Η μοναχική περίπτωση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
Αυτοκτόνησε σαν σήμερα πριν από 80 χρόνια
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (31 Οκτωβρίου 1888 – 8 Ιανουαρίου 1944) ήταν Έλληνας ποιητής του μεσοπολέμου.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στην Αθήνα, τη νύχτα προς τα ξημερώματα της 31ης Οκτωβρίου 1888 σε ένα σπίτι της πλατείας Αγίων Θεοδώρων. Ο πατέρας του, Λεωνίδας Λαπαθιώτης (1854-1942), με καταγωγή από την Κύπρο, ήταν μαθηματικός και ανώτατος στρατιωτικός, που διετέλεσε βουλευτής το 1903-1905 και έγινε υπουργός στρατιωτικών το 1909. Η μητέρα του, Βασιλική Παπαδοπούλου, ήταν ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη. Άρχισε να γράφει ποιήματα από παιδί. Ένα πρωτόλειο έμμετρο δράμα του εκδόθηκε με φροντίδα του πατέρα του. Στα γράμματα εμφανίστηκε επίσημα το 1905, στο περιοδικό Νουμάς. Το 1907 μαζί με άλλους εννιά νεαρούς λογοτέχνες ίδρυσαν το περιοδικό Ηγησώ.
Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου το 1909 πήρε δίπλωμα Νομικής, αλλά ποτέ δεν άσκησε το επάγγελμα. Το φθινόπωρο του 1916, μαζί με τον πατέρα του, εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και προσχώρησαν στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας. Το πρώτο εξάμηνο του 1917, ο Λαπαθιώτης συνόδευσε τον πατέρα του στην Αίγυπτο για την στρατολόγηση εθελοντών για τον στρατό του κράτους της Θεσσαλονίκης. Στην Αίγυπτο γνώρισε τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Κατατάχτηκε στον στρατό ως ανθυπολοχαγός-διερμηνέας, θέση που διατήρησε ως το 1921.
Στην αρχή ο Λαπαθιώτης ήταν υποστηρικτής του Ελευθέριου Βενιζέλου. Μάλιστα, είχε συμμετάσχει στο κίνημα της εθνικής άμυνας, όπως και ο πατέρας του. Από την δεκαετία του 1920 και μετά ήρθε σε επαφή με το κομμουνιστικό κίνημα και στη συνέχεια ενστερνίστηκε τον κομμουνισμό.
Το 1932 και μετά αρθρογραφούσε στο αριστερό περιοδικό Πρωτοπόροι το πεζό τραγούδι «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου». Το 1943 συνδέθηκε στενά με τους αντάρτες του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, σύμφωνα με καταθέσεις του Τάσου Βουρνά.
Η οικία Λαπαθιώτη
Έζησε για περισσότερα από 40 χρόνια στο διώροφο νεοκλασικό της οικογένειάς του κάτω από τον λόφο του Στρέφη, στην Αθήνα. Εκεί έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού έργου του αλλά και εκεί αυτοκτόνησε τη νύχτα της 7ης προς 8η Ιανουαρίου 1944, φτωχός και καταπονημένος από τα ναρκωτικά. Η κηδεία του έγινε με έρανο των φίλων του.
Εκτός από ποιήματα, έγραψε επίσης πάνω από 100 πεζογραφήματα, πολλές δεκάδες διηγήματα, καθώς και επιφυλλίδες και κριτικά και αισθητικά κείμενα. Το έργο του βρίσκεται διασκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες. Η μοναδική του ποιητική συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939,[6] ενώ μετά τον θάνατό του, ο Άρης Δικταίος εξέδωσε, το 1964, τα ποιήματά του.
Το κινηματογραφικό έργο Μετέωρο και σκιά (1985) βασίζεται στην ζωή του.
Άλλες απόψεις για τα αίτια της αυτοκτονίας
Αυτοκτόνησε στο σπίτι του με το πιστόλι του πατέρα του, στρατιωτικού, ο οποίος πέθανε στις αρχές της γερμανικής Κατοχής, περίπου τέσσερα χρόνια ύστερα από τη μητέρα του ποιητή, αφήνοντάς τον ορφανό, ηθικά και οικονομικά απροστάτευτο. Γιατί παρά τον ελευθεριάζοντα τρόπο διαβίωσής του και την ευφυΐα του, το ταλέντο του, τις σπουδές και τη γλωσσομάθειά του, «ο Λαπαθιώτης δεν κατάφερε ποτέ να ανεξαρτητοποιηθεί από τους γονείς του».Ο ίδιος φιλοξενούσε στο σπίτι του, κατά τα φαινόμενα εν γνώσει του πατέρα του, νεαρούς άντρες του υποκόσμου. «Ο ίδιος θεωρούσε την ομοφυλοφιλία ως μια φυσιολογική, αν όχι ανώτερη, πιο εξελιγμένη μορφή σεξουαλικότητας». Κατά τον Δικταίο, «αυτό που κυρίως στάθηκε σαν ο μέγιστος συντελεστής της καταστροφής του ήταν τ’ ότι δεν τον απασχολούσαν οι βιοτικές μέριμνες. Ελεύθερος να ζήσει τη ζωή του όπως ήθελε, άρχισε να κυκλοφορεί μόνο τη νύχτα, εγκαταλειπόμενος με ηδονή στις οποιεσδήποτε, φανερές ή μύχιες τάσεις του, χωρίς την παραμικρή αυτοπειθαρχία».
Ο χαρακτήρας της ποίησής του
Χειρόγραφο ποίημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, 1928. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ένας από τους «καταραμένους» και «ιδανικούς αυτόχειρες» της λογοτεχνίας μας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής. Στα πρώτα του ποιήματα είναι επηρεασμένος από τον αισθητισμό και τον αισθησιασμό που κυριαρχεί στις αρχές του 20ού αιώνα, και τους Ουώλτερ Χορέισο Πέιτερ και Όσκαρ Ουάιλντ, ενώ στα τελευταία του καταλήγει σε «τόνους απελπισμένους και μελαγχολικούς, όπου κυριαρχεί το αίσθημα του χαμένου ιδανικού και της νοσταλγίας».[11] Θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής. Οι στίχοι του τις περισσότερες φορές είναι ιδιαίτερα τολμηροί και με έντονα μελαγχολικό τόνο. Ο Λαπαθιώτης ασχολήθηκε επίσης με το λογοτεχνικό δοκίμιο, τη μετάφραση, τη μουσική σύνθεση, ενώ, τέλος, έγραψε και θεατρικά έργα. Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει πολλοί Έλληνες συνθέτες.Το 1984 ο Γιώργος Ιωάννου δημοσίευσε το αφήγημα «Ο γείτονάς μου ο Λαπαθιώτης». Tον φαντάζεται στην ταβέρνα τη γειτονιάς, τον περιγράφει καταπονημένο, δέκτη του οίκτου των γειτόνων – που κάποτε ευεργετούσε. Ακούει ιστορίες για «τον κύριο Ναπολέοντα» – κι η πιο βαριά:: «μια βδομάδα κουβαλούσαν τη βιβλιοθήκη του […] είχε αγανακτήσει η γειτονιά… Κανείς δεν ξέρει την τύχη της»
Εργογραφία Ποιήματα
«Τὰ καημένα τὰ πουλάκια» «Τὰ χλωμὰ τὰ κοριτσάκια» «Ἔχω ἕνα ἀηδόνι…» «Ποιητής» «Μυστικό…» «Ἐπεισόδιο» «Ἡ χαρά» «Συντριβή» «Ἀναμνήσεις» «Τὸ παλιό μας τραγούδι» «Μικρό τραγούδι» «Παραμύθι» «Πόθος» «Στὸ νυχτερινὸ κέντρο» «Χειμωνιάτικο τοπίο» «Ἐκ βαθέων» «Στη φυλακή…» «Κούραση» «Κλεῖσε τὰ παράθυρα» «Φαντάσματα» «Βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ» «Μοναξιά» «Ἑκάτης πάθη» «Νυχτερινό» «Οἱ μπερντέδες» «Ἐρωτικό» «Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο» «Λυπήσου» «Προσμένω πάλι» «Σπαρασμός» «Ἄτιτλο» «1939» «Φάντασμα» «Προσμονή» «Εἶμαι μόνος…» «Ἐρινύες» «Βαο, γαο, δαο» «Τ᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ…» «Τραγούδι» «Ὅταν βραδιάζει» «Ἕνας χαμένος κύκλος» «Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική» «Ἀποχαιρετισμός» «Ἀποχαιρετιστήριο» «Κραυγή».
Τη ζωή του έκανε ταινία ο Τάκης Σπετσιώτης στο Μετέωρο και Σκια