Blonde: Η ηδονοβλεψία της δυστυχίας
Ο Γ. Γκροσδάνης γράφει για την πολυαναμενόμενη ταινία για τη Marilyn Monroe.
Ίσως να μην υπάρξει άλλη ταινία αυτή τη σεζόν που μπορεί να διχάσει τόσο τους θεατές με το καλλιτεχνικό της αποτέλεσμα (ακόμη και η πολιτική έκθεση επιπέδου δημοτικού που συνέταξε ο Ρομέν Γαβράς στην Αθηνά θα ξεπεραστεί).
Αυτό όμως που προσπάθησε να κάνει ο Άντριου Ντόμινικ σε αυτή την μετά-βιογραφία μάλλον δύσκολα θα ξεπεραστεί. Βασισμένη στο βιβλίο της Τζοϊς Κάρολ Οούτς η Blonde πήρε σχεδόν μια δεκαετία στον δημιουργό της (μετά από φοβερή έρευνα για το ποια μπορεί να είναι η πρωταγωνίστρια και ενώ ονόματα όπως η Τζέσικα Τσαστεϊν και Ναόμι Γουότς είχαν δοκιμαστεί μέχρι να φτάσει στην Άνα ντε Άρμας).
Με ξεκάθαρες διαθέσεις γύρω από το όραμα του και τεράστια όρεξη για προβοκάρισμα με δηλώσεις του στυλ «η Blonde είναι μια από τις 10 κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών» ο Ντόμινικ έφτασε μέχρι την πόρτα του Netflix, δημιουργώντας τελικά την πρώτη Κ-18 ταινία της πλατφόρμας η οποία μέχρι σήμερα ήξερε πως το όριο της ήταν ένα κλικ πιο κάτω από αυτό.
Μπαίνοντας στο σύμπαν της ταινίας και θέλοντας να αναδείξει την δυσυπόστατη φύση της ηρωίδας του ανάμεσα στη Νόρμα Τζιν και στη Μέριλιν ο Άντριου Ντόμινικ χωρίζει την ταινία σε ασπρόμαυρα και έγχρωμα κεφάλαια στα οποία ωστόσο η βία, η κακοποίηση, το σεξ (ηθελημένο ή ως βιασμός), η δυστυχία έχει πάντα τον δικό της χώρο. Ενοχλητική ή όχι αυτή η δυσάρεστη (και αρκετά μίζερη) αίσθηση βρίσκει πάντα πατήματα ακόμα και στην αφήγηση ή και στην ατμοσφαιρική (πολύ καλή) μουσική που έγραψαν οι Νικ Κεϊβ και Γουόρεν Έλις.
Η θέαση του Blonde δεν γίνεται ποτέ ευχάριστη, ακόμα και στις λιγοστές και μετρημένες στιγμές στις οποίες η Μέριλιν βρίσκει κάποια ψίχουλα χαράς ή ευτυχίας. Αν την μελετήσουμε υπό το πρίσμα του φύλου ο Ντόμινικ μπορεί να περηφανεύεται ότι παρέδωσε μια ψυχαναλυτική φεμινιστική βιογράφηση μιας εκτυφλωτικής σταρ του Χόλυγουντ και τον τρόπο που το ανδροκεντρικό σύστημα της εποχής (στην κοινωνία, στους θεσμούς αλλά κυρίως στην βιομηχανία του Χόλυγουντ) γεμάτη με ατέλειωτα περιστατικά σωματικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής και λεκτικής κακοποίησης μιας γυναίκας – ειδικά στα πρώτα χρόνια της καριέρας της – που δεν σταματούσε να βιώνει όλη αυτή την δυστυχία μέχρι το τέλος της. Η εικόνα της είναι εκτυφλωτική ωστόσο μέσα από την ταινία του Ντόμινικ διαπιστώνουμε πως πίσω από αυτή την εικόνα του συμβόλου του σεξ (του σκέυους ηδονής όπως αδίσταχτα την αποκαλούν οι εφημερίδες της εποχής) έχουμε ένα σοκαριστικό παράδειγμα γυναικείας εκμετάλλευσης και πραγμοποίησης της γυναίκας από αυτό ακριβώς το ανδροκεντρικό σύστημα με απώτατο στόχο το μανιπουλάρισμα και την εκμετάλλευση της με κάθε τρόπο.
Ακόμα και ο πολύς Άρθουρ Μίλερ, που παρουσιάζεται εδώ κάπως αμήχανος απέναντι της, φανερώνεται ως εκμεταλλευτής της ομορφιάς και της αθωότητας της Μέριλιν, αφού του προσφέρει ένα ερωτικό υποκατάστατο ενός παλιού, ανολοκλήρωτου έρωτα. Η αφετηρία αυτής της κατάστασης βρίσκεται στα παιδικά κακοποιητικά βιώματα της Νόρμα Τζην από την αλκοολική μητέρα της. Όμως και η ίδια η μητέρα της είναι το ίδιο θύμα, αφού θα κλειστεί σε ειδική κλινική μετά από τα απανωτά περιστατικά ψυχολογικής κατάρρευσης και αλκοολισμού λόγω της απόρριψης που δέχτηκε από την σύντροφο της μόλις μαθαίνει για την εγκυμοσύνη της στην Νόρμα Τζιν (την οποία θεωρεί ανεπιθύμητη και την χωρίζει).
Μασκαρεμένος λοιπόν με τη φεμινιστική προσωπίδα του metoo και προσπαθώντας να τεκμηριώσει (φροϊδικά) ψυχαναλυτικά τις συμπεριφορές και την στάση ζωής της Μέριλιν μπροστά στα γεγονότα (π.χ. τον τρόπο που προσπαθεί να καλύψει την έλλειψη πατρικής φιγούρας αποκαλώντας όλους τους ερωτικούς συντρόφους της «μπαμπάκα») ο Άντριου Ντόμινικ φτιάχνει μια ταινία θέλοντας ο ίδιος να δείξει κάτι πρωτότυπο, κάτι που δεν έχουν πει οι άλλες βιογραφίες της Μέριλιν. Αυτό που φτιάχνει όμως τελικά είναι ολότελα ανήθικο. Και αποκαλύπτεται σιγά σιγά και σου προκαλεί εκνευρισμό, αμηχανία, ενόχληση για να καταλήξει σε θυμό. Και όταν πια νομίζει ότι έχει πείσει τον θεατή για τις προθέσεις του με την άριστη κινηματογράφιση και τις όμορφες εναλλαγές ασπρόμαυρου – έγχρωμου κόσμου αποκαλύπτει την απάτη του.
Σε αρκετές περιπτώσεις στηρίζεται σε ανύπαρκτα γεγονότα για να καταδείξει την κακοποίηση της ηρωίδας του. Λ.χ. δεν γνωρίζουμε κάποιο περιστατικό στο οποίο η μητέρα της να προσπάθησε ποτέ να την πνίξει στο μπάνιο). Σε άλλες περιπτώσεις πάλι αλλοιώνει προς το συμφέρον του τα δεδομένα (λ.χ. δεν γνωρίζουμε αν η σχέση της με τον Τσάπλιν Τζούνιορ είχε τόσο προχώ στοιχεία) για να τα προσφέρει όπως θέλει. Και κάποια στιγμή μέσα στον κακό χαμό, με την εμμονική επαναληπτικότητα της δυστυχίας και της μιζέριας, οδηγείται σε οπτικές καταγραφές που μόνο φρίκη προσφέρουν. Αλήθεια τι άλλο νόημα να έχει για τον θεατή του Blonde η κάμερα που μπαίνει κάτω από την φούστα (στην περίφημη σκηνή του Επτά Χρόνια Φαγούρα) ή βγαίνει μέσα από το αιδοίο της Μέριλιν (την ώρα της έκτρωσης); Τι κερδίζουμε από την (υποτιθέμενη) αναπαράσταση των τελευταίων στιγμών της; Για ποιο λόγο χρειάζεται η Μέριλιν να εμφανίζεται σε κάθε δεύτερο πλάνο γυμνή ή ημίγυμνη αναδεικνύοντας το στήθος της; Μάλλον μια δυσάρεστη επαναληπτικότητα δυστυχίας που στις 2,5 ώρες της ταινίας καταντάει ουσιαστικά μια ηδονοβλεπτική πορνογραφία αυτής της δυσάρεστης κατάστασης η οποία μειώνει και κακοποιεί κι αυτή με την σειρά της την Μονρόε. Τα άκομψα πλάνα στην έκτρωση και η υποτιθέμενη συνειδησιακή συνομιλία της Μέριλιν με το αγέννητο βρέφος που είναι στην κοιλιά της όσο κι αν προσφέρει για τον Ντόμινικ δραματική ένταση αισθητικά και πολιτικά είναι μια νεοσυντηρητική επιλογή – για την οποία οι δογματικοί τηλε-ευαγγελιστές που σηκώνουν το μπαϊράκι του Τραμπ θα ευχαριστιόντουσαν αν την βλέπανε- που θέλει να μαστιγώσει λίγο ακόμα την άτυχη γυναίκα και να προσφέρει μόνο λίγη ακόμα δυστυχία ως ηδονική ευχαρίστηση στους θεατές.
Παραδόξως αλώβητη (ευτυχώς) από αυτή την καλογυρισμένη φενάκη του Ντόμινικ βγαίνει η πρωταγωνίστρια της ταινίας, η Άνα ντε Άρμας. Η Άρμας προσφέρει μια ζωντανή και τολμηρή ερμηνεία χάρμα οφθαλμών. Δεν διστάζει να εκτεθεί, να αναδείξει με το σώμα της την γοητεία της Μέριλιν. Να φανερώσει εκφραστικά και σωματικά το πόσο ευάλωτη και ευαίσθητη ήταν. Στα υπέροχα vintage πλάνα αναπαράστασης με σκηνές από τις ταινίες της η μίμηση ξεπερνάει τα τυπικά και γίνεται ένα με το βλέμμα και την κίνηση της Μέριλιν. Το ότι βγάζει κάθε πλάνο της ταινίας μέχρι το τέλος με άριστο τρόπο και τελικά κερδίζει ερμηνευτικά την παρτίδα αναδεικνύει την στόφα του ταλέντου της. Προσωπικά αισθάνομαι πως θα είναι άδικο να μην την δούμε στο τέλος της σεζόν στην πεντάδα του Όσκαρ Α γυναικείου ρόλου. Είναι άλλωστε ότι απομένει ως πραγματική θετική υπόμνηση από αυτή την ταινία.