Bird: Μια βουτιά στον ρεαλισμό της Αντρέα Άρνολντ
Ο Γιάννης Γκροσδάνης καταγράφει τις σκέψεις του για την ταινία που κυκλοφορεί από την Πέμπτη (28/11) στις αίθουσες του Φεστιβάλ
Αν υπάρχουν δυο ή τρία στοιχεία που να αποτελούν χαρακτηριστικά του σινεμά της Αντρέα Άρνολντ, αυτά χωρίς αμφιβολία είναι η βαθιά αφοσίωση της στον κοινωνικό ρεαλισμό – ο οποίος ενίοτε μετασχηματίζεται σε ένα όμορφα υπερβατικό, ποιητικό αφηγηματικό σχήμα – την εστίαση της σε ιστορίες γυναικών (και μάλιστα δύσκολες ιστορίες νεαρών γυναικών που προσπαθούν με αρκετή ενσυναίσθηση και με κάποιο αμήχανο τρόπο να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι) και φυσικά η αγάπη της για το περιθώριο, την μοναξιά, τις εσωτερικές συγκρούσεις που βιώνουν οι πρωταγωνίστριες της.
Το Bird συνεχίζει αυτή την ωραία παράδοση που έχει δημιουργήσει η Άρνολντ. Αποτελεί ένα δράμα ενηλικίωσης με πρωταγωνίστρια την Μπεϊλι, μια πιτσιρίκα στα 12 της που ζει σε μια παρακμιακή μικρή πόλη, κάπου κοντά στην θάλασσα – ένα γαλάζιο απροσδιόριστο άπειρο που δημιουργεί μια διάθεση προοπτικής και ελευθερίας για την μικρή ηρωίδα της ταινίας, που ζει σε ένα φτωχό, μίζερο, δυσλειτουργικό περιβάλλον αναζητώντας την ταυτότητα της και την δύναμη της προσπάθειας να αλλάξει αυτό το παρακμιακό σύμπαν.
Παιδί χωρισμένων γονιών, οι οποίοι ζουν επίσης σε αυτή την μιζέρια, μέσα στις εξαρτήσεις τους από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά: ο πατέρας της ένας ανώριμος 30άρης βυθισμένος μέσα στη θλίψη, ονειρεύεται να παντρευτεί ξανά και να πιάσει την καλή κάνοντας εισαγωγή ένα σπάνιο είδος φρύνου που παράγει μια εξαρτησιογόνα – παραισθησιογόνα ουσία (ο Μπάρι Κιόγκαν επιβεβαιώνει το ταλέντο του δίνοντας βάθος στον ουσιαστικά θλιμμένο χαρακτήρα αυτού του πατέρα) και η μητέρα της εγκλωβισμένη στις εξαρτήσεις και σε μια κακοποιητική σχέση με έναν βίαιο άνδρα –δεν μπορούν να προσφέρουν στην 12χρονη και στα αδέρφια της με κανένα τρόπο κάποια ασφάλεια ή τρυφερότητα που αποζητούν ως παιδιά.
Αυτή την αγάπη και τρυφερότητα που η μικρή Μπεϊλι αναζητάει και τελικά την βρίσκει στο πρόσωπο του Bird, ένας αλλόκοτος νεαρός, που εμφανίζεται από το πουθενά αναζητώντας κι ο ίδιος την ταυτότητα του και τους γονείς του, που μάλλον ζουν κάπου εκεί γύρω στην περιοχή (υπέροχα εκφραστικός ο Φραντς Ρογκόφσκι).
Η Άρνολντ στηρίζει πολλά στην νεαρή πρωταγωνίστρια της, την Νικίγια Άνταμς και στην εκφραστική μελαγχολία της που φανερώνει τους εσωτερικούς προβληματισμούς, τις αντιθέσεις και τις αναζητήσεις της έφηβης ηρωίδας της ταινίας αλλά και στα υπέροχα μελαγχολικά πλάνα της αγγλικής υπαίθρου που ο φωτογράφος της ταινίας Ρόμπι Ραϊαν συνδυάζει με ιδιαίτερες λήψεις μέσα από το κινητό της μικρής ηρωίδας που εστιάζουν από τη μια σε επιλεγμένες έντονες στιγμές από την καθημερινότητα της αλλά και στην αντίθεση μεταξύ της προσωπικής καταπίεσης που αισθάνεται στο γκρι αστικό τοπίο και της απόλυτης ελευθερίας που υπάρχει εκεί έξω, στο φυσικό περιβάλλον.
Με αρκετή λεπτότητα και αρκετή συναισθηματική δύναμη, χωρίς να οδηγείται σε ακρότητες ή πλατειασμούς, η Άρνολντ απεικονίζει τα αδιέξοδα των ηρώων της που ονειρεύονται κάποια στιγμή να έρθουν οι καλύτερες μέρες, μελαγχολούν ακούγοντας βρετανική ποπ και ροκ της δεκαετίας του ’90 βιώνοντας τα αδιέξοδα τους στο παρόν και αναπολούν ίσως κάποια στοιχεία αγνότητας και καθαρότητας που υπάρχουν στο παρελθόν τους.
Παρά την τρυφερότητα με την οποία τους αντιμετωπίζει η Άρνολντ δεν τους αφήνει να ευδοκιμήσουν όπως ίσως θα επιθυμούσαν κλείνοντας την ιστορία της με ένα ασαφές και φλου φινάλε που μάλλον φανερώνει πολλά για την ίδια την εξέλιξη στις ζωές τους ωστόσο οι μικρές πινελιές μαγικολυ ρεαλισμού (όπως λχ το πουλί που γίνεται ασυναίσθητα αγγελιοφόρος μεταφέροντας ένα μήνυμα) δίνουν μια ευχάριστη, τρυφερή αίσθηση. Κι αυτό κάνει το Bird στο αποτέλεσμα στο σύνολο του μια όμορφη κινηματογραφική εμπειρία.