Κινηματογράφος

ΦΚΘ: Από την παιδική κακοποίηση μέχρι το φως “Με τα μάτια της Ντάλβα”

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Emmanuelle Nicot μιλάει για ένα 12χρονο κορίτσι που κακοποιείται σεξουαλικά από τον πατέρα του. Την είδαμε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου και γράφουμε γι' αυτήν, σε μία εποχή ιδιαίτερα ευαίσθητη στην παιδική κακοποίηση.

Γιώργος Σταυρακίδης
φκθ-από-την-παιδική-κακοποίηση-μέχρι-τ-933500
Γιώργος Σταυρακίδης

Η συγκινητική, πρώτη ταινία μεγάλου μήκους της Emmanuelle Nicot ζωγραφίζει το πορτρέτο ενός κοριτσιού που μεγάλωσε πολύ γρήγορα, μέσα από μία δραματική κατάσταση.

Η προβολή της ταινίας στο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, τόνισε ακόμα περισσότερο την φετινή λογική του, ότι φέρνει σε πρώτο πλάνο την γυναίκα και τα ζητήματα που αναδεικνύονται σε μία κοινωνία βαθιά πατριαρχική και, σε πολλές περιπτώσεις, και άρρωστη.

Στο «Με τα μάτια της Ντάλβα», το κλειδί είναι η προοπτική. Σχεδόν τα πάντα στην ταινία παρουσιάζονται από τη σκοπιά ενός θύματος (και μάλιστα παιδιού) που έχει ληφθεί υπό την κοινωνική προστασία και φροντίδα, αλλά δεν συνειδητοποιεί ότι έχει κακοποιηθεί. Παρακολουθώντας την αλήθεια να φανερώνεται μπροστά στην Ντάλβα σιγά σιγά, η ένταση της ταινίας κορυφώνεται και χαίρεσαι ως θεατής με το φως που σταδιακά έρχεται σε αυτό το κορίτσι.

Αν και η Ντάλβα είναι 12, ντύνεται, μακιγιάρεται και ζει σαν γυναίκα. Ένα βράδυ, ξαφνικά την παίρνουν μακριά από το σπίτι που ζούσε με τον πατέρα της, μετά από καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση της.  Την μεταφέρουν σε ένα καταφύγιο κοινωνικής φροντίδας. Καθώς η Ντάλβα γίνεται φίλη με τη νέα της συγκάτοικο Σάμια και τον κοινωνικό λειτουργό Τζέιντεν, σταδιακά καταλαβαίνει ότι η αγάπη που μοιραζόταν με τον πατέρα της δεν ήταν αυτό που πίστευε. Με τη βοήθειά τους, η 12χρονη θα μάθει πώς να γίνει ξανά παιδί.

«Δεν είμαι κορίτσι, είμαι γυναίκα» λέει σε ένα σημείο όταν ακόμα δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει το κακό που της είχε γίνει. Ωστόσο, η Ντάλβα (καταπληκτική η Zelda Samson στον ρόλο) δεν είναι πραγματικά γυναίκα, μοιάζει περισσότερο με μία κούκλα θα έλεγε κανείς. Μια κούκλα φτιαγμένη και ντυμένη από τον πατέρα της.

Στο καταφύγιο καταφέρνει, με την βοήθεια της Σάμια και του Τζέιντεν, να ανακτήσει ό, τι της αφαιρέθηκε, την παιδική της ηλικία και την εφηβεία της. Τα ρούχα που της αγόρασε ο πατέρας της την καθόριζαν. Αυτά που θα αγοράσει η ίδια, με τη βοήθεια του παιδαγωγού της, θα της επιτρέψουν να απελευθερωθεί, όπως το σακάκι που της δάνεισε η συγκάτοικος την πρώτη μέρα στο σχολείο, της επιτρέψουν να τη βλέπουν οι γύρω της σαν κάτι άλλο εκτός από κούκλα και θα τη βοηθήσουν να ανοίξει την πόρτα σε μια νέα ζωή.

Η ταινία καταφέρνει απόλυτα τον στόχο της. Όσο στην αρχή το κοινό σαστίζει μπροστά σε ένα κορίτσι που θέλει να δείχνει μεγάλη και να μιλάει για σεξ (ακόμα και να την «πέσει» στον κοινωνικό λειτουργό της επειδή έτσι έχει μάθει), τόσο στη συνέχεια απολαμβάνει την επανόρθωση του.

Σε αυτό το συγκλονιστικό ντεμπούτο, η Emmanuelle Nicot εξερευνά τις συνέπειες της κακοποίησης με βαθιά ευαισθησία και ασυμβίβαστη χάρη, σε ένα ελπιδοφόρο ταξίδι προς την ανάκαμψη.

Σύμφωνα με την Nicot, σε συνέντευξη της σε γαλλικό μέσο, «Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης αντίστροφα, πρέπει να ξεφύγει από την επιβεβλημένη αφήγηση. Μένει χρόνια μόνη με τον πατέρα της, είναι εκτός σχολείου, δεν έχει καμία εξωτερική αναφορά. Δεν έχει κανέναν άλλο να αγαπήσει εκτός από τον πατέρα της και δεν την αγαπάει κανείς άλλος. Για την Ντάλβα, η τρυφερότητα, η σεξουαλικότητα, η πατρική αγάπη, είναι όλα μπερδεμένα. Θα πρέπει να αποστασιοποιηθεί από τον πατέρα της για να ξεφύγει από την άρνηση, να οικειοποιηθεί εκ νέου την ιστορία της, να βγει από το καθεστώς του αντικειμένου του πόθου για να γίνει υποκείμενο του πόθου της.»

Καθώς η Ντάλβα αποκαλύπτει τις προσδοκίες που της είχαν τεθεί, αυτό λέει πολλά για το φύλο και την πατριαρχία, καθώς και για την κακοποίηση. Η ψυχολογική πολυπλοκότητα του ίδιου του πατέρα της αποκαλύπτεται σταδιακά, με όλη της τη φρίκη.

Η Ντάλβα είναι ένα κορίτσι που έχει υποστεί πλύση εγκεφάλου. Μία ταινία πλημμυρισμένη από συναισθήματα που ακροβατούν και εδώ είναι που το παίρνει πάνω της όλο η Samson με την ερμηνεία της, και παραδίνει έναν χαρακτήρα που μπροστά μας μετατοπίζει έναν τολμηρό μίνι ενήλικα, για να βάλει στη θέση του το εύθραυστο νεαρό κορίτσι. Αν και δεν απεικονίζεται εμφανώς καμία κακοποίηση στην ταινία, υπάρχουν συγκλονιστικές σκηνές που αποκαλύπτουν πολύ περισσότερα από ό, τι θα μπορούσε να αποκαλύψει ένας διάλογος ή μία σκηνή, από τον τρόπο που ντύνεται η Ντάλβα για να συναντήσει τον πατέρα της στη φυλακή (σοκαριστική η αντίδραση της όταν μπαίνει στο δωμάτιο ο πατέρας), μέχρι τον τρόπο που συμπεριφέρεται στον κοινωνικό λειτουργό, όπως γράφω παραπάνω.

Μια τροχιά ανασυγκρότησης, ακόμη και εφευρέσεως είναι όλη αυτή η πορεία του κοριτσιού που δεν το ξέρει, δεν το αποδέχεται για καιρό, όμως όταν συνειδητοποιεί την ηλικία της μέσα σε ένα υγιές περιβάλλον, αλλάζουν τα πάντα γι’ αυτήν. Η Ντάλβα, αφήνει τα μαλλιά της στο φυσικό τους χρώμα, δε φοράει πλέον κραγιόν, προτιμάει φόρμες και τζιν και κοιτάει προς το φως, αγγίζοντας κάποια μέρα την ανέμελη ζωή.

Στο σύνολο της, το «Με τα μάτια της Ντάλβα» είναι μία ταινία, εξαιρετικά καλογυρισμένη, που ενώ φαινομενικά στοχεύει στο συναίσθημα (που δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό από μόνο του), γρήγορα καταλαβαίνουμε πως το κοινωνικό πρόβλημα των κακοποιήσεων και, ειδικά των παιδικών κακοποιήσεων – σε μία χώρα που τελευταία έχουν βγει στο φως ανατριχιαστικές υποθέσεις – είναι ένα θέμα που το αγγίζει από μία πλευρά που δεν γνωρίζουμε καλά. Σε όλες τις υποθέσεις, κι αν θέλετε και λόγω της επικαιρότητας που τρέχει με ιλιγγιώδης ταχύτητα, μαθαίνουμε νέα για τους κακοποιητές αλλά όχι για αυτά τα παιδιά. Κανείς δε ξέρει ή δεν φαντάζεται την ψυχολογία τους, τον δύσκολο δρόμο που πρέπει να διανύσουν ώστε να δουν το φως που βλέπει μία μέρα η Ντάλβα και πόσο σημαντική είναι η στήριξη από ανθρώπους που θα λειτουργήσουν ως φτερούγες για να χωράνε μέσα.

Η Emmanuelle Nicot, ίσως και επειδή είναι γυναίκα, άγγιξε το θέμα της παιδικής κακοποίησης με ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο τρόπο, σχεδόν χειρουργικά θα έλεγα, ώστε να φτιάξει τον χαρακτήρα της μικρής ηρωίδας της αλλά και μίας ολόκληρης μικρής κοινωνίας γύρω της και να δείξει την πλευρά εκείνη της αποκατάστασης. Τα κοντινά πλάνα, η μουσική και τα σκοτεινά πλάνα αρχικά, βοήθησαν να δημιουργηθεί μία σπουδαία σχέση μεταξύ ταινίας και θεατή. Το χειροκρότημα στο τέλος της ταινίας, ήταν έντονο. Και δε νομίζω να ήταν μόνο για την ταινία της Nicot, αλλά και για όλα εκείνα τα παιδιά – θύματα, σαν την Ντάλβα, που καταφέρνουν να βρουν και πάλι τον εαυτό τους.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα