Κινηματογράφος

Animal: Το αληθινό πρόσωπο ενός ελληνικού Success Story

Ο Γ. Γκροσδάνης γράφει για μια από τις εκπλήξεις του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που βγαίνει από σήμερα στις κινηματογραφικές αίθουσες

Γιάννης Γκροσδάνης
animal-το-αληθινό-πρόσωπο-ενός-ελληνικού-success-story-1116799
Γιάννης Γκροσδάνης

Το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι βγαίνοντας από την προβολή του Animal είναι ότι η Σοφία Εξάρχου έχει μια τολμηρή ματιά και τσαγανό για να περιγράψει συγκεκριμένες πτυχές της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας που η μιντιακή πραγματικότητα της χώρας δεν την καλύπτει συνήθως με τον ίδιο τρόπο.

Πτυχές που πιθανόν να συναποτελούν επιμέρους κομμάτια από το περίφημο ελληνικό success story αλλά όταν η κάμερα της Εξάρχου διεισδύει βαθύτερα σε αυτές τις ιστορίες διαπιστώνεις την θλιβερή πραγματικότητα. Το Animal ήταν μια από τις εκπλήξεις του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το Νοέμβρη που μας πέρασε, κερδίζοντας τον Χρυσό Αλέξανδρο του κεντρικού διαγωνιστικού (το μεγάλο βραβείο της διοργάνωσης) – η πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια για ελληνική ταινία και πρώτη φορά στα χρονικά του θεσμού για Ελληνίδα δημιουργό.

Από το καλοκαίρι και μετά η ταινία έχει κάνει μια εξαιρετική πορεία σε πολλά καλά φεστιβάλ του εξωτερικού (μεταξύ των οποίων Λοκάρνο και Σεράγεβο) με θερμές κριτικές και διακρίσεις τόσο για την ίδια όσο και την πρωταγωνίστρια της ταινίας, Δήμητρα Βλαγκοπούλου. 

Στο Park, την πρώτη ταινία της, η σκηνοθέτις απογύμνωσε με αρκετά εύστοχο τρόπο την ιστορία της προίκας που μας άφησαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004. Κτήρια κούφια, εγκαταλελειμμένα στην τύχη τους, που το κοινωνικό περιθώριο – οι απόβλητοι της ελληνικής κρίσης και μιας νέας γενιάς στην Ελλάδα του σήμερα – σπεύδουν να αγκαλιάσουν και να τα εντάξουν όπως είναι, ερημωμένα και ερειπωμένα, το δικό τους πλαίσιο.

Στο Animal καταπιάνεται με το λεγόμενο «θαύμα» του ελληνικού τουρισμού. Νέοι άνθρωποι που μπαίνουν στην αγορά εργασίας και πιστεύουν στην ανάπτυξη και στην προοπτική μέσω του τουρισμού διαπιστώνουν πόσο ψεύτικο είναι το όραμα αυτής της επίπλαστης ανάπτυξης και ευτυχίας. Η προετοιμασία τους για να είναι όλα στην εντέλεια είναι διαρκής, η σεζόν πάντα ψυχολογικά και σωματικά επίπονη, η πίεση καθημερινή.

Και καθώς όλα αυτά εξελίσσονται επαναλαμβανόμενα, βλέπουμε την κεντρική ηρωίδα της ταινίας, την Κάλια, να ζει από τη μια επαγγελματικά τη μέρα της μαρμότας ως ανιματέρ και σερβιτόρα σε μια τεράστια ξενοδοχειακή μονάδα, την οποία από την άλλη η ίδια προσπαθεί να γεμίσει στον προσωπικό της χρόνο με στοιχεία και πρόσωπα που έχουν να κάνουν με την πραγματικότητα και την αλήθεια μιας ζωής. 

Κάπως έτσι θα πάρει υπό την προστασία της και θα γίνει φίλη με μια νέα συνάδελφο, την Εύα. Στην ουσία αυτό που κάνει η Εξάρχου είναι να δημιουργεί ένα έξυπνο και δημιουργικό ψυχαναλυτικό κοντράστ της κεντρικής ηρωίδας της με ένα alter ego της παλιότερο, όταν και η ίδια μπορεί να είχε τον αγνό ενθουσιασμό της νιότης που θέλει να τα ζήσει όλα και τα αποδέχεται όλα όπως είναι, με ενθουσιασμό, ακατέργαστα.

Το τι μεσολαβεί στο ενδιάμεσο της χρονικής απόστασης μεταξύ της Κάλιας του σήμερα και του νεανικού alter ego της είναι μάλλον η βασανιστική ψυχολογική φθορά στην οποία υποβάλλεται αργά και σταθερά αποδεχόμενη τον παθητικό ρόλο της σε μια αδηφάγα βιομηχανία παροχής υπηρεσιών και διασκέδασης.

Εκεί πίσω, σε αυτό το κοντραστ, η Εξάρχου μας δείχνει τον διαρκή πόνο, το κενό ελπίδας, ίσως και μια πιο ανθρώπινη πτυχή αυτών των ανθρώπων που καθημερινά δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους ώστε οι πελάτες των τεράστιων ξενοδοχείων να περάσουν τις όμορφες και ευχάριστες ημέρες των διακοπών τους. Εδώ έχει σημασία η λιτότητα και ο συνδυασμός με τον ρεαλισμό που επιλέγει η σκηνοθέτις για να τα αφηγηθεί όλα αυτά. Μια λιτότητα και ένας ρεαλισμός που σίγουρα καταλήγουν στο προφίλ του σύγχρονου κατακερματισμού και της αποξένωσης στην οποία έχει οδηγηθεί σταδιακά ο σύγχρονος άνθρωπος. 

Βέβαια παρά τις αρετές και τα σπουδαία επιτεύγματα που διαθέτει η ταινία – και εδώ είναι αδύνατον να μην επισημάνουμε την εξαιρετική, στιβαρή ψυχολογική και σωματική ερμηνεία της Δήμητρας Βλαγκοπούλου, την απόλυτα θετική παρουσία της Φλομαρίας Παπαδάκη καθώς υποστηρίζουν αμφότερες το όραμα της Εξάρχου με τον πιο άψογο τρόπο ή την ωραία και εύστοχη φωτογραφία της Μόνικα Λεντζέφσκα – δεν θα έπρεπε να παραλείψουμε πως τελικά όλα αυτά (τα μοτίβα, το ύφος, ο ρυθμός ανάπτυξης και αφήγησης, οι σκέψεις και οι προθέσεις) είναι κουραστικά weird και επαναλαμβανόμενα, χωρίς διάθεση κάποιας αλλαγής ή εξέλιξης για την δημιουργό, όχι μόνο εντός της ίδιας ταινίας αλλά ακόμα και από ταινία σε ταινία.

Αυτό ίσως να είναι πλέον το επόμενο μεγάλο στοίχημα για την ίδια. Αλλά και πάλι, ακόμα και έτσι, δεν θα μπορούσαμε παρά να ξαναγυρίσουμε και να επαινέσουμε την τόλμη της δημιουργού να μιλήσει με τόσο ξεκάθαρο τρόπο για το πως έχει διαμορφωθεί ο καταμερισμός εργασίας στον σύγχρονο κόσμο ή στο πως αποκαλύπτει τις δημιουργικές επίπλαστες πραγματικότητες – την φενάκη – με τις οποίες τροφοδοτείται η Ελλάδα του σήμερα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα