Κάτι καλό γεννιέται στη Θεσσαλονίκη
Έξι σημαντικοί άνθρωποι των τεχνών εντοπίζουν και αναλύουν το καινούριο που έρχεται στην πόλη
Κεντρική εικόνα: Δημήτρης Τασκούδης
Η Θεσσαλονίκη αλλάζει μορφή. Αλλάζει χαρακτήρα και οι άνθρωποι της μοιραία βιώνουν αυτές τα αλλαγές που σίγουρα θα γεννήσουν κάτι καινούριο. Το θέμα όμως είναι πώς την αντιλαμβάνονται οι νέοι αυτής της πόλης την αλλαγή και αν διακρίνεται τελικά κάτι καινούριο να γεννιέται μέσα από τις στάχτες μίας εσωστρέφειας που εύκολα τα τελευταία χρόνια επικράτησε.
Στη συζήτηση μας με εκείνους που συναναστρέφονται νέους καλλιτέχνες, κατέχοντας οι ίδιοι μία σημαντική θέση, τόσο καλλιτεχνική όσο και κοινωνική, αναζητούμε μαζί αυτό το καινούριο που γεννιέται στην πόλη. Αυτό που τώρα άναψε και ο πρώτος του καπνός θα ταξιδέψει, ώστε να «πιάσει» μία μέρα ουρανό.
Άλλωστε, όπως λέγεται παρακάτω, «Η Θεσσαλονίκη δεν είναι φτωχομάνα, είναι καλλιτεχνομάνα» και όπως θα διαβάσετε, όλοι ευχόμαστε και ελπίζουμε πως κάτι καλό έρχεται…
Ορέστης Ανδρεαδάκης (καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)
«Από τότε που ιδρύθηκε η Σχολή Κινηματογράφου, που είναι και η πιο ολοκληρωμένη σχολή κινηματογραφικών σπουδών, έχει δημιουργηθεί ένα «φυτώριο» νέων παιδιών που έρχονται στη Θεσσαλονίκη και σπουδάζουν σινεμά. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, διότι δημιουργείται μια κοινότητα που έχει τρεις πυλώνες: τους φοιτητές, τους καθηγητές και το φεστιβάλ κινηματογράφου. Και αυτοί οι τρεις αλληλεπιδρούν. Δηλαδή οι φοιτητές έρχονται στο φεστιβάλ, βλέπουν ταινίες, ανοίγουν οι ορίζοντες τους, γνωρίζουν κόσμο. Το ίδιο και οι καθηγητές, όπου συναντούν ξένους, βοηθούν το φεστιβάλ και το φεστιβάλ επίσης δέχεται τα ερεθίσματα από τους νέους ανθρώπους και ταυτόχρονα τους δίνει ερεθίσματα. Αυτό το τρίγωνο λοιπόν, είναι πάρα πολύ σημαντικό και δεν υπάρχει πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Και σε λίγες πόλεις της Ευρώπης. Αυτό το πράγμα όμως για να λειτουργήσει ήθελε αρκετά χρόνια. Τώρα πια όμως, λειτουργεί. Βλέπουμε πάρα πολλά παιδιά που έχουν γυρίσει τις σπουδαστικές ή τις πρώτες ταινίες τους στη Θεσσαλονίκη και πηγαίνουν στο Φεστιβάλ Δράμας ή σε ξένα φεστιβάλ και μάλιστα βραβεύονται.
Βλέπουμε επίσης νέους που κάνουν μεγάλου μήκους ταινίες στη Θεσσαλονίκη και είναι πια σε ένα επίπεδο σοβαρό. Το κακό βέβαια είναι ότι η κινηματογραφική βιομηχανία στην Ελλάδα και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης είναι γύρω από την πρωτεύουσα. Το στοίχημα δηλαδή θα είναι, εάν νέοι που αποφοιτούν από τη σχολή, θα μπορέσουν να φτιάξουν ένα νέο κινηματογραφικό αφήγημα γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα.
Εμείς ως φεστιβάλ κάνουμε κάθε προσπάθεια για να διατηρήσουμε αυτή τη σχέση, όχι μόνο δύο φορές το χρόνο, το Νοέμβριο και το Μάρτιο, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς, με πάρα πολλές δραστηριότητες. Οι αίθουσες μας παίζουν συνέχεια επιλεγμένες καλές ποιοτικές ταινίες, ακόμα κι αν δεν είναι τόσο εμπορικές. Υποδεχόμαστε μικρότερα φεστιβάλ και εκδηλώσεις, τώρα τελευταία κάνουμε και την εκδήλωση Fundamentals of Cinema που προβάλουμε σημαντικές ταινίες της ιστορίας του σινεμά που δεν έχεις τη δυνατότητα να τις δεις στη μεγάλη οθόνη. Και πολλές άλλες, το μουσείο, την ταινιοθήκη, όλα αυτά πιστεύω ότι μπορούν να βοηθήσουν σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Ήδη τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα, διότι το βλέπουμε από τους νέους που από χρόνο σε χρόνο, αυξάνονται. Στο φεστιβάλ διαπιστώνουμε ότι οι νέοι που έρχονται, που στην πλειονότητα τους είναι φοιτητές όλων των σχολών αλλά και της σχολής κινηματογράφου, αυξάνονται. Και από χρόνο σε χρόνο επίσης διαπιστώνω ότι αυτοί οι νέοι είναι πιο ενημερωμένοι, πιο μορφωμένοι, πιο συνειδητοποιημένοι γύρω από τα θέματα του κινηματογράφου, της αισθητικής, της κατεύθυνσης που έχει το μέσο, των νέων τεχνολογιών. Αυτό δημιουργεί μία αισιοδοξία.»
Γλυκερία Καλαϊτζή (σκηνοθέτρια – συνιδιοκτήτρια Θέατρο Τ)
«Ευτυχώς ακόμα βγάζει καλλιτέχνες η Θεσσαλονίκη και μάλιστα τώρα και με πανεπιστημιακές γνώσεις. Αυτή τη στιγμή η πόλη διαθέτει τέσσερις καλλιτεχνικές σχολές. Εικαστικά, δύο μουσικά σχολεία στο ΠΑΜΑΚ και στο ΑΠΘ, κινηματογράφο, θέατρο. Δηλαδή προφανώς η πόλη βγάζει υλικό. Το θέμα είναι τι γίνεται αυτό το υλικό και αν η πόλη το αξιοποιεί. Η Θεσσαλονίκη έχει αυτό το μεγάλο πρόβλημα, δε μπορεί να κρατήσει τους νέους ανθρώπους, ειδικά τους καλλιτέχνες, γιατί δεν υπάρχει, αυτό που ονομάζουμε «καλλιτεχνική αγορά». Και δεν μπορεί να την υποκαταστήσει το Κρατικό Θέατρο την αγορά. Γιατί το ΚΘΒΕ είναι ένα μονοπώλιο. Το ελεύθερο θέατρο δεν κατάφερε να στηθεί ποτέ σε αυτή την πόλη. Δημιουργούνται πάρα πολλά σχήματα σε κάθε εποχή, τα οποία όμως είναι βραχύβια όλα. Θα έπρεπε για μένα τόσο η Περιφέρεια όσο και η τοπική αυτοδιοίκηση, να κάνουν επένδυση στον πολιτισμό. Έχουν μια πόλη με τόσο νεανικό πληθυσμό, που θα έπρεπε να σκεφτούν με τι πρόγραμμα θα μπορέσει η πόλη να γίνει το Βερολίνο των Βαλκανίων. Γιατί έχει αυτή τη δυνατότητα κατά την άποψή μου.
Χρειάζεται όμως να καθίσουμε κάτω και να σκεφτούμε, όχι μονάχα τα flyover και τα διάφορα άλλα έργα που γίνονται στην πόλη. Να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για αυτή την πόλη. Έχει αυτά τα πολύ ειδικά χαρακτηριστικά. Έχει τόσο νεανικό πληθυσμό. Περπατάς στους δρόμους και ανοίγει η ψυχή σου βλέποντας τόσο νέο κόσμο. Αλλά θέλει σχέδιο, θέλει στόχευση.
Αυτή τη στιγμή όσα θέατρα λειτουργούν στη Θεσσαλονίκη, με κάποιο τρόπο επιβιώνουν θα έλεγα. Και έχει αυτή η πόλη την ιδιαιτερότητα οτι λόγω του τρόπου με τον οποίο είναι δομημένες οι συγκοινωνίες, δεν ενώνει την περιφέρεια με το κέντρο της. Δηλαδή δεν μπορεί να κάνει κάποιος ένα χώρο θεατρικό σε μια συνοικία. Δεν μπορεί να πάει ο κόσμος εκεί. Κι αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα, γιατί χώροι υπάρχουν στις γύρω περιφέρειες. Στο κέντρο δεν υπάρχουν χώροι, έχουν εξαλειφθεί τα πάντα νομίζω. Αλλά δεν έχουμε αυτή την επικοινωνία με τις συνοικίες. Στην Αθήνα, παίρνεις το μετρό και πηγαίνεις οπουδήποτε για να δεις μία παράσταση.
Στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν παιδιά που ξεχωρίζουν. Εμείς οι θεατρόφιλοι τα αναγνωρίζουμε, αλλά η πόλη όχι. Και κατεβαίνουν στην Αθήνα και τα αναγνωρίζουμε μετά όλοι. Να φέρω ένα παράδειγμα, ο Μιχαήλ Συριόπουλος δούλεψε αρκετά χρόνια στη Θεσσαλονίκη πριν κατέβει στην Αθήνα. Και άλλα παιδιά, θα έλεγα ότι ξεκίνησαν από εδώ. Τα παιδιά της πόλης, χρειάζεται να τους αναγνωρίσει αρχικά η κριτική. Τι κριτική έχουμε; Δηλαδή, πρέπει να υπάρχει ένα πλαίσιο. Θυμάμαι τον Αναστασάκη, ο οποίος πρόβαλε πολλούς ηθοποιούς του Κρατικού. Στα κοινωνικά δίκτυα έκανε αναρτήσεις με τους ηθοποιούς του. Και έλεγα μπράβο, επιτέλους, να αρχίσει ο κόσμος να μαθαίνει και τα πρόσωπα των ηθοποιών. Γιατί ο ηθοποιός είναι πρόσωπο, κακά τα ψέματα. Και γίνεται πρόσωπο όταν κατεβαίνει στην Αθήνα, όπου θα συμμετάσχει σε κάποια τηλεοπτική σειρά και μετά, με το που έρχεται στη Θεσσαλονίκη, ο κόσμος πάει να τον δει. Τα πρόσωπα όμως εδώ δεν προβάλλονται πουθενά. Δεν έχουμε τα μέσα για να προβληθούν. Να γίνει μια δουλειά, να γίνει ένα σίριαλ πού να ξεκινήσει από εδώ. Μη θέλουμε να φτιάξουμε μόνο στούντιο για το Hollywood, ας γίνει ένα σίριαλ με ηθοποιούς ντόπιους, ίσως μια παραγωγή της ΕΡΤ. Να αξιοποιήσει τις υποδομές που υπάρχουν σε αυτή την πόλη. Έτσι σιγά σιγά θα μπορεί ένας ηθοποιός να δουλεύει και έξω από την Αθήνα και θα μπορεί στοιχειωδώς να βιοπορίζεται. Κακά τα ψέματα, η έλξη του κοινού γίνεται μέσω των ηθοποιών. Τους ηθοποιούς αγαπάμε, αυτούς βλέπουμε, με αυτούς ταυτιζόμαστε, αυτοί μας συγκινούν. Για τον πολύ κόσμο, είναι το κίνητρο για να έρθει στο θέατρο, το να πάει να δει έναν καλό ηθοποιό.
Η καλύτερη οντισιόν για να δω εγώ νέα ταλέντα, είναι να πάω να δω παραστάσεις. Έτσι είδα αυτά τα τέσσερα παιδιά που παίζανε στο «Προσοχή εκτελούνται έργα» και ήταν εξαιρετικά. Δεν μπορεί λοιπόν ένα ολόκληρο Κρατικό να μην κυνηγάει ταλέντα ή να μην επενδύει στα νέα παιδιά και να φέρνουμε πρωταγωνιστές από την Αθήνα.»
Λόλα Νικολάου (Ιδιοκτήτρια γκαλερί)
«Η δική μου αίσθηση είναι πως υπάρχουν στη Θεσσαλονίκη πάρα πολλά καλά νέα παιδιά. Δεν έχει καμία σχέση με παλιά δηλαδή η εποχή. Αυτοί οι νέοι καλλιτέχνες, έχουν και την δυνατότητα και την όρεξη στο να ξεχωρίσουν και να βγουν μπροστά. Εγώ δουλεύω με πολλούς από αυτούς. Πρόκειται για εξαιρετικούς νέους καλλιτέχνες, βραβευμένοι οι πιο πολλοί με γνώση και όραμα. Με εμένα έρχονται σε επαφή σχεδόν όλα τα παιδιά που τελειώνουν την Σχολή Καλών Τεχνών. Επειδή δεν μείναμε και πολλές γκαλερί πλέον στη Θεσσαλονίκη, ο περισσότεροι θα περάσουν και θα φέρουν portfolio. Αυτό που θέλω να κρατήσετε, είναι πως είναι μία απόλυτα καλή περίοδος για τους νέους καλλιτέχνες της πόλης.»
Ελένη Παπαγεωργίου (Εκδόσεις Μεταίχμιο)
«Δεν θα έλεγα ότι έχουμε πολλούς νέους συγγραφείς από τη Θεσσαλονίκη. Εγώ πιο πολύ θα έλεγα ότι αυτό που ξεχωρίζει τη Θεσσαλονίκη, είναι τα αρκετά ωραία πράγματα που γίνονται γύρω από τη συνάντηση με το βιβλίο. Βιβλιοπωλεία που κάνουν πολύ ενδιαφέρουσες δράσεις, αλλά και οι μεγάλες εκδηλώσεις που γίνονται, όπως για παράδειγμα αυτή του Τζο Νέσμπο πρόσφατα, αλλά και του Εντουάρ Λουί που είχε μία μεγάλη εκδήλωση, και του Πασκάλ Μπρυκνέρ λίγο παλιότερα. Δηλαδή νομίζω ότι η συνάντηση με το βιβλίο στη Θεσσαλονίκη έχει κάτι ξεχωριστό αυτή τη στιγμή. Έχει και σεμινάρια δημιουργικής γραφής στη Θεσσαλονίκη και έχει και το Τμήμα της δημιουργικής γραφής, όπως και τις Λέσχες Ανάγνωσης κι αυτά όλα μπορεί να «γεννήσουν» νέα πράγματα.
Ο κόσμος γράφει. Γράφει πολύ. Και εκδίδονται και πάρα πολλά βιβλία. Αυτό το πρόβλημα που έχει η ελληνική λογοτεχνία, είναι ότι δεν μπορεί εύκολα να ταξιδέψει σε άλλες γλώσσες. Χρειάζεται τη στήριξη από την πολιτεία η οποία δεν υπάρχει. Δηλαδή προγράμματα επιδότησης για τη μετάφραση.
Λαμβάνουμε πάρα πολλές εκδοτικές προτάσεις. Χωρίς να σημαίνει αυτό όμως ότι όλα είναι εκδόσιμα. Υπάρχουν πολλοί επίδοξοι συγγραφείς και φυσικά κατά καιρούς ξεχωρίζουν νέες φωνές φυσικά. Εμείς έχουμε μια συγγραφέα από τη Θεσσαλονίκη με ένα πάρα πολύ καλό μυθιστόρημα που βγάλαμε στα τέλη του ’23, το «Σήκω από πάνω μου» της Λίνας Βαρότση, της οποίας το χειρόγραφο μας ήρθε από το πουθενά. Δηλαδή δεν είναι ότι τη γνωρίζαμε και είχε ήδη εκδώσει βιβλία. Είναι μία θεσσαλονικιά που ξαφνικά μας έστειλε και την διαβάσαμε.»
Σίμος Παπάνας (Διευθυντής Κ.Ο.Θ.)
Η αίσθησή μου είναι ότι η πόλη βρίσκεται σε μια εποχή άνθησης. Θεωρώ ότι υπάρχουν πολλά και σπουδαία ερεθίσματα που έρχονται πια στην πόλη μας καθημερινά. Και σε ό, τι αφορά σε αυτά που κάνουμε εμείς ως Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης και αυτά που έρχονται στο Μέγαρο. Θεωρώ ότι η πολιτιστική ζωή της πόλης γίνεται όλο και πιο πλούσια. Χωρίς να σημαίνει όμως, ότι δεν έχουμε ακόμα περιθώρια να ανθίσει κι άλλο. Όμως, τα ερεθίσματα αυτά δίνουν και έμπνευση και κίνητρα στους νέους ανθρώπους να ασχοληθούν με τις τέχνες, να ασχοληθούν με τη μουσική και να κάνουν καινούργια πράγματα. Για μένα είναι πάρα πολύ αισιόδοξο και το βλέπω ακόμα και στις ακροάσεις της ορχήστρας ή τα πράγματα που κάνουμε με νέους, ότι υπάρχουν πάρα πολλά σπουδαία ταλέντα στην πόλη μας, όπου το στοίχημα που έχουμε να κερδίσουμε είναι να μπορέσουμε να τα κρατήσουμε κοντά στην πόλη και στη χώρα ώστε να προσφέρουν και στο ελληνικό ακροατήριο. Και βεβαίως για να στηριχθούν αυτά, χρειάζονται δομές οι οποίες θα πρέπει να μεγαλώσουν και να ανθίσουν περισσότερο. Δηλαδή, εμείς είμαστε μια ορχήστρα. Ελπίζω να βρει ένα πιο γοργό βήμα και η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης. Έχουμε κι ένα πάρα πολύ καλό ωδείο και αναμένουμε και την εξέλιξή της Ακαδημίας Παραθετικών Τεχνών, έχουμε κι ένα πάρα πολύ καλό τμήμα στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Η πόλη έχει «φυτώρια», έχει κάποιους οργανισμούς. Κραυγαλέα όμως είναι η έλλειψη θεάτρου όπερας στην πόλη, αλλά θεωρώ ότι όλοι αν δουλέψουμε σωστά θα μπορέσουμε να έχουμε μια πόλη που θα συνεχίσει να προσφέρει.
Πάντως τα νέα παιδιά που ακούμε, είναι πραγματικά πολύ αισιόδοξο το πόσο καλοί μουσικοί είναι.
Ένα παιδί 25 χρονών ας πούμε, το οποίο για παράδειγμα σπούδασε σε κάποια ωδεία της πόλης, μετά πήγε στο εξωτερικό και σπούδασε σε μια από τις μεγάλες ακαδημίες του εξωτερικού, έχει μεγαλώσει και έχει ως βίωμα την Ελλάδα της κρίσης. Θυμάται την δυσκολία και τη μιζέρια μόνο, ενώ εμείς οι πιο μεγάλοι θυμόμαστε την πόλη και τη χώρα σε διάφορες φάσεις της ιστορίας της. Στα καλά και στα κακά της. Και είχε η χώρα μας και η πόλη τότε μεγαλύτερη ευκαιρία να μας γοητεύσει και να μας κάνει να θέλουμε να είμαστε εδώ. Ένα παιδί που έχει ζήσει μόνο την εικόνα της κρίσης, πολλές φορές ίσως να φοβάται. Αυτό πρέπει να πολεμήσουμε σε αυτή τη γενιά των παιδιών. Να οικοδομήσουμε ένα περιβάλλον με τα θετικά, με τη ζωντάνια της Θεσσαλονίκης που όλοι ξέραμε από πάντοτε.
Αν δει κανείς την πορεία της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, θα δει πως είμαστε ένας πάρα πολύ εξωστρεφής φορέας. Αυτό στο οποίο στοχεύουμε είναι να είμαστε πύλη τόσο του παγκόσμιου μουσικού πολιτισμού προς το κοινό της πόλης, όπως και αντίθετα, του ελληνικού μουσικού πολιτισμού προς τον κόσμο. Αυτό το κάνουμε είτε με τις περιοδείες μας, είτε με τις ηχογραφήσεις μας, είτε με τις συνέργειες μας με διεθνείς φορείς.»
Γιώργος Τσακίρης (Εικαστικός)
«Έχουμε στη Θεσσαλονίκη τη μεγαλύτερη σχολή καλών τεχνών της Ελλάδας. Η οποία έχει τέσσερα τμήματα και μεταξύ τους δεν έχουν απόσταση όσον αφορά το αντικείμενο. Πλέον στα εικαστικά βλέπουμε βίντεο, βλέπουμε performance, βλέπουμε ήχους όπως στη μουσική ή μικρές ταινίες και εικαστικές συμπεριφορές στα άλλα τα τμήματα. Αυτή η αλληλοεπίδραση των τμημάτων της Σχολής Καλών Τεχνών διευκολύνει πάρα πολύ τα παιδιά έτσι ώστε να εκφραστούν σε μια πολύφωνη κοινωνία που ζούμε και αυτό είναι πάρα πολύ ευχάριστο.
Τώρα, σε μια μικρή παρένθεση θα αναφέρω αυτό που έζησα στο παρελθόν σαν νεανίας. Οι σπουδές μου ήταν στο εξωτερικό, πήγα στην Αθήνα για 11 χρόνια, ήρθα μετά Θεσσαλονίκη με τέτοιον ενθουσιασμό γιατί τότε είχε στηθεί το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, αργότερα ήρθε η Συλλογή Κωστάκη, υπήρχαν πάρα πολλοί εκθεσιακοί χώροι και η αγωνία των καλλιτεχνών της Αθήνας και όλης της Ελλάδας ήταν να εκθέσουν στη Θεσσαλονίκη. Αυτό έδινε μεγάλες ελπίδες στους εικαστικούς. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι φτωχομάνα, είναι καλλιτεχνομάνα. Αν ανατρέξουμε στους παλαιότερους, πολλοί έχουν καταγωγή τη Θεσσαλονίκη, σε όλες τις εκβάσεις της τέχνης, που για πολλούς λόγους αναγκάστηκαν να μετακινηθούν. Αυτός ο ενθουσιασμός που ζήσαμε εμείς οι νεότεροι τότε, όσον αφορά τα εικαστικά, ήταν πολύ ελπιδοφόρος. Πάρα πολλοί επιλέξαμε να εγκατασταθούμε σε μόνιμη βάση στη Θεσσαλονίκη. Κάποιοι από εμάς βέβαια, έχουμε δίπορτο το Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Και εκείνο που κλιμακωτά είδα να έρχεται στην πόλη αυτή, ήταν η πτώση των δράσεων και της ενίσχυσης των πράξεων των νέων καλλιτεχνών. Ήμουν 30 χρόνια στη σχολή, την έζησα από κοντά. Δεν έχουμε σήμερα πολλές γκαλερί στη Θεσσαλονίκη. Αυτό είναι δραματικό. Ενώ αντίθετα στην Αθήνα στήνονται καινούργιες γκαλερί. Το MOmus προσπαθεί να κρατηθεί και να παράξει έργο και αυτό είναι ευτύχημα. Δυστυχώς όμως, δεν έχουμε μια δημοτική πινακοθήκη η οποία να έχει μόνιμα εκθέματα. Αν πάτε στα Βαλκάνια, στις μικρότερες πόλεις, θα δείτε να υπάρχουν δημοτικές πινακοθήκες και να προβάλλεται το έργο των καλλιτεχνών της κάθε πόλης. Αυτό δεν το έχουμε στη Θεσσαλονίκη. Και αυτό σιγά σιγά αρχίζει να επιδρά πάνω στους καλλιτέχνες που συχνά σκέφτονται πού να δείξουν αυτά που κάνουν. Στήθηκε ένα Art Thessaloniki το οποίο έχει μεγάλο ενδιαφέρον και έδωσε ώθηση στα εικαστικά πράγματα. Δεν ζούμε όμως τις εποχές της δεκαετίας του ’80 και του ‘90 όπου περπατούσες στην Καμάρα και έβλεπες τα εργαστήρια των αγιογράφων. Και είναι υγιές σε μια πόλη να τροφοδοτεί με αντικείμενο όλες τις συμπάθειες, όλα τα γούστα. Εξαφανίστηκαν από την πόλη τα κορνιζάδικα. Το κορνιζάδικο πολλές φορές έδωσε ώθηση σε κάποιους να παράξουν έργο. Καλύτερο ή χειρότερο. Δεν σημαίνει ότι αυτά που δείχνουν στις γκαλερί είναι καλύτερα από αυτά του κορνιζάδικου. Υπάρχουν καλλιτέχνες που κάνουν street art. Νέα παιδιά που πολλά από αυτά ήταν φοιτητές μου. Παράγουν έργο αλλά δεν έχει την απήχηση ή δεν υπάρχει ο τρόπος γα να βάλει ένας φιλότεχνος στο σπίτι του ένα τέτοιο έργο. Και η έλλειψη συλλεκτών επηρεάζει ιδιαίτερα την παραγωγή. Όσο ήταν ο κορονοϊός, προσπαθούσα να δω στο φόντο των ομιλούντων καθηγητών στις διαδικτυακές συνομιλίες με υπουργούς, βουλευτές, τι είχαν στα σπίτια τους. Μόνο έναν δικηγόρο θυμάμαι να είχε έργο καλλιτέχνη στον τοίχο του. Οι περισσότεροι σήμερα προτιμούν να πάρουν μια έτοιμη αφίσα και να στολίσουν. Άλλαξε όλη αυτή η δομή της ζήσης μας και αυτό επηρεάζει πολύ έντονα την επιβίωση των καλλιτεχνών. Δεν είναι λύση να γίνουν όλοι καθηγητές. Εγώ τους λέω πηγαίνετε να διοριστείτε για να έχετε το μεροκάματο. Αλλά και μέσα από αυτή τη διαδικασία πολλοί παράγουν έργο πνιγμένοι στην έλλειψη του πώς να το δείξουν. Ανοίγουν κάτι εναλλακτικοί χώροι που τους βαφτίζουν εικαστικούς. Αλλά επειδή δεν έχουν τη δύναμη να υποστηρίξουν τις εργασίες των παιδιών που εκτίθενται εκεί, μετά ο καθένας μένει μετέωρος. Δεν είναι καλά τα πράγματα. Και για να ξεχωρίσει ένας νέος, θέλει πολλή επιμονή ώστε να μην φύγει από το μετερίζι. Να δώσει πίστωση στον χρόνο. Και από την άλλη να χτυπήσει και πόρτες – επιβάλλεται αυτό – και σε άλλους χώρους για να επιστρέψει μετά δικαιωμένος. Κατά τα άλλα, ζούμε και σε εποχή όπου ο καλλιτέχνης έχει φύγει από το πρώτο πλάνο. Στο πρώτο πλάνο είναι ο επιμελητής. «Ο τάδε που οργανώνει μία έκθεση 25 καλλιτεχνών». Οι καλλιτέχνες δεν υπάρχουν. Και αυτό απογοητεύει πολύ κόσμο.
Οι εφημερίδες σήμερα δεν έχουν σελίδες για τους καλλιτέχνες. Οπότε ο ρόλος, είναι σε εσάς στην Parallaxi να επιμένετε, για να δώσετε ελπίδες στους νέους ανθρώπους ότι αξίζει να κάνουν τέχνη.
Δεν είναι χόμπι η τέχνη. Είναι επάγγελμα. Πρέπει να ζεις από αυτό. Ασχέτως αν κάνεις και κάποιο πάρεργο για να το ενισχύσεις. Αν δεν επιμένεις να διαχειριστείς την ιδέα σου, αυτό που σε ενδιαφέρει να κάνεις, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Από την άλλη δεν μπορούμε να απελπιζόμαστε. Όλοι θέλουν κάτι να δουν κρεμασμένο στο ντουβάρι τους, ακόμα και ο φυλακισμένος βάζει γραφήματα στον τοίχο. Πόσο φυλακισμένος όμως να είσαι στο σπίτι σου… Χρειάζεται ένα αντικείμενο να βλέπεις. Εγώ σιγά σιγά, ελπίζω ότι θα αλλάξουν τα πράγματα. Σήμερα οι σχολές έχουν γεμίσει με παιδιά από την περιφέρεια και αυτά επιστρέφουν στην περιφέρεια. Παράγουν έργο έστω και έμμεσα εικαστικό, φτιάχνουν γενιές. Οι ομάδες και οι κατά μόνα προσπάθειες είναι αυτές που παράγουν αντικείμενο. Η Θεσσαλονίκη όμως έχει έναν πληθυσμό σοβαρό. Θα της δώσουμε μια πίστωση. Οι καλλιτέχνες άλλωστε έχουν μάθει στην πενία, οπότε έχουν αντοχές. Περνάμε δύσκολη εποχή. Θα ήθελα να υπάρχουν εκθεσιακοί χώροι για να δίνουν βήμα στα νέα παιδιά, αλλά μάλλον είμαστε στο μεταίχμιο που θα μας φέρει καινούργια πράγματα. Νομίζω ότι η αύρα της ανανέωσης που γίνεται στην Αθήνα, πολύ σύντομα θα μετακινηθεί και 500 χιλιόμετρα και θα έρθει στην πόλη μας.»