Αστέρω: Μια από τις πρώτες κινηματογραφικές ιστορίες
Με αφορμή την προβολή στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης αξίζει να κάνουμε μια βουτιά πίσω στο χρόνο και να θυμηθούμε την ιστορία της
Αυτές τις μέρες υπάρχει στο πρόγραμμα του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης η ειδική προβολή μιας ιστορικής ταινίας για τον ελληνικό κινηματογράφο. Ο λόγος για την Αστέρω του Δημήτρη Γαζιάδη. Η προβολή θα συνοδεύεται με ζωντανή μουσική από τον συνθέτη Φίλιππο Τσαλαχούρη. Με αφορμή αυτή την προβολή αξίζει να κάνουμε μια βουτιά πίσω στο χρόνο και να θυμηθούμε την ιστορία της Αστέρως.
Βρισκόμαστε στην Ελλάδα των αρχών του Μεσοπολέμου. Έχει προηγηθεί το 1914 η κινηματογράφηση της Γκόλφως, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, από τον Σπύρο Δημητρακόπουλο. Ο κινηματογράφος τα χρόνια εκείνα βρίσκεται σε μια ειδική διαδικασία διαμόρφωσης της ιδιαίτερης καλλιτεχνικής και εμπορικής ταυτότητας του. Οι Αδερφοί Γαζιάδη, στις αρχές της δεκαετίας του ’20, προχωρούν στην ίδρυση μιας εταιρίας παραγωγής ταινιών. Με αφορμή αυτή την κίνηση και μετά από μια παραγγελία που θα λάβουν από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, τα αδέρφια Γαζιάδη πραγματοποιούν μια σημαντική κινηματογραφική καταγραφή της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1921). Στόχος τους να διαμορφωθεί η Ιστορία αυτής της Εκστρατείας σε μια ταινία που θα περιγράφει – όπως αναφέρει και ο τίτλος της ταινίας – το «Ελληνικό Θαύμα».
Η ταινία ωστόσο δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ αφού η Εκστρατεία οδηγήθηκε τελικά στην τραγική Καταστροφή. Ακολουθεί την περίοδο 1927-28 η κινηματογράφηση των Δελφικών Εορτών που διοργανώθηκαν από τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό και την σύζυγο του Εύα Πάλμερ. Πολιτικά και κοινωνικά η Ελλάδα μπαίνει στην τελευταία πρωθυπουργική θητεία του Βενιζέλου, θητεία που παρά την πρόθεση της να στερεώσει την ήδη καθημαγμένη και βασανισμένη Ελλάδα θα δοκιμαστεί από το οικονομικό κραχ του 1929 και την σοβαρή Ύφεση που ακολουθεί. Η δοκιμασία ωστόσο αυτή δίνει μια χρήσιμη ώθηση στον ελληνικό κινηματογράφο που στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς) έχει αρχίσει να εκτοπίζει το θέατρο.
Την ίδια περίπου εποχή οι αδερφοί Γαζιάδη πραγματοποιούν την κινηματογράφηση της πρώτης τους fiction ταινίας με τίτλο Έρως και Κύματα. Η ταινία – μια απλοϊκή ρομαντική ιστορία «εις 8 μέρη» με αρκετά εξωτερικά γυρίσματα σε παραθαλάσσιες τοποθεσίες γύρω από την Αττική – κεντρίζει το ενδιαφέρον των θεατών της εποχής. Έτσι το 1929 προχωρούν στην κινηματογράφηση μιας νέας ιστορίας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το σκεπτικό των Γαζιάδη είναι να προσπαθήσουν να προσαρμόσουν τη θεματολογία τους σε οικεία θέματα και παραστάσεις των Ελλήνων θεατών (στους οποίους έτσι κι αλλιώς απευθύνονται με τις ταινίες τους).
Όπως σημειώνει ο Δημήτρης Γαζιάδης σε συνέντευξη του σε εφημερίδα της εποχής «το νομίζουμε υποχρέωσι μας να συμμερισθούμε τις προτιμήσεις του έλληνος θεατού, μετά την εκ μέρους του υποστήριξι των ταινιών μας». Είναι ξεκάθαρο πως ο Γαζιάδης αντιλαμβάνεται πως το πρώτο κύμα αστικοποίησης και μετακίνησης πληθυσμών από την αγροτική επαρχία στα βιομηχανικά αστικά κέντρα της εποχής έχει ιδιαίτερη σημασία σε αυτά τα πρώτα βήματα της ελληνικής κινηματογραφίας και πως έπρεπε να οπτικοποιήσει οικίες ιστορίες και παραστάσεις για αυτούς τους θεατές ώστε να ανταποκριθούν στην δική του προσπάθεια.
Άλλωστε ο ίδιος διεκήρυττε ότι πρόθεση του είναι να δημιουργήσει κινηματογραφικούς θεατές σε μια εποχή που ο ίδιος ο κινηματογράφος στο εξωτερικό έχει ήδη διαμορφώσει ένα πρώτο κοινό και είχε κάνει τεράστια τεχνολογικά βήματα αφού είμαστε παράλληλα στην εποχή μετάβασης από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο. Για τον Γαζιάδη η θέαση μιας ταινίας είναι μια εμπειρία που εισχωρεί στο κοινωνικό γίγνεσθαι ξεπερνώντας τους υπάρχοντες ταξικούς διαχωρισμούς ενσωματώνοντας παράλληλα εύπορους και φτωχούς, ακόμα και τους πρόσφυγες της Μικρασίας για τους οποίους λειτουργεί καθαρτήρια εξομαλύνοντας την προσπάθεια ένταξης τους στις νέες πατρίδες τους.
Για να προχωρήσουν στο σχέδιο της Αστέρως στηρίζονται στην κλασική ιστορία της Ραμόνας – το λογοτεχνικό έργο της Αμερικανίδας συγγραφέως Έλεν Χαντ Τζάκσον – και αναθέτουν την σεναριακή διασκεύη στον λογοτέχνη Παύλο Νιρβάνα. Η διασκευή οδηγεί την πρωταγωνίστρια των Γαζιάδη στην ελληνική ύπαιθρο του 19ου αιώνα. Οι ίδιοι είναι ξεκάθαροι στο όραμα τους και τη σύνδεση τους με ελληνικά θέματα καθώς όπως λένε «μας κατηγορούν ότι οι ταινίαι μας στερούνται ελληνικότητας. Θέλουμε επομένως ένα έργον με ελληνικήν υπόθεσιν, ελληνικούς χαρακτήρας, ελληνικήν ψυχολογίαν, ελληνικόν περιβάλλον, ελληνικόν χρώμα». Τα γυρίσματα θα γίνουν και πάλι σε εξωτερικές τοποθεσίες.
Έχει ενδιαφέρον πως οι Γαζιάδηδες συνδέουν το ιστορικό παρόν με την ύπαιθρο. Στα πρώτα πλάνα της ταινίας καταγράφουν την ξέφρενη ζωή της Αθήνας του 1929. Είναι μια πόλη που σφύζει από ζωή ενώ η τεχνολογία της εποχής (αυτοκίνητα και λεωφορεία) δίνει τον ρυθμό στη ζωή των ανθρώπων. Οι γυναίκες είναι ντυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας.
Η Ακρόπολη που προβάλλεται συνδέεται με αυτό το κύμα εκσυγχρονισμού και νεωτερικότητας καθώς το τρένο – το απόλυτο σύμβολο αυτής της τεχνολογικής έκρηξης προόδου από τα χρόνια του Τρικούπη ακόμα – οδηγεί τους θεατές σε ένα ονειρικό ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο στην ελληνική ύπαιθρο.
Ο Γαζιάδης γνωρίζει σκηνοθετικά πως να κάνει αυτή την μετάβαση καθώς έχει συνεργαστεί στο παρελθόν στην Γερμανία του εξπρεσιονισμού με τους Φριτς Λανγκ, Παμπστ και Έρνστ Λιούμπιτς. Μεταφέρει λοιπόν τους θεατές του στην ελληνική βουκολική ύπαιθρο της φουστανέλας καταγράφοντας τους βοσκούς με τα κοπάδια τους στα δάση και στα βουνά. Ο φακός του αξιοποιεί το καδράρισμα στο ύψος του ματιού και διανθίζει την ιστορία του με πανοραμικά πλάνα από τα ψηλά βουνά ή τις απόκρημνες πλαγιές του Χέλμου (όπου έγιναν τα γυρίσματα).
Η κάμερα αποφεύγει την ακινησία και στατικότητα. Μάλιστα οδηγείται σε μια μορφή ψυχολογικής αφήγησης δίνοντας μια υποκειμενική οπτική γωνία. Στα πλάνα που αφηγείται την τρέλα της Αστέρως η τρεμάμενη λήψη μοιάζει να είναι η ματιά της ίδιας της πρωταγωνίστριας την ώρα της μεγάλης ταραχής της.
Η Αστέρω αποτέλεσε ένα σημαντικό γεγονός στην εποχή της. Η υποδοχή που της επιφύλαξε το κοινό ήταν θερμή. Η πρεμιέρα έγινε τον Απρίλιο του 1929 στον κινηματογράφο Σπλέντιτ. Μάλιστα στην πρεμιέρα της ταινίας θα δώσει το παρόν ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, την έλευση του οποίου καταγράφουν οι αδερφοί Γαζιάδη και την παρουσιάζουν στο τέλος της προβολής με την μορφή επικαίρων. Πρωταγωνιστούσαν σημαντικά ονόματα του ελληνικού θεάτρου, που έχουν αφήσει το στίγμα τους ζωντανό μέχρι και σήμερα, παρόλο που έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε ο Αιμίλιος Βεάκης υποδυόταν τον κυρ Μήτρο, η Αλίκη Θεοδωρίδου την Αστέρω, ο Κώστας Μουσούρης τον Θύμιο και ο Δημήτρης Τσακίρης, που είχε συμμετάσχει και σε παλιότερες ελληνικές ταινίες, υποδυόταν τον αρχιτσέλιγκα Στάμο. Να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή η Θεοδωρίδου και ο Μουσούρης θεωρούνταν καλλιτεχνικό ζευγάρι και συνεργάζονταν στο θέατρο.
Η εφημερίδα Πατρίς – με την οποία συνεργαζόταν ο Παύλος Νιρβάνας –μια εκτενή παρουσίαση της ταινίας λίγες μέρες πριν από την πρεμιέρα της. Στο ρεπορτάζ επαινούσε κυρίως την ερμηνεία του Βεάκη κάνοντας λόγο για τη «γνωστή δύναμη του ταλέντου του», αλλά και της Αλίκης Θεοδωρίδου, για την οποία έγραφε ότι «είναι άφθαστη ιδίως στη σκηνή της τρέλλας και χαριτωμένη στις ωραίες ειδυλλιακές σκηνές». Μάλιστα, μετά την πρεμιέρα της Αστέρως, οι κριτικές για την ερμηνεία της Θεοδωρίδου θα ήταν πραγματικά θριαμβευτικές:
«Το κορύφωμα όμως της μαεστρίας, το μέτρον της αρτίας εκτελέσεως μας το έδωσε η τόσο νεαρά, αλλά και τόσο μεγάλη καλλιτέχνης κ. Αλίκη. Θα ήτο δύσκολο να αποφανθή κανείς σε ποιάν σκηνή η κ. Αλίκη ήτο ανωτέρα εαυτής, όπως θα ήτο δύσκολον να πη αν είνε προτιμότερον να μην ξαναγυρίση στο πάλκο του ζωντανού θεάτρου για να μείνη αποκλειστικά στην… οθόνη. Το βέβαιον είνε ότι, με περισσότερα μέσα, η κ. Αλίκη θα μπορούσε ήδη να διεκδικήση επιτυχώς την πρώτην σειράν μεταξύ των πρώτου μεγέθους παγκοσμίων αστέρων της οθόνης». Δύο μέρες μετά την πρεμιέρα της ταινίας στον κινηματογράφο Σπλέντιτ και πάλι η εφημερίδα Πατρίς σημειώνει με ενθουσιασμό: «Είδομεν φως. Με την “Αστέρω” έχομε επί τέλους ένα ευπρόσωπο, ένα σχετικώς άρτιον, ένα καλό φιλμ… Εκείνος που θα έπρεπε να έχη υπ’ όψει του όποιος θα ανελάμβανε να γράψη την ιστορία του κινηματογράφου εις την χώραν μας είνε ότι θα έπρεπε να λησμονήση πρώτ’ απ’ όλα το κάθε τι που προηγήθη… και τούτο για τον πολύ απλό λόγο του ότι η “Αστέρω” δεν είνε ένας απλούς σταθμός, είνε ένα πραγματικόν σημείον αφετηρίας».
Όμως η τεχνολογική έκρηξη που σημειώνεται ήδη στο εξωτερικό με την είσοδο του ήχου στον κινηματογράφο σε συνδυασμό με την οικονομική στενότητα που δημιουργεί η Ύφεση δημιουργεί νέα στάνταρ απαιτήσεων για την εταιρεία των αδερφών Γαζιάδη, που οι ίδιοι – χωρίς την παραμικρή στήριξη από κάπου – δυσκολεύονται να ακολουθήσουν. Έτσι η Dag Film τα επόμενα χρόνια θα κλείσει.
Η Αστέρω βέβαια θα ταξιδέψει το 1934 στην Αμερική κάνοντας μια ειδική προβολή στη Νέα Υόρκη μπροστά σε ένα ενθουσιώδες κοινό Ελλήνων της ομογένειας. Πολλοί από τους θεατές της προβολής, μάλιστα, παρά την εξάντληση εισιτηρίων θα παρακολουθήσουν την προβολή όρθιοι, με έκδηλη συγκίνηση και ενθουσιασμό.
Χρόνια μετά η κόπια της ταινίας θα εξαφανιστεί. Τον Ιανουάριο του 1944 θα γίνει μια προσπάθεια και κυκλοφόρησε στις αίθουσες μια ηχητική εκδοχή της ταινίας σε μια κόπια με αισθητά μικρότερη διάρκεια -μόλις 13 λεπτά – με μουσική του Γιάννη Βιδάλη. Η κόπια αυτή θα ενσωματωθεί αργότερα στην ταινία – ντοκιμαντέρ του Αλέκου Σακελλάριου Τον Παλιό εκείνο τον καιρό, στην οποία καταγράφεται η παρουσία των πρώτων δημιουργών του ελληνικού κινηματογράφου.
Το 1959 γυρίστηκε από τον Ντίνο Δημόπουλο το ριμέικ της ταινίας, με πρωταγωνίστρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, που γνώρισε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία ενώ εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Φεστιβάλ Βερολίνου του 1959 με την Αλίκη Βουγιουκλάκη να κερδίζει θερμή υποδοχή από κοινό και κριτικούς για την εξαιρετική ερμηνεία της. Η σεναριακή προσαρμογή εδώ ανήκει στον Αλέκο Σακελάριο. Η Αστέρω θα ξεχαστεί. Αν και θεωρούνταν για χρόνια χαμένη και εξαφανισμένη το 2003 χάρη σε ένα πρόγραμμα της ΕΕ που είχε ως στόχο την ανάδειξη της κινηματογραφικής κληρονομιάς των ευρωπαϊκών χωρών θα φέρει στο φως μια πλήρη κόπια της ταινίας που υπήρχε στην Γαλλική Ταινιοθήκη με γαλλικούς μεσότιτλους.
Αυτή η προβολή ξαναζωντανεύει ουσιαστικά το μύθο μιας από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες της πρώτης εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Για όσους ίσως συνδυάσουν την προβολή της Αστέρως με το θεατρικό έργο των Δημήτρη Πιατά και Σάκη Σερέφα που ανέβηκε από το ΚΘΒΕ «Οι Κωμικοί» (η οποία βέβαια έχει ολοκληρώσει τις παραστάσεις της) ίσως έχουν την ευκαιρία να βιώσουν το σημαντικό ξεκίνημα του ελληνικού κινηματογράφου, που συνέβη σε δύσκολα χρόνια με την πολιτική και κοινωνική ιστορία να τρέχει παράλληλα. Μια σύνθετη ιστορία που πολλές φορές έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τους πρωταγωνιστές αυτής της πρώτης εποχής του ελληνικού κινηματογράφου.