Απόψε στις 19:00 στη Θεσσαλονίκη, ο Βαρδάρης θα ταξιδέψει στον χρόνο

Τι θα συμβεί απόψε, πού και ποιοι θα βρίσκονται εκεί.

Parallaxi
απόψε-στις-1900-στη-θεσσαλονίκη-ο-βαρδάρη-525568
Parallaxi
Εικόνα: Ελπίδα Νικολαΐδου

Σήμερα Τρίτη, στις 7μ.μ. το απόγευμα, στις Ακυβέρνητες Πολιτείες, το Συνεργατικό Βιβλιοπωλείο-Καφέ, θα γίνει η παρουσίαση του ημερολογίου 2020 “Φύσηξε Βαρδάρης” του Πρόγραμμα Προαγωγής Αυτοβοήθειας / Self-Help Promotion Program (δείτε Εδώ).

Ένα ημερολόγιο αφιερωμένο στην ιστορία του Βαρδάρη με λογοτεχνικά αποσπάσματα σημαντικών συγγραφέων της Θεσσαλονίκης, πλούσιο φωτογραφικό υλικό και πίνακες ζωγραφικής εμπνευσμένους από τον Βαρδάρη.

Για την έκδοση του ημερολογίου στην παρουσίαση θα μιλήσουν εκπρόσωποι του Προγράμματος Προαγωγής Αυτοβοήθειας και της Ομάδας Γειτονιάς του Βαρδάρη, ο επιμελητής Θωμάς Κοροβίνης και εκπρόσωπος της Dot2dot. Να σημειωθεί πως τα έσοδα από τις πωλήσεις του ημερολογίου θα διατεθούν από την «Ομάδα γειτονιάς του Βαρδάρη» σε πολιτιστικές δράσεις και παρεμβάσεις στην περιοχή.

Λίγα λόγια για τo Πρόγραμμα Προαγωγής Αυτοβοήθειας και την «Ομάδα γειτονιάς του Βαρδάρη»

To Πρόγραμμα Προαγωγής Αυτοβοήθειας είναι ένα πρόγραμμα του Τμήματος Ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.), το οποίο χρηματοδοτείται από του Υπουργείο Υγείας και υλοποιείται με τη συνεργασία του Ο.ΚΑ.ΝΑ. Λειτουργεί από το 2001 στη Θεσσαλονίκη, από το 2008 στη Σητεία, από το 2012 στα Χανιά και από το 2015 στην Λάρισα. Τα Προγράμματα Προαγωγής Αυτοβοήθειας συνιστούν τη μοναδική κρατική πρόταση στη χώρα, που τοποθετεί στο επίκεντρο της μεθοδολογίας παρέμβασής της, την ιδέα της αυτοβοήθειας/αλληλοβοήθειας για την αντιμετώπιση και την πρόληψη της εξάρτησης, αλλά και άλλων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων και προβλημάτων υγείας.

Το πρόγραμμα Προαγωγής αυτοβοήθειας, μέρος του οποίου αποτελεί η «Ομάδα γειτονιάς του Βαρδάρη» πραγματοποιούν το τελευταίο διάστημα δράσεις για την ανάδειξη της ιστορίας ενός από τα θρυλικότερα σημεία της πόλης, αυτό που της έδωσε το προσωνύμιο ερωτική πόλη, του Βαρδάρη. Πέρα όμως από τα πετυχημένα walking tours και τις ποικίλες εκδηλώσεις, οι δύο ομάδες αποφάσισαν να παρέμβουν στην γειτονιά τους για να την βελτιώσουν. Δείτε αναλυτικά ΕΔΩ.

Ο Θωμάς Κοροβίνης, γράφει ως πρόλογο, στην αρχή του ημερολογίου:

Ο ΒΑΡΔΑΡΗΣ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ

ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΚΟΡΟΒΙΝΗ

«Κι ο “Βαρδάρης” ξεκολλημένος, ποιός ξέρει από ποιά χιόνια, ορμούσε μέσα στην πόλη από ένα σωρό ανοιχτά στόματα: Από τη Λαγκαδά και τη Ραμόνα, απ’ τη Μοναστηρίου και τη Γενιτσών και τα Σφαγεία κι από το Καφαντάρι και το Τσινάρι και μαζευότανε εκεί στην πλατεία του κι έφερνε φούρλες τρελές, στρόβιλους ατέλειωτους, γεμάτους με σκουπιδαριό, κάρα κι ανθρώπους κι ύστερα χωνόταν μέσα στους δρόμους και τα δρομάκια μ’ αναστεναγμούς, βροντούσε στους τσεσμέδες, τρύπωνε μέσα από τις πόρτες και τις φιράδες των παλιών σπιτιών, αυτών που όποιος δεν τα ξέρει, όποιος δεν τα ‘ζησε σε μέρες που ο άγριος άνεμος μας παραλοΐζει, τα λέει “γραφικά”.» (Τόλης Καζαντζής, Ενηλικίωση, σ. 58-59)

Ο θαυματουργός, τρελός, Βαρδάρης είναι η ζωοδότρα πνοή, ο καθαρτήριος άνεμος, μια ευεργετική και λαγνουργός «μασκότ» της πόλης μας και παράλληλα ως ουδετεροποιημένο συνώνυμο (το Βαρδάρι) –κυρίως- η μεγαλύτερη διαβαλκανική λαϊκή πλατεία της χώρας. Στην ευρύτερη έκτασή του, με την Ραμόνα, τον συνοικισμό Βαρόνου Χιρς, τους φτωχομαχαλάδες του Ρεζί βαρδάρ, τον Σταθμό των τρένων, και τις τριγυρινές τους –από πολλές πλευρές συγγενείς του- τοποθεσίες, έχει την δική του μοναδική ιστορία και ιδιόμορφη μυθολογία.

Στο σταυροδρόμι της πλατείας ανταμώνουν μεγάλες οδοί, σαν ποτάμια που χύνονται σε μια λίμνη-αλάνα, που επικοινωνούν με σημαίνουσες περιοχές οι οποίες συστήνουν σημαντικά κομμάτια της ταυτότητας της ιστορικής Θεσσαλονίκης. Η κορυφογραμμή των δυτικών κάστρων καταλήγει εδώ προκαλώντας δέος και περισυλλογή με την επιβλητικότητά της καθώς ικανό τμήμα των ερειπίων της ακουμπάει σχεδόν στην πολύβουη Εγνατία στην στροφή με την οδό Λαγκαδά, ακριβώς μπροστά από το κάποτε ερωτοκαπνισμένο σινέ -«Ίλιον». Αυτά τα σπαράγματα σε ταξιδεύουν με τα φτερά της φαντασίας ως το μαρτυρικό Γεντί κουλέ της Ακρόπολής μας, που πολλοί απ’ τους ποινικούς δεσμώτες του έχουν γράψει την δική τους ιστορία στα στέκια του Βαρδάρη. Η Λαγκαδά με τη σειρά της μας στέλνει στις προσφυγομάνες δυτικές συνοικίες και καταλήγει στην διεθνή λεωφόρο προς τα σύνορα και την Κωνσταντινούπολη. Η κατηφορική 26ης Οκτωβρίου οδηγεί με τις προεκτάσεις της δεξιά προς τον Παλιό Σταθμό, τα Σφαγεία και το Μπεχ τσινάρ, στην εύφορη μακεδονική πεδιάδα ως τις εκβολές του Αξιού, περνώντας πριν από το άχαρο Δικαστικό Μέγαρο που η ογκώδης επικυριαρχία του πνίγει τον Πύργο του Βαρδαρίου και σκοτεινιάζει το υπόλειμμα της περιτείχισης του Τοπ-χανέ, δηλαδή της οθωμανικής πυριτιδαποθήκης, το μόνο ισχυρό επιβίωμα –μαζί με τον Λευκόπυργο- των παραλίων τειχών του λεγόμενου βυζαντινού Τζερέμπουλου. Στην ευθεία έξοδο της Εγνατίας προς την δυτική συνέχειά της, την οδό Μοναστηρίου, βρισκόταν η άξια μνείας μεσαιωνική Πύλη του Βαρδαρίου με τριπλό τείχος προστασίας για τους πολυάριθμους επίδοξους εισβολείς της περιπόθητης πόλης που κατεδαφίστηκε στα τέλη του 18ου αι. Βορειοανατολικά της πλατείας ξεκινάει η πλάγια οδός Καραολή και Δημητρίου –εις μνήμην των Κυπρίων εθνομαρτύρων- που καταλήγει στο –ευτυχώς σωσμένο απ’ την ολέθρια πυρκαγιά του 1917- παλαιό Κονάκι, νυν Διοικητήριο. Νοτιοανατολικά η συνέχειά της, η οδός Δωδεκανήσου, όπου στην αρχή της, δίπλα σχεδόν στο πολυθρύλητο σινέ «Πάνθεον» του άλλοτε, έχει κάνει ήδη την δική του διαδρομή με το επίσημο όνομα της, και το αστυνομικό τμήμα της (Πλατείας Δημοκρατίας), οδηγεί σε εν πολλοίς αναπλασμένες σήμερα, περιοχές, -με το δικό τους βαρύτιμο παρελθόν και ξεχωριστό στίγμα η κάθε μια τους, τον Φραγκομαχαλά, την πλατεία Εμπορίου, τα Λαδάδικα και το λιμάνι.

Η μορφολογία και το ύφος της πλατείας έχει σχεδόν απόλυτα αλλοιωθεί. Αδιάφοροι και βιαστικοί διαβαίνουν σήμερα οι περαστικοί από τους κεντρικούς δρόμους, τα καταστήματα και τα στενά της, παρακάμπτοντας με ελιγμούς και έντονη δυσφορία τα έργα του αιωνίως βαίνοντος προς ολοκλήρωσιν σταθμού του μετρό-φάντασμα, σταματώντας ίσως να ψωνίσουν ένα ζευγάρι άρβυλα και ρουχισμό αγγαρείας ή στολές κυνηγιού απ’ την Αμερικανική αγορά και τα κινέζικα, να τσιμπήσουν ένα ντονέρ στα όρθια και κάποιοι, ελάχιστοι, να χωθούν βιαστικοί στο άλλοτε δοξασμένο τσοντάδικο, το «Λαϊκόν».

Όμως εδώ έζησαν άνθρωποι –«άνθρωποι και ποντίκια»- και γράφτηκαν –κάποτε σαν παραμύθια απίστευτα- ιστορίες, γνωστές και προπαντός άγνωστες, παράδοξες, όμορφες, άγριες, ρωμαλέες, έκνομες, βάρβαρες, δραματικές, κάποτε μουσκεμένες από ανθρωπιά μες στην αγριάδα τους. Στα τεκεδάκια της οδού Ειρήνης, δίπλα στα κατά παράδοσιν «κοινά σπίτια», αναστέναξαν οι πιο λυπητερές προπολεμικές πενιές του τρίχορδου, βάλσαμο θείο για τις σακατεμένες ψυχές της προσφυγιάς. Εδώ έστησαν λημέρι μάγκες αγέρωχοι και αρχαίοι ρεμπέτες πρωτομάστορες απ’ τον Πειραιά και την Αθήνα για να γλυτώσουν απ’ τα κυνηγητά των διαδόχων του Μπαϊρακτάρη. Στους παραδρόμους της δόθηκαν αιμοσταγείς μάχες ανάμεσα σε Εαμίτες και δοσίλογους. Έπεσαν πισώπλατες μαχαιριές στα μισοσκότεινα σοκάκια, μέσα κι έξω απ’ τον περίφημο καφενέ του Μπαλίκ μπέη και λουλούδιασαν παθιασμένοι έρωτες πιο ψηλά στα φαγωμένα καλντερίμια, στους πρόποδες της Άνω Πόλης, πάνω απ’ το καφενείο του Καφαντάρη.

Η πλατεία έδινε στέγη και άφηνε ελεύθερη ανάσα για όλους : στην εργατιά για μεροδούλι, στα αφεντικά για αυγάτεμα του μπεζαχτά τους, στους νοικοκυραίους για ανατολίτικα παζάρια, στους χοντρεμπόρους για οικονομικές συναλλαγές, στους στρατιώτες για ξεχαρμάνιασμα, στις κόρες της Κυπρογένειας για φτηνοπληρωμένο έρωτα του πεζοδρόμιου, στα αλάνια κάθε λογής για σουρτούκεμα, στους συμπλεγματικούς επαρχιώτες για σεργιάνι και ξέδομα, στους μικροαπατεώνες για δουλειές του ποδαριού, στα κλεφτρόνια με μαστορική επίδοση για το «τζούρνεμα», στην περαστική πελατεία για μαυράκι και άλλα τινά υπό δίωξιν ξεγελαστούρια των υπαρξιακών και κοινωνικών αδιέξοδων, στις λαοφίλητες βεντέτες τριτοκλασάτων λαϊκών βαριετέ για εωθινή αποθέωση καθώς σήμαιναν δυτικά οι πρώτες καμπάνες στον Αι Νικόλα της οδού Κολωνιάρη στην παλιά Ραμόνα και ανατολικά των βυζαντινών Δώδεκα Αποστόλων, στα ημιπαράνομα κέντρα γνωριμιών σε υψηλούς ορόφους για ερωτιάρικο ξενύχτι –«άνευ ορίων, άνευ όρων», στα πολυθρύλητα πορνοσινεμά για κάθε τολμητία του ευκαιριακού σεξ -και σε άλλα ων ουκ έστιν αριθμός δαιμόνια που στοιχειώνουν κάποιες αβόλευτες και φλογισμένες ψυχές. Ο Δεντροπόταμος, σαν κοντογειτονιά, ήταν μόνιμο στέκι για τα νεαρά, συχνά άνηβα, τσιγγανάκια για ποικίλα νταλαβέρια. Οι Συκιές, η Νεάπολη, η Σταυρούπολη οδηγώντας κατηφορικά στην πλατεία τροφοδοτούσαν τα παντοειδή στέκια της με τα νιάτα τους. Τα μεγάλα χάνια της –όχι πάντοτε φιλόξενα, πολλά θρυλούνται για εξαφανίσεις ξενοδοχουμένων σε πηγάδια) άφησαν μόνο το όνομά τους για την ιστορία. Στον συνοικισμό Χιρς έζησαν γενεές προλετάριων Ισπανοεβραίων, στις λασπωμένες γειτονιές που αποτέλεσαν το κατοχικό γκέτο, αργότερα, κάπως σουλουπωμένες, μετατράπηκαν σε μια μικρή «αμαρτωλή» πολιτεία με μπορντέλα και περαντζάδα αγοραίου αντρικού έρωτα, αρένα καβγάδων ανάμεσα σε πελάτες, νταβατζήδες, τσογλάνια και τραβεστί –με πανταχού παρούσα την άλλοτε παντοκρατόρισσα πολιτσία ηθών (που προσεύχομαι στην Αχειροποίητο ποτέ να μην ξανανθίσει –διότι «οι καιροί χαλεποί»-) και σήμερα πια έχει πολιτογραφηθεί ως η επίσημη Τσάιναταουν της πόλης νύχτα και μέρα.

Ο Βαρδάρης, σήμα κατατεθέν της Σαλονίκης, ταυτισμένος κυρίως με την πιο σκοτεινή και αφροδίσια πλευρά της, άλλα κάποτε –παράξενο- συνεκδοχικά με ολόκληρη την πόλη, αποτελεί κεντρικό πόλο αναφοράς για ντόπιους και αλλοδαπούς επισκέπτες και κατά καιρούς ενέπνευσε πολλούς λογοτέχνες, μουσικούς και περιηγητές που τον λάτρεψαν. Μέχρι τα τέλη του περασμένου αιώνα διέκρινε κανείς εμφανή ακόμη επιβιώματα από εμβληματικά σημεία που όριζαν την ταυτότητα της περιοχής. Οι μεταπλάσεις των τελευταίων δεκαετιών και οι νέοι συρμοί έχουν αλλάξει άρδην την φυσιογνωμία της πλατείας και έχουν περίπου εξορίσει τα μέλη του μαρκαρισμένου σπαρταριστού θιάσου που της έδινε τον τόσο ιδιαίτερο ερωτιάρικο τόνο της. Μόνο οι ονομασίες των «χαρακτηρισμένων» δρόμων δεν άλλαξαν, Ταντάλου και Αφροδίτης, Αισώπου και Σαπφούς, Προμηθέως και Οδυσσέως, για να ευαισθητοποιούν και να ταράζουν τη μνήμη.

Ο Βαρδάρης ήταν πάντοτε στα μάτια μου «η άλλη πόλη». Εκείνη που δεν την υποψιάζονται η φοιτητούπολη, οι δρομείς της παραλίας, τα νέα τζάκια του Πανοράματος και οι φανταιζί κυρίες της Τσιμισκή. Αλλά κι αυτοί που κάτι άκουσαν ή γνωρίζουν, ανοιχτά ή κρυφά τον περιφρονούν. Στοίχημα πως οι μισοί κάτοικοι του συγκροτήματος δεν έχουν περάσει από κει ούτε καν εποχούμενοι. Είναι γι’ αυτούς σα να κατοικούν φαντάσματα στα πέριξ. Ή σα να ’ναι ένα τοπικό λεπροκομείο. Το ’λεγε κι ο μπαμπάς μας ο Ιωάννου, οι αστοί τον απέφευγαν, μην «τους πάρει κάνα μάτι» και τους μείνει η στάμπα. Θα άξιζε να είχαν τολμήσει μια φορά, να νιώσουν στο μισοσκόταδο του συγκεκριμένου τόπου το τρέμουλο της αδυσώπητης μοναξιάς και της ανασφάλειας μέσα στην ερμητική μοναχικότητα του διερχόμενου πλήθους. Να δουν με τα μάτια τους –και, αν είναι τυχεροί, ίσως να ζήσουν- ταινίες που δε γίνεται να παιχτούν στο φεστιβάλ, και που δεν θα γεννηθεί Παζολίνι, Φασμπίντερ ή Αλμοδόβαρ να τις εμπνευστεί, γιατί τέτοιες ξέρει να γυρίζει με απαράμιλλη μαεστρία μόνο η κάμερα του Ενός, του Παντοδύναμου ευσπλαχνικού σκηνοθέτη της χαμηλής ζωής. Νυχτερινός μοναχοπεριπατητής κι εγώ, γύρω στα είκοσι, τον ανακάλυψα. Και τον έζησα -τολμώ να πω- στα βαρβάτα. Και όχι μόνο για μένα, και για τόσους άλλους- αλλά «αντικειμενικά» θα ’λεγα- ο Βαρδάρης ήταν μια άτυπη πινακοθήκη όλων των μέσων λαϊκών τύπων και μια ζωντανή χοροστασία όλων των αποχρώσεων του λούμπεν προλεταριάτου, υπήρξε δε για εκατονταετηρίδες μια ζωντανή εγκυκλοπαίδεια ανθρωπογνωσίας και λαογνωσίας, ένας εμβληματικό τοπόσημο για την διαπολιτισμική κάποτε πολιτεία όπου ο δικέφαλος θεός που όριζε τα πεπρωμένα της, ο Κερδώος Ερμής με τον οργιαστικό Βάκχο, τα κανόνιζε έτσι, ώστε αρμονικά η βιοπάλη της μέρας να χορεύει αγκαλιασμένη με την κραιπάλη της νύχτας. Κακά τα ψέματα, αδερφοί Θεσσαλονικείς, οι πόλεις είναι σύνολα, αντιφατικά, πολυδαίδαλα, με φανερές και μυστικές όψεις, και του αχόρταγου νεόπλουτου και του ξενηστικωμένου ζήτουλα, και του αγιογδύτη και του άκακου αμνού, και του πιστού και του άθεου, και του δικού και του ξένου. Κι ας λέει ο άλλος, μα «εγώ δεν ξέρω απ’ αυτά» Κι από κείνα ξέρεις, κι απ’ αυτά ξέρεις, όμως, έτσι γίνεται πάντα, αντί για το άνοστο ξεροσφύρι κάποιοι να τρελαίνονται για τον ζόρικο μεζέ που είναι σκαλωμένος στην άκρη του γκρεμού ή βολοδέρνει στον πάτο της κόλασης. Έλαχε να τρακάρω εκεί –πάντα στις γειτονιές της φιλόξενης Εκάτης που δεν κάνει διάκριση στους μουσαφιραίους της- κι απ’ αυτούς που λένε πως δεν ξέρουν, ακόμη και ρασοφόρους «εν παραλυσία», και πρόσωπα άλλα, επίσημα και τρανά, «υπεράνω πάσης υποψίας», που δήθεν δεν παίρνουν μυρωδιά από τα «άνθη του κακού». Τις πόλεις τις μαθαίνουμε από κάτω προς τα πάνω, κι όχι ανάποδα, εντέλει τις βιώνουμε πιο βαθιά με την αίσθηση του αυτοδίδακτου ως μπούσουλα και την διάθεση να αφεθείς στους παφλασμούς της ζωής, να φτάσεις ως το κατώφλι της τραγικότητας, ως τις εσχατιές της αυτοταπείνωσης, για να σου ανοιχτεί ίσως μια μικρή χαραμάδα στην αυλαία του ουρανού, να υψωθείς, να ξορκίσεις μια στιγμή τη θνητή σου μοίρα και να καγχάσεις για την των πάντων ματαιότητα.

Παραμένω στα ώριμα χρόνια μου –σίγουρα ένας απ’ τους τελευταίους- αθεράπευτος νοσταλγός, πιστός θαμώνας και θερμός οπαδός του Βαρδάρη. Με την συμμορία των αδέσποτων μούργων να με αναμένει στην υποδοχή, τριγύρω απ’ τον έφιππο ανδριάντα του Κωνσταντίνου. Κι έχω την τιμή να συνεργάζομαι με τα μερακλωμένα και καματερά παιδιά της «Γειτονιάς του Βαρδάρη» για διάφορες δράσεις που βοηθούν, ελπίζουμε, να «σηκωθούμε λίγο ψηλότερα» και μεγάλη χαρά για την έκδοση αυτού του καλαίσθητου και πρωτότυπου ημερολόγιου που σας ετοιμάσαμε για το 2020. Υγεία και αγάπη, και καλή χρονιά.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Εσύ ξέρεις το «παγκάκι της ποίησης» του Βαρδάρη; 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα