Πολιτισμός

Ένα φεστιβάλ της κοινότητας

Ο Σάββας Πατσαλίδης καταγράφει τα όσα είδε και έζησε στο μαγικό Φεστιβάλ της Αλμάδα

Σάββας Πατσαλίδης
ένα-φεστιβάλ-της-κοινότητας-1043045
Σάββας Πατσαλίδης

Δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός τη λέξης φεστιβάλ. Αλλού θα το δούμε να λειτουργεί με ένα πιο μεταφυσικό προσανατολισμό (όπως πολλά παραδοσιακά φεστιβάλ στην Ασία αλλά και σε κουλτούρες Αυτοχθόνων), αλλού είναι πιο γήινο και εορταστικό, αλλού είναι για λίγους και μυημένους, αλλού για πολλούς κ.λπ. 

Σε κάθε περίπτωση πάντως, ως γενική παρατήρηση θα λέγαμε πως το κάθε φεστιβάλ με τον τρόπο του λειτουργεί από τη μια ως χώρος συμμετοχής της κοινότητας (είτε από τη θέση του δρώντος προσώπου είτε του θεατή) και, από την άλλη, ως «βιτρίνα» έκθεσης της χαράς, της λύπης, των προσδοκιών, των πιστεύω, των ανησυχιών (πολιτικών, θρησκευτικών κ.λπ) και των επιτευγμάτων της πόλης ή  της χώρας που το φιλοξενεί.

Ως έχει η κατάσταση των πολιτισμών σήμερα, όπου η κυρίαρχη (και αδιαπραγμάτευτη) λέξη επιβίωσης και επικοινωνίας είναι η «σύνδεση» (connect), δεν νοείται φεστιβάλ απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο και τις κατακτήσεις του. 

Που σημαίνει ότι: 

Ένα φεστιβάλ για να αντέξει και να αποδώσει καρπούς πρέπει να κουβαλά τις αγωνίες του πολίτη και την ψυχολογία και φιλοσοφία του κοσμοπολίτη. Δηλαδή, να σκέφτεται παγκόσμια και να δρα τοπικά. 

Θέση που ακούγεται αυτονόητη στα λόγια όμως δύσκολη στην πράξη, γιατί ακριβώς είναι θέμα ευαίσθητων ισορροπιών. Ένα κάτι ελάχιστο μπορεί να ανατρέψει τα πάντα και να οδηγήσει είτε στον απομονωτισμό της εσωστρέφειας είτε στην ισοπεδωτική και αόριστη  εξωστρέφεια.

Το Φεστιβάλ της Αλμάδα

Εκείνο που με γοητεύει στο Φεστιβάλ της Αλμάδα (Πορτογαλία) και με κάνει να το επισκέπτομαι όποτε μπορώ είναι ακριβώς αυτή  η σχέση του με την παγκόσμια θεατρική κοινότητα, αλλά πρωτίστως και κυρίως με τη δική του κοινότητα, την εγχώρια, ο τρόπος που την αντιλαμβάνεται και την εμπλέκει στις δράσεις του. Όλα ξεκινούν από εκεί και σταδιακά διευρύνονται. 

Δεν έχω υπόψη μου άλλο φεστιβάλ με τόσο ισχυρούς δεσμούς. Θα μου πείτε είναι η Αβινιόν, το Εδιμβούργο, το Σιμπιού. Ναι, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό. Ας μην ξεχνάμε ότι μεγάλο μέρος των θεατών σε αυτά τα φεστιβάλ, και ειδικότερα της Αβινιόν, είναι επισκέπτες από άλλες πόλεις και χώρες, είναι curators, επαγγελματίες του χώρου, διευθυντές άλλων φεστιβάλ που αναζητούν παραστάσεις και ιδέες, καθηγητές θεατρολογίας, μελετητές, θεατρικές σχολές, δημοσιογράφοι, επαγγελματίες δημοσιοσχεσίτες που πιο πολύ μοιράζουν business cards παρά βλέπουν παραστάσεις, τουρίστες πολιτιστικών προϊόντων, και φυσικά φίλοι φίλων, γνωστοί γνωστών κ.λπ.

Η Αβινιόν είναι η αφετηρία πολλών ρευμάτων, τάσεων και θέσεων που διαχέονται παντού. Είναι, θα έλεγε κανείς βάσιμα, ο διαμορφωτής του φεστιβαλικού χάρτη της Ευρώπης. Συνεπώς η κοινότητα που έχει κατά νου είναι  αρκετά αόριστη και διευρυμένη.

Σε ό,τι αφορά την Αλμάδα, οι επισκέπτες φυσικά υπάρχουν, αλλά όχι σε βαθμό να αλλοιώσουν τον κοινοτικό χαρακτήρα του φεστιβάλ. Ο πυρήνας, η αφετηρία και η κατάληξη είναι πρωτίστως η ντόπια κοινωνία. Είναι το δικό της φεστιβάλ. Το αισθάνεται, το στηρίζει, το προστατεύει και το ακολουθεί. Οι αίθουσες γεμίζουν κυρίως με άτομα από την κοινότητα και την ευρύτερη περιοχή, άτομα των οποίων το επάγγελμα, των περισσοτέρων τουλάχιστον, δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση με το θέατρο. Τα ίδια άτομα θα εμφανιστούν και σε μια εύπεπτη κωμωδία και σε μια απαιτητική δουλειά του Μπομπ Γουίλσον, για παράδειγμα. Τα ίδια επίσης άτομα (αρκετές εκατοντάδες) θα εμφανιστούν μετά από ή λίγο πριν από τις παραστάσεις στον υπαίθριο μπουφέ, θα πληρώσουν για το φαγητό τους (ως υποστήριξη στο φεστιβάλ), θα ακούσουν τη μπάντα  του φεστιβάλ, θα χορέψουν, θα κουβεντιάσουν και μετά πίσω στα σπίτι μέχρι την επόμενη παράσταση.

Μια τοπική κοινωνία που γιορτάζει, που συμμετέχει.

Ο ρόλος του φεστιβάλ

Αυτό το κοινό φαίνεται να έχει διαρκώς στον νου του ο Rodrico Francisco, ο καλλιτεχνικός διευθυντής, όταν κάνει τις επιλογές του. Και δεν είναι επιλογές εύκολες ή λαϊκίστικες προκειμένου να φέρει κόσμο στο ταμείο. Δεν κάνει εκπτώσεις στην ποιότητα. Πιστεύει ότι ένας από τους βασικούς ρόλους του φεστιβάλ είναι να εκπαιδεύσει το κοινό, να βοηθήσει στην ανάπτυξη και δεκτικότητα του θεατρικού του γούστου. Το φεστιβάλ είναι «ένα χώρος ανοικτός στην αμφιβολία», λέει ο ίδιος.

Μέσα από επιλογές σύγχρονες, ενημερωμένες και απαιτητικές θέλει να γοητεύσει, να προκαλέσει  και να ψυχαγωγήσει τον κόσμο που το στηρίζει, μια κοινότητα συγκεκριμένη  και όχι κάποια κατά φαντασία κοινότητα περαστικών επισκεπτών, όπως συμβαίνει λ.χ. σε ένα τεράστιο φεστιβάλ τύπου  Εδιμβούργου που απευθύνεται στους πάντες άρα σε κανέναν ειδικά.

Το θεατρόφιλο κοινό της Αλμάδα αισθάνεται ότι αυτό που γίνεται το αφορά. Γι’ αυτό άλλωστε και καλείται να ψηφίσει στο τέλος του φεστιβάλ την καλύτερη παράσταση που θα ήθελε να ξαναδεί την επόμενη χρονιά. Αυτό το κοινό, στον βαθμό που το επιτρέπει ο προγραμματισμός, γίνεται τρόπον τινά διαμορφωτής μέρους του ρεπερτορίου. 

Πέραν τούτου εντυπωσιάζει η καλή διάθεση που έχει απέναντι σε όλες τις παραστάσεις. Δεν τσιγκουνεύεται το χειροκρότημα. Αντίθετα, είναι βροντερό και διαρκείας. Στέλνει το δικό του ευχαριστήριο μήνυμα τόσο στους ηθοποιούς που μόχθησαν όσο και στην καλλιτεχνική διεύθυνση που τους έφερε. Ποτέ δεν έχω ακούσει απαξιωτικές αντιδράσεις. Στην χειρότερη περίπτωση ένα πολύ χλιαρό χειροκρότημα, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ πιο «τιμωρητικό» από το οπαδικό και εξευτελιστικό γιουχάισμα.

Ιστορικά

Πολλά από αυτά που γίνονται σήμερα στην Αλμάδα εξηγούνται ιστορικά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο κόσμος της περιοχής δεν είχε ιδέα τι είναι θέατρο. Ήταν τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας του Αντόνιο ντι Ολιβέιρα Σαλαζάρ (το 1974, με την Επανάσταση των Γαριφάλων). Όπως λέει ο Francisco, ο κόσμος έζησε 36 χρόνια δικτατορίας και ξέρει τι σημαίνει βασανιστική υποταγή και πειθαρχία. Τα έζησε στο πετσί του.

Δεν χρειάζεται το φεστιβάλ να  του κάνει κήρυγμα, κολλώντας την ετικέτα «πολιτικό θέατρο» στο καθετί για να δώσει κάποιο ευδιάκριτο στίγμα. Ούτως ή άλλως, το θέατρο, από τη στιγμή που αφορά την πόλη είναι πολιτικό.  Όσο πιο έντονα πολιτικοποιεί κάποιος το θέατρό του τόσο πιο έντονα υποτάσσεται και υποτάσσει άλλους στο παιχνίδι κάποιας εξουσίας, δηλαδή αγκαλιάζει αυτό που υποτίθεται θα ‘πρεπε να αποστρέφεται.

Οι ταχύτατες κοινωνικές αλλαγές προφανώς και λογικά ωθούν τον καλλιτεχνικό διευθυντή του φεστιβάλ να αναζητά μια πιο ανοιχτή γλώσσα, χωρίς αποκλεισμούς και αγκυλώσεις, μια γλώσσα που ρισκάρει, που αφομοιώνει χωρίς δυσκολία τις διαφορές και δεν πολιτικοποιεί με κάθε τίμημα το λεξιλόγιό της. Πιστεύει στη συμπεριληπτική δύναμη των κειμένων, αλλά και στη μαγεία της θεατρικότητας, κάτι που απολαύσαμε ειδικά φέτος με τρεις παραστάσεις επικεντρωμένες στο νέο τσίρκο, ένα ρεύμα που έχει αναπτύξει εντυπωσιακό momentum τα τελευταία χρόνια και κερδίζει ολοένα και περισσότερο τον σεβασμό και των ακαδημαϊκών και των κριτικών.

Ο Francisco, εμφανίστηκε στο προσκήνιο το 1997. Όπως ο ίδιος λέει, δεν είχε ιδέα από θέατρο. Δούλεψε στην αρχή ως βοηθός τεχνικός. Αργότερα ως βοηθός σκηνοθέτη δίπλα στον  εμπνευστή του φεστιβάλ Joaquim Benite. Μετά τον θάνατό του τελευταίου το 2012 θα αναλάβει τη διεύθυνση. Έκτοτε κρατά το φεστιβάλ όσο γίνεται πιο κοντά στην κοινότητα που το στηρίζει. Μια κοινότητα που γεμίζει αίθουσες των 500 και 600 θέσεων.

Γενικά νιώθεις χαλαρά στο φεστιβάλ αυτό. Δεν νιώθεις καμιά ιδιαίτερη πίεση. Δεν αισθάνεσαι ότι πρέπει να ανταγωνιστείς κάποιον ή να αποδείξεις κάτι ή ότι πρέπει να κραδαίνεις την business card σου με τα επαγγελματικά σου διαπιστευτήρια. Δεν νιώθεις τουρίστας με θέα κάποιο  πολιτιστικό αγαθό, αλλά θεατής που είναι εκεί γιατί αγαπά το θέατρο και το συγκεκριμένο φεστιβάλ. Αυτοί που το νοιάζονται έχουν καταφέρει να του δώσουν μια εικόνα δημόσιας δράσης ενταγμένης στην καθημερινότητά τους. Ο ίδιος ο καλλιτεχνικός διευθυντής λέει ότι στόχος του είναι να φέρει κόσμο να παρακολουθήσει το φεστιβάλ, να γνωρίσει την Αλμάδα και το πορτογαλικό θέατρο, να νιώσει σαν στο σπίτι του. Και τα πάει μια χαρά. 

Οι παραστάσεις

Φέτος το φεστιβάλ (που σημειωτέον είναι το μεγαλύτερο στην Πορτογαλία) γιόρτασε τα τεσσαρακοστά του γενέθλια με ένα πρόγραμμα πλούσιο, ποικίλο με εγχώριες και ξένες παραγωγές, σε συνολικά εννέα σκηνές. 

Πέρα από το καθαρά θεατρικό/παραστασιακό μέρος, τις συνομιλίες με τους καλλιτέχνες, τα μουσικά σύνολα πριν από κάθε παράσταση στον υπαίθριο χώρο του Escola D. Antonio da Costa, έγινε και μία συνάντηση συζήτηση με θέμα την Τεχνητή  Νοημοσύνη και τις επιδράσεις της στην καλλιτεχνική δημιουργία. Μια άκρως ενδιαφέρουσα και απόλυτα χρήσιμη παρέμβαση που δεν θα αργήσει να αφήσει το αποτύπωμά της και στο θέατρο.

Δύο από τις φετινές παραστάσεις ήταν επικεντρωμένες στο «θέατρο της λέξης», όπως αναφέρεται και στο πρόγραμμα. Η μία ήταν το γνωστό «Πάρτυ Γενεθλίων» του Χάρολντ Πίντερ,  με την υπογραφή του Πέτερ Στάιν. Όπως είχα γράψει σε ένα σύντομο σημείωμά μου στο facebook αμέσως μετά την παράσταση, μπορεί να μην καινοτόμησε ούτε να ξάφνιασε με τις επιλογές του ο σπουδαίος Γερμανός σκηνοθέτης, όμως όλες οι επιτελεστικές ψηφίδες ήταν καλά και στέρεα τοποθετημένες. Πρόσεξε τις παύσεις και τις σιωπές εκεί όπου γίνονται τα πιο φρικτά πράγματα. .Όλα στη θέση τους σε μια συμπαγή τελική σύνθεση. Διόλου τυχαίο. Όπως γράφει  το ενημερωτικό φυλλάδιο του φεστιβάλ, ο Στάιν για έξι εβδομάδες είχε συγκεντρώσει το καστ της ομάδας Tieffe Teatro MIlano σε μια αγροτική περιοχή, μακριά από τους πειρασμούς του Μιλάνου, με στόχο τη  σφυρηλάτηση της αίσθησης της καλλιτεχνικής κοινότητας ώστε να μπορεί αργότερα να πετύχει μια αληθινή σύνδεση με μια άλλη κοινότητα, τον κόσμο. 

Το άλλο μεγάλο όνομα, επίσης γνωστός και στην χώρα μας, κυρίως από τις παραστάσεις του στη Στέγη, ο Declan Donnelan και ο σκηνογράφος του Nick Ormerod, της ομάδας  Cheek by Jowl, σκηνοθέτησαν  για λογαριασμό της ομάδας Compania Nacional de Teatro Clasico, το δημοφιλέστερο θεατρικό έργο του ισπανικού Χρυσού Αιώνα, Η Ζωή είναι όνειρο», του Καλδερόν, για το οποίο ο σκηνοθέτης θα πει ότι «οι κλασικοί αντέχουν  γιατί ασχολούνται με το «τώρα—σήμερα όπως πριν από τετρακόσια χρόνια.  Να πράττεις ή να ζεις; Ο Καλδερόν μας δείχνει ότι ο μεγάλος μας τρόμος δεν είναι ο θάνατος, αλλά η ίδια η ύπαρξη». 

Δεν πρόλαβα να δω το  “Everywoman” του Μίλο Ράου με την αγαπημένη μου Ελβετίδα πρωταγωνίστρια Ursina Lardi (την είχαμε φέρει και στα «Δημήτρια» με την παράσταση  «Compassion –The History of the Machine Gun», το 2016, πάλι σε σκηνοθεσία του Ράου και παραγωγή της Σαουμπίνε). Είδα όμως το MOMO (Magic of Missing Out) σε χορογραφία του σπουδαίου Ohad Naharin με την ισραηλινή ομάδα Batsheva Dance Company, μια περφόρμανς εμπνευσμένη από το άλμπουμ της Λόρι Άντερσον Landfall. Δύσκολα περιγράφει κανείς την ιστορία. Δεν έχει κάποιο ιστό με αρχή, μέση και τέλος. Τη συνθέτουν θραύσματα επιτελεστικών δράσεων δύο ομάδων που προσπαθούν πάση θυσία να κερδίσουν την προσοχή του θεατή. Κυρίαρχο συναίσθημα όλων των δράσεων μια διάχυτη μελαγχολία και απελπισία γύρω από την ήττα του ανθρώπου που επαναλαμβάνεται ως βασικό ατμοσφαιρικό μοτίβο. Μου άρεσε, με συγκίνησε, τη βρήκα αρκετά πρωτότυπη σε σύγκριση με προηγούμενες δουλειές της ομάδας, αν και δεν κρύβω πως από ένα σημείο και μετά η επαναληπτικότητά της με κούρασε.

Νέο Τσίρκο: το ρεύμα που σαρώνει

Θεωρώ ως τις κορυφαίες στιγμές του φετινού φεστιβάλ τις τρεις περφόρμανς που εύκολα και δικαιολογημένα θα μπορούσε κανείς να τις εντάξει στο «Νέο –ή «σύγχρονο» κατ’ άλλους–τσίρκο», το ρεύμα που φέρνει κάτω από την ίδια εκφραστική στέγη ποικίλους παραστασιακούς κώδικες. Το απόλυτο και, κατά την άποψή μου, συναρπαστικότερο και συμπεριληπτικότερο υβρίδιο του μεταμοντέρνου που δίνει χώρο πρωταγωνιστή όχι μόνο στον άνθρωπο αλλά και στα αντικείμενα,  και ως τέτοιο απαιτεί και ανάλογη εξέλιξη και στον τρόπο εκπαίδευσης των ηθοποιών, αλλά και σκηνοθεσίας. Ο Στανισλάφσκι και ο Στράσμπεργκ προφανώς και δεν αρκούν. Η σκηνική φόρμα του είδους αυτού ξεπερνά κατά πολύ τα διδάγματά τους.

Μία από αυτές τις παραστάσεις  την είχαμε δει  και στην Αθήνα. Πρόκειται για το «Ein Zwei Drei» του ταλαντούχου περφόρμερ και χορογράφου Martin Zimmermann. Μια εκρηκτική περφόρμανς  που όσες φορές και να τη δει κανείς δεν τη χορταίνει. Σε κάτι τέτοιες μοναδικές στιγμές το θέατρο από τέχνη της μίμησης μετατρέπεται σε επιτελεστικό χώρο κυριολεκτικής μαγείας. Φεύγει σε ένα σύμπαν εντελώς αλλού και το μόνο που χρειάζεται να κάνει ο θεατής είναι να αφεθεί να τον συμπαρασύρει το ωστικό κύμα των δρωμένων. Και το κάνει.  Δεν έχει άμυνες. Μαγεμένος, γαρ. Γίνεται συνταξιδιώτης σε αυτό το τρελό, το παράλογο, το απρόβλεπτο, το αστείο περιβάλλον μουσείου, όπου όλα όσα μας είναι οικεία αναποδογυρίζονται, γίνονται κάτι άλλο, με τη μουσική συνοδεία του πιανίστα Κολέν Βαλλόν. Τρεις κλόουν, τρεις βιρτουόζοι  ερμηνευτές, σε «συνεργασία» με τα δρώντα αντικείμενα που συναντούν στον δρόμο τους, δοκιμάζουν τα όρια της ανθρώπινης φαντασίας. Όλα σε ένα μεταίχμιο, στην κόψη του ξυραφιού. Σαν σε όνειρο.

Έχει ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς πώς ο Zimmermann κατέληξε σε αυτή την χοροθεατρική περφόρμανς. Τη φαντασία του την πυροδότησαν οι διάφορες απαγορευτικές εντολές που εισέπραττε διαρκώς όταν κλήθηκε να στήσει αυτή την παράσταση σε ένα μουσείο. Παντού προσέκρουε επάνω σε ελεγκτές και καθοδηγητές. Μη αυτό, μη εκείνο, μη το άλλο, πρόσεχε, μην πας εκεί, όχι από δω. Και όλα σχετικά με το χρήμα, την αξία των εκθεμάτων. Και έτσι μέσα από τις απαγορεύσεις βρήκε λοξούς δρόμους να ξαφνιάσει, να γοητεύσει. Βαθιά υπόκλιση. Τι άλλο να πω!!

Με ενθουσίασε  και το «Minuit», μια επίσης χοροθεατρική περφόρμανς που περιοδεύει κοντά στα δέκα χρόνια και δικαίως. Ο Yoann Bourgeois, χορογράφος και ακροβάτης, συνέθεσε ένα κόσμο όπου το απίθανο γίνεται ανθρωπίνως πιθανό. Δημιούργησε ένα σκηνικό κόσμο όπου γίνονται εξωφρενικά πράγματα χωρίς καμιά προειδοποίηση. Το μόνο που χρειάζεται και εδώ είναι να αφεθεί ο θεατής να πορευτεί με τα αλλόκοτα τερτίπια αυτής της ακροβατικής περφόρμανς, όπου το σώμα δείχνει ικανό να κάνει τα πάντα.

Τι να πω και για το «Optraken» της απίστευτης ομάδας  Galactik Ensembleq. O τίτλος είναι από τη σλανγκ των σκιέρ και σημαίνει «έσο έτοιμος να αντιμετωπίσεις κίνδυνο». Και όντως.  Πέντε ηθοποιοί/ακροβάτες επί 60 λεπτά επιτελούν θαύματα απίστευτης ακρίβειας και ετοιμότητας. Η σχέση των σωμάτων τους με το επιθετικό και παμπόνηρο  περιβάλλον όπου βρίσκονται παγιδευμένοι, και από το οποίο  κάθε τόσο απελευθερώνονται  απειλητικά αντικείμενα, είναι για σεμινάριο. Το τάιμινγκ μοναδικό. Καταρρέουν οροφές, μπάλες του τένις εκτοξεύονται στο κοινό. Ένας κόσμος ξεκούρδιστος, καταρρέει σιγά σιγά και με χιούμορ μπροστά στα μάτια μας. Ένας μοναδικός ύμνος  της ανθρώπινης φαντασίας και επινοητικότητας.. Θα μπορούσα να δω αυτή την περφόρμανς και πέντε και δέκα φορές χωρίς να βαρεθώ. 

Πορτογαλικές πρεμιέρες

Το φεστιβάλ είχε δύο πορτογαλικές πρεμιέρες. Τη μία, « Ventos do Apocalipse», σε σκηνοθεσία του Noe Joao από την Αγκόλα, βασισμένη στο έργο της  Paulina Chiziane από τη Μοζαμβίκη—ειρήσθω εν παρόδω πρόκειται για την πρώτη γυναίκα της χώρας που δημοσίευσε μυθιστόρημα (το 1990) με θέμα την πολυγαμία–, δυστυχώς δεν την πρόλαβα. Είδα όμως το «Calvario» που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Francisco, το πέμπτο του θεατρικό, που έχει ως θέμα μια πρόβα του γνωστού έργου του Τόμας Μπέρνχαρντ, Μινέτι, με πρωταγωνιστή ένα άθλιο ηθοποιό, αλλά και μια ομάδα ηθοποιών που κανείς δεν φαίνεται να νοιάζεται ειλικρινά για το έργο. Μια όμορφη και επικοινωνιακή παρωδία, σκηνοθετημένη λιτά και με κέντρο βάρους τον λόγο, από τον ίδιο τον συγγραφέα.

Αραβικές συμμετοχές 

Προσθέτω στις προσωπικές απώλειες δύο περφόρμανς που δυστυχώς τις έχασα ένεκα ημερομηνιών.  Και οι δυο με αραβική προέλευση και ελληνικό ενδιαφέρον. Το Jogging,  σκηνοθετημένο από τη 65χρονη Λιβανέζα Hajj Ali, είναι ένα «μπάσταρδο κείμενο», σύμφωνα με τη δημιουργό του, που δεν της επέτρεψαν να παρουσιάσει σε θεατρικούς χώρους στην πατρίδα της. Το θέμα του είναι επικεντρωμένο σε γυναίκες που σκότωσαν τα παιδιά τους. Σαφής παραπομπή στη Μήδεια, μια μυθική φιγούρα που η ίδια η σκηνοθέτιδα μας λέει στο σημείωμα του προγράμματος ότι την στοίχειωνε από το 2012. Της ήταν δύσκολο να καταλάβει και να πιστέψει πώς είναι δυνατόν μια γυναίκα να σκοτώσει τα παιδιά της. Μέχρι που ο μικρότερος γιος της διαγνώστηκε με καρκίνο. Τότε  είδε ένα όνειρο. Ότι τον έπνιγε στον ύπνο του για να τον σώσει. Ξύπνησε τρομαγμένη. Κι έτσι γεννήθηκε αυτή η σκοτεινή περφόρμανς.

Η άλλη, από τον Γαλλοαλγερινό Abdelwaheb Sefsaf, τώρα καλλιτεχνικός διευθυντής στο Theatre de Sartouville, Ulysses of Taourirt, αφηγείται την ιστορία των γονιών του, που περίπου καθρεφτίζει την ιστορία πολλών άλλων οικογενειών που συνέβαλαν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στην οικοδόμηση της Γαλλίας (και εν μέρει της Πορτογαλίας).

 «Πειραγμένος» Αριστοφάνης

Επίσης, με ελληνικό ενδιαφέρον και το «Que salga Aristophanes (ontsere)» από  την ομάδα  Els Joglars, — ίσως η πιο παλιά ανεξάρτητη  θεατρική ομάδα στην Ευρώπη (είναι 60 ετών)–, η οποία εδώ χρησιμοποιεί τον Αριστοφάνη ως ασπίδα άμυνας ενάντια στην κουλτούρα της ακύρωσης, η οποία, όπως ξέρουμε, άρχισε στην Αμερική και εξαπλώθηκε στην Ευρώπη όπου σαρώνει. Γι’ αυτό κάποια στιγμή στην παράσταση επιστρέφει στη σκηνή (και στην Ευρώπη) το πλοίο  Mayflower, το οποίο, για όσους δεν γνωρίζουν, είναι αυτό που  είχε μεταφέρει τους πρώτους Πουριτανούς στην Αμερική (στη Νέα Αγγλία, στο Πλύμουθ όπου δημιούργησαν την αποικία τους). Δηλαδή, επιστρέφει σαρκαστικά πίσω στην Ευρώπη ένας νεοπουριτανισμός.

 Όπως λέει η ίδια η ομάδα, «βασίσαμε το ταξίδι μας στην τέχνη του Αριστοφάνη. 25 αιώνες μετά ο συγγραφέας εξακολουθεί να είναι σύμβολο ελευθερίας. Με την παράσταση αυτή, διεκδικούμε την ελευθερία της τέχνης ενάντια στις απειλές μιας υπερ-προστατευτικής κοινωνίας». Μήπως μας θυμίζει κάτι αυτό από τον πρόσφατο «πόλεμο» στην Επίδαυρο; 

Τελικά δεν είναι μόνο εμείς που θέλουμε να αντιμετωπίζουμε τους κλασικούς μακριά από την απειλή της κουλτούρας της ακύρωσης. Είναι και άλλοι που παλεύουν για την ελευθερία της έκφρασης.

Εν αναμονή του 41ου Φεστιβάλ στην Αλμάδα τις ίδιες περίπου ημερομηνίες και με την ίδια αγωνία.

*πηγή εικόνων: ctalmada.pt

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα