100 χρόνια ελληνικού σινεμά: Part 1 (1914-1950)
της Λίνας Μυλωνάκη Εικόνες: © ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 100 χρόνια ελληνικού σινεμά: Από τη «Γκόλφω» στο Weird Greek Cinema. Μέρος Πρώτον Η ιστορία του ελληνικού σινεμά είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν η ιστορία του κινηματογραφικού μέσου. Με αφορμή τα 100 χρόνια από την πρώτη ελληνική ταινία μυθοπλασίας, τη «Γκόλφω», που γυρίστηκε το 1914 σε σκηνοθεσία […]
της Λίνας Μυλωνάκη
Εικόνες: © ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
100 χρόνια ελληνικού σινεμά: Από τη «Γκόλφω» στο Weird Greek Cinema. Μέρος Πρώτον
Η ιστορία του ελληνικού σινεμά είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν η ιστορία του κινηματογραφικού μέσου. Με αφορμή τα 100 χρόνια από την πρώτη ελληνική ταινία μυθοπλασίας, τη «Γκόλφω», που γυρίστηκε το 1914 σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μπαχατώρη, η Parallaxi θυμάται τις πιο χαρακτηριστικές εποχές στην εξέλιξη του ελληνικού κινηματογράφου.
Η εξέλιξη του ελληνικού σινεμά δεν ακολουθεί μια γραμμική πορεία στο χρόνο ούτε παρουσιάζει μεγάλες σχολές και δημοφιλή είδη, ικανά να επηρεάσουν τις ξένες κινηματογραφίες. Ωστόσο, στο μέτρο των δυνατοτήτων της μικρής κινηματογραφικής αγοράς, που εξαρχής υπήρξε η Ελλάδα, το ελληνικό σινεμά ακολούθησε τη δική του διαδρομή. Ανασυνθέτοντάς την, οι ιστορικοί και θεωρητικοί κινηματογράφου αναγνωρίζουν υφολογικά, θεματικά και αισθητικά χαρακτηριστικά, τάσεις και δημιουργούς και προτείνουν κριτήρια για την περιοδολόγηση και αξιολόγησή τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν υπάρχει μία, αλλά περισσότερες ιστορίες του ελληνικού σινεμά, που στην ουσία αποτελούν διαφορετικές ερμηνείες για την ιστορική διαδρομή του κινηματογραφικού μέσου στην Ελλάδα.
Μια από τις επικρατέστερες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις για το ελληνικό σινεμά, που βασίζεται στον άξονα του χρόνου και είναι η πιο διαδεδομένη, διακρίνει τρεις κυρίαρχες εποχές: τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο (1950-1970), όταν μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο η Ελλάδα παρουσιάζει τα πρώτα δείγματα οργανωμένης –και αργότερα μαζικής –κινηματογραφικής παραγωγής •το νέο ελληνικό κινηματογράφο (1970-1990), μια περίοδο ρήξης με τον κινηματογράφο του στούντιο και την ανάδυση ενός ανεξάρτητου, μοναχικού σινεμά του δημιουργού• και το σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο (1990 έως σήμερα), μια περίοδο «επαναφοράς» του σινεμά στο κοινό, στην οποία συνυπάρχουν εμπορικές και καλλιτεχνικές ταινίες. Και σε αυτή την περίπτωση βέβαια τα χρονικά σημεία που οριοθετούν τις τρεις περιόδους δεν είναι απόλυτα και αυστηρά.
Οι Υφάντρες των αδερφών Μανιάκη, 1905
Η «προϊστορία» του ελληνικού σινεμά
Τα πρώτα 50 χρόνια του ελληνικού σινεμά είναι μια αχαρτογράφητη ακόμη περιοχή, με πολλά ερωτήματα σχετικά με σκηνοθέτες, παραγωγούς και ταινίες. Ελάχιστα οπτικοακουστικά τεκμήρια είναι σήμερα διαθέσιμα από τις πρώτες απόπειρες των Ελλήνων κινηματογραφιστών και η «προϊστορία» του ελληνικού σινεμά γράφεται κυρίως μέσα από τις δευτερογενείς πηγές (βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, γραπτές μαρτυρίες) και όχι μέσα από τις ίδιες τις ταινίες.
Το σημείο «μηδέν» για τον ελληνικό κινηματογράφο δεν είναι οπωσδήποτε η «Γκόλφω». Σε μια ευρύτερη ερμηνεία του μέσου, που περιλαμβάνει ταινίες μυθοπλασίας και ταινίες τεκμηρίωσης, συναντάμε αρκετά κινηματογραφικά επίκαιρα —τα λεγόμενα «ζουρνάλ» (journal)— που γυρίζονται στη δεκαετία του ’10 από Έλληνες και ξένους οπερατέρ, οι οποίοι εργάζονται για ξένες κινηματογραφικές εταιρίες, όπως οι γαλλικές Pathé και Gaumont. Ένας από τους πρώτους οπερατέρ, ο Γάλλος Λεόν, γίνεται γνωστός ως ο πρώτος …Έλληνας κινηματογραφιστής, διότι γυρίζει το πρώτο ζουρνάλ με ελληνικό θέμα (την ενδιάμεση Ολυμπιάδα της Αθήνας το 1906). Πρόκειται για μια σύντομη ταινία επικαίρων, που μένει στην ιστορία ως το πρώτο ελληνικό ζουρνάλ και γνωρίζει μεγάλη απήχηση στους θεατές της εποχής.
Έναν χρόνο νωρίτερα, το 1905, γυρίζονται «Οι Υφάντρες» από τους αδελφούς Γιάννη και Μιλτιάδη Μανάκια, οι οποίοι θεωρούνται οι πρώτοι κινηματογραφιστές των Βαλκανίων, καθώς και προπομποί του ελληνικού σινεμά. Οι αδελφοί Μανάκια ξεκινούν από τον τόπο καταγωγής τους, την Αβδέλλα Γρεβενών και κινηματογραφούν τη ζωή σε κίνηση σε μικρού μήκους εθνογραφικά ντοκιμαντέρ, καταγράφοντας τα ήθη και τις παραδόσεις των ανθρώπων της περιοχής.
Ο Βιλάρ στα γυναικεία λουτρά του Φαλήρου, 1922
Ο Γολγοθάς των πρωτοπόρων
Μέχρι το Μεσοπόλεμο, η κινηματογραφική παραγωγή στην Ελλάδα αφορά σε ταινίες βωβού κινηματογράφου, που είναι είτε επίκαιρα είτε ταινίες μυθοπλασίας. Πρωτοπόρος στις ταινίες επικαίρων είναι ο Ούγγρος οπερατέρ Ζοζέφ Χεπ, ο οποίος θεωρείται ο δάσκαλος των Ελλήνων στις τεχνικές του σινεμά. Ο Χεπ εργάζεται στην Ελλάδα και καταγράφει με το φακό του τα πιο σημαντικά ιστορικά γεγονότα της εποχής, όπως το «Ανάθεμα του Ελευθέριου Βενιζέλου στο Πολύγωνο» (1916).
Στη δεκαετία του ’20 η Μικρασιατική Καταστροφή προσελκύει σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα το ενδιαφέρον των ελληνικών επικαίρων και η κινηματογραφική παραγωγή στρέφεται στις επιχειρήσεις των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία, παρά τα στοιχειώδη τεχνικά μέσα. Η πιο δημοφιλής ταινία επικαίρων είναι το «Ελληνικό θαύμα» (1921) του Δημήτρη Γαζιάδη, μια προπαγανδιστική ταινία με θέμα την κατάληψη της Άγκυρας που χρηματοδοτήθηκε από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών. Στην ταινία χρησιμοποιήθηκαν Ρώσοι ηθοποιοί και στρατός, αφού οι Έλληνες στρατιώτες έλειπαν στο μέτωπο. Στα πολεμικά επίκαιρα εξειδικεύεται και ο οπερατέρ Γιώργος Προκοπίου, ο οποίος γυρίζει ζουρνάλ στο μικρασιατικό μέτωπο με εντολή του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Με σημείο αναφοράς τη «Γκόλφω» (1914) του Κωνσταντίνου Μπαχατώρη, οι ταινίες μυθοπλασίας γνωρίζουν μια σύντομη περίοδο ακμής, που ξεκινά από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 και φθάνει λίγο πριν τη δικτατορία του Μεταξά (1936). Οι μυθοπλασίες είναι κυρίως κωμωδίες ή μελοδράματα, τα οποία δανείζονται στοιχεία από τα βουκολικά ειδύλλια. Η «Γκόλφω» είναι και η πρώτη κινηματογραφική διασκευή στην Ελλάδα, καθώς βασίζεται στο ομώνυμο βουκολικό ειδύλλιο του Σπυρίδωνα Περεσιάδη.
Η κινηματογραφική παραγωγή δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση στην Ελλάδα. Ωστόσο, ανήσυχοι καλλιτέχνες και φιλόδοξοι επιχειρηματίες ιδρύουν τις πρώτες κινηματογραφικές εταιρείες, προσπαθώντας να γυρίσουν ταινίες με αυτοσχέδια τεχνικά μέσα και πενιχρή χρηματοδότηση. Το 1912 ο κωμικός Σπυρίδων Δημητρακόπουλος –γνωστότερος και με το ψευδώνυμο «Σπυριντιών»- ιδρύει την πρώτη ελληνική κινηματογραφική εταιρεία, την Αθήνη Φιλμ, για λογαριασμό της οποίας γυρίζει κωμωδίες με πρωταγωνιστή τον εαυτό του και καταγράφεται ως ο πρώτος κωμικός του ελληνικού σινεμά.
Με την κωμωδία ασχολούνται και δύο ακόμη Έλληνες ηθοποιοί: ο Βιλάρ (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Νίκου Σφακιανού) και ο Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ. Ο Βιλάρ, γνωστός ηθοποιός του μουσικού θεάτρου, σκηνοθετεί τον εαυτό του στην ταινία «Ο Βιλάρ στα γυναικεία λουτρά του Φαλήρου» (1922) και στις «Περιπέτειες του Βιλάρ» (1926, Αρχική φωτογραφία), που θεωρείται η παλαιότερη σωζόμενη ελληνική ταινία. Ο Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ, αρχικά θεατρικός ηθοποιός, εμφανίζεται στο χώρο του κινηματογράφο το 1924. Με την καθοδήγηση του τενόρου Λυκούργου Καλαποθάκη και με οπερατέρ τον Ζόζεφ Χεπ, ο Μιχαήλ γυρίζει μια σειρά κωμωδιών, που δεν έχουν διασωθεί («Ο Μιχαήλ δεν έχει ψιλά», «Το όνειρο του Μιχαήλ», «Ο έρως του Μιχαήλ και της Κοντσέτας», «Ο τυχερός», «Ο γάμος της Κοντσέτας και του Μιχαήλ»).
Αστέρω του Δημήτρη Γαζιάδη, 1927
Το 1914 ο Ούγγρος οπερατέρ Ζοζέφ Χεπ, σε συνεργασία με το δημοσιογράφο, θεατρικό συγγραφέα και πρώην βουλευτή Δήμο Βρατσάνο, ιδρύουν την «Άστυ Φιλμ», αντιμετωπίζοντας επαγγελματικά την υπόθεση «κινηματογράφος». Ωστόσο, η πρώτη παραγωγή της «Άστυ Φιλμ» καταλήγει σε φιάσκο: Η ταινία «Ο ανήφορος του Γολγοθά», ένα έργο θρησκευτικού περιεχομένου, αποδεικνύεται πραγματικός Γολγοθάς για τους συμμετέχοντες και δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Το γεγονός δεν πτοεί τους δύο συμπαραγωγούς, που γυρίζουν τη μικρού μήκους ταινία «Η προίκα της Αννούλας» (αναφέρεται και ως «Η τύχη της Μαρούλας»), την πρώτη διαφημιστική ταινία του ελληνικού σινεμά, που προωθεί τα λαχεία του ελληνικού στόλου.
Η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής ταινιών στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου είναι η Dag Films που ιδρύουν οι αδελφοί Γαζιάδη. Έμπειροι οπερατέρ, οι αδελφοί Γαζιάδη παράγουν τεχνικά άρτιες ταινίες –αρχικά επίκαιρα και αργότερα ταινίες μυθοπλασίας, που κάνουν σημαντική καριέρα όχι μόνο στο εγχώριο αλλά και στο ξένο κοινό στη Γαλλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Εκτός από τις ταινίες επικαίρων, η Dag Films γυρίζει αρκετές ταινίες μυθοπλασίας σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γαζιάδη, όπως το δραματικό ειδύλλιο «Έρως και κύματα» (1927), η κοινωνική περιπέτεια «Το λιμάνι των δακρύων» (1928), η «Αστέρω» (1929), μια διασκευή για τον κινηματογράφο από τον ακαδημαϊκό Παύλο Νιρβάνα της αμερικάνικης ταινίας «Ραμόνα», που είχε προβληθεί στην Αθήνα την προηγούμενη χρονιά και «Οι Απάχηδες των Αθηνών» (1930), βασισμένη στην ομώνυμη οπερέτα των Πρινέα-Χατζηαποστόλου που μεταφέρεται στην οθόνη από τους αδερφούς Γαζιάδη ως βουβή ταινία.
Ο ελληνικός κινηματογράφος γνωρίζει μια σύντομη περίοδο ακμής (1928-1932), που χαρακτηρίζεται από αυξημένο ενδιαφέρον του κοινού για το σινεμά και πολλαπλασιασμό των ταινιών και των εταιρειών παραγωγής (Ολύμπια Φιλμ, Φύζιο Φιλμ, Ajax Film, Άστρο Φιλμ). Στο Μεσοπόλεμο γυρίζονται μερικές από τις πιο γνωστές βωβές ελληνικές ταινίες, όπως η «Μαρία Πενταγιώτισσα» (1928) και «Ο Μάγος της Αθήνας» (1931) του Αχιλλέα Μαδρά, η «Κοινωνική Σαπίλα» (1932) του Στέλιου Τατασόπουλου και «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» (1932) του Π. Δαδήρα. Η πιο εμπορική κινηματογραφική επιτυχία του ελληνικού σινεμά της εποχής είναι το «Δάφνις και Χλόη» (1931) του Ορέστη Λάσκου, που ξεχωρίζει για τα εξωτερικά γυρίσματα, την τεχνική αρτιότητα, αλλά και την πρώτη σκηνή γυμνού που παρουσιάζεται στον ελληνικό κινηματογράφο.
Η επιβολή της μεταξικής δικτατορίας και η πολιτική αστάθεια δημιουργούν δυσμενείς συνθήκες και οδηγούν την κινηματογραφική παραγωγή σε μαρασμό. Το ελληνικό σινεμά βρίσκεται σε μαρασμό και μεταναστεύει στην Αίγυπτο, όπου βρίσκει καταφύγιο το καλλιτεχνικό δυναμικό του θεάτρου και του κινηματογράφου. Η μεγάλη ελληνική παροικία στην Αίγυπτο και οι υψηλές τεχνικές προδιαγραφές των αιγυπτιακών στούντιο ευνοούν τη δημιουργία μιας σειράς ελληνικών ταινιών εκτός συνόρων, που απευθύνονται στην ομογένεια, με πιο γνωστή την «Προσφυγοπούλα» (1938), σε σκηνοθεσία του Αιγύπτιου Τόγκο Μιζράχι, όπου πρωταγωνιστεί η Σοφία Βέμπο.
Ο Φίνος στα γυρίσματα της ταινίας “Το τραγούδι του χωρισμού” (1939). Η μοναδική ταινία που σκηνοθέτησε ο πιο σημαντικός παραγωγός του ελληνικού κινηματογράφου.
Το σινεμά της Κατοχής και του Εμφυλίου
Το 1939 κάνει την πρώτη του εμφάνιση ως παραγωγός και σκηνοθέτης ο Φιλοποίμην Φίνος, με την ταινία «Το τραγούδι του χωρισμού», σε παραγωγή της Σκούρας Φιλμ και των Ελληνικών Κινηματογραφικών Στούντιο (προδρόμου της Φίνος Φιλμ). Ο Φίνος πρωταγωνιστεί στην ανασυγκρότηση της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής, καθώς εκτός από παραγωγός, είναι εξαιρετικός τεχνικός. Στο «Τραγούδι του χωρισμού», το πρώτο ελληνικό μελόδραμα, όπου πρωταγωνιστεί ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Φίνος πετυχαίνει το συγχρονισμό ήχου και εικόνας.
Η «Φωνή της καρδιάς» (1943) θεωρείται ταινία-σταθμός στην ιστορία του ελληνικού σινεμά, διότι καταγράφεται ως η πρώτη ταινία της νεοσύστατης Φίνος Φιλμ. «Η φωνή της Καρδιάς», μια αισθηματική κομεντί σε σενάριο και σκηνοθεσία Δημήτρη Ιωαννόπουλου και παραγωγή της Φίνος Φιλμ, εγκαινιάζει μια νέα εποχή, κατά την οποία ο ελληνικός κινηματογράφος θα έχει μια υπολογίσιμη και σταθερά ανερχόμενη παραγωγή.
Ακολουθούν τα «Χειροκροτήματα» (1944), η πρώτη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα, που γράφει το σενάριο και σκηνοθετεί το Δημήτρη Χορν και τον Αττίκ σε έναν αυτοβιογραφικό ρολο.
Την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου το ελληνικό σινεμά είναι περιορισμένο, αλλά όχι ανύπαρκτο, αφού γυρίζονται περί τις 40 ταινίες. Κυριαρχεί το μελόδραμα και το πολεμικό δράμα και τίθενται οι βάσεις για τη σταδιακή εδραίωση της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής. Οι περισσότερες ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’40 επιδεικνύουν ξεχωριστό ενδιαφέρον για την Εθνική Αντίσταση και συντάσσονται με την επίσημη ιδεολογία, που προτάσσει τον ηρωισμό, τον πατριωτισμό και την αυταπάρνηση των Ελλήνων αξιωματικών, ενώ αποσιωπά το διχασμό του Εμφυλίου. Γνωστή ταινία αυτού του είδους είναι η «Τελευταία αποστολή» (1948) του Νίκου Τσιφόρου. Αν και αντιμετωπίζει προβλήματα με τη λογοκρισία, κερδίζει το κοινό και τους κριτικούς και μένει στην ιστορία ως η πρώτη ελληνική συμμετοχή στο Φεστιβάλ των Καννών.
Οι κωμωδίες είναι ακόμη ελάχιστες και βασίζονται σε θεατρικές επιτυχίες γνωστών συγγραφέων, όπως ο Αλέκος Σακελλάριος, που κάνει το κινηματογραφικό ντεμπούτο του με το «Παπούτσι από τον τόπο σου» (1946), σε σενάριο του ίδιου και του Χρήστου Γιαννακόπουλου. Ακολουθεί η μεγάλη επιτυχία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (1948), μιας κωμωδίας του Αλέκου Σακελλάριου με επίκαιρο σχολιασμό για την πρόσφατη εμφύλια διαμάχη. Είναι η πρώτη ελληνική ταινία που θίγει το θέμα-ταμπού του Εμφυλίου και που τηρεί ουδέτερη στάση απέναντι στο πρόσφατο παρελθόν, στέλνοντας μήνυμα συμφιλίωσης και ελπίδας στους θεατές.
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’40 η Ελλάδα διαθέτει 13 κινηματογραφικές εταιρείες παραγωγής, όπου ξεχωρίζουν η Φίνος Φιλμ, η Νόβακ Φιλμ, η Ολύμπια Φιλμ και η Ανζερβός.
Οι Γερμανοί ξανάρχονται του Αλέκου Σακελλάριου, 1948
Διαβάστε ακόμη: 100 χρόνια ελληνικό σινεμά: Part 2 (1950-1993)
100 χρόνια ελληνικό σινεμά: Part 3 (1994-2014)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ:
- Ακτσόγλου, Μ. (επιμ.). Η ελληνική ματιά: Ένας αιώνας κινηματογράφου: 80 ταινίες, 80 σκηνοθέτες, 40 χρόνια φεστιβάλ. Θεσσαλονίκη: Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 1999.
- Βαλούκος, Σ. Φιλμογραφία του ελληνικού κινηματογράφου: 1914-2007. Αθήνα: Αιγόκερως, 2007 (3η έκδοση).
- Κολιοδήμος, Δ. Λεξικό ελληνικών ταινιών: Από το 1914 μέχρι το 2000. Αθήνα: Μίλητος, 2001.
- Μητροπούλου, Αγλαΐα. Ελληνικός κινηματογράφος (2η έκδοση). Αθήνα : Παπαζήσης, 2006.
- Λαμπρινός, Φ. Ισχύς μου η αγάπη του φακού: Τα κινηματογραφικά επίκαιρα ως τεκμήρια της ιστορίας (1895-1940). Αθήνα: Καστανιώτη, 2005.
- Ρούβας, Α και Χ. Σταθακόπουλος. Ελληνικός κινηματογράφος: Ιστορία, φιλμογραφία, βιογραφικά: 1905-1970. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2005.
- Τριανταφυλλίδης, Ι. Ταινίες για φίλημα: Ένα αφιέρωμα στον Φιλοποίμενα Φίνο και τις ταινίες του. Αθήνα: Εξάντας, 2000.