Ο Δαλιανίδης της Θεσσαλονίκης
Ένας σκηνοθέτης που όχι μόνο κατάγονταν από δω αλλά συνέδεσε και το έργο του συχνά με τη Θεσσαλονίκη.
Ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα ονόματα στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και από τους πιο παραγωγικούς σκηνοθέτες της γενιάς του, ο Γιάννης Δαλιανίδης, έφυγε σαν σήμερα, στις 16 Οκτωβρίου 2010.
Υπήρξε το σήμα-κατατεθέν της Φίνος Φιλμ, αλλά και μιας ολόκληρης εποχής του δημοφιλούς, λαϊκού ελληνικού σινεμά της δεκαετίας του ’60. Μολονότι έφερε πάντοτε το «στίγμα» του εμπορικού, δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει στην εσωτερική ανάγκη της καλλιτεχνικής αναζήτησης με σκοπό την επίτευξη της αισθητικής αρτιότητας. Γι’ αυτό και οι ταινίες του, που ευτύχησαν να απολαμβάνουν μια παρατεταμένη νεότητα χάρη στην τηλεόραση, ήταν όχι μόνο εμπορικές επιτυχίες, αλλά ταυτόχρονα και προσεγμένες παραγωγές.
Οι «μουσικές φαντασμαγορίες» του Δαλιανίδη (όπως ο ίδιος σύστηνε τα μιούζικαλ στους θεατές) γέννησαν τους πρώτους σταρ στον ελληνικό κινηματογράφο (Βουγιουκλάκη, Καρέζη), ενώ το σύνολο της φιλμογραφίας του ανέδειξε αμιγώς κινηματογραφικούς ηθοποιούς (Βλαχοπούλου, Βουτσάς, Λάσκαρη, Καραγιάννη, Χρονοπούλου κ.ά.) και δημοφιλείς κωμικούς χαρακτήρες. Ο Δαλιανίδης προσάρμοσε το κλασικό αφηγηματικό μοντέλο στα δεδομένα του αναπτυσσόμενου ελληνικού κινηματογράφου, ενώ αξιοποίησε τη θεαματική διάσταση του μέσου, «παίζοντας» με τα βασικά συστατικά του: χρώμα, μουσική, χορό, τραγούδι.
Από πολύ νωρίς ο Γιάννης Δαλιανίδης έδειξε την αγάπη του όχι μόνο για το σινεμά, αλλά και για τη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη. Ο Δαλιανίδης δεν έχανε ευκαιρία να επιστρέφει στην πόλη του μέσα από τις ταινίες, άλλοτε επιλέγοντας τη γενέτειρά του ως «φυσικό στούντιο» και άλλοτε «διερχόμενος», παρακολουθώντας τους ήρωές του, που κατεβαίνουν στην Αθήνα για να βρουν την τύχη τους. Στη «Χριστίνα» (1960) του Γιάννη Δαλιανίδη, οι πρωταγωνιστές Ντίνος Ηλιόπουλος και Τζένη Καρέζη καταδιώκουν έναν διαβόητο ληστή πολυτελών ξενοδοχείων, το «Φαντομά της Θεσσαλονίκης», ξεκινώντας την αναζήτηση μια καφετέρια στην πλατεία του Λευκού Πύργου για να συνεχίσουν τις κατασκοπικές τους περιπέτειες στους δρόμους και στα περίχωρα της πόλης.
Ένα χρόνο αργότερα, στον «Ατσίδα» (1961), ο Γιάννης Δαλιανίδης επικαλείται ξανά την εντοπιότητά του για να κάνει μια ταινία γεμάτη Θεσσαλονίκη, που διατηρεί τη φρεσκάδα της χάρη στις ωραίες ερμηνείες, το έξυπνο σενάριο και, προπαντός, στις απολαυστικές ατάκες. Ο ίδιος ο Δαλιανίδης παραδεχόταν ότι ήθελε να εκμεταλλευτεί όσο το δυνατόν περισσότερο το ντεκόρ που λέγεται Θεσσαλονίκη, γι’ αυτό και τοποθέτησε το σπίτι των ηρώων του κοντά στη θάλασσα, παρ’ όλο που από το σενάριο της ταινίας δεν προέκυπτε καμιά τέτοια ανάγκη.
Η κάμερα περιπλανάται με τουριστική διάθεση στο κέντρο της πόλης, απολαμβάνει μαζί με το κοινό της ταινίας τη θέα προς το Θερμαϊκό από τον κήπο της παραθαλάσσιας βίλας του «Ατσίδα» στη Σοφούλη, βολτάρει στην προκυμαία στην παλιά παραλία, τρώει παγωτό στα υπαίθρια ζαχαροπλαστεία στην πλατεία Αριστοτέλους, περπατά την Τσιμισκή και καταλήγει στο Πανόραμα, που τότε αποτελούσε κοντινό εκδρομικό προορισμό για τους Θεσσαλονικείς. Εκεί, στο «Εξοχικόν κέντρον ο έρως», ένα γκαρσόνι, ο Θρασύβουλας (απολαυστικός στο ρόλο ο Θανάσης Βέγγος), αποκαλύπτει όχι μόνο την πανοραμική θέα προς την πόλη, αλλά συμπυκνώνει χιουμοριστικά και όλη τη σοφία της ζωής, σε έναν από τους πιο απολαυστικούς διάλογους στο ελληνικό σινεμά: «Όλα είναι ατμός…!».
Γεμάτη από Θεσσαλονίκη είναι η οθόνη και στο «Κάτι να καίει» (1963), την πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία που γυρίστηκε σε σινεμασκόπ, με τους Ντίνο Ηλιόπουλο, Ρένα Βλαχοπούλου, Κώστα Βουτσά και Μάρθα Καραγιάννη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η οθόνη ξεχειλίζει από έγχρωμες εικόνες της Θεσσαλονίκης και πραγματοποιεί μια τουριστική ξενάγηση στους θεατές κάθε εποχής. Η νεανική μπάντα των ηρώων χορεύει τουίστ και κάνει το μουσικό της ντεμπούτο στην ταράτσα του Λευκού Πύργου για να ξεχυθεί αργότερα στο κέντρο της πόλης.
Επηρεασμένος από το αμερικάνικο μιούζικαλ, ο Δαλιανίδης τοποθετεί τα χορευτικά διαλείμματα της ταινίας στα μνημεία και στους δρόμους της Θεσσαλονίκης (Λευκό Πύργο, Πλατεία ΧΑΝΘ, ΔΕΘ, Κάστρα). Η ατμόσφαιρα είναι αισιόδοξη και λαμπερή, με χορούς και τραγούδια που μεταφέρουν τον παλμό της νεολαίας της δεκαετίας του ’60. Στο τέλος, βέβαια, οι ήρωες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη Θεσσαλονίκη για να μετακομίσουν στην πρωτεύουσα, που ταυτίζεται με τις προσδοκίες για επαγγελματική αποκατάσταση. Η Θεσσαλονίκη αποτελεί –και συμβολικά– μια μεταβατική πόλη, μια πόλη εκκίνησης που αδυνατεί να κρατήσει κοντά της το έμψυχο δυναμικό της, το οποίο αναγκάζεται –τόσο στο σινεμά όσο και στην πραγματική ζωή– να μεταναστεύσει στην Αθήνα για να βρει επαγγελματικές διεξόδους.
Μέσα από τις ταινίες του, ο Δαλιανίδης συμβάλλει κινηματογραφικά στο χτίσιμο του μύθο της «συμπρωτεύουσας» πόλης, της εκσυγχρονισμένης Θεσσαλονίκης της αντιπαροχής και της εντατικής ανοικοδόμησης, που βρίσκεται σε μόνιμο συναγωνισμό, συχνά και σε αντιπαράθεση, με την Αθήνα. Η πιο χαρακτηριστική ταινία αυτής της λογικής είναι η κωμωδία «Τέντυ μπόι, αγάπη μου» (1965) με πρωταγωνιστές τους, επίσης Θεσσαλονικείς, Κώστα Βουτσά και Ζωή Λάσκαρη.
Η Θεσσαλονίκη παρουσιάζεται στην ταινία ως το αντίπαλο δέος της Αθήνας. Είναι μια μοντέρνα μεγαλούπολη, που λαμβάνει δικαιωματικά τον τίτλο της συμπρωτεύουσας, επειδή προσπαθεί να συμβαδίσει με τους ρυθμούς της αθηναϊκής ανάπτυξης. Η εισαγωγική αφήγηση, που συνοδεύει τα πανοραμικά πλάνα της Θεσσαλονίκης στην έναρξη του φιλμ, συνηγορεί στο μύθο: «Θεσσαλονίκη. Η νύμφη του Θερμαϊκού, η συμπρωτεύουσα. Μεγάλες πλατείες μ’ ωραία σιντριβάνια, ψηλά κι επιβλητικά κτίρια όπου και να γυρίσεις να δεις. Μεγάλοι δρόμοι με κίνηση, τ’ αυτοκίνητα πάνε κι έρχονται. Σωστή μεγαλούπολη. Άσφαλτο και βενζίνα, βενζίνα κι άσφαλτο. Σ’ όλα συναγωνίζεται την Αθήνα η συμπρωτεύουσα, σ’ όλα».
Ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης στην οδό Αγγελάκη, που τότε ήταν διπλής κατεύθυνσης, μονοπωλεί τη δράση. Παρόντα φυσικά στην ταινία και τα πιο αναγνωρίσιμα σημεία της πόλης: η πλατεία του Λευκού Πύργου, το πάρκο και τα αναψυκτήρια της ΧΑΝΘ, τα κέντρα διασκέδασης στη Νέα Κρήνη, κινηματογραφικά σημεία αναφοράς για μια Θεσσαλονίκη που αλλάζει όψη. Τα παλιά νεοκλασικά της κατεδαφίζονται, ενώ οι εργολάβοι αδημονούν να χτίσουν πολυκατοικίες, που αντικατοπτρίζουν τα μικροαστικά ιδανικά της εποχής. Ο αφηγητής της ταινίας φαντάζει επιβλητικός και σαφής: «Σε ενέργεια, λοιπόν, οι κασμάδες, φέρτε εκσκαφείς, φέρτε μπουλντόζες κι αρχίστε. Γκρεμίστε τα διώροφα, γκρεμίστε τα τριώροφα, υψώστε πολυκατοικίες και στοιβάξτε εκεί μέσα όλους αυτούς που λαχταρούν ένα μοντέρνο διαμέρισμα. Μοντέρνο κι αδιαχώρητο». Ο διακαής πόθος του ήρωα της ταινίας, που λαχταρά να γκρεμίσει το πατρικό σπίτι για να κληρονομήσει διαμέρισμα σε πολυκατοικία, συνοψίζει τα όνειρα μιας ολόκληρης γενιάς μικροαστών, που ανέθρεψε και ταυτόχρονα ψυχαγώγησε το ελληνικό σινεμά του Δαλιανίδη.