Η σταθερή απώλεια της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ
Η ζωή για την σπουδαία ποιήτρια που "έφυγε" το 2020, ήταν πάντα το πιο υψηλό δώρο. Κι αυτό το πέρασε σε όσα έγραψε σε όλη της τη ζωή.
Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, αυτή η σπουδαία ποιήτρια που έφυγε από τη ζωή στα 81 της, δεν έβρισκε τίποτα να ήταν μάταιο, αφού όλα για εκείνη ήταν ζωή. Κι η ζωή για εκείνη ήταν πάντα το πιο υψηλό δώρο.
Οσοι είχαν την τύχη να την γνωρίσουν από κοντά, την περιέγραφαν με λέξεις όπως γλυκιά, φρέσκια, έξυπνη, σπουδαία. Και ξανά γλυκιά. Η σκέψη της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ παρέμεινε φρέσκια μέχρι την τελευταία της στιγμή. Παρά τις δυσκολίες εξαιτίας της αναπηρίας της που την ακολουθούσε από τα παιδικά της χρόνια, το γλυκό χαμόγελο δεν έλειψε ποτέ από το πρόσωπό της.
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Από το πρώτο της κιόλας κλάμα θα προσβληθεί από σταφυλόκοκκο που θα της προκαλούσε κινητικές δυσκολίες. «Αν είχα γεννηθεί ένα χρόνο μετά θα είχε εφευρεθεί η πενικιλίνη και με μια ένεση θα ήμουνα εντάξει.» είπε κάποια στιγμή σε συνέντευξη της.
Οι σπουδές της στο γλωσσικό πεδίο πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα, στη Νότια Γαλλία και Ελβετία. Υπήρξε διπλωματούχος της Σχολής Μεταφραστών και Διερμηνέων (αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά). Πρώτη φορά δημοσιεύει στην περιοδική έκδοση «Καινούργια Εποχή» το 1956. Ο νονός της, Νίκος Καζαντζάκης ήταν που διαβάζοντας το πρώτο ποίημα της 17χρονης τότε Κατερίνας, την περίφημη «Μοναξιά», έστειλε στον διευθυντή του περιοδικού «Καινούρια Εποχή» τα εξής: «Παρακαλώ, δημοσιεύστε αυτό το ποίημα, το έχει γράψει μια κοπέλα που δεν έχει βγάλει ακόμα το γυμνάσιο. Είναι το ωραιότερο που διάβασα ποτέ!».
Για τον Καζαντζάκη, έχει πει:
«Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος του Καζαντζάκη, γι’ αυτό με βάφτισε ο Καζαντζάκης, ήταν και φίλοι. Είχα τη μεγάλη ατυχία να πεθάνει 6 μήνες πριν τελειώσω το γυμνάσιο, έτσι δεν τον γνώρισα ποτέ, δεν του έσφιξα ποτέ το χέρι, αλλά βέβαια όλη μου τη ζωή μεγάλωσα κάτω από τη σκιά του.»
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ εκδίδει τα επόμενα χρόνια σειρά ποιητικών συλλογών της και δεν παύει να συμμετέχει στην διάρθρωση της ύλης πολλών περιοδικών κι εφημερίδων, ελληνικών και αλλοδαπών, δημοσιεύοντας τακτικά άρθρα και δοκίμια για την ελληνική ποίηση. Είχε μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Πούσκιν, Μαγιακόφσκι, Σαίξπηρ. Είχε δώσει διαλέξεις και έχει διαβάσει ποιήματά της σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και Καναδά (Harvard, Cornell, Dartmouth, N.Y. State, Princeton, Columbia κ.ά.). Ιδιαίτερα την απασχολούσε το ζήτημα τη μετάφρασης της ποίησης. Εξ ου και τα ποικίλα συναφή δημοσιεύματά της. Αντιστοίχως, έργα της έχουν μεταφραστεί και ανθολογηθεί σε πλείστες γλώσσες. Το 1962 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης (Prix Hensch). Το 1985 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 2000 τιμήθηκε με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών) και το 2015 με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2014.
Με τον σύντροφό της, τον Αγγλο φιλόλογο και βιβλιοθηκονόμο Ρόντνεϊ Ρουκ, γνωρίστηκε σε μια ταβέρνα στην Πλάκα το 1963 και ενώ σύμφωνα με μια αφήγηση της ποιήτριας ο γάμος τους προέκυψε σαν από αστείο, οι δυο τους έζησαν μαζί ως το θάνατό του το 2007.
«Δεν θυμάμαι να έχω γράψει ποτέ για έναν φανταστικό έρωτα, μιας και ήμουν πολύ ενεργή βιωματικά. Κάθε φορά στόλιζα τον υπάρχοντα προσωρινό, με αυτόν που με ενέπνεε. Δεν ήταν λοιπόν, όλοι οι έρωτες των ποιημάτων μου για τον σύζυγό μου. Έρωτες στη ζωή μου είχα αρκετούς. Ακόμη και όταν ήμουν παντρεμένη με τον Ρουκ. Εκείνος το ήξερε, καταλάβαινε τα πάντα δεν είχε όμως, πρόβλημα. Θυμάμαι κατά τη διάρκεια του γάμου μας είχα έναν πιο σοβαρό έρωτα. Εγγλέζος και αυτός. Μια μέρα μου λέει: “Xώρισε με τον Ρουκ και έλα να ζήσουμε μαζί την ιστορία μας”. “Εγώ να αφήσω τον Ρουκ; Δεν είσαι καλά!”, του απάντησα. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του, αλλά δεν μπορούσα ούτε καν να διανοηθώ ότι θα εγκατέλειπα τον άνδρα μου. Είχαμε κάτι βαθύ μεταξύ μας. Και δεν είναι ότι είχα την ανάγκη ενός παράλληλου έρωτα. Απλά ήθελα να ζήσω έντονα» έχει πει το 2019 σε συνέντευξη της.
Η σπουδαία ποιήτρια αγάπησε τη ζωή και τη χάρηκε πολύ, και αυτή της το ανταπέδωσε προσφέροντάς της αναγνώριση και υστεροφημία. Η ποίηση ήταν η μεγάλη της σύμμαχος και το αντίδοτο στον ψυχικό της πόνο.
21 Ιανουαρίου 2020, κλείνει οριστικά ο ορίζοντας του μέλλοντος της και η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ περνά στην αθανασία. Τα ποιήματά της όμως εξακολουθούν να υπάρχουν και να μας υπενθυμίζουν πως «η ύπαρξη είναι τόσο απλή όσο και η ποίηση».
Το τελευταίο ποίημα της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ
«Καθρέφτη μου, σ’ εσένα μιλάω
εσένα έχω μπροστά μου, άλλο κανένα
Οι άνθρωποι, φίλοι, χάθηκαν
Χάθηκαν απ’ τη ζωή ή χάθηκε το νόημα που έβρισκαν σε μένα;
Με κοιτάς, σε κοιτώ, ένα πρόσωπο νεανικό προσπαθώ να θυμηθώ
ωραίο ποτέ, όμως πάντα εκφραστικό της στιγμής και μόνο.
Σ’ αγνοούσα τότε κι έτρεχα, λαχάνιαζε το σώμα που μου είχε απομείνει
Ανάπηρο απ’ την αρχή–, ήθελα να το εκμεταλλευτώ, να το χαρώ, ν’ αφεθώ στον αέρα, στη θάλασσα, στον αμερόληπτο έρωτα
Τις φιλενάδες μου με τα τέλεια κορμιά που έλαμπαν στον ήλιο
Δεν ζήλεψα ποτέ, δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι οι άνθρωποι μου είχαν στερήσει κάτι που μου ανήκε
Και τώρα ήρθε της εξομολόγησης η ώρα.
Μικρέ μου καθρέφτη, που τελευταία σ’ έχω συνέχεια μπροστά μου για να σε συνηθίσω:
Σε μισώ. Θα με συγχωρέσεις; Μίσος τι θα πει δεν ήξερα
Αλλά τώρα, να, βλέπω το πρόσωπό μου κι εξαγριώνομαι ενάντια στη φύση
Μέσα μου βαθιά, βέβαια, ξέρω ότι ο εχθρός μου δεν είσαι εσύ, αλλά ο χρόνος
Ο χρόνος όμως παραμένει πάντα ασύλληπτος αφού τα αμαρτήματά του όλο αναβάλλονται κι αυτός διαφεντεύει ακόμη τη ζωή μου
Καθρέφτη μου, θύμα είσαι κι εσύ του ανθρώπινου παραλογισμού
Σ’ ευχαριστώ που μου παραστέκεσαι και μ’ αφήνεις να σε μισώ».
Και το πρώτο, η «Μοναξιά»
«Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.
Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ‘ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.
Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης
και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δε θα το μπορούν, θα ‘ναι βαρύ γι’ αυτούς
και θα ‘ναι πάλι η μοναξιά σου.
Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα ‘ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.
Θεέ μου, τι θα γίνουμε;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας»;
Ακολουθεί το ποίημά της με τίτλο “Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας”, το οποίο κυκλοφόρησε το 1978.
Δεν θα ’μαστε ποτέ
αυτό που είμαστε στιγμιαία
αλλ’ είναι θρίαμβος
αυτή η σταθερή απώλεια.
Σώζεται μόνο
η σιωπή του φύλλου
σκουραίνει το σώμα
μαζί με τη μέρα
ως της νύχτας την απρόσμενη
λάμψη του μαύρου.
Θραύσματα ζωής
αντικαταστούν τα χρώματα
στις μικρές απεικονίσεις
του ονείρου,
αμυχές
τις σκιές φωτός
στο προσωρινό δέρμα.
Τυφλή στο τόσο μαύρο
ζήταγα θεό
και μου ’διναν ένα μονάχα
δάχτυλο για να τριφτώ·
θριαμβεύω τώρα
στα πιο κρυφά μέρη
που συλλαμβάνεται
η ιδέα: εδώ
μαθαίνω επιτέλους
πως θα φύγω πρώτη.