Πολιτισμός

Γιώργος Τσακίρης: Η γλώσσα βρίσκει τον καλλιτέχνη και όχι το αντίστροφο

Μια συζήτηση με αφορμή την αναδρομική του έκθεση στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης

Ανδρέας Νεοκλέους
γιώργος-τσακίρης-η-γλώσσα-βρίσκει-τον-1252734
Ανδρέας Νεοκλέους

Με αφορμή την αναδρομική έκθεση για το έργο του Γιώργου Τσακίρη, που εγκαινιάστηκε στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης (Casa Bianca) την Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου, η Parallaxi συνομίλησε με τον εικαστικό και φιλοξενεί εδώ τη συνέντευξη του.

Στην έκθεση παρουσιάζονται έργα απο τα πρώιμα χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας: εκκινώντας από έργα νεκρής φύσης, της δεκαετίας του 70′, με λάδι σε καμβά – που, αν και συχνά συνδεόνται με τη βασική εκπαίδευση των νέων καλλιτεχνών – λειτουργούν κατά μια έννοια προδρομικά, προμηνύοντας την εξέλιξη που θα ακολουθήσει ο καλλιτέχνης με τα ανθρωπόμορφα πλάσματα των 80s.

Έργα όπως η «Μαρία», η «Μυρτώ» και ο «Καπνιστής», είναι αποδοσμένα με «εξπρεσιονιστική ένταση και αδρότητα» όπως επισημαίνει και ο επιμελητής της έκθεσης Γιάννης Μπόλης.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εκπέμπουν και τα πιο πρόσφατα έργα του, δημιουργημένα με στυλό και μελάνι. Σε αυτά διακρίνεται θαρρώ μια σταδιακή απλοποίηση της εικαστικής γλώσσας με το πέρασμα του χρόνου: απο τα έντονα και ποικίλα textures, τη χρήση ξύλου και φτερών, ο καλλιτέχνης μοιάζει να επιστρέφει σε μια πιο αρχέγονη, σχεδόν πρωτογενή μορφή.

Κι όμως, παρά τις μεταμορφώσεις της φόρμας και των υλικών, όλα τα έργα φαίνεται να συγκλίνουν σε έναν κοινό πυρήνα. Την ανθρώπινη παρουσία, τον ίδιο τον άνθρωπο που υπογράφει αυτό το έργο.

Με αφετηρία αυτή τη συνεχή αναζήτηση συνομιλούμε με τον Γιώργο Τσακίρη για τη διαδρομή, τις επιρροές και τις μετατοπίσεις της εικαστικής του γλώσσας.

Πώς θυμάστε τον εαυτό σας να έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη δημιουργία; Υπάρχει κάποια εικόνα ή ανάμνηση από την παιδική σας ηλικία που να θεωρείτε ότι προμήνυε τη μετέπειτα ενασχόλησή σας με την τέχνη;

Μεγάλωσα στα Γιαννιτσά, σε μια αγροτική οικογένεια, σε ένα περιβάλλον όπου η καθημερινότητα ήταν δεμένη με τη δουλειά και τον κύκλο των εποχών. Δεν υπήρχε γύρω μου αυτό που θα λέγαμε «καλλιτεχνικό περιβάλλον». Υπήρχαν όμως υλικά, αντικείμενα και μια έντονη σχέση με το χέρι και τη χρήση.

Θυμάμαι τον εαυτό μου από μικρό να παρατηρεί πράγματα που οι άλλοι θεωρούσαν δεδομένα: παλιά υφάσματα, εργαλεία, ξύλα, αντικείμενα φθαρμένα από τον χρόνο και τη δουλειά. Μου άρεσε να τα πιάνω, να τα γυρίζω, να τα κοιτάζω προσεκτικά, χωρίς να έχω κάποιον συγκεκριμένο σκοπό.

Δεν ζωγράφιζα με την έννοια της καλλιτεχνικής φιλοδοξίας, ούτε ένιωθα ότι κάνω κάτι ιδιαίτερο. Ήταν περισσότερο μια ανάγκη παρατήρησης και επαφής με τον κόσμο γύρω μου. Θυμάμαι στιγμές που καθόμουν μόνος και ασχολούμουν με αντικείμενα που είχαν χάσει τη χρηστική τους αξία, αλλά για μένα είχαν ενδιαφέρον επειδή κουβαλούσαν ίχνη ζωής.

Εκ των υστέρων καταλαβαίνω ότι αυτή η έλξη προς το υλικό, τη φθορά και τη μνήμη ήταν μια πρώτη ένδειξη της σχέσης μου με τη δημιουργία, πολύ πριν μπορέσω να τη συνδέσω συνειδητά με την τέχνη.

Υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, εικόνα ή πρόσωπο που λειτούργησε ως καταλύτης στην απόφασή σας να στραφείτε οριστικά στα εικαστικά;

Δεν θα έλεγα ότι υπήρξε ένα συγκεκριμένο γεγονός ή μια στιγμή που λειτούργησε σαν απότομη τομή. Η απόφαση δεν ήρθε ξαφνικά, αλλά ωρίμασε σιγά-σιγά μέσα μου. Όσο περνούσε ο χρόνος, καταλάβαινα ότι η ανάγκη μου να ασχοληθώ με τα εικαστικά δεν ήταν κάτι περιστασιακό, αλλά κάτι που επέμενε. Υπήρχε μια εσωτερική πίεση, μια αίσθηση ότι αν δεν το ακολουθούσα, θα άφηνα κάτι σημαντικό ανεκπλήρωτο.

Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα. Η οικογένειά μου, παρότι αγροτική και μακριά από τον χώρο της τέχνης, με στήριξε ουσιαστικά. Δεν υπήρξαν αποτρεπτικές φωνές, ούτε φόβος απέναντι σε έναν δρόμο που δεν ήταν «σίγουρος».

Αυτή η σιωπηλή εμπιστοσύνη λειτούργησε τελικά σαν καταλύτης. Μου έδωσε την ασφάλεια να ρισκάρω και να στραφώ οριστικά προς τα εικαστικά, γνωρίζοντας ότι έχω πίσω μου ένα σταθερό έδαφος. Δεν υπήρξε λοιπόν ένα πρόσωπο ή μια εικόνα που να όρισε τη στιγμή της απόφασης. Ήταν περισσότερο μια συσσώρευση εμπειριών και μια εσωτερική βεβαιότητα που, κάποια στιγμή, δεν μπορούσε πια να αγνοηθεί.

Το γεγονός ότι προηγουμένως σπουδάσατε σε ένα τελείως διαφορετικό γνωστικό πεδίο, όπως το Τμήμα Ηλεκτρικών, λειτούργησε αργότερα ως αντίστιξη ή ως υπόβαθρο στη σκέψη και την καλλιτεχνική σας πρακτική; Και πώς βιώσατε εκείνη τη μεταβατική περίοδο ανάμεσα σε δύο τόσο διαφορετικούς κόσμους;

Οι σπουδές μου στο Τμήμα Ηλεκτρικών λειτούργησαν τελικά περισσότερο ως υπόβαθρο παρά ως αντίστιξη. Με έμαθαν να σκέφτομαι με δομή, με ακρίβεια και με σεβασμό στη λειτουργία των πραγμάτων.

Αυτή η λογική της κατασκευής και της οργάνωσης πέρασε αργότερα, με τρόπο ίσως όχι πάντα εμφανή, στην καλλιτεχνική μου πρακτική. Ακόμα και όταν δουλεύω με φαινομενικά «άμορφα» ή ταπεινά υλικά, υπάρχει πάντα μια σκέψη πίσω από τη σχέση τους, το βάρος τους, τον τρόπο που στέκονται στον χώρο.

Η μεταβατική περίοδος ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους δεν ήταν εύκολη. Από τη μία υπήρχε ένας χώρος με σαφείς κανόνες, συγκεκριμένες απαντήσεις και μετρήσιμα αποτελέσματα· από την άλλη, ο κόσμος των εικαστικών, ανοιχτός, αβέβαιος και χωρίς εγγυήσεις.

Για αρκετό διάστημα ένιωθα να κινούμαι ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λογικές, προσπαθώντας να καταλάβω πού ανήκω πραγματικά. Παρ’ όλα αυτά, δεν ένιωσα ποτέ ότι οι προηγούμενες σπουδές μου ήταν χαμένος χρόνος. Αντίθετα, μου έδωσαν εργαλεία σκέψης και μια πειθαρχία που με συνόδευσαν και με στήριξαν στη μετέπειτα καλλιτεχνική μου πορεία.

Την περίοδο των σπουδών σας στη Φλωρεντία, η Άρτε Πόβερα, αν δεν κάνω λάθος αποτελούσε ένα έντονο καλλιτεχνικό ρεύμα. Πώς συνομιλήσατε –ή όχι– με αυτό το ρεύμα στο ξεκίνημα της πορείας σας;

Στη Φλωρεντία ήρθα σε επαφή με πολλά διαφορετικά καλλιτεχνικά ρεύματα και τρόπους σκέψης, και πράγματι η Άρτε Πόβερα ήταν ιδιαίτερα παρούσα εκείνη την περίοδο, όχι μόνο ως αισθητική πρόταση αλλά και ως γενικότερη στάση απέναντι στο έργο και το υλικό.

Για μένα, αυτή η επαφή δεν λειτούργησε σαν κάτι που έπρεπε να ακολουθήσω ή να υιοθετήσω συνειδητά, αλλά περισσότερο σαν ένα πεδίο αναγνώρισης. Η χρήση απλών, φτωχών ή καθημερινών υλικών δεν μου ήταν ξένη.

Αντίθετα, μου θύμιζε τον τρόπο που μεγάλωσα, τη σχέση με αντικείμενα που είχαν ήδη μια ζωή πριν φτάσουν στο έργο.

Έτσι, η «συνομιλία» μου με την Άρτε Πόβερα ήταν έμμεση και φυσική. Δεν προσπάθησα να ενταχθώ στο ρεύμα ούτε να το μιμηθώ.

Κράτησα όμως την ελευθερία που πρότεινε απέναντι στο υλικό και την αποδοχή της φθοράς και της απλότητας ως ενεργών στοιχείων του έργου, κάτι που με ακολούθησε και στη συνέχεια της πορείας μου.

Τα τελευταία χρόνια επανέρχεστε στις βελέντζες, ένα οικιακό αντικείμενο που σήμερα τείνει να εξαφανιστεί. Τι σας παρακίνησε ώστε να ασχοληθείτε με αυτό το υλικό και κατά πόσο πολιτική θεωρείται αυτή την πράξη ; έχοντας ως γνώμονα ότι της προσφέρεται κατά μια έννοια «δεύτερης ζωή».

Η βελέντζα είναι ένα αντικείμενο που μου είναι πολύ οικείο από τα παιδικά μου χρόνια. Υπήρχε στο σπίτι μας, τη χρησιμοποιούσαμε στην καθημερινότητά μας, και δεν είχε καμία ιδιαίτερη αξία πέρα από τη χρηστική της. Ακριβώς αυτό το στοιχείο με ενδιέφερε.

Είναι ένα αντικείμενο που κουβαλά πάνω του τη ζωή των ανθρώπων, το σώμα, την ανάγκη για ζεστασιά και προστασία.

Μεγαλώνοντας, είδα ότι τέτοια αντικείμενα σιγά-σιγά εξαφανίζονται, όχι μόνο από τα σπίτια, αλλά και από τη συλλογική μνήμη. Δεν με παρακίνησε λοιπόν κάποια θεωρητική σκέψη, αλλά μια ανάγκη να ξαναπιάσω στα χέρια μου κάτι που είχε υπάρξει κομμάτι της καθημερινότητας. Μέσα από τη χρήση της βελέντζας στο έργο, δεν προσπαθώ να την εξιδανικεύσω ούτε να την «εκθέσω» σαν μουσειακό αντικείμενο.

Με ενδιαφέρει να της δώσω μια δεύτερη ζωή, να συνεχίσει να κουβαλά μνήμη και εμπειρία, αυτή τη φορά μέσα στον χώρο της τέχνης. Αν αυτή η πράξη έχει πολιτική διάσταση, δεν είναι με τη στενή έννοια της δήλωσης ή του σχολίου.

Είναι πολιτική ακριβώς επειδή δίνει χώρο και αξία σε κάτι απλό, φθαρμένο και καθημερινό. Επειδή στρέφει το βλέμμα σε αντικείμενα που συνδέονται με την εργασία, τη φροντίδα και την ανάγκη, και τα επαναφέρει στο προσκήνιο, όχι ως σύμβολα, αλλά ως φορείς πραγματικής ζωής.

Έχετε πει πως «το βίωμα κολλάει επάνω μας σαν βδέλλα και δεν μας αφήνει ποτέ να συνέλθουμε». Πώς μεταφράστηκε το δικό σας, προσωπικό βίωμα σε εικαστική γλώσσα;

Το προσωπικό βίωμα δεν μεταφράστηκε ποτέ με τρόπο άμεσο ή αφηγηματικό στο έργο μου.

Δεν με ενδιέφερε να «διηγηθώ» τη ζωή μου μέσα από εικόνες ή να την κάνω θέμα.

Αντίθετα, το βίωμα λειτούργησε πιο υπόγεια και πιο επίμονα. Κόλλησε πάνω μου, όπως έχω πει, και βγήκε μέσα από τον τρόπο που δουλεύω, από τα υλικά που επιλέγω και από την επιμονή σε συγκεκριμένες διαδικασίες. Ο τόπος όπου μεγάλωσα, η αγροτική ζωή, η καθημερινή επαφή με την εργασία και τη φθορά, όλα αυτά δεν εμφανίζονται ως εικόνες, αλλά ως στάση. Υπάρχουν στη σχέση με το υλικό, στην αποδοχή της φθοράς, στην επιλογή αντικειμένων που κουβαλούν ήδη χρήση και μνήμη.

Το βίωμα δεν ζητά να εξηγηθεί· ζητά να παραμείνει παρόν. Και αυτή η παρουσία, διακριτική αλλά σταθερή, είναι για μένα η εικαστική του μετάφραση.

Νιώσατε ποτέ στην πορεία σας ότι η ζωγραφική δεν σας αρκούσε και ότι χρειαζόσασταν άλλα μέσα, άλλα υλικά, για να εκφράσετε όσα σας απασχολούσαν;

Ναι, υπήρξαν περίοδοι στην πορεία μου που ένιωσα ότι η ζωγραφική, παρότι παραμένει για μένα ένα πολύ βασικό και ουσιαστικό μέσο, δεν μπορούσε από μόνη της να χωρέσει όλα όσα με απασχολούσαν εκείνη τη στιγμή.

Δεν το βίωσα ποτέ σαν άρνηση ή απομάκρυνση από τη ζωγραφική, αλλά περισσότερο σαν μια φυσική εξέλιξη και ανάγκη διεύρυνσης του τρόπου έκφρασης. Υπήρχαν σκέψεις και βιώματα που ζητούσαν πιο άμεση επαφή με το υλικό και τον χώρο, κάτι πιο σωματικό.

Έτσι άρχισα να χρησιμοποιώ αντικείμενα, που μου επέτρεπαν να δουλέψω αλλιώς τη μνήμη, τη φθορά και τη χρήση.

Η ζωγραφική δεν έφυγε ποτέ από το προσκήνιο· απλώς συνυπάρχει με άλλα μέσα, τα οποία με βοηθούν να εκφράσω όσα δεν μπορούν πάντα να ειπωθούν μέσα στο πλαίσιο του τελάρου.

Πιστεύετε ότι ένας καλλιτέχνης «διαλέγει» τη γλώσσα του ή ότι αυτή τον βρίσκει μέσα από τα βιώματά του;

Πιστεύω ότι, στην πραγματικότητα, η γλώσσα βρίσκει τον καλλιτέχνη και όχι το αντίστροφο.

Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να αποφασίσει συνειδητά ποια θα είναι η εικαστική του γλώσσα, όπως δεν μπορεί να αποφασίσει και τα βιώματα που τον διαμορφώνουν.

Ο τρόπος που μεγαλώνεις, ο τόπος, οι άνθρωποι, οι εμπειρίες και οι συνθήκες της ζωής σου λειτουργούν αθροιστικά και σιγά-σιγά σχηματίζουν έναν τρόπο έκφρασης. Στη δική μου περίπτωση, η αγροτική καταγωγή, η σχέση με τη δουλειά των χεριών και η καθημερινή επαφή με τα υλικά επηρέασαν καθοριστικά τη γλώσσα μου, χωρίς να το καταλάβω από την αρχή.

Δεν υπήρξε μια στιγμή επιλογής, αλλά μια πορεία μέσα στον χρόνο. Η γλώσσα προκύπτει μέσα από τη ζωή, μέσα από αυτά που κουβαλάς και δεν μπορείς –ούτε χρειάζεται– να αποτινάξεις.

Η αναδρομική έκθεση στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης μάς συστήνει έναν «διαφορετικό» Γιώργο Τσακίρη, με έργα από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Πώς ήταν για εσάς αυτή η επιστροφή στα πρώτα σας έργα; Τα βλέπετε σήμερα με τρυφερότητα, αυστηρότητα ή σαν έργα ενός άλλου ανθρώπου;

Η επιστροφή στα πρώτα μου έργα ήταν μια εμπειρία σύνθετη και, σε κάποιο βαθμό, αμήχανη.

Βρέθηκα μπροστά σε δουλειές που έγιναν σε μια άλλη ηλικία, σε άλλες συνθήκες, με άλλες αντοχές και άλλες αγωνίες.

Αναγνωρίζω σε αυτά τον εαυτό μου, αλλά ταυτόχρονα τα βλέπω και σαν έργα ενός άλλου ανθρώπου, που βρισκόταν τότε στην αρχή της διαδρομής του και αναζητούσε τον τρόπο να σταθεί.

Δεν τα αντιμετώπισα με αυστηρότητα, ούτε όμως και με νοσταλγία. Περισσότερο με κατανόηση και μια ήρεμη απόσταση.

Σε αυτά τα έργα βλέπω την ανάγκη, την επιμονή και τον πειραματισμό μιας εποχής που δεν είχε ακόμη ξεκαθαρίσει τα πράγματα, αλλά προσπαθούσε να τα βρει. Αυτή η επιστροφή λειτούργησε για μένα περισσότερο σαν υπενθύμιση της διαδρομής, παρά σαν απολογισμός.

Τι σημαίνει για εσάς το γεγονός ότι αυτή η αναδρομική παρουσιάζεται στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης;

Το γεγονός ότι αυτή η αναδρομική έκθεση παρουσιάζεται στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης έχει για μένα ιδιαίτερη και ουσιαστική σημασία.

Η Θεσσαλονίκη δεν είναι απλώς ένας τόπος όπου κατά καιρούς εξέθεσα έργα μου, αλλά μια πόλη με την οποία συνδέεται ένα μεγάλο και καθοριστικό κομμάτι της ζωής μου. Εδώ έζησα για πολλά χρόνια, εδώ εργάστηκα, εδώ δίδαξα και εδώ διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό η καλλιτεχνική μου σκέψη. Στη Θεσσαλονίκη έγιναν σημαντικές συναντήσεις, τόσο με ανθρώπους όσο και με ιδέες. Είναι μια πόλη που, παρά τις δυσκολίες και τις αντιφάσεις της, μου έδωσε τον χρόνο και τον χώρο να δουλέψω χωρίς βιασύνη.

Το να παρουσιάζεται μια αναδρομική εδώ δεν το αντιλαμβάνομαι μόνο ως θεσμική αναγνώριση, αλλά και ως μια μορφή επιστροφής και συνομιλίας με τον τόπο που με φιλοξένησε και με διαμόρφωσε. Η Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης, ειδικά, λειτουργεί για μένα ως ένας χώρος με μνήμη. Εκεί, τα έργα δεν παρουσιάζονται απλώς για να «φανούν», αλλά για να σταθούν μέσα σε ένα πλαίσιο που επιτρέπει την ανάγνωση της διαδρομής τους.

Με αυτή την έννοια, η αναδρομική δεν είναι απλώς μια καταγραφή της πορείας μου, αλλά ένας διάλογος με την ίδια την πόλη και τον χρόνο που μοιραστήκαμε.

«Χωρίς Τίτλο» 1979 | Μεικτή τεχνική σε Χαρτί (69,5 x 49,5 εκ.)

Πώς θα περιγράφατε σήμερα τη θέση και τον ρόλο της Σχολής Καλών Τεχνών στη Θεσσαλονίκη; Νιώθετε ότι αναγνωρίζεται και στηρίζεται όσο θα έπρεπε;

Η Σχολή Καλών Τεχνών στη Θεσσαλονίκη κατέχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, τόσο στο πεδίο της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης όσο και στο ευρύτερο πολιτιστικό τοπίο της πόλης.

Αποτελεί έναν χώρο όπου διαμορφώνονται νέοι καλλιτέχνες, αλλά και έναν τόπο ανταλλαγής ιδεών, προβληματισμών και πρακτικών.

Μέσα στα χρόνια έχει συμβάλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση μιας ζωντανής καλλιτεχνικής κοινότητας, με ανθρώπους που συνεχίζουν να εργάζονται και να παράγουν έργο εντός και εκτός Θεσσαλονίκης.

Ωστόσο, δεν θα έλεγα ότι αναγνωρίζεται και στηρίζεται όσο θα έπρεπε. Παρά την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού και τη σοβαρή δουλειά που γίνεται, η Σχολή συχνά λειτουργεί με περιορισμένους πόρους και χωρίς τη σταθερή υποστήριξη που απαιτεί η σύγχρονη καλλιτεχνική εκπαίδευση.

Υπάρχει μια γενικότερη αίσθηση ότι η σημασία της τέχνης και της καλλιτεχνικής παιδείας υποτιμάται, κάτι που αντανακλάται και στον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι σχολές καλών τεχνών. Παρά τις δυσκολίες αυτές, η Σχολή συνεχίζει να στέκεται όρθια χάρη στους ανθρώπους της. Διδάσκοντες και φοιτητές επιμένουν, συχνά υπερβαίνοντας τα όρια των δυνατοτήτων τους.

Αυτό, από μόνο του, δείχνει τη σημασία και τον ρόλο που εξακολουθεί να έχει η Σχολή Καλών Τεχνών στη Θεσσαλονίκη σήμερα.

«Χωρίς Τίτλο» 1977 | Μεικτή Τεχνική σε Χαρτί (50 x 70 εκ.)

Θεωρείτε ότι η Σχολή διαθέτει τις απαραίτητες υποδομές και τα μέσα για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της σύγχρονης καλλιτεχνικής εκπαίδευσης; Πού εντοπίζονται οι μεγαλύτερες ελλείψεις;

Η αλήθεια είναι ότι η Σχολή Καλών Τεχνών δεν διαθέτει στον βαθμό που θα έπρεπε τις απαραίτητες υποδομές και τα μέσα για να ανταποκριθεί πλήρως στις ανάγκες της σύγχρονης καλλιτεχνικής εκπαίδευσης.

Οι απαιτήσεις σήμερα είναι πολύ διαφορετικές από το παρελθόν και αφορούν όχι μόνο τη διδασκαλία της ζωγραφικής ή της γλυπτικής, αλλά και την πρόσβαση σε διαφορετικά μέσα, τεχνολογίες και χώρους πειραματισμού. Οι μεγαλύτερες ελλείψεις εντοπίζονται κυρίως στους χώρους και στον εξοπλισμό.

Τα εργαστήρια συχνά δεν επαρκούν για τον αριθμό των φοιτητών, ενώ η συντήρηση και η ανανέωση του εξοπλισμού γίνεται με δυσκολία.

Παράλληλα, υπάρχει έλλειψη σταθερής χρηματοδότησης που θα επέτρεπε στη Σχολή να λειτουργεί με μεγαλύτερη ευελιξία και να προσαρμόζεται στις σύγχρονες ανάγκες της καλλιτεχνικής πρακτικής. Παρόλα αυτά, αυτό που κρατά τη Σχολή ζωντανή είναι οι άνθρωποί της. Οι διδάσκοντες και οι φοιτητές συχνά καλούνται να καλύψουν τα κενά με προσωπικό κόπο και διάθεση. Αυτή η επιμονή δείχνει και τη δυναμική της Σχολής, αλλά δεν αναιρεί την ανάγκη για ουσιαστική στήριξη και βελτίωση των υποδομών της.

Έχοντας διδάξει και παρακολουθήσει από κοντά νέους καλλιτέχνες, πιστεύετε ότι η Θεσσαλονίκη προσφέρει σήμερα ισάξιες ευκαιρίες για τους εικαστικούς σε σχέση με την Αθήνα ή υπάρχει ένα άτυπο «ταβάνι» που ωθεί πολλούς να φύγουν;

Δεν θα έλεγα ότι η Θεσσαλονίκη προσφέρει σήμερα ισάξιες ευκαιρίες για τους εικαστικούς σε σχέση με την Αθήνα.

Υπάρχει πράγματι ένα άτυπο «ταβάνι», το οποίο γίνεται αισθητό κυρίως από τους νέους καλλιτέχνες που προσπαθούν να βρουν χώρο, προβολή και σταθερές συνεργασίες.

Το καλλιτεχνικό δίκτυο στη Θεσσαλονίκη είναι μικρότερο, οι θεσμοί λιγότεροι και οι δυνατότητες προβολής περιορισμένες, γεγονός που συχνά ωθεί πολλούς να αναζητήσουν ευκαιρίες αλλού. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η πόλη δεν έχει δυναμική ή ότι δεν παράγεται σοβαρό έργο. Αντίθετα, στη Θεσσαλονίκη υπάρχει μια πιο συμπαγής και άμεση καλλιτεχνική κοινότητα, όπου οι σχέσεις είναι πιο προσωπικές και συχνά πιο ουσιαστικές.

Παρ’ όλα αυτά, για όσους επιθυμούν να κινηθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, είτε εντός Ελλάδας είτε διεθνώς, η μετάβαση στην Αθήνα μοιάζει πολλές φορές αναπόφευκτη. Η φυγή αυτή δεν είναι πάντα επιλογή, αλλά συχνά αποτέλεσμα των συνθηκών.

Το άτυπο «ταβάνι» δεν αφορά την ποιότητα των καλλιτεχνών, αλλά τις δομές και τις δυνατότητες που προσφέρονται. Κι αυτό είναι κάτι που η Θεσσαλονίκη θα έπρεπε να αντιμετωπίσει πιο σοβαρά, αν θέλει να κρατήσει το δυναμικό της ενεργό.

Παρά τις δυσκολίες, βλέπετε στη Θεσσαλονίκη ένα ζωντανό δυναμικό νέων καλλιτεχνών που επιμένει; Και αν ναι τι είναι αυτό που τους κρατά ενεργούς;

Ναι, παρά τις δυσκολίες, στη Θεσσαλονίκη υπάρχει ένα ζωντανό και ενεργό δυναμικό νέων καλλιτεχνών που επιμένει.

Το βλέπω αυτό τόσο μέσα από τη διδασκαλία όσο και από την επαφή μου με νέους ανθρώπους που συνεχίζουν να δουλεύουν σοβαρά, χωρίς εύκολες προσδοκίες και χωρίς να περιμένουν άμεση ανταμοιβή.

Παρά τις περιορισμένες ευκαιρίες και τις αντικειμενικές δυσκολίες, υπάρχει μια έντονη ανάγκη για δημιουργία που δεν κάμπτεται εύκολα. Αυτό που τους κρατά ενεργούς, νομίζω, είναι πρώτα απ’ όλα η ανάγκη να εκφραστούν και να αρθρώσουν τον δικό τους λόγο.

Δεν λειτουργούν μόνο με όρους αγοράς ή αναγνώρισης, αλλά με μια βαθύτερη ανάγκη να δουλέψουν και να σταθούν απέναντι στην εποχή τους.

Παράλληλα, στη Θεσσαλονίκη έχουν διαμορφωθεί μικρές, αλλά ουσιαστικές κοινότητες, όπου οι καλλιτέχνες στηρίζουν ο ένας τον άλλον, ανταλλάσσουν ιδέες και δημιουργούν δικούς τους χώρους δράσης. Αυτή η επιμονή, παρότι συχνά δοκιμάζεται, δείχνει ότι το καλλιτεχνικό δυναμικό της πόλης δεν είναι παθητικό.

Αντίθετα, συνεχίζει να παράγει έργο και σκέψη, ακόμη και μέσα σε συνθήκες που δεν είναι ευνοϊκές.

Υπάρχει, κατά τη γνώμη σας, μια γενικότερη απαξίωση των καλλιτεχνικών σπουδών ή πρόκειται περισσότερο για μια χρόνια υποτίμηση της σημασίας τους στον δημόσιο διάλογο;

Θα έλεγα ότι πρόκειται περισσότερο για μια χρόνια υποτίμηση της σημασίας των καλλιτεχνικών σπουδών στον δημόσιο διάλογο, παρά για μια συνειδητή απαξίωση.

Η τέχνη συχνά αντιμετωπίζεται ως κάτι δευτερεύον, σαν μια πολυτέλεια που έρχεται μετά τα «σοβαρά» ζητήματα.

Αυτή η αντίληψη δεν αφορά μόνο την εκπαίδευση, αλλά τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία συνολικά αντιλαμβάνεται τον ρόλο της τέχνης.

Οι καλλιτεχνικές σπουδές απαιτούν χρόνο, αφοσίωση και σοβαρή πνευματική και σωματική εργασία, όμως αυτό δεν αναγνωρίζεται πάντα.

Δεν υπάρχει επαρκής κατανόηση ότι η τέχνη δεν παράγει άμεσα μετρήσιμα αποτελέσματα, αλλά συμβάλλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση κριτικής σκέψης, ευαισθησίας και συλλογικής μνήμης.

Όταν αυτές οι αξίες δεν θεωρούνται προτεραιότητα στον δημόσιο λόγο, τότε και οι σπουδές που τις υπηρετούν υποτιμώνται. Παρόλα αυτά, σε περιόδους κρίσης παρατηρούμε συχνά ότι η ανάγκη για τέχνη επανέρχεται.

Αυτό δείχνει ότι η σημασία της δεν έχει χαθεί· απλώς δεν έχει κατοχυρωθεί όσο θα έπρεπε στον τρόπο που οργανώνουμε τον δημόσιο διάλογο και τις εκπαιδευτικές μας προτεραιότητες.

Σε έναν κόσμο που μοιάζει να κινείται διαρκώς προς την καταστροφή, πιστεύετε ότι η τέχνη έχει τη δύναμη να ανακόψει –έστω και ελάχιστα– αυτή την πορεία ή απλώς να τη μαρτυρήσει; Δεν πιστεύω ότι η τέχνη έχει τη δύναμη να ανακόψει την πορεία του κόσμου προς την καταστροφή με την έννοια της άμεσης παρέμβασης ή της λύσης.

Η τέχνη δεν λειτουργεί σαν μηχανισμός διόρθωσης ούτε μπορεί να αλλάξει τις πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές συνθήκες που οδηγούν σε κρίσεις.

Θα ήταν υπερβολικό και ίσως άδικο να της αποδώσουμε έναν τέτοιο ρόλο. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι ο ρόλος της είναι μικρός. Η τέχνη έχει τη δύναμη να μαρτυρήσει την εποχή της, να καταγράψει όσα συμβαίνουν και να τα κρατήσει ζωντανά στη μνήμη.

Μέσα από το έργο, δημιουργούνται χώροι σκέψης, αμφισβήτησης και σιωπής, που επιτρέπουν στον θεατή να σταθεί και να αναλογιστεί.

Αυτή η στάση, έστω και προσωρινή, μπορεί να λειτουργήσει ως μια μικρή ανακοπή στον ρυθμό της καταστροφής. Ίσως τελικά η δύναμη της τέχνης να βρίσκεται ακριβώς σε αυτό: στο ότι δεν υπόσχεται λύσεις, αλλά επιμένει να δείχνει, να θυμίζει και να αφήνει ίχνη.

Και σε έναν κόσμο που τείνει να ξεχνά γρήγορα, αυτή η επιμονή δεν είναι αμελητέα.

“ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ /ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ” στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης Διάρκεια έκθεσης: 18|12|2025 έως 14|02|2026

Ημέρες και ώρες λειτουργίας: Τρ – Παρ 10.00 – 20.00|Σάβ 10.00 – 18.00 | Κυρ & Δευτ κλειστά

Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης – Casa Bianca

Βασ. Όλγας 182 και Θεμ. Σοφούλη, 54646, Θεσσαλονίκη

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα