Bugonia: Είναι ο καπιταλισμός ηλίθιε!

Η ταινία είναι ποτισμένη με μια βαρύτητα που ξεπερνά κατά πολύ την ειρωνεία

Γιάννης Γκροσδάνης
bugonia-είναι-ο-καπιταλισμός-ηλίθιε-1402222
Γιάννης Γκροσδάνης

Το ότι η Bugonia βασίζεται σε μια κορεάτικη sci-fi εναλλακτική κωμωδία φαντασίας είναι γνωστό τοις πάσι.

Το διευκρινίζουμε παρ’ όλα αυτά από την εισαγωγή μας για να μην υπάρχουν οι συνηθισμένες παρεξηγήσεις.

Ο Γιώργος Λάνθιμος παρ’ όλα αυτά καταφέρνει να «οικειοποιηθεί» αυτή την ιστορία με την σεναριακή βοήθεια του Γουίλ Τρέισι (βραβευμένος με ΕΜΜΥ μεταξύ των άλλων και για το Succession), ο οποίος δίνει ένα κατάμαυρο κεντίδι, το οποίο ο δημιουργός της ταινίας στολίζει με τον δικό του έξοχο τρόπο.

Η Bugonia του Γιώργου Λάνθιμου αποτελεί μια από τις πιο ώριμες, καυστικές και απαισιόδοξες στιγμές της φιλμογραφίας του.

Εδώ, ο Έλληνας δημιουργός επιστρέφει σε ένα σύμπαν ψυχρό, παράξενο και βαθιά πολιτικό, χρησιμοποιώντας το σχήμα της σουρεαλιστικής sci-fi κωμωδίας για να αποδομήσει την κρίση νοήματος στη σύγχρονη κοινωνία.

Η ταινία, παρά τον δήθεν εξωτερικά ανάλαφρο τόνο της, είναι ποτισμένη με μια βαρύτητα που ξεπερνά κατά πολύ την ειρωνεία: είναι μια σκοτεινή σπουδή πάνω στην απελπισία των «πολλών» και την αλαζονεία των «λίγων», την αδυναμία τους των μεν να στοχεύσουν τον πραγματικό εχθρό και τη βαθιά ανάγκη τους να βρουν μια ερμηνεία—έστω λανθασμένη—για την οδύνη τους και από την άλλη τον αδίστακτο χαρακτήρα των δε που τολμούν να εκμεταλλευτούν τα πάντα και τους πάντες για να αποκομίσουν κέρδος, δόξα, χρήμα, εξουσία.

Οι δύο πρωταγωνιστές, φιγούρες που ανήκουν στο λούμπεν προλεταριάτο, είναι άνθρωποι ήδη νικημένοι πριν καν δράσουν.

Παραδομένοι σε μια καθημερινότητα που τους συνθλίβει, στρέφονται σε θεωρίες συνωμοσίας ως ύστατο καταφύγιο. Αντί να δουν την εργοδότριά τους ως αυτό που είναι—μια αδίστακτη CEO φαρμακευτικής εταιρείας που πλουτίζει ασύστολα από τη δυστυχία των άλλων—την φαντάζονται ως εκπρόσωπο μιας εξωγήινης απειλής.

Η προβολή αυτή εξυπηρετεί όχι μόνο τη δική τους ανάγκη για νόημα αλλά και μια επικίνδυνη εκτόνωση παρ’ ότι ο πραγματικός εχθρός τους είναι πολύ πιο οικείος και πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί.

Ο Λάνθιμος, πάντα αδυσώπητος στη χρήση της βίας, αφήνει το κουβάρι της σχέσης απαγωγέων και θύματος να ξετυλίγεται με κλιμακούμενη ένταση. Η βία, που σταδιακά υποκαθιστά κάθε λογική, λειτουργεί εδώ ως μηχανισμός αποκάλυψης. Όμως αυτό που αποκαλύπτει δεν είναι μια αλήθεια αλλά μια απουσία αλήθειας: την πίστη των δύο ηρώων σε μια θεωρία συνωμοσίας που τους στερεί την ικανότητα να κατανοήσουν την ίδια τους τη θέση μέσα στο σύστημα που τους καταπιέζει.

Η ταινία προτείνει έτσι μια οδυνηρή διαπίστωση: όταν οι άνθρωποι βυθίζονται στην απελπισία, προτιμούν να πιστέψουν στο εξωφρενικό παρά να αντικρίσουν το προφανές. Για όσους έχουν την πραγματική εξουσία αυτή η διαπίστωση είναι αρκετή για να σπείρουν και να διαχειριστούν την άγνοια, τον φόβο, την λαθεμένη πίστη.

Μέσα από αυτή την παραμορφωμένη αλλά αναγνωρίσιμη μικρογραφία, ο Λάνθιμος σχολιάζει με δριμύτητα τα πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα της σύγχρονης Δύσης: η κρίση εμπιστοσύνης, η παρακμή της πολιτικής συνείδησης, η έκρηξη των συνωμοσιολογιών, η απληστία των εταιρικών κολοσσών και η σταδιακή καταστροφή κάθε φυσικού πόρου—όλα αυτά μπλέκονται σε ένα μουντό, σχεδόν αποκαλυπτικό φόντο.

Η Bugonia εξετάζει την ανθρώπινη συλλογική τύφλωση, την άρνηση της πραγματικότητας και την αυτοκαταστροφική ευκολία με την οποία μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας χειραγωγούνται από μισές αλήθειες και ψέματα, φόβους και κατασκευασμένους εχθρούς.

Έτσι η ταινία μεταβάλλεται σε ένα κάτοπτρο που αντανακλά τις πιο δυσοίωνες εκδοχές της εποχής μας: την αδηφάγα φύση του καπιταλισμού, την κοινωνική αποξένωση, την άνοδο των fake κατασκευασμένων αφηγήσεων, τη δύναμη του φόβου και την απελπισμένη ανάγκη των ανθρώπων να βρουν έναν φταίχτη—ακόμα κι αν πρέπει να τον επινοήσουν.

Ο Λάνθιμος μάς παραδίδει μια ταινία σκληρή, ειρωνική και βαθιά ανησυχητική· ένα έργο που δεν χαρίζεται στον θεατή, αλλά τον αναγκάζει να κοιτάξει εκεί όπου συνήθως αποστρέφει το βλέμμα. Και αυτό την καθιστά, ίσως, την πιο πολιτική στιγμή του δημιουργού μέχρι σήμερα.

Παρά την παγερή και μηδενιστική ατμόσφαιρα, η ταινία δεν στερείται χιούμορ: στους διαλόγους των ηρώων—πνευματώδεις, απολαυστικοί, γεμάτοι σαρδόνιο σαρκασμό—είναι εμφανές το παιχνίδι ανάμεσα στο σουρεαλιστικό, το παράλογο και το βαθιά ανθρώπινο.

Η ειρωνεία λειτουργεί σαν ξυράφι, αποκαλύπτοντας κάθε φορά το κενό πίσω από τις πεποιθήσεις τους. Αυτή η αντίθεση μεταξύ λεκτικής οξύτητας και συναισθηματικού κενού ενισχύει τη συνολική τραγικότητα της ιστορίας: το γέλιο εδώ είναι πάντα άβολο.

Κλείνοντας αξίζει μια επισήμανση αρχικά στα ερμηνευτικά στοιχεία της ταινίας: η Έμα Στόουν συνεχίζει να αποδεικνύει ότι είναι απόλυτα συντονισμένη με το σύμπαν του Λάνθιμου. Παίζει την καπιταλίστρια-θύμα με μια ορθολογική ψυχρότητα που ποτέ δεν γίνεται μονοδιάστατη, αφήνοντας να διαφανούν ρωγμές που προσθέτουν βάθος και ανατριχιαστική αληθοφάνεια.

Ο Τζέσε Πλέμονς, από την άλλη, προσφέρει μια από τις πιο δυνατές του ερμηνείες, αποτυπώνοντας τέλεια τον σπασμένο αλλά οργισμένο μικροάνθρωπο που παραδίνεται στη δική του μυθολογία. Η χημεία τους—ιδιόρρυθμη και ασταθής—δημιουργεί έναν άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται όλη η παράνοια της ιστορίας.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει και στο σκορ του Γέρσκιν Φέντριξ, ο οποίος, πλέον στην τρίτη του συνεργασία με τον Λάνθιμο, μοιάζει να έχει εσωτερικεύσει απόλυτα τον παλμό των εικόνων του. Η μουσική λειτουργεί σαν ενδοφλέβιο σχόλιο: άλλοτε ψυχρή, άλλοτε σχεδόν υπνωτιστική, συνοδεύει τέλεια την κλιμάκωση της παράνοιας και την επικείμενη αποδόμηση των πάντων.

Μια αναφορά αξίζει και στον Γιώργο Μαυροψαρίδη για το μοντάζ του που δίνει έναν σφιχτό ρυθμό και ένταση, ειδικά στις σκηνές της κορύφωσης των διαλόγων και της σύγκρουσης των δύο κόσμων.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα