4ο Evia Film Project: Μία ημερίδα αφιερωμένη στο ελληνικό καλοκαίρι

Διερευνήθηκαν θέματα όπως η βιωσιμότητα, ο τουρισμός, τα στερεότυπα που έχτισαν το ελληνικό καλοκαίρι

Parallaxi
4ο-evia-film-project-μία-ημερίδα-αφιερωμένη-στο-ελλην-1337545
Parallaxi

Μια ημερίδα αφιερωμένη στο ελληνικό καλοκαίρι διοργάνωσε το 4ο Evia Film Project, η δράση για το πράσινο σινεμά που διοργανώνει το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με την υποστήριξη του υπουργείου Πολιτισμού.

Στην ημερίδα με τίτλο «Κινηματογραφώντας το ελληνικό καλοκαίρι: φως και μύθοι, στερεότυπα και προκλήσεις» διερευνήθηκαν θέματα όπως η βιωσιμότητα, ο τουρισμός, τα στερεότυπα που έχτισαν το ελληνικό καλοκαίρι, η αποδόμησή τους, αλλά και οι ιδιαίτερες συνθήκες που κάνουν απαιτητική τη διαδικασία παραγωγής μιας ταινίας τους καλοκαιρινούς μήνες. Περισσότεροι από 250 καλεσμένοι ταξίδεψαν με πλοίο από τα Λουτρά Αιδηψού στη Λίμνη, γνώρισαν την πανέμορφη ακτογραμμή της Βόρειας Εύβοιας και έφτασαν στη Λίμνη, όπου παρακολούθησαν την ημερίδα στο κτίριο Μελά.

Αρχικά, ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ ευχαρίστησε το κοινό για την παρουσία του στην ημερίδα και αναφέρθηκε στη θεματική της φετινής διοργάνωσης, το ελληνικό καλοκαίρι: «Θελήσαμε να επαναπροσεγγίσουμε το ελληνικό καλοκαίρι και να αναλογιστούμε τι ακριβώς  σημαίνει να ζεις μέσα σε αυτό. Αναρωτηθήκαμε επίσης τι είδους αλλαγές έχουν συντελεστεί σε αυτό τα τελευταία χρόνια, πόσο βιώσιμο είναι αλλά και τι επιπτώσεις έχει σε αυτό ο υπερτουρισμός, η υπεραλίευση και η υπερκατανάλωση. Πόσο μπορούμε να ζούμε μέσα σε αυτό; Και φυσικά, αυτό που μας ενδιαφέρει άμεσα ως ανθρώπους του σινεμά, είναι το πώς γυρίζονται οι ταινίες στη διάρκεια του ελληνικού καλοκαιριού, το πώς καταγράφεται το ελληνικό φως, το πώς οι παραγωγές μας μπορούν να γίνουν βιώσιμες» ανέφερε αρχικά. Στη συνέχεια, παρουσίασε συνοπτικά τους ομιλητές της ημερίδας και έδωσε τον λόγο στον Κωνσταντίνο Καρτάλη, Καθηγητή Φυσικής Περιβάλλοντος και Κλίματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κλιματική Αλλαγή.

O Κωνσταντίνος Καρτάλης ευχαρίστησε το Φεστιβάλ για την πρόσκληση, για την πρωτοβουλία του Evia Film Project και τη διαμόρφωση ενός θεσμού στην Εύβοια. Η παρουσίασή του ήταν μια διαδρομή στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον του ελληνικού καλοκαιριού. Επικεντρώθηκε στην περιγραφή των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στο ελληνικό καλοκαίρι, στο πώς αυτό έχει αλλάξει τα τελευταία 30 χρόνια αλλά και το πόσο εκτιμάται ότι θα αλλάξει στο μέλλον.

«Τι πρέπει να κάνουμε για να παραμείνει ανέμελο το καλοκαίρι μας;» αναρωτήθηκε αρχικά, θέτοντας τη βάση της συζήτησης. Στη συνέχεια, επισήμανε πως το καλοκαίρι συνεχώς μεγαλώνει, κλέβοντας μέρες από την άνοιξη και το φθινόπωρο, υπογραμμίζοντας πως αυτή η εξέλιξη κάθε άλλο παρά συνιστά λόγο για να νιώθουμε ικανοποιημένοι. «Παρατηρούμε μια συνεχή αύξηση της θερμοκρασίας, με τις ζέστες να εισέρχονται στον Μάιο και τον Σεπτέμβριο. Μπορούμε, κάνοντας χρήση μοντέλων, να προβλέψουμε την αυξητική τάση της θερμοκρασίας σ’ αυτό το κλιματικό hotspot που ονομάζεται Μεσόγειος» εξήγησε. Αμέσως μετά, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τα νησιά της Σαντορίνης και της Μυκόνου, κατέδειξε τις θερμικές ανωμαλίες που παρατηρούνται στις τουριστικές αυτές περιοχές, οι οποίες λόγω κακής διαχείρισης δεν μπορούν πλέον να συντηρήσουν το οικοσύστημά τους.

Στο σημείο αυτό, αναφέρθηκε στο θέμα των πυρκαγιών, δείχνοντας εικόνες και από την καταστροφική πυρκαγιά στην Εύβοια το καλοκαίρι του 2021: «Είχαμε πάντα πυρκαγιές στην Ελλάδα, αλλά τα τελευταία χρόνια είναι πολύ επιθετικές. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, υπάρχουν μέρες στις οποίες παρατηρούμε ταυτόχρονα καύσωνα και ξηρασία. Μια πυρκαγιά δεν προκύπτει από την κλιματική κρίση αλλά από διαφορετικούς παράγοντες, συχνά ανθρωπογενείς. Όταν όμως η πυρκαγιά προκύψει, είναι πλέον δύσκολα κατασβέσιμη» τόνισε, υπογραμμίζοντας πως συχνά η αιτία της καταστροφής δεν είναι η ίδια η κλιματική αλλαγή, αλλά ο κακός σχεδιασμός. Έκανε επίσης λόγο για την αναγέννηση του φυσικού τοπίου στην Εύβοια, η οποία, τέσσερα χρόνια μετά τις πυρκαγιές, η βλάστηση έχει αρχίσει να αναγεννάται και καθ’ ύψος, υπάρχουν δηλαδή πραγματικά δέντρα.

Στη συνέχεια, στάθηκε στην άνοδο της θερμοκρασίας στη θάλασσα που επηρεάζει τη βιοποικιλότητα, αλλά και στους θαλάσσιους καύσωνες οι οποίοι επηρεάζουν λιγότερο τη Μεσόγειο, λόγω των ευεργετικών μελτεμιών που διασχίζουν το Αιγαίο: «Μοιραία, και λόγω των πυρκαγιών, οι ισχυροί άνεμοι αποκτούν μια διαφορετική ανάγνωση. Η αλήθεια είναι όμως πως τα μελτέμια είναι ευεργετικά για τη θερμοκρασία της θάλασσας». Συνέχισε μιλώντας για την ανθρώπινη εισβολή στις φυσικές κατασκευές, όπως την ανέγερση πολυκατοικιών ακριβώς μπροστά στο παραλιακό μέτωπο, αλλά και καταστροφικά στοιχεία όπως τα κρηπιδώματα, τα οποία υπάρχουν στο μήκος των ελληνικών ακτών σε μέρη όπου θα έπρεπε να εκτονώνεται το κύμα.

Έπειτα, έκανε λόγο για το αστικό καλοκαίρι, το οποίο χαρακτήρισε ως ένα «σχεδόν χαμένο ζήτημα»: «Πλέον στην Ελλάδα έχουμε τροπικές νύχτες, δηλαδή βραδινές θερμοκρασίες πάνω από 25 βαθμούς Κελσίου. Οι ίδιες οι πόλεις ανεβάζουν θερμοκρασία λόγω του τρόπου που είναι χτισμένες». Παρατηρώντας τη θερμική ανάλυση του δήμου Αθηναίων, εισήγαγε μια ταξική διάσταση στο ζήτημα της κλιματικής κρίσης, καθώς οι γειτονιές όπου κατοικούν άνθρωποι με χαμηλότερα εισοδήματα είναι περιοχές υψηλότερου θερμικού κινδύνου. Αναφέρθηκε επίσης στο ζήτημα της φέρουσας ικανότητας μιας περιοχής, εφιστώντας την προσοχή του κοινού στα όρια που πρέπει να θεσπιστούν αλλά και στις σοβαρές αποφάσεις που δεν φαίνεται πρόσφορο να γίνουν πραγματικότητα στο κοντινό μέλλον όσον αφορά την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.

Τέλος, αναφερόμενος στους επαγγελματίες του κινηματογράφου, τόνισε πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος τους στη μεταφορά ενός ισχυρού μηνύματος για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. «Από την παρουσίαση αυτή κρατήστε πως το πρόβλημα είναι αναστρέψιμο, αλλά πρέπει να ληφθούν ορισμένες αποφάσεις και πρέπει να ληφθούν γρήγορα» ολοκλήρωσε, ευχόμενος στο κοινό ένα καλό καλοκαίρι.

Στη συνέχεια, οι σκηνοθέτες Σοφία Εξάρχου (Animal) και  Αργύρης Παπαδημητρόπουλος (Suntan) και ο διευθυντής φωτογραφίας Σίμος Σαρκετζής συμμετείχαν σε μια συζήτηση που συντόνισε ο κριτικός κινηματογράφου Χρήστος Μήτσης (περιοδικό Αθηνόραμα). Οι δημιουργοί μοιράστηκαν εμπειρίες από τη δική τους καλλιτεχνική διαδρομή και από τα γυρίσματα που έχουν πραγματοποιήσει τους καλοκαιρινούς μήνες στην Ελλάδα. Εξήγησαν πώς προσεγγίζει ο καθένας τους το ελληνικό φως και ανέλυσαν τις απαιτητικές συνθήκες παραγωγής στη διάρκεια του καλοκαιριού.

Αρχικά, ο συντονιστής Χρήστος Μήτσης δήλωσε πως η συζήτηση θα κινηθεί σε αισθητικό αλλά και σε πρακτικό επίπεδο: «Το ελληνικό καλοκαίρι είναι επί της ουσίας το μεγαλύτερο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας. Τι σημαίνει αυτό για τους κινηματογραφιστές; Ως καλλιτέχνες και δημιουργοί μπορούμε να το εκμεταλλευτούμε, όμως υπάρχει στην πραγματικότητα κάτι το τόσο ιδιαίτερο στο ελληνικό καλοκαίρι;». Πρώτη πήρε τον λόγο η Σοφία Εξάρχου, η οποία μίλησε για την αποτύπωση του ελληνικού καλοκαιριού στην ταινία Animal, βραβευμένη με Χρυσό Αλέξανδρο στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: «Στο Animal δεν βρίσκουμε το ξέγνοιαστο ελληνικό καλοκαίρι. Αντιθέτως, παρακολουθούμε τους εργαζόμενους σε ένα ξενοδοχείο, άτομα τα οποία κατοικούν, θα λέγαμε, στην άκρη του καλοκαιριού. Οι μέρες τους είναι περισσότερο σκοτεινές παρά φωτεινές, οι όμορφες μέρες και το ελληνικό φως εκλείπουν» ανέφερε σχετικά. Δήλωσε επίσης πως τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στα μέσα του Οκτώβρη και υπογράμμισε τη δυσκολία γυρισμάτων στη διάρκεια της θερινής σεζόν, τόσο λόγω των δυσκολιών στην έκδοση της απαραίτητης άδειας όσο και εξαιτίας του υψηλού κόστους.

Ακολούθως, ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος αναφέρθηκε στην ταινία Suntan που έχει σκηνοθετήσει ο ίδιος και στα γυρίσματα που πραγματοποίησαν στο νησί της Αντίπαρου στη διάρκεια του καλοκαιριού: «Στο Suntan θέλαμε μια φωτεινή ταινία με εσωτερικά σκοτάδια και πολλά νυχτερινά πλάνα, ιδρωμένα πρόσωπα μετά τα κλαμπ και πραγματικά πάρτι. Κάναμε τα γυρίσματα τους καλοκαιρινούς μήνες γιατί δεν είχαμε χρήματα για κομπάρσους και χρησιμοποιήσαμε ανθρώπους που έκαναν τις διακοπές τους. Είδαμε πως η Αντίπαρος είναι πολύ μικρή και χωράει ελάχιστους ανθρώπους, αλλά δυστυχώς την επισκέπτονται χιλιάδες κάθε χρόνο και την υπερφορτώνουν» δήλωσε χαρακτηριστικά.

Αμέσως μετά, ο Σίμος Σαρκετζής αναφέρθηκε στη μεγάλη ευθύνη που αναλαμβάνει ο εκάστοτε διευθυντής φωτογραφίας να αποδώσει σωστά το όραμα του ελληνικού καλοκαιριού: «Ως διευθυντής φωτογραφίας πρέπει να κάνω εικόνα το ελληνικό καλοκαίρι. Τι ακριβώς είναι όμως το ελληνικό καλοκαίρι; Η θέση του ηλίου είναι παντού ίδια, είτε στο Τόκιο είτε στο Σαν Φρανσίσκο. Νομίζω πως το ελληνικό καλοκαίρι είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων που δεν έχουν να κάνουν αποκλειστικά με το φως. Το ελληνικό καλοκαίρι χρειάζεται σίγουρα αντοχές, τόσο από εμάς όσο και από τα υλικά. Οι 40 βαθμοί δεν κάνουν ευτυχισμένο ούτε τον σένσορα της μηχανής ούτε το φιλμ. Τις μεγάλες ημέρες του καλοκαιριού, ένα γύρισμα με την προετοιμασία μπορεί να διαρκέσει μέχρι και 18 ώρες». Κλείνοντας την αναφορά του στις δυσκολίες του ελληνικού καλοκαιριού, πρόσθεσε: «Το βασικό ερώτημα είναι αν και κατά πόσο μπορούμε να το αντέξουμε».

Σε ερώτηση του Χρήστου Μήτση σχετικά με τις δυσκολίες των γυρισμάτων στη διάρκεια του καλοκαιριού, η Σοφία Εξάρχου απάντησε: «Νομίζω πως το ελληνικό καλοκαίρι είναι πιο δύσκολο για άλλα επαγγέλματα, και όχι για τους κινηματογραφιστές. Η αλήθεια είναι όμως πως όσο αυξάνεται ο τουρισμός, οι συνθήκες των γυρισμάτων θα γίνονται πιο δύσκολες και τα κόστη θα ανεβαίνουν». Αμέσως μετά, υπογράμμισε τις διαφορές ανάμεσα στις ελληνικές και τις διεθνείς παραγωγές, καθώς οι τελευταίες έχουν στη διάθεσή τους πολύ μεγαλύτερα χρηματικά ποσά. Αναφορικά με τη μυθολογία του ελληνικού καλοκαιριού, δήλωσε: «Δεν νομίζω πως κάνουμε ταινίες για να προβάλλουμε την εικόνα μιας χώρας, αλλά για να πούμε μια ιστορία. Ένας ξένος σκηνοθέτης θα προσεγγίσει την Ελλάδα και το ελληνικό καλοκαίρι με έναν τρόπο ειδυλλιακό και γραφικό, όπως θα κάναμε κι εμείς για μια περιοχή του εξωτερικού. Εμείς όμως μπορούμε να εμπνευστούμε από αυτό με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και να ξεφύγουμε από τη βασική αφήγηση».

Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος τόνισε πως τα νησιά έχουν φτάσει στα όριά τους: «Πιστεύω πως δεν χωράνε άλλο κόσμο, δεν χωράνε τους τουρίστες που τα επισκέπτονται. Σκεφτείτε τη δυσκολία τού να πρέπει να επιβαρύνεις περαιτέρω το νησί με μια παραγωγή 70 ατόμων». Σχετικά με το ελληνικό καλοκαίρι και την αποτύπωσή του, ανέφερε πως ο ίδιος αναζητά κάτι διαφορετικό από την κυρίαρχη αφήγηση, αλλά πως του άρεσε πολύ το γεγονός ότι αρκετός κόσμος γοητεύτηκε από μια διαφορετική εικόνα της Αντιπάρου, την οποία γνώρισε στο Suntan και θέλησε να την επισκεφτεί.

Τέλος, ο Σίμος Σαρκετζής σημείωσε πως το ελληνικό καλοκαίρι έχει μεγαλώσει πολύ: «Το καλοκαίρι στη χώρα μας εκτείνεται από Μάιο μέχρι αρχές Νοέμβρη. Αυτό σημαίνει ότι οι παραγωγές μπορούν να βρουν τον χώρο να κάνουν γυρίσματα και εκτός σεζόν, γεγονός το οποίο εξυπηρετεί τα χαμηλά μπάτζετ των ελληνικών παραγωγών». Ως προς τον καλύτερο τρόπο αποτύπωσης του ελληνικού καλοκαιριού, διευκρίνισε ότι ο ίδιος προτιμά να φέρνει στο προσκήνιο διαφορετικά στοιχεία πέρα από τα προφανή και τα «καρτποσταλικά».

Η ημερίδα ολοκληρώθηκε με την παρουσίαση «Ο τόπος ως φεγγίτης, το βλέμμα ως δεσμώτης» από τον ποιητή Γιάννη Αντιόχου, ο οποίος διερεύνησε τη σχέση του βλέμματος με το καλοκαιρινό φως της Ελλάδας, όπως αυτή εγγράφεται στη μνήμη και στο τοπίο. Ο Γιάννης Αντιόχου εξέτασε τους τρόπους με τους οποίους το σκληρό και αδυσώπητο φως του ελληνικού καλοκαιριού περιορίζει αλλά και απελευθερώνει την όραση, κάνοντας παράλληλα μια απόπειρα να προσεγγίσει ποιητικά την εμπειρία του ενδιάμεσου φωτός, του φωτός δηλαδή που δεν τραυματίζει αλλά δρα ευεργετικά.

Ο κ. Αντιόχου ευχαρίστησε το Φεστιβάλ για την πρόσκληση και εξήγησε πως για τον ίδιο, το φως του ελληνικού καλοκαιριού είναι δυσβάσταχτο: «Το φως αυτό δεν ζεσταίνει αλλά κυριεύει, δεν φωτίζει αλλά φθείρει. Κατανόησα μεγαλώνοντας πως το πρόβλημα δεν είναι ο ήλιος, αλλά τα όσα φανερώνει. Το καλοκαίρι στην Ελλάδα δεν είναι εποχή αλλά καθεστώς φωτός, εδώ η φωτεινότητα δεν έχει διαύγεια αλλά σπαραγμό, κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η ουσία της ελληνικής εμπειρίας». Στη συνέχεια, διάβασε ορισμένα αποσπάσματα από τα γραπτά του Γιώργου Σεφέρη, του σπουδαίου Έλληνα νομπελίστα ποιητή, ο οποίος «είχε νιώσει επίσης το άχθος του ελληνικού θερινού φωτός», με αποτέλεσμα να ξεφύγει από την κυρίαρχη αφήγηση στις περιγραφές του.

Σύμφωνα με τον Γιάννη Αντιόχου, «το ελληνικό φως δεν σου επιτρέπει να βλέπεις, αλλά σου ζητά να αποστρέψεις το βλέμμα». Ο ποιητής παρομοιάζει τους παραθεριστές με τους πλατωνικούς δεσμώτες από την αλληγορία του σπηλαίου, οι οποίοι βγαίνουν από μια σπηλιά και αντικρίζουν κάτι πρωτόγονο: «Είναι αδύναμοι να αντέξουν μια φωτεινότητα που δεν κατανοούν. Το ελληνικό φως είναι σκληρό, είναι κάθετο και δεν έχει τίποτα το μεταβατικό. Η χώρα μας στις πόλεις είναι γεμάτη γρίλιες, παντζούρια και κουρτίνες. Αυτό δεν είναι μια τεμπελιά, είναι μια πράξη προστασίας, προστασία όχι μόνο από τη ζέστη αλλά και προστασία της όρασης. Το φως εισβάλλει και η θάλασσα λειτουργεί σαν κάτοπτρο και το πολλαπλασιάζει». Αυτή είναι και η πρόκληση του ελληνικού κινηματογράφου κατά τον ποιητή, καθώς αυτή η ακραία φωτεινότητα αναγκάζει την πλειονότητα των παραγωγών να κινηματογραφήσουν στο ηπιότερο φως του φθινοπώρου, καθώς το φως του Ιούλη «καταπίνει, είναι υπεράνθρωπο και δεν φιλτράρεται ως τέχνη».

«Μεγαλώνοντας, κατάλαβα πως το θερινό φως είναι απαραίτητο, αρκεί να είναι βιώσιμο», συνέχισε ο Γιάννης Αντιόχου. «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δοκιμασία από την παραμονή στο φως, όπου δεν μπορείς να στραφείς πουθενά αλλού. Το φως με καθηλώνει, όπως και όλους μας. Συχνά, συλλογίζομαι πως η λέξη “βιώσιμος” είναι άχαρη και τεχνοκρατική, αλλά η αλήθεια είναι πως έχουμε ξεχάσει πως κάποτε η ζωή μας υπήρξε απλούστερη και πιο εκτεθειμένη. Το φως του καλοκαιριού σού ζητά να μάθεις να βλέπεις. Στην ακίνητη ώρα του μεσημεριού, η πιο ουσιαστική μορφή βιωσιμότητας είναι η σιωπή. Βιωσιμότητα σημαίνει να διαρκείς παρά την έκθεση. Εμείς αντανακλούμε το φως όπως η θάλασσα. Δεν μπορούμε να κρυφτούμε, αναζητούμε το ενδιάμεσο φως που δεν καίει» ολοκλήρωσε και ευχήθηκε «καλό καλοκαίρι, μόλις μια μέρα πριν το θερινό ηλιοστάσιο».

Μετά την εκδήλωση, οι καλεσμένοι του Evia Film Project είχαν την ευκαιρία να περιηγηθούν στην πανέμορφη Λίμνη και να δοκιμάσουν την τοπική κουζίνα, κλείνοντας έτσι ιδανικά μια ημέρα αφιερωμένη στο αγαπημένο μας κινηματογραφικό καλοκαίρι.

Το ταξίδι από τα Λουτρά Αιδηψού στη Λίμνη ήταν μια ευγενική χορηγία τον Οργανισμό Λιμένων Νήσου Ευβοίας και της εταιρείας Elisabet Cruises. Το Φεστιβάλ τούς ευχαριστεί θερμά για το όμορφο ταξίδι με το πλοίο Ελισάβετ ΙΙ, το οποίο μετέφερε τους καλεσμένους του Evia Film Project. Ευχαριστεί, επίσης, για την πολύτιμη υποστήριξη το Λιμεναρχείο Αιδηψού και ειδικά τον Λιμενάρχη, Σωτήρη Δανίκα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα