Αλ Πατσίνο: Αν συνέχιζα το ποτό και τα ναρκωτικά, θα είχα πεθάνει το 2000
Προδημοσίευση από την αυτοβιογραφική αφήγηση του κορυφαίου Αμερικανού ηθοποιού, που αναμένεται στα ελληνικά από την Key Books
Η εποχή στην οποία μεγαλώνει είναι η μεταπολεμική Αμερική: χωράει πολλά όνειρα, πολλούς εφιάλτες, χαμένες ευκαιρίες και στιγμές μεγάλης δόξας.
Η εποχή στην οποία γίνεται ηθοποιός είναι η εποχή των αντιηρώων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και την επόμενη δεκαετία οι Αμερικανοί μετράνε τραύματα και πληγές στο σώμα του περιβόητου ονείρου. Την ίδια πάνω κάτω περίοδο ο Αλ Πατσίνο, που από τα δύο του ζει μακριά από τον πατέρα του αλλάζοντας γειτονιές με τη μητέρα του, Τζόζεφιν, μαγνητίζεται από τις ερμηνείες του Μάρλον Μπράντο, ζει τον πόλεμο των συμμοριών στο νότιο Μπρονξ με τους παλιόφιλους Κλίφι, Μπρους και Πίτι, ανακαλύπτει το θέατρο μέσω ενός θιάσου που ανεβάζει τον «Γλάρο».
«Ο Τσέχοφ έγινε φίλος μου» γράφει στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Sonny boy», ένα από τα σημαντικότερα βιβλία της χρονιάς, το οποίο κυκλοφορεί στο τέλος του μήνα και στα ελληνικά από την Key Books (σε μετάφραση Κατερίνας Μποσινάκη). Διαβάζοντάς το μπορεί κανείς να επιβεβαιώσει την ατσάλινη ερμηνευτική δύναμη που κρύβεται από το πρόσωπο της φαινομενικής αταραξίας. Να θυμηθεί λεπτομέρειες για τους μεγάλους σταθμούς και για την περιπέτεια των καταχρήσεων. Αλλά σίγουρα να μάθει και ξεχασμένες υποσημειώσεις από την ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου. Οπως ότι ο Πατσίνο έχασε για λίγο την οντισιόν του «Αμέρικα, Αμέρικα» με τον Ελία Καζάν (τις ίδιες ημέρες που πέθαινε η μητέρα του). Ή ότι δεν βρήκε πουθενά τον εαυτό του στα πρώτα γυρίσματα του «Νονού» παρά μόνο στη σκηνή των δύο φόνων στο εστιατόριο. Φυσικά και για την πρώτη θεατρική παράσταση στην οποία εμφανίστηκε: το «Ο Ινδός γυρεύει το Μπρονξ» του Ισραελ Χόροβιτς, που ανέβηκε στο Gifford House του Προβινστάουν («ήταν τόσο μικρό, που το κοινό αναγκαζόταν να περνάει μέσα από τη σκηνή για να φύγει»). Με την άδεια του εκδοτικού οίκου, προδημοσιεύουμε ορισμένα αποσπάσματα.
«Θέλαμε φαγητό; Το κλέβαμε»
«Με φίλους σαν τον Κλίφι, τον Μπρους και τον Πίτι δεν ένιωσα ποτέ αβοήθητος. Όταν μεγαλώσαμε λίγο, πρέπει να ήμασταν έντεκα δώδεκα χρονών, φτιάχναμε συμμορίες και εξερευνούσαμε τη γειτονιά· δεν διστάσαμε να βγούμε έξω από τα σύνορα του τετραγώνου μας, αναζητώντας νέους ορίζοντες. Πηγαίναμε σε ένα μέρος και κάποια συμμορία μάς έσπαγε στο ξύλο. Πηγαίναμε σε ένα άλλο και κάποια άλλη μας επιτίθετο. Πολύ σύντομα θα μαθαίναμε τα όριά μας και θα μέναμε όσο γινόταν στην περιοχή μας.
Διασκεδάζαμε με οποιονδήποτε τρόπο, αρκεί να μη χρειάζονταν χρήματα. Περνούσαμε ώρες ολόκληρες ξαπλωμένοι μπρούμυτα, καθώς ψαρεύαμε στις σχάρες των υπονόμων στο τέλος του τετραγώνου μας, ελπίζοντας ότι εκεί κάτω, μέσα στη βρομιά, θα αντικρίζαμε τη λάμψη κάποιου χαμένου νομίσματος. Δεν περνούσαμε απλώς την ώρα μας, πενήντα σεντς μπορούσαν να φέρουν τα πάνω κάτω. Ανεβαίναμε στις στέγες των πολυκατοικιών και πηδούσαμε από τη μία ταράτσα στην άλλη. Τα σαββατόβραδα, όταν βλέπαμε αγόρια μόλις λίγα χρόνια μεγαλύτερά μας, τα οποία είχαν ξεκινήσει να βγαίνουν με κορίτσια και τα πήγαιναν στο σινεμά και στον υπόγειο σιδηρόδρομο, ανεβαίναμε στις ταράτσες των καταστημάτων και τους πετούσαμε σκουπίδια. Μερικές φορές, κόβαμε ένα μαρούλι στα δύο και τους το ρίχναμε. Ένα φασόλι που το πετάς από απόσταση πέντ’ έξι μέτρων μπορεί όντως να πονέσει. Ανοίγαμε τους κρουνούς το καλοκαίρι, γεγονός που μας έκανε ήρωες στα μάτια των νεαρών μαμάδων, οι οποίες άφηναν τα παιδιά τους να παίζουν στο νερό. Μέσα Ιουλίου έκανε πολλή ζέστη στο Σάουθ Μπρονξ. Κρεμιόμασταν από την πίσω πλευρά των λεωφορείων, πηδούσαμε πάνω από τα τουρνικέ του υπόγειου σιδηρόδρομου. Θέλαμε φαγητό; Το κλέβαμε. Ποτέ δεν πληρώσαμε τίποτα».
Μάρλον Μπράντο, η επιρροή
«Ήταν η αρχή της δεκαετίας του ’60 και κάτι άλλαζε στην υποκριτική… Αυτή η αλλαγή ξεκίνησε με τον Μπράντο. Αυτός υπήρξε η επιρροή, η δύναμη, ο εμπνευστής. Αυτό που είχε δημιουργήσει μαζί με συνεργάτες όπως ο Τένεσι Ουίλιαμς και ο Ελία Καζάν ήταν κάτι πιο εσωτερικό. Ήταν απειλητικό. Ο Μπράντο έγινε μέλος μιας τριανδρίας ηθοποιών, μαζί με τον Μοντγκόμερι Κλιφτ και τον Τζέιμς Ντιν. Ο Κλιφτ είχε την ομορφιά, την ψυχή, την τρωτότητα. Ο Ντιν ήταν σαν σονέτο, συμπαγής και φειδωλός, ικανός να κάνει παπάδες με την ελάχιστη χειρονομία ή την πιο λεπτή απόχρωση. Κι αν ο Ντιν ήταν σονέτο, τότε ο Μπράντο ήταν έπος. Είχε εμφάνιση, χάρισμα, ταλέντο.
Σε μια από τις κλασικές σκηνές από το A Streetcar named Desire (Λεωφορείο ο Πόθος), ο Μπράντο τα χάνει εντελώς κατά τη διάρκεια μιας παρτίδας χαρτιά καταλήγοντας κάτω από τη σκάλα να φωνάζει: «Στέλλα! Στέλλα!». Πρόκειται για μια σκηνή που κλιμακώνεται και που, φυσικά, προέρχεται από την αρχική σκηνοθεσία του έργου από τον Καζάν και από τη μνήμη του Μπράντο, καθώς το ερμήνευε κάθε βράδυ στο θέατρο. Αλλά, όταν ο Μπράντο γύρισε αυτή τη σκηνή, είχε γίνει πια ένα με τα στοιχεία της. Αυτή η αλληλουχία βιώνεται όπως βιώνεις έναν σίφουνα ή έναν μουσώνα. Σε αιχμαλωτίζει. Αλλά η εξέλιξη πάντα εκνευρίζει τους ανθρώπους. Επικρατούσε θυμός προς τον Μπράντο. Ο κόσμος έλεγε ότι μουρμούριζε. Ότι τα χαρακτηριστικά του ήταν υπερβολικά απαλά, υπερβολικά λεπτεπίλεπτα. Ότι του άρεσε να επιδεικνύει το στήθος του. Ο κόσμος υποτιμούσε την προσέγγισή του, γιατί δεν έβλεπε την τεχνική που ακολουθούσε. Όμως, εκείνος βρήκε τον τρόπο, όποιος κι αν ήταν αυτός, που τον βοήθησε να εκφραστεί, που του επέτρεψε να αποκαλύψει τον εαυτό του και να τον μεταφέρει στο κοινό ώστε να το κάνει να ταυτιστεί μαζί του».
Τι είναι, τελικά, η «Μέθοδος»;
«Όλη μου τη ζωή με ρωτούσαν τι είναι η μεθοδική υποκριτική και πώς λειτουργεί το Actors Studio, αλλά ποτέ δεν απάντησα σωστά στην ερώτηση. Μπορούσα να εξηγήσω τι είναι το Actors Studio. Δεν είναι σχολή, αλλά ένα μέρος για άτομα που είναι ήδη επαγγελματίες ηθοποιοί, όπου έχουν τη δυνατότητα να εξελίξουν τις δεξιότητές τους χωρίς να πληρώνουν. Ανεβαίνεις στη σκηνή να παρουσιάσεις τη δουλειά σου και μπροστά σου έχεις έναν συντονιστή –που θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε, από τον Λι Στράσμπεργκ μέχρι τον Πολ Νιούμαν και την Έλεν Μπέρστιν– κι ένα κοινό που απαρτίζεται από τους συναδέλφους σου, οι οποίοι σε αξιολογούν χωρίς να σε κατακεραυνώνουν ή να γίνονται κακεντρεχείς. Είναι ένα μέρος όπου ηθοποιοί, σκηνοθέτες και θεατρικοί συγγραφείς ανταλλάσσουν απόψεις. Κανείς δεν σου ζητάει τίποτα άλλο πέρα από το να ανακαλύψεις. Μπορούσες να παρουσιάσεις μια σκηνή από ένα θεατρικό έργο ή από μια ταινία, κάτι που κανείς άλλος δεν θα σε άφηνε να κάνεις επί σκηνής, και με τον καιρό να τη μεταφέρεις από το Studio στον κόσμο. Ή μπορούσες να κάθεσαι εκεί για χρόνια χωρίς να παίζεις καν, απλά να παρακολουθείς. Φανταστείτε πόσο σημαντικό είναι για κάποιον που δεν έχει δουλειά και τριγυρνά στους δρόμους ή για κάποιον που είναι μόνος στο δωμάτιό του να βρει κάτι τέτοιο. Χάρη σε αυτό το μέρος το νόημα αυτού που κάνεις παραμένει ζωντανό. Δεν υπάρχει μέθοδος στο Actors Studio. Ο καθένας έχει τη δική του. Υπάρχει μέθοδος στη συγγραφή; Ναι, πιάνεις ένα στιλό. Δεν ρωτάνε έναν βιολιστή ή έναν τσελίστα αν χρησιμοποιούν κάποια μέθοδο. Εξασκούνται. Ωστόσο, από πιτσιρικά με επέκριναν ότι υιοθετούσα τη μεθοδική υποκριτική, ενώ δεν ήξερα για τι πράγμα μιλούσαν. Σε ποια μέθοδο αναφέρονταν; Έπαιζα έναν ρόλο σε ένα έργο. Το πώς τον αναλύω και του δίνω ζωή είναι δική μου υπόθεση, σ’ αυτό στοχεύω. Στο να βρω έναν τρόπο να ζωντανέψω έναν χαρακτήρα μέσα από εμένα».
Μπομπ Ντε Νίρο, ο φίλος
«Η Ένταση [του Μάικλ Μαν] είχε ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου γιατί ήταν η πρώτη ταινία που επιτέλους θα έπαιζα μαζί με τον Μπομπ Ντε Νίρο (σε αντίθεση με τον Νονό ΙΙ, που μπορεί να συμμετείχαμε και οι δύο, αλλά δεν είχαμε σκηνές μαζί). Ήταν μια συναρπαστική ευκαιρία να εδραιώσουμε τη μακρά ιστορία που μοιραζόμασταν, κάποια γεγονότα της οποίας δεν βρίσκονταν εξ ολοκλήρου υπό τον έλεγχό μας. Θυμάμαι ακόμα τη μέρα που γνώρισα τον Μπομπ, πριν από χρόνια, την εποχή που η Τζιλ Κλέιμπουργκ κι εγώ μέναμε στο Βίλατζ. Περπατούσαμε στη 14η οδό και πέσαμε πάνω σε κάτι γνωστούς της. Σε αυτή την παρέα, ήταν ένας νεαρός άντρας που είχε μια ασυνήθιστη ένταση. Κρατούσε τις αποστάσεις του (σε κοιτούσε με την άκρη του ματιού του), αλλά εξέπεμπε ταλέντο. Ήταν ο Μπομπ. Η Τζιλ μού τον σύστησε και μου είπε ότι είναι σπουδαίος ηθοποιός. Ήξερα ότι είχε ταλέντο, το κατάλαβα με το που τον είδα. Φάνηκε να ξέρει κάποιες από τις παραστάσεις στις οποίες είχα παίξει. Σφίξαμε τα χέρια, ευχηθήκαμε καλή τύχη ο ένας στον άλλο και συνεχίσαμε τον δρόμο μας. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα ο Μπομπ εξελίχθηκε σε πολύ καλό μου φίλο. Πάντα ήταν πολύ υποστηρικτικός μαζί μου. Όποτε του ζήτησα κάτι, ποτέ δεν μου αρνήθηκε. Η Τζιλ είχε δίκιο, είναι σπουδαίος ηθοποιός. Ο Μπομπ κι εγώ ήρθαμε κοντά μέσω του κινηματογράφου, ο κινηματογράφος ήταν η πηγή της έμπνευσής του, αυτό που του έδωσε ένα μέσο να εκφραστεί· η τέχνη του κινηματογράφου μάς ενέπνευσε και τους δύο. Ξεπεράσαμε παρέα τα ζόρια που περνούσαμε λόγω της επιτυχίας και της διασημότητας, τα οποία βιώναμε και οι δύο την ίδια περίοδο – κυρίως στην αρχή της καριέρας μας, όταν τα πάντα ήταν καινούρια.
Μας συνέκριναν με κάθε τρόπο, μας έβαζαν δίπλα δίπλα κάνοντάς μας να φαινόμαστε ανταγωνιστές, κι όλα αυτά επειδή είμαστε δύο ηθοποιοί που εμφανιστήκαμε περίπου την ίδια περίοδο και τα επώνυμά μας λήγουν σε φωνήεν. Παρόλο που έχουμε ορισμένα κοινά σημεία, είμαστε εκ διαμέτρου αντίθετοι. Υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ μας. Έπρεπε να υπάρχει. Ιδίως όταν μας πρότειναν παρόμοιους ρόλους, ρόλους που θα μπορούσε να αναλάβει οποιοσδήποτε από τους δύο μας. Τότε, μόνο τότε, υπήρχε η σκιά του ανταγωνισμού».
Η φήμη και τα λεφτά
«Πώς γίνεται να είσαι γέρος αλλά να μην αισθάνεσαι γέρος; Πώς πέρασαν τα χρόνια; Πολλοί άνθρωποι που περνούν τα ογδόντα δεν καταλαβαίνουν πώς πέρασε ο καιρός. Να οφείλεται άραγε στον υγιεινό τρόπο ζωής που έκαναν; Εγώ ταλαιπωρήθηκα πολύ στη ζωή μου. Ξέρω ότι, αν συνέχιζα το ποτό και τα ναρκωτικά, θα είχα πεθάνει πριν από είκοσι πέντε χρόνια. Η φήμη και τα λεφτά αλλάζουν τα πάντα στην προσωπική σου ζωή. Απαιτούν να προσαρμόσεις τον τρόπο ζωής σου… Η φήμη αλλάζει τη ζωή σου, μοιάζει με χιονοστιβάδα που έρχεται κατά πάνω σου. Κάποιες πτυχές της είναι καλές, κάποιες κακές, άλλες άσχημες, και για τους περισσότερους είναι δύσκολο να τη διαχειριστούν. Γι’ αυτό πολλοί, ειδικά όταν είναι νέοι, το ρίχνουν στα ναρκωτικά και στο ποτό, για να προστατευτούν από αυτά που πάνε να τους πλακώσουν. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι αρκετά χοντρόπετσοι για να αντέξουν τα ψέματα και τις ιστορίες που λέγονται για αυτούς».