για-τον-παύλο-μάτεσι-και-πάλι-23376

Πολιτισμός

Για τον Παύλο Μάτεσι και πάλι…

Ο Άκης Δήμου σε μια υπέροχη υπενθύμιση για τον σπουδαίο συγγραφέα.

Άκης Δήμου
Άκης Δήμου
Ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο για τον Παύλο Μάτεσι, χωρίς να μπορώ να το αρχίσω. Σκεφτόμουν άσχετα: έναν άλλο Μάτεσι, Αντώνιος εκείνος, και τον «Βασιλικό» του, ένα σήριαλ που είχε γράψει κάποτε ο αποψινός Μάτεσις για την τηλεόραση με ηρωίδα μια κυρία Αρσενία και που το κόψανε ένας Θεός ξέρει γιατί, ένα τραγούδι που είχε πει ο Γιώργος Μαρίνος για «Τα παιδιά οικογενείας στην επαρχία» και που όταν το πρωτοάκουσα με είχε συγκινήσει πολύ…Έβλεπα τον Παύλο Μάτεσι και στις φωτογραφίες: παιγνιώδης, αινιγματικός, προσηλωμένος στον φακό…Αλλά δεν μπορούσα να πω ούτε ποιος ήταν ο φακός ακριβώς ούτε τι του φώτιζε. Μέρες τώρα επινοούσα προλόγους και τους ακύρωνα. Μέχρι που βρήκα ένα νήμα ακριβώς εκεί που έπρεπε να είναι: έξω από τα έργα του, σ’ αυτό που συνηθίσαμε να λέμε πραγματική ζωή. Το κράταγαν δυο ηλικιωμένοι στη γειτονιά μου.

Επειδή ο χειμώνας άργησε φέτος, την έβγαζαν στα μπαλκόνια μέχρι αργά το απόγευμα, επιμένοντας, προχωρημένο Νοέμβριο, σ’ έναν παρατεταμένο Μάιο. Αργά το βράδυ – κάθε βράδυ – ο ένας απ’ τους δυο κατέβαινε κι άλλαζε θέση στο ήδη παρκαρισμένο αυτοκίνητό του. Ο άλλος, απ’ το απέναντι μπαλκόνι, του έδινε οδηγίες, υποδεικνύοντάς του μια καινούργια θέση, λίγα μόλις μέτρα μακρύτερα από την παλιά. Κανένας λόγος να μετακινηθεί το αυτοκίνητο, μια χαρά παρκαρισμένο ήταν, αλλά, σκεφτόμουν, δεν αντέχουν πια να οδηγούν ούτε ο ένας ούτε ο άλλος κι αυτές οι ελάχιστες κινήσεις τους παρηγορούν για όλα τα χιλιόμετρα που δεν θα διανύσουν πια. Μια μικρή παράσταση για δύο άντρες κι ένα μπλε Ρενό ερήμην των θεατών, σ’ έναν μικρό, αδιέξοδο δρόμο.

Τους παρατηρούσα και σκεφτόμουν τον Κωνστάντιο και τον Φρίξο. Σκηνή και σπίτι ένα. Θεατές ανύπαρκτοι, αισθήματα ξέφρενα, μυστικά ακοινώνητα. Δυο κλοσάρ; Δυο τρελοί; Δυο ανίδεοι; Δυο σοφοί;…Δεν ξέρω. Για τα έργα του Μάτεσι δεν ξέρω τίποτα. Ποτέ δεν ήξερα. Ούτε τότε που τα πρωτοδιάβασα ούτε τώρα που τα ξαναδιαβάζω για να θυμηθώ τι σημαίνει θεατρική γλώσσα σε εποχές αγοραίες και άγλωσσες μέχρι αλαλίας. Δεν μπήκα ποτέ ούτε μπαίνω πια σε κανέναν κόπο να τα αναλύσω. Και, παρόλο που είμαι σίγουρος ότι πάντα κάτι μου διαφεύγει διαβάζοντάς τα, έχω πάψει να το κυνηγώ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Για τον Παύλο Μάτεσι

Μπορώ να πω διάφορα, να διατυπώσω απόπειρες ερμηνείας, να προσποιηθώ φιλότιμα τον κλειδοκράτορα αναγνώστη που ξεκλειδώνει τους γρίφους του συγγραφέα. Μόνο που κάθε φορά που το επιχειρώ, κάθε φορά που νομίζω ότι κάτι, κάπως πιάνω εν πάση περιπτώσει, ακούω πίσω μου ένα γέλιο, άλλοτε χαριτωμένο άλλοτε σαρδόνιο – σα να έχω αποφασίσει να φλερτάρω αλλά να με παίζει επικίνδυνα το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου μου. Από την άλλη, δεν είμαι και σίγουρος ότι πρέπει σώνει και καλά να καταλάβω κάτι. Σε μερικά έργα πας με την όσφρηση. Μυρίζοντας. Κι από τη μυρωδιά αναγνωρίζεις τα σώματα που κατοικούν τις σκηνές και τις πράξεις, από τη μυρωδιά τις λέξεις και το ζύγισμά τους, τις καταστάσεις, τις σχέσεις και τις συνθήκες. Τα ωραία έργα τα προδίδει το άρωμά τους.

Μένω λοιπόν στην αύρα των ηρώων του. Πρόσωπα της σκηνής, δηλαδή επινοημένα, δηλαδή ακατοίκητα από ανάσες, με ονόματα ένδοξα ή άδοξα, άτυχα πάντως: Κλυταιμνήστρα, Ηλέκτρα, Αντωνάκης, Θεώνη, Οδέττη, Μαρία και Μαίρη και Χρυσάνθη, ένας Αρχάγγελος, ο κύριος Ραμόν Νοβάρο κι από κοντά ένα ανώνυμο ζευγάρι που χορεύει, ο ψυχοπομπός Ερμής – ένας αλλόκοτος θίασος, χαμένες υπάρξεις, περιφέρονται ακινητοποιημένες από ένα αίσθημα πανικού ή δειλίας, ένα αίσθημα ανεπάρκειας, μια ανεπάρκεια καρδιακή, ίδιοι οι θαμώνες μιας εντατικής των αισθημάτων με τις αισθήσεις τους χαμένες και με το σώμα τους πρόθυμο και ασθενές ταυτόχρονα.

Πριν τη σκηνή – σ’ αυτό το δύσκολο ημίφως που όλους όσοι γράφουμε για το θέατρο μας δυσκολεύει τόσο – έχουν ανεβάσει πυρετό. Στη διάρκεια της δράσης, ο Μάτεσις καταγράφει τους σφυγμούς και τις αυξομειώσεις της θερμοκρασίας τους. Διαβιούν στο όριο: πάνω κόσμος – κάτω κόσμος, γέλιο – δάκρυ, δράμα – κωμωδία. «Μικροί» άνθρωποι κι αναποφάσιστοι για τον τρόπο που θέλουν να μείνουν στη μνήμη μας: πλανόδιοι ίσκιοι; Μακρινοί συγγενείς διωγμένοι απ’ τις οικογενειακές συναθροίσεις; Ή φύλακες άγγελοι που νοίκιασαν για λίγο μια σκηνή για να διαδώσουν στην ανυποψίαστη πλατεία πως ό,τι έχεις πραγματικά δικό σου δεν είναι παρά ο φόβος σου να υπάρξεις ολόκληρος;

Καθόλου ακίνδυνοι πάντως, έτσι όπως πηγαινοέρχονται με ένταση και ορμή και πέφτουν στα νερά μιας άγνωστης θάλασσας, πριν ξαναφύγουν πάνω σ’ ένα άλλο κύμα. Χαρούμενοι πάντα, ευφρόσυνοι και ιλαροί, μ’ ένα ανήμερο κέφι σχεδόν κανιβαλικό που σε παρασύρει και σε καταπίνει. «Η ζωή -λένε- είναι μια τεράστια μελαγχολία, αυτό όμως δεν είναι λόγος να λυπόμαστε.» Γι’ αυτή τη μελαγχολία, οι ήρωες και οι ηρωίδες του Μάτεσι δεν έπαψαν ποτέ να πενθούν. Σε πείσμα αυτής της μελαγχολίας δεν σταμάτησαν ποτέ να χαίρονται.

Διαβάζω: «Τους ονειρεύτηκα και την παραμονή, χτες: Όλους μαζί. Όρθιους. Στημένους για φωτογραφία. Αγκαλιασμένοι, πιασμένοι από τους ώμους. Σαν να πειράζονται μεταξύ τους. Γελαστοί. Όλοι τους όμως με τα μάτια κλειστά. Κλεισμένα. Όπως είναι τα μάτια στο φέρετρο. Κατά τα άλλα ευλαβείς και ηλιόλουστοι. Όρθιοι, σαν να στηρίζουν κρυφά ο ένας τον άλλον μήπως πέσει. Κι εγώ, λέει, είμαι κάπου πίσω τους. Όρθια. Αλλά δεν χαμογελάω εγώ. Ούτε είμαι στη φωτογραφία εγώ. Και τα μάτια μου εμένα είναι ανοιχτά.» Τελεία

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα