική και στίχοι είναι εντελώς κόντρα με ότι άλλο εκείνη την εποχή. Είναι ένα δύσκολο έργο, που η αντοχή του στο χρόνο θα έδειχνε την σπουδαιότητα του. Ο δίσκος δεν σταμάτησε να πουλάει ποτέ.
Στο ”Μαμά γερνάω”, έλεγε χρόνια αργότερα ο Κραουνάκης, ”έπρεπε να μελοποιήσω τη γυναικεία ψυχή, και δεν ήταν εύκολο πράγμα. Πολλές φορές εκείνη την εποχή ένιωθα ότι η μουσική έπρεπε να είναι πιο συμβατική από τον στίχο. Γιατί ένιωθα ότι ο λόγος της Λίνας θα βγάλει φίδι από την τρύπα, αυτός θα είναι το ανατρεπτικό στοιχείο”.
Πως δουλεύτηκε όμως ο δίσκος:
”Η Λίνα προπορεύτηκε με το λόγο. Θαρρετά διατύπωνε ορθώνοντας ψύχραιμα το γυναικείο της παρόν μέσα στην εποχή. “Θα σου λέω τι κοιτάμε. Άλλο ένα ένα τέσσερα κι άλλο εννιά κι ογδοντατέσσερα” Εξαιρετικοί σολίστες, πάλη με τους ήχους, με τα αισθήματα, περιπετειώδη στούντιο, θαυμάσιοι ηχολήπτες, αγώνισμα. Κούραση. Εγώ είχα εξαντληθεί. Ένιωθα πιθανά ενστικτωδώς την ευθύνη μου απέναντι στην Ιστορία μας την κοινή. Η Λινα έγραφε εγώ μελοποιούσα, ερχόντουσαν στο σπίτι, έμενα σε ένα πολύ ωραίο σπίτι με κήπο και δέντρα στο Καλαμάκι κι έπαιζα τα τραγούδια. Υπήρχε μια κινητικότητα κατά την εγκυμοσύνη. Ερχόταν φίλοι τα παίζαμε. Ήταν η Καρέζη με τον Καζάκο πολύ κοντά μας τότε” θυμάται σήμερα ο Σταμάτης.
”Η προηγούμενη επιτυχία δεν ήταν βάρος γιατί υπήρχε μια συνεχής αναζήτηση και επιθυμία να ανοίξει ένας νέος κύκλος. Υπήρχε γόνιμο έδαφος, καλή επικοινωνία με το Σταμάτη και ένα διαρκές σκάψιμο. Έγραφα όσα θα ταίριαζαν στην Τάνια. Το ομώνυμο γράφτηκε σε δυο δόσεις. Έγραψα τις πρώτες στροφές και το άφησα στην άκρη για μήνες. Εκείνη τη χρονιά κάναμε Πρωτοχρονιά στο σπίτι της Καρέζη. Γυρίσαμε ξημερώματα σπίτι μου. Ο Σταμάτης πήγε να κοιμηθεί και κάθισα και έγραψα και τις υπόλοιπες στροφές. Θυμάμαι ακόμα και που καθόμουν όταν το έγραφα. Ήμουν ειλικρινής με τον εαυτό μου. Ζύγιασα τα αισθήματα μου και κατάλαβα ότι η οδύνη αφορά πολύ κόσμο. Όλοι βιώνουμε την ίδια πορεία, όλοι έχουμε μια κρυφή πλευρά μέσα μας, που ο χρόνος μοιάζει να μην αλλοιώνει, να αντέχει. Όταν τα έδωσα τα κείμενα στο Σταμάτη μου είπε όλα τα δύσκολα σε μένα τα δίνεις” μου λέει με νοσταλγία η Λίνα.
”Στο πιάνο-φωνή του Μαμά Γερνάω με τον τίτλο ”Υστερόγραφο” η Τσανακλίδου, φόρτωσε στο λυγμό. Το αφήσαμε έτσι. Στη ”Ζελατίνα” θρυψαλιάστηκε ένα ποτήρι, έγινε άμμος στην κονσόλα. Ήταν πολύ υψηλή η ενέργεια. Την ώρα που έβγαινε ο δίσκος ήμουν με πνευμονία στο Νίμιτς. Ήμασταν όμορφοι, τρυφεροί και λυπημένοι. Θυμάμαι μόνο το ροζ τριαντάφυλλο, τη σάκα της Τάνιας, τη Ρηνιώ Παπανικόλα που είχε λιώσει στην πρώτη παρουσίαση με τον Βερνίκο να κινηματογραφεί,και τα εξαιρετικά με μελάνι χειρόγραφα της Λίνας” λέει ο Κραουνάκης.
”Η προσωπικότητα της Τάνιας έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Η υποκριτική της ικανότητα, ο τόπος να επικοινωνεί τα συναισθήματα, η τόλμη της να πει αυτά τα τραγούδια, η ζωντάνια και η απαιτητικότητα της, η θεατρικότητα που έβαλε στο εγχείρημα. Κάθε φορά που την ακούω να λέει το Μαμά διαπιστώνω ότι βρίσκει και άλλους τρόπους να χρωματίζει τη φωνή της, ακούραστη, αληθινή και σπάνια ερμηνεύτρια. Τα αγαπάω ακόμα τόσο πολύ κρύβουν έναν ολόκληρο κόσμο μέσα τους” λέει η Λίνα.
”Είναι κλασσικό έργο. Η αλήθεια του και ο τρόπος που διατυπώθηκε κι από τους τρεις μας, το έκανε διαχρονικό. Προσέξαμε πολύ την παραγωγή, δεν πέρασε τίποτα στο ντούκου. Δώσαμε τον εαυτό μας. Ναι τότε δεν πούλησε. Αλλά πουλάει για πάντα και για πάντα. Δε θορυβηθήκαμε ούτε απ αυτό. Η ζωή έκανε τη δουλειά της. Ήταν πολύ πιο μακριά από την εποχή ίσως γι αυτό, αλλά ήταν και για την άλλη την επόμενη μάλλον” συνοψίζει ο Σταμάτης.
Πως βλέπει η Τάνια το δίσκο με την απόσταση των τριάντα χρόνων: ”Αισθάνομαι ότι έχω αδικήσει κάποια τραγούδια. Τα ανακαλύπτω πάλι μετά από τόσα χρόνια και αντιλαμβάνομαι το βαθύτερο νόημα τους. Ένα από αυτά είναι το «τσιφτετέλι», Το οποίο τραγουδώ φέτος για πρώτη φορά live”.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 2013 επανα-κυκλοφόρησαν σε συλλεκτικό βινύλιο από την Feelgood Records δυο σπουδαία έργα ελληνικής μουσικής. Το Ρεμπέτικο του Σταύρου Ξαρχάκου και το Μαμά γερνάω. Με με νέα ηχητική επεξεργασία, απευθυνόμενα στους φίλους των δίσκων βινυλίου, καθώς και σε μια νέα γενιά δισκόφιλων. Την εικαστική επιμέλεια των επανεκδόσεων είχε ο Πέτρος Παράσχης. Ένα πρόσωπο κλειδί και στην πρώτη εγγραφή του δίσκου, ως art director, που το όνομα του δεν υπάρχει στον πρώτο δίσκο καθώς υπογράφει τότε ως Peter o Key. Xάρη σε κείνον η μνήμη διασώζεται και σεις σήμερα βλέπετε ένα σπάνιο οπτικό υλικό που διέσωσε τότε και ευγενικά μου παραχώρησε.
Η Τάνια βάζει τον επίλογο στην ιστορία αυτής της επετείου:
”Αισθάνομαι ευλογημένη που ο Σταμάτης και η Λίνα έγραψαν για μένα αυτά τα τραγούδια τα οποία με συνοδεύουν όλα αυτά τα χρόνια, και με οδηγούν κάθε φορά στην εκάστοτε αλήθεια μου”.
Και μεις νομίζω. Ο δίσκος είναι ένας από τους κορυφαίους δίσκους της σύγχρονης ελληνικής μουσικής και η αντοχή του στο χρόνο, με την ίδια δύναμη, το αποδεικνύει.