‘Victoria’ – Τι γίνεται όταν μια πόλη δεν σε χρειάζεται;

Η “Victoria” ήταν η ταινία έναρξης του 56ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και αποτυπώνει άλλη μια σημαντική πτυχή του Βερολίνου: την μοναξιά.

Parallaxi
victoria-τι-γίνεται-όταν-μια-πόλη-δεν-σε-χ-67263
Parallaxi

1

του Florian Schmitz

Μερικές φορές ο ντόρος που γίνεται για το Βερολίνο φαίνεται να είναι σαν ναρκωτικό. Άνθρωποι από όλο τον κόσμο αφήνουν τα σπίτια τους για να ζήσουν εκεί. Μεταξύ τους πολλοί ευρωπαίοι του νότου που ξεφεύγουν από την καταπίεση της κρίσης ελπίζοντας να δαμάσουν τα κύματα της δημιουργικότητας και της λεγόμενης ομόνοιας που είναι στοιχείο συνδεδεμένο με την πόλη. Η “Victoria” ήταν η ταινία έναρξης του 56ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και αποτυπώνει άλλη μια σημαντική πτυχή του Βερολίνου: τη μοναξιά.

140 λεπτά μονομιάς, σε μία λήψη. Αυτό είναι το στοιχείο που συζητιέται κυρίως όταν αναφέρονται στην Βικτόρια. Η ταινία απέσπασε σημαντικά βραβεία σε φεστιβάλ, μεταξύ άλλων για την απίστευτη δουλειά της εικονολήπτριας Sturla Brandth Grøvlen από την Νορβηγία (που επίσης σκηνοθέτησε το Rams (Δεσμοί Αίματος), την εξαιρετική ταινία από την Ισλανδία που απέσπασε και το βραβείο καλύτερης ταινίας «Χρυσός Αλέξανδρος»).

Υπάρχει όμως κάτι πολύ παραπάνω από τεχνική μαεστρία. Είναι μια ιστορία ανθρώπων που χάνουν τον εαυτό τους μεταξύ πάρτι, κουλτούρας και της συνεχούς τριβής στο να μοιάσουν με αυτούς που δήθεν κυριαρχούν την πόλη. Η ταινία απεικονίζει μια δραματική ιστορία αγάπης, που βίαια αποσπάει δυο πολύ διαφορετικούς και άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους από τις άδειες τους ζωές, θέτοντας σε κίνηση μια διαδικασία ολικής αυτοκαταστροφής.

Ζωή χωρίς σκοπό

Συναντώ τον Eike Schulz, 27 χρονών, έναν εκ των σεναριογράφων της Βικτόριας, μόλις 20 λεπτά πριν την δεύτερη προβολή της ταινίας. Καθόμαστε σε ένα παγκάκι μπροστά στο Ολύμπιον, στο κέντρο της ορμητικής καθημερινότητας του φεστιβάλ. Τον ρωτώ: «Η πρωταγωνίστρια, η Βικτόρια είναι από την Μαδρίτη. Δεν θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η Ελένη από την Θεσσαλονίκη;» -«Ασφαλώς», μου απαντά και εξηγεί ότι το Βερολίνο είναι (ακόμα) μια από τις μεγάλες πόλεις τις Ευρώπης όπου μπορείς να ανταπεξέλθεις οικονομικά και για αυτό είναι πολύ ελκυστική. Αλλά το βασικό νόημα της ταινία δεν είναι αυτό. Η Βικτόρια (εξαιρετική ερμηνεία της Laia Costa), η πρωταγωνίστρια από την νότια Ευρώπη, είναι μοναχική. Παλεύει να τα καταφέρει ως σερβιτόρα για τέσσερα ευρώ την ώρα και διασκεδάζει μόνη της χορεύοντας σε κλαμπ.

Προσπαθεί να μιλήσει στον μπάρμαν του κλαμπ, του κερνάει μια βότκα, άλλα εισπράττει την απόρριψη. Μετέπειτα συναντά κάτι φίλους, αυθεντικοί Βερολινέζοι, γεννημένοι και μεγαλωμένοι στην πόλη, που επίσης δεν ταιριάζουν στο σύγχρονο Βερολίνο. Ανεπιθύμητοι στην σκηνή των κλαμπ, άνεργοι, κοινωνικοί αουτσάιντερ. Τι είναι όμως αυτό που τους ενώνει με την πρωταγωνίστρια, η οποία αντικατοπτρίζει την τυπική «Zugezogene» (κάποιος που ήρθε πρόσφατα στο Βερολίνο), όπως την αποκαλεί ο συμπρωταγωνιστής της ονόματι Sonne (γερμανικά για ήλιος, εξαιρετική ερμηνεία του Frederick Lau) με τα σπαστά αγγλικά γερμανικής προφοράς; Η απάντηση: Ζωή χωρίς σκοπό. Η Βικτόρια την έχει αφήσει πίσω της στην Μαδρίτη, ενώ ο Sonne δεν είχε ποτέ. Το Βερολίνο δεν τον χρειάζεται.

Το παρελθόν που κουβαλάς.

«Αυτό είναι αλήθεια», λέει ο Eike. «Το Βερολίνο δεν σε χρειάζεται και είναι δύσκολο να βρεις την θέση σου εκεί». Δεν είναι υποτιμητικό να το λες. Η πραγματικότητα είναι ότι πολλοί άνθρωποι απλά αγνοούν, όταν ονειρεύονται το Βερολίνο, πως είναι η πόλη όπου τα πάντα είναι εφικτά. Το γεγονός ότι πολλοί δημιουργικοί άνθρωποι καταφτάνουν στο Βερολίνο δεν κάνει αυτομάτως την ζωή τους ευκολότερη. Ο ανταγωνισμός είναι σκληρός, οι αποδοχές χαμηλές και, το χειρότερο όλων, κάνει τους ανθρώπους σκληρόκαρδους. Ο χαμένος σκοπός συνδέεται με την χαμένη ταυτότητα. Χάνεσαι στις ατελείωτες μάχες για αναγνωρισιμότητα και στο να είσαι ξεχωριστός. Η Βικτόρια φαίνεται υπομονετική και καλά ισορροπημένη στο ξεκίνημα της ταινίας. Η γενική ανοιχτότητα της προς τα αγόρια πηγάζει από την ανάγκη της για συντροφιά και την σχεδόν απεγνωσμένη της ελπίδα ότι κάτι καλό θα πρέπει να υπάρχει τελικά σε αυτόν τον κόσμο. Ο θεατής μαθαίνει ότι μια προσωπική κρίση την έφερε στο Βερολίνο και όλα δείχνουν ότι ξεκινάει ένα νέο κεφάλαιο στην ζωή της.

Στην συνέχεια της ταινίας η χαλαρότητα της και η εικόνα της όμορφης κοπέλας, που κυριαρχούσε αρχικά, μετατρέπεται σε κύμα αυτοκαταστροφής. Δεν καταφέρνει να ξεπεράσει αυτά που κουβαλά από την Μαδρίτη στην επιπόλαια, χωρίς νόημα ζωή της στο Βερολίνο. Η Βικτόρια και τα αγόρια γίνονται σύμμαχοι σε μια μοιραία στροφή γεγονότων. Αυτά τα γεγονότα δεν είναι αποτέλεσμα ανοησίας, ούτε εγωκεντρισμού, αλλά ούτε και αδιαφορίας. Είναι πράξεις ανθρώπων που δεν έχουν τίποτα να χάσουν.

Η Βικτόρια στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Έχοντας κατά νου το πόσα καταξιωμένα νέα άτομα αφήνουν την Ελλάδα για να ζήσουν στην Γερμάνια, υπάρχει νόημα να δείξεις μια τέτοια ταινία στην Θεσσαλονίκη. «Πώς αισθάνθηκες παρουσιάζοντας μια γερμανική ταινία σε ένα ελληνικό φεστιβάλ», ρώτησα τον Eike. «Για να είμαι ειλικρινής, δεν το είχα σκεφτεί καν, μόνο όταν ήρθα εδώ». Σαφώς, και σε σύγκριση με το Βερολίνο ή τις Κάννες, το φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης είναι λιγότερο glamour και δεν ελκύει τόσες διεθνής διασημότητες, αλλά για τον κόσμο εδώ, που πραγματικά αγαπά τον κινηματογράφο, φέρει πλεονεκτήματα. Από την μία στρέφεται πραγματικά γύρω από τις ταινίες. Δεν υπάρχει ο περισπασμός του κόκκινου χαλιού και η υπερβολή του θεαθήναι.

2

«Από την άλλη, έρχεσαι σε πραγματική επικοινωνία με τον κόσμο», σημειώνει ο Eike. Σίγουρα υπάρχει και πολύ επαγγελματική δικτύωση, πράγμα που σαφώς είναι μέσα στα πλαίσια ενός φεστιβάλ. Παρ’όλα αυτά ένα φεστιβάλ εστιάζει στις ταινίες, όπως επίσης και στον κόσμο για τον οποίο προορίζονται. Ήταν η πρώτη επίσκεψη του στην Θεσσαλονίκη και απόλαυσε να την εξερευνά απλά περπατώντας και δεν ενοχλήθηκε από κανέναν σχετικά με την καταγωγή του.

«Υπήρχε όμως και μια μικρή παρεξήγηση όταν μιλούσα στην έναρξη του φεστιβάλ. Είχα πει πως είμαι πολύ νέος για να μιλήσω για την ιστορία του κινηματογράφου, το οποίο μεταφράστηκε σε «είμαι πολύ πιωμένος…». Ήταν πολύ αστείο και έγινε το ανέκδοτο του φεστιβάλ», μου λέει με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο του. Και γιατί να ενοχληθεί άλλωστε, αφού όλα εδώ κυλάνε χαλαρά!

*Ο Florian Schmitz γεννήθηκε το 1980 στο Datteln της Γερμανίας. Σπούδασε Συγκριτική Λογοτεχνία, όπως επίσης Ισπανικές και Λατινοαμερικάνικες Σπουδές στο Βερολίνο και την Μαδρίτη. Από τον Δεκέμβριο του 2013 ζει στην Θεσσαλονίκη και εργάζεται ως συγγραφέας και δημοσιογράφος.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα