H ποίηση ενός σπουδαίου ανθρώπου θα λάμψει στην πόλη!
Σε λίγες μέρες η Θεσσαλονίκη θυμάται το έργο ενός μεγάλου ποιητή.
Έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές, από τους κύριους εκπροσώπους της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, τιμά σε λίγες μέρες η πόλη και εσύ δεν πρέπει να λείπεις από αυτό.
Το αστέρι του σπουδαίου Μάρκου Μέσκου, που χάθηκε πρόσφατα, θυμάται η Θεσσαλονίκη τη Δευτέρα 13 Μαΐου 2019, σε μια εκδήλωση με τίτλο «κανενός πολίτης καμμιάς πηγής δεν ήπιαμε νερό».
Ποιήματα του αγαπημένου μας ποιητή, όπως οι συλλογές Μαύρο Δάσος, Τα Λύτρα, Τα ποιήματα της σκάλας, η Άλφα Βήτα κ.α είναι μερικά από αυτά που την επόμενη Δευτέρα θα μιλήσουν ξανά στην καρδιά μας.
Δείτε, όμως, το πρόγραμμα της εκδήλωσης:
«Το θρόισμα της γλώσσας στην ποίηση του Μάρκου Μέσκου» Ιωάννα Ναούμ, Επίκουρη Καθηγήτρια, Φιλοσοφική ΑΠΘ
«Το εμφύλιο τραύμα στο πεζογραφικό έργο του Μάρκου Μέσκου» Βενετία Αποστολίδου, καθηγήτρια ΠΤΔΕ ΑΠΘ
«Ποιητή, τι γυρεύεις εσύ ένας Εδεσσαίος στο Χαλάνδρι; Ο Μάρκος Μέσκος και το περιοδικό Σημειώσεις» Κώστας Δεσποινιάδης, εκδόσεις-περιοδικό Πανοπτικόν
«Ο Μάρκος και τα ‘Χειρόγραφα’» Πάνος Πίστας, φιλόλογος, πρώην πανεπιστημιακός
«Η φύση μέσα του» Βασίλης Παππάς, ποιητής
Ποιήματα και πεζά του Μάρκου Μέσκου θα διαβάσουν η Βικτωρία Καπλάνη, φιλόλογος και ποιήτρια &
ο Δημήτρης Ναζίρης, ηθοποιός, Ομότιμος Καθηγητής, Σχολή Καλών Τεχνών ΑΠΘ
Θα προβληθούν αποσπάσματα από εκπομπές της ΕΡΤ3 στις οποίες συμμετείχε ο ποιητής
Tην εκδήλωση συντονίζει ο Γιώργος Ζωγραφίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Φιλοσοφική ΑΠΘ
Οργανωτική Επιτροπή: Έλλη Χρυσίδου, αντιδήμαρχος Πολιτισμού, Βενετία Αποστολίδου, Καθηγήτρια ΠΤΔΕ ΑΠΘ, Δημήτρης Κόκορης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Φιλοσοφική ΑΠΘ, Γιώργος Ζωγραφίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Φιλοσοφική ΑΠΘ, Ελένη Χοντολίδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Φιλοσοφική ΑΠΘ
Ιδού μερικές ακόμη επιλογές από τα έργα του:
Πεζογραφία
1978 Παιχνίδια στον Παράδεισο (ιδιωτική έκδοση, Αθήνα/2 1990 Χειρόγραφα, Θεσσαλονίκη/31998 Νεφέλη, Αθήνα)
1979 Κομμένη γλώσσα (Έρασμος, Αθήνα/21997 Νεφέλη, Αθήνα)
1999 Μουχαρέμ (Νεφέλη, Αθήνα)
2005 Νερό Καρκάγια, πεζογραφήματα (Ίκαρος, Αθήνα)
2013 Πεζογραφήματα, συγκεντρωτική έκδοση (Γαβριηλίδης, Αθήνα)
Δοκίμια
2000 Προσωπικά κείμενα (Νεφέλη, Αθήνα)
To βιογραφικό του Μάρκου Μέσκου
Ο Μάρκος Μέσκος γεννήθηκε το 1935 στην Έδεσσα, όπου περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Στο εμπορικό κατάστημα του πατέρα του κατόπιν και από το 1962 στην Αθήνα όπου σπούδασε γραφιστική και διακοσμητική στη Σχολή Δοξιάδη, με δασκάλους τους Τάσσο, Γιώργο Βακιρτζή, Ηλία Δεκουλάκο και Παναγιώτη Γράβαλο. Γραφίστας και καλλιτεχνικός διευθυντής σε διαφημιστικά γραφεία, επιμελητής εκδόσεων και ενδιαμέσως αρκετές πρόσκαιρες δουλειές του ποδαριού. Από το 1981 εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη και από το 1987 εργάζεται ως υπεύθυνος του εκδοτικού τμήματος των Αγροτικών Συνεταιριστικών Εκδόσεων (ΑΣΕ).
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1956, με το ψευδώνυμο Κούλης Αυγερινός, δημοσιεύοντας το ποίημα «Ειρήνη» στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (τεύχος 13). Έχει χρησιμοποιήσει επίσης κατά καιρούς τα ψευδώνυμα Δημήτρης Γραμματικός και Πέτρος Μηλιώνης.Έγραψε ποίηση (πρώτη συλλογή Πριν από τον Θάνατο, 1958), πεζά κείμενα καθώς και δοκίμια προσωπικών αφορμήσεων. Μέλος της ομάδας του περιοδικού Σημειώσεις στην Αθήνα και των Χειρογράφων στη Θεσσαλονίκη. Άλλες εργασίες του, ακόμη, εμφανίστηκαν κατά καιρούς στον τοπικό τύπο της ιδιαίτερης πατρίδας του. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε άλλες γλώσσες.
Η πρώτη φάση της ποιητικής του δημιουργίας σχετίζεται με τραυματικά ιστορικά βιώματα της δεκαετίας του 1940 και εμφορείται από την αίσθηση ενότητας ποιητή και γενέθλιου τόπου, ανθρώπινου υποκειμένου και φύσης. Κεντρική θέση στην ποίηση του Μέσκου αυτήν την περίοδο κατέχουν τόσο στοιχεία του φυσικού κόσμου όσο και “εξαγνισμένες από την αγάπη ανθρώπινες μορφές”. Στη δεύτερη φάση, αφού ο ίδιος ο Μέσκος έχει πλέον εγκατασταθεί στο κλείνον άστυ, ο δεσμός με τη “μητέρα πατρίδα” και τη “μητέρα φύση” διασπάται και το αίσθημα της νοσταλγίας έρχεται στο προσκήνιο. Η παιδική ηλικία, η φύση και η δημοτική παράδοση αποτελούν τους κεντρικούς άξονες της ποίησης του Μέσκου, άξονες που συχνά διαπλέκονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Η έννοια της αντίστασης διατρέχει την ποίησή του και, ενώ στις αρχικές του συλλογές αποκρυσταλλώνεται σε μορφές της ελληνικής παράδοσης, όπως αυτές του Διγενή ή των κλεφτών, σταδιακά κατατείνει όλο και περισσότερο στην αφαίρεση. Άλλα χαρακτηριστικά της ποίησής του αποτελούν η εισβολή του ιστορικού χρόνου στον ατομικό χώρο και η οργανική συμπλοκή προσωπικού και συλλογικού.
Ο Μέσκος ήταν πολιτικοποιημένο άτομο και αυτό φαίνεται και μέσα από συνεντεύξεις του, στις οποίες είχε αναφερθεί στις πληγές του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, την αριστερά, τη δεξιά και τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Έδειχνε συμπάθεια στην αριστερά και είχε αυτοχαρακτηριστεί ως «ουμανιστής κομμουνιστής χωρίς κομματική ταυτότητα».
Μέχρι την εκδήλωση, απολαύστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Κομμένη Γλώσσα, ονόματα και ιστορίες» από τις εκδόσεις Νεφέλη (1979)
ΤΕΛΗ ΑΥΓΟΣΤΟΥ το «τέλος». Για τον θάνατο όλα συμφωνώντας, χύθηκε γύρω σκοτάδι. Οι Μπλε νίκησαν τους Πράσινους με την κόκκινη καρδιά, νεκροί καί ζωντανοί ένα. Των σκοτωμένων τίς γυναίκες θα ’παιρναν οι ζωντανοί — όσοι απομείναν. Ο καιρός σκαντζόχοιρος με τα θρυμματισμένα βελόνια του, στοιχειωμένος ο τόπος καιρό πολύ, από τότε τύλιξε την πόλη σύννεφο μαύρο καθώς αρρώστια καί τα δάση αέρα δεν έχουν, μουκανίζουν πονεμένα.
«Μίτσα, γιατί δεν έχεις μάτια;»
Θα σου δώσω τα δάκρυά μου να τα κάνεις ιστορίες, μού ’πε μια μέρα βουτηγμένη στο κλάμα η Πολυξένη καί πρόσθεσε: «Τί κεραυνός, Θέ μου, στα κεφάλια μας, τί κεραυνός!»
«Μίτσα, καλή μου, πες μου, σε χτύπησαν πάλι;» «Όχι, όχι, μην άνησυχείτε…»
Όμως τα ρούχα της πού έπαιρνα πίσω έλεγαν την αλήθεια. Ματωμένα ήσαν. Κι ένα πρωί μου ’πε κρυφά: «πήγαινε σε κείνο το σπίτι, σε κείνο καί σε κείνο, να σας βοηθήσουν», πήγα γιατί κατάλαβα τί ζητούσε το κορίτσι, ήταν καιρός πού τα χρήματα έσώζανε πολλούς, πήγα, άλλος αρνήθηκε κι άλλος δεν άνοιξε.
Πολύ θα επιθυμούσα να θυμόμουν σήμερα εκείνες τίς πόρτες καί τους ανθρώπους μέσα, να πήγαινα πάλι καί να πω: «Ε λοιπόν, ζήσατε εσείς κι εκείνη χάθηκε, μα ζήσατε;»
(Κωστώ, Κωστώ, άραγε χάθηκες για πάντα;)
Το κόκκινο άλογο καί το σπίτι μέχρι το μέσον, θυμήσου, μου ’πε η Πολυξένη ξανά, ακόμη πάγος χειμώνας, στη μικρόπολη απομεσήμερο καί η νεκροφόρα στην ανηφόρα, τρεις όλοι στην ακολουθία κανείς άλλος, πίσω της ο γιος και η γυναίκα του γιου, ξανθός καί στραβομούρης, μόλις επέστρεψε από το δάσος για την ταφή, την επομένη χάθηκε κι αυτός για πάντα, τον έφαγε το σκοτάδι.
Κυνηγημένων αγριμιών τα κόκαλα βρήκαν την άνοιξη, εποχή πού οι πλανόδιοι φωτογράφοι με τις μεγεθύνσεις των χαμένων χρυσές δουλειές εκάμναν («Κωστώ, μαρή Κωσταντούλα, πες μου πού είσαι;»).
Από το δάσος πέρασεν η Μελπομένη καί κρύφτηκε βαθιά.
Της οξιάς κορμάκια λυγερά, εδώ δεν έχει θάνατο πέρασε καί πάει, Αυγούστου τέλη το τέλος, όπως έρωτας πού λάμπει ξαφνικά καί σμίγει δίχως λόγια, στο νταούλι βέργα χλωρή, τραγούδι μεγάλο με κινήσεις μεγάλες, κομμάτια κραυγές ολάκερες στον αέρα, σκοτεινά μιλούσε δίχως ανταπόκριση — για τη ζωή πού χάθηκεν ή τη ζωή πού πήρε το κατόπι;
Αμάραντο βουνό, λουλούδια δάκρυα καί αγρίμια αμάραντα, Τζένα, βουνό υψωμένη γροθιά από τα έγκατα της γης καί τα παιδιά των φίλων πού έσπευσαν ονοματίζοντας τα με χαρά Δι-ο-νύ-σι-ο και Ι-σι-δώ-ρα,
πίστευε όσο αναπνέεις.
*Η εκδήλωση τη Δευτέρα 13 Μαΐου 2019, στις 19.00 στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Αμφιθέατρο Στέφανος Δραγούμης