Αποκαλυπτήρια για την έκθεση «Γιάννης και Μίλτος Μανάκια. Τα πρόσωπα πίσω από τον φακό»
Στο πλαίσιο της 8ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης
Με πλήθος κόσμου, τελέστηκαν τα εγκαίνια της περιοδικής έκθεσης με τίτλο «Γιάννης και Μίλτος Μανάκια. Τα πρόσωπα πίσω από τον φακό» στο πλαίσιο της 8ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.
Η έκθεση παρουσιάζει για πρώτη φορά στο κοινό μια μεγάλη συλλογή φωτογραφιών από το προσωπικό αρχείο του Λεωνίδα Μανάκη, γιου του Μίλτου Μανάκια, που δόθηκε στο ΙΜΜΑ από τον πρέσβη επί τιμή κ. Αλέξανδρο Μαλλιά. Οι αδελφοί Μανάκια, με καταγωγή από την Αβδέλλα Γρεβενών, διατρέχουν την ύπαιθρο και τα μεγάλα αστικά κέντρα των Βαλκανίων, καταγράφοντας τη ζωή των ανθρώπων του μόχθου, στιγμές ξεγνοιασιάς και ψυχαγωγίας, καθώς και αρχιτεκτονικά τοπόσημα, ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα που σηματοδότησαν τις αλλαγές του α΄ μισού του 20ού αιώνα. Οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν και το ομώνυμο ντοκιμαντέρ, παραγωγή του κινηματογραφιστή Άκη Λούκα, που δημιουργήθηκε αποκλειστικά για τις ανάγκες της έκθεσης.
Η κα Σταυρούλα Μαυρογένη, Καθηγήτρια του Τμήματος Βαλκανικών,Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Διευθύντρια Κέντρου Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΙΤ) και συν επιμελήτρια της έκθεσης, μας είπε:
“Στο πλαίσιο της έκθεσης «Γιάννης και Μίλτος Μανάκια. Τα πρόσωπα πίσω από τον φακό» προσπαθούμε να αναδείξουμε την παράδοση και την ιστορία του τόπου μας μέσα από τη ζωή και το έργο δυο χαρισματικών και ονειροπόλων Ελλήνων.
Τα δυο αδέλφια έδωσαν το δικό τους στίγμα στο χώρο των Βαλκανίων με τις φωτογραφίες τους και με τα κινηματογραφικά τους έργα. Οι Γιαννάκης και Μίλτος Μανάκια, μολονότι γεννημένοι από κτηνοτροφική οικογένεια στην Αβδέλλα Γρεβενών στις 18 Μαΐου 1878 και 9 Σεπτεμβρίου 1882 αντίστοιχα, ήταν «κοσμοπολίτες και καλλιτέχνες με όραμα».
Ο Γιάννης, φιλομαθής και καλλιτεχνική φύση, ο Μίλτος ατίθασος και φιλελεύθερο πνεύμα. Το 1898 ο Γιαννάκης άνοιξε φωτογραφικό στούντιο στα Ιωάννινα. Αργότερα έρχεται κοντά του κι ο Μίλτος. Κατά την επίσκεψή τους στο Βουκουρέστι όπου βρέθηκαν τα δύο αδέλφια για έναν διαγωνισμό φωτογραφίας, «Ανακάλυψαν» τον κινηματογράφο. Το 1905 αγοράζουν από το Λονδίνο μια κινηματογραφική μηχανή Urban Bioscope 300 και αρχίζουν να κινηματογραφούν διάφορα θέματα καθημερινής ζωής.
Περιδιαβαίνουν το βαλκανικό χώρο, όπου φωτογραφίζουν και κινηματογραφούν, τα πολιτικά, στρατιωτικά, και κοινωνικά γεγονότα.
Σε συνέντευξή του ο Μίλτος στις 5 Δεκεμβρίου του 1963, ένα χρόνο πριν πεθάνει αναφέρει σχετικά με εκείνα τα δύσκολα χρόνια: «Θυμάμαι, ότι όταν κινηματογραφούσα τον Σουλτάνο, ο Μαχμούντ Σέφκι Πασάς ήρθε να μου πει ότι δεν μου επιτρέπεται.
Ήταν τότε που φώναξα στον σουλτάνο ‘‘στάσου για λίγο εκεί’’ για να τον φωτογραφίσω. Ωστόσο, ο Σουλτάνος του είπε: ‘‘Άφησε το παιδί. Άφησε το να κάνει τη δουλειά του».
Τότε μου έδωσαν άδεια να κινηματογραφήσω, χάρη στον θείο μου, ο οποίος ήταν Βλάχος από τη Βλαχοκλεισούρα. Μου δόθηκε γραπτή άδεια να ακολουθήσω τον Σουλτάνο κάθε φορά όπου πήγαινε. Έχω ταινίες, άδεια, τα πάντα».
Η πολιτιστική κληρονομιά που μας άφησαν είναι τεράστια. Η αξία των φωτογραφικών πορτραίτων που φιλοτέχνησαν δεν έγκειται καθαυτό στις τυποποιημένες λήψεις που πραγματοποίησαν στο φωτογραφείο τους, αλλά στην ιστορική και κοινωνιολογική αξία τους. Με τον φακό τους απαθανάτισαν, στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, οπλαρχηγούς, τσιφλικάδες, προύχοντες, υπερήλικες και άλλα πρόσωπα που έκριναν ενδιαφέροντα.
Εκτός από απεικονίσεις μεμονωμένων προσώπων επιδίδονταν και σε ομαδικά πορτρέτα κοινωνικών ομάδων και φυσικά αλλεπάλληλα στιγμιότυπα από την ιδιαίτερη ζωή των ανθρώπων της περιοχής αυτής.
Κυρίαρχο στοιχεία η γυναικεία μορφή. Η ανάδειξη της γερόντισσας, ως κορυφή στον οικιακό χώρο, και γύρω της η ιερή οικογένεια. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη ταινία τους αφορά τη γυναίκα. Ξεκινώντας από το οικογενειακό περιβάλλον με την καταγραφή της γιαγιά τους, στην ταινία «Υφάντρες» οι Μανάκια μοιάζει να γυρίζουν προς την ίδια τους τη μήτρα, σα να αποζητούν την αρχή της δικής τους προσωπικής ιστορίας.
Κατέγραψαν την μητρική παρουσία, το στοργικό βλέμμα της μικρομάνας καθώς και τη διακριτή παρουσία της.
Δημιούργησαν σε μια περιοχή και μια εποχή που το ποσοστό των αναλφάβητων ήταν τρομακτικό, κατανοούμε τη δύναμη της εικόνας. Ο φανταστικός κόσμος του κινηματογράφου καθώς και τα φωτογραφικά στιγμιότυπα του έργου τους παρουσίασαν τα Βαλκάνια στα μάτια της Δυτικής Ευρώπης όχι μέσα από την ιδεαλιστική καταγραφή του κλασικισμού, αλλά μέσα από τα κελεύσματα των αναγκών του νέου αιώνα με ρεαλιστική διάθεση.”