Κινηματογράφος

Άγνωστοι μεταξύ μας

Ο Πάνος Αχτσιόγλου σχολιάζει την ταινία του ταλαντούχου Άντριου Χέιγκ, που κάνει πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες

Πάνος Αχτσιόγλου
άγνωστοι-μεταξύ-μας-1120204
Πάνος Αχτσιόγλου

Ένας αποξενωμένος σεναριογράφος, μπλοκαρισμένος σε κάποιο μικρό διαμέρισμα του αστικού κέντρου της μεγαλούπολης του Λονδίνου, επισκέπτεται τα περίχωρα όπου βρίσκει τους γονείς του όπως ήταν αυτοί πριν τους χάσει σε ένα μοιραίο αυτοκινητιστικό δυστύχημα, 30 περίπου χρόνια πριν. Παράλληλα, θα αρχίσει να συνάπτει σχέσεις με έναν παράξενο γείτονα (ίσως και τον μοναδικό ένοικο αυτήν της τεράστιας πολυκατοικίας) ο οποίος θα τον φέρει αντιμέτωπο με τα πιο βαθιά και ανομολόγητα συναισθήματά του.

Το «άγνωστοι μεταξύ μας» του ταλαντούχου Άντριου Χέιγκ δίνει την αίσθηση ενός φιλμ του οποίου τα προβλήματα, οι αστοχίες, οι σκηνοθετικές ευκολίες, τα κλισέ και οι ανορθολογικότητες ξεπερνιούνται ή ακόμη καλύτερα παρασέρνονται από το ωμό, ακατέργαστο, κατευθείαν στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης συναίσθημα.

Μια σπάνια κινηματογραφική τρυφερότητα η οποία σε στιγμές ξεχειλίζει αβίαστα μέσα από τα βλέμματα, τις αγκαλιές, τις ανομολόγητες συγγνώμες και εκείνα τα ανείπωτα «σ’ αγαπώ» που νόμιζες ότι δεν θα αλλάξουν τίποτε αν τελικά μετατραπούν σε λέξεις, αλλά αντιλαμβάνεσαι στην πορεία πόσο λάθος, πόσο ασυνείδητα πλανεμένος ήσουν.

Συνδεδεμένο περισσότερο αφηρημένα και πνευματικά, με το συμπαντικό «Η πηγή της ζωής» του Ντάρεν Αρονόφσκι, το αμέτρητα ευαίσθητο δημιούργημα του Χέιγκ μιλά απευθείας στην καρδιά – παρακάμπτοντας πολλές φορές το μυαλό – για την ολοκλήρωση που φέρνει το κλείσιμο των ανοιχτών λογαριασμών, την ανάγκη να ξύσεις βαθιά κάποιες ανομολόγητες πληγές προκειμένου τελικά να απαλλαγείς από αυτές, τη γαλήνη, τη σιγουριά και την ασφάλεια που σου προσφέρει η συντροφικότητα, η παρουσία, η εγγύτητα, η οικειότητα. Ο Άντριου Σκοτ και ο Πολ Μέσκαλ μετασχηματίζονται στους Άνταμ και Χάρι, χαρίζοντάς μας σκηνές απόλυτης ένωσης σωμάτων και ψυχών, επιζητώντας ο ένας από τον άλλο τη λύτρωση, τη συγχώρεση, την κατανόηση, την συνειδητοποίηση της ομορφιάς. Τη μαγεία της φθαρτότητας.

Ο Χέιγκ επενδύει τη σχέση τους με θολές εικόνες, ασαφή περιγράμματα, παραλογισμούς και υπερβολές, αναδρομές στο παρελθόν και αναζητήσεις των αιτιών που προσδιορίζουν την ίδια την ύπαρξη, την ίδια την διασύνδεση που ξεπερνά τα στενά όρια του τόπου και του χρόνου, καταλήγοντας σε εκείνο το πολλές φορές τόσο υποτιμημένο συναίσθημα που είναι ικανό να σε κάνει να αποκοιμηθείς χωρίς εφιάλτες, να «κρατήσει μακριά από την πόρτα σου τους βρικόλακες». Την αγάπη που μπορεί να παραμονεύει κυριολεκτικά στη διπλανή πόρτα, την οποία αν δεν ανοίξεις ποτέ δεν θα καταλάβεις ότι τελικά έχασες.

Χωρίς να διατείνεται ότι έχει εφεύρει, ότι έχει αναλύσει κάτι που δεν έχει ειπωθεί, γραφτεί ή σκηνοθετηθεί ποτέ, το φιλμ κατορθώνει να παραμείνει μοναδικό μέσα στην απλότητα και την αμεσότητά του, βρίσκοντας στο μνημειώδες φινάλε του μια ολοκλήρωση που σε κάνει να ξεχνάς όλα του τα (δομικά) προβλήματα και μετατρέποντας τελικά σε βίωμα την εν τω βάθει εξιλέωση μιας ζωής χαμένης στις ενοχές. Μιας πραγματικότητας εγκλωβισμένης μέσα σε όλα αυτά που έμειναν ανείπωτα, σε εκείνες τις σχέσεις που διακόπηκαν βίαια χωρίς εξήγηση, χωρίς τη δυνατότητα να πεις αντίο, να αποχαιρετήσεις το κομμάτι του εαυτού που μοιραία αναμένεται να χάσεις μαζί με αυτούς που αγαπάς.

Παρότι λοιπόν η ευκαιρία μοιάζει να χάνεται και εδώ, η μοναξιά και η απομόνωση να παίρνουν το πάνω χέρι και το σκοτάδι να πέφτει βαριά και αναπόδραστα, ο Χέιγκ μας χαρίζει κάτι ιδεατό, κάτι μοναδικά εξαγνιστικό: ένα φινάλε στο οποίο κάποιο χέρι μοιάζει αγκαλιάζει και εμάς μαζί με τους ήρωές του σιγοψυθιρίζοντας ότι τελικά «όλα θα πάνε καλά». Ένα παράξενα, σχεδόν ασυνείδητα αισιόδοξο τέλος, όπου η ασημαντότητα του ανθρώπου γίνεται ένα με τo παγκόσμιο φως που εκπέμπει ο έρωτας, με την κατακλυσμιαία δύναμη της αγάπης.

Μιας αγάπης που είναι ικανή να ταξιδεύει στο διηνεκές χωρίς να φοβάται τίποτε, χωρίς να ανησυχεί για τίποτε. Την αγάπη που προκαλεί δέος, όχι με τις μεγαλοπρεπείς και πομπώδεις εκφάνσεις της, αλλά με την εξαγνιστική της δύναμη, τη δύναμη της συγχώρεσης, της κατανόησης, της αποδοχής.

All of us strangers

Σκηνοθεσία: Andrew Haigh Ηθοποιοί: Andrew Scott, Paul Mescal, Carter John Grout

3,5/5 αστέρια

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα