Being Maria: Μια ακραία κινηματογραφική σκηνή που απέκτησε την δική της ταινία
Μερικά λόγια για μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες της χρονιάς, μια αποσπασματική βιογραφία της ηθοποιού Μαρίας Σνάιντερ
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες της χρονιάς αποδεικνύεται το Being Maria της Τζέσικα Παλούντ, μια αποσπασματική βιογραφία της ηθοποιού Μαρίας Σνάιντερ, η οποία απεβίωσε το 2011 σε ηλικία 58 ετών. Η Σνάιντερ συνδέθηκε στη μνήμη όλων μας με την ερμηνεία της στην ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι Το Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι, μια εμπειρία που η ίδια η πρωταγωνίστρια ήθελε διακαώς να απωθήσει από τη μνήμη της βιώνοντας την εμπειρία ενός real time βιασμού στα γυρίσματα και αργότερα μια ανεπιθύμητη τυποποίηση με ερωτικούς ρόλους και δημόσιες εμφανίσεις που της ζητούσαν επίμονα.
Η Παλούντ – η οποία ας σημειωθεί ότι είχε συνεργαστεί προσωπικά με τον Μπερτολούτσι ως βοηθός του στους Ονειροπόλους – δεν στέκεται μόνο σε αυτό το γεγονός αλλά χτίζει όμορφα και προσεκτικά την ιστορία της Σνάιντερ τόσο πριν το Τανγκό στην προσπάθεια της να ισορροπήσει ανάμεσα στην διαμάχη των γονιών της όσο και στο να κερδίσει την αυτονομία της όσο και μετά την ταινία προσπαθώντας να επιβιώσει από την δύσκολη εμπειρία όπως αποδείχτηκε των γυρισμάτων και της αρνητικής φήμης που απέκτησε από αυτήν.
Στην ηλικία των 17 ετών ωστόσο και στην προσπάθεια της να ορθοποδήσει και να αυτονομηθεί από δύο δύσκολους γονείς – η μητέρα της καταπιεστική και ο πατέρας της απών από το μεγάλωμα της αφού εγκατέλειψε μάνα και κόρη – έρχεται αντιμέτωπη με την γοητευτική πρόκληση ενός πρωταγωνιστικού ρόλου δίπλα στον σταρ Μάρλον Μπράντο σε μια ακραία ερωτική ιστορία με σκηνοθέτη τον επίσης σπουδαίο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Η Σναϊντερ φαίνεται αρχικά να αποδέχεται το αυτοσχεδιαστικό πλάνο γυρισμάτων του Μπερτολούτσι, δείχνει γοητευμένη από την επαφή της και την συνεργασία με τον Μπράντο, που την αντιμετωπίζει ισότιμα και πολύ φιλικά. Όμως στην πιο αμφιλεγόμενη σκηνή ενημερώνεται με ασάφειες – που δήθεν θα την βοηθούσαν να αποδώσει με ρεαλισμό τα δρώμενα – και ξαφνικά βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια «συνωμοσία» του σκηνοθέτη και του συμπρωταγωνιστή της, που αποφασίζουν να αυτοσχεδιάσουν με ακραία ρεαλιστικό τρόπο μια σκηνή που παραπέμπει σε έναν βιασμό.
Η Παλουντ παίρνει ξεκάθαρα το μέρος της Σνάιντερ στην ταινία, η οποία βιώνει με πόνο και θλίψη αυτό το γεγονός, και αποκαλύπτει την εσωτερική χρόνια αστάθεια της και την δύσκολη προσπάθεια της να ξεπεράσει την οδυνηρή συνεργασία της με τους Μπράντο – Μπερτολούτσι. Φυσικά στέκεται με προσοχή αιτιολογώντας ότι έχει συμβεί καθώς στηρίζεται σε ένα ανδροκεντρικό, πατριαρχικό σύστημα που ελέγχει την κινηματογραφική βιομηχανία (καθώς από τον ατζέντη μέχρι τον παραγωγό οι γυναίκες είναι ελάχιστες και σε διεκπεραιωτικές θέσεις) και αναπαράγει ένα ηδονοβλεπτικό μοντέλο που δημιουργείται από άνδρες και αφορά άνδρες θεατές. Καθόλου τυχαίες οι αναφορές που ακολουθούν σε άνδρες θεατές που σχολιάζουν περιπαικτικά την παρουσία της Σνάιντερ στον δημόσιο χώρο αναζητώντας λίγο βούτυρο όπως και η μειωτική και εκμεταλλευτική σχέση των σκηνοθετών και των παραγωγών με τους οποίους συνεργάστηκε αργότερα και της ζητούσαν – χωρίς προφανή λογική – να εμφανίζεται στην κάμερα γυμνή ακόμα και σε σκηνές που δεν υπήρχε λόγος να συμβεί. Όπως φαίνεται η ταινία συμμετέχει και αναδεικνύει με τόλμη μια ενδιαφέρουσα και δυναμική συζήτηση που αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα μετά την εμφάνιση του #metoo και φυσικά φανερώνει πως τα θέματα της απασχολούν πλέον όχι μόνο την αμερικάνικη κινηματογραφική βιομηχανία αλλά και την Γαλλία και την Ευρώπη συνολικά.
Μέσα στα συν της ταινίας αξίζει φυσικά μια αναφορά στην πρωταγωνίστρια Άναμαρία Βαρτολομεϊ, η οποία – μετά το βραβευμένο Γεγονός της Οντρέ Ντιγουάν – έρχεται εδώ να δώσει άλλη μια εξαιρετική ερμηνεία γεμάτη με στοργή και ενσυναίσθηση για την Σναϊντερ εκφράζοντας τον πόνο, την οργή και την θλίψη της.