Ένα αλλόκοτα τρυφερό ποίημα γύρω από τη μητρότητα, μια ωδή στη γυναικεία φύση
Ο Πάνος Αχτσιόγλου σχολιάζει την ταινία Saint Omer
Η Ραμά, μια επιτυχημένη συγγραφέας και ακαδημαϊκός, μεταβαίνει στην παραθαλάσσια πόλη του Saint Omer για να παρακολουθήσει από κοντά τη δίκη μιας γυναίκας που δολοφόνησε την μόλις 15 μηνών κόρη της αφήνοντάς την στην άκρη της θάλασσας.
Μέσα από τις δεισιδαιμονικές αφηγήσεις της ενόχου, τις μαρτυρίες των εμπλεκόμενων με την υπόθεση, αλλά και τις εισηγήσεις των δικηγόρων υπεράσπισης και κατηγορίας, η Ραμά θα έρθει ίσως για πρώτη φορά αντιμέτωπη με την έννοια της μητρότητας, αντανακλώντας στοιχεία τόσο από το δύσκολο προσωπικό της παρελθόν και τη σχέση με τη δική της μητέρα, αλλά και από τη μελλοντική σχέση με το παιδί της που περιμένει να γεννηθεί.
Τελικά, μια τραγική ιστορία που φαντάζει ως ιδανική έμπνευση για το επόμενο βιβλίο της θα μετατραπεί σε έναν βαθύ στοχασμό αναζήτησης της ταυτότητας, συμβιβασμού ανάμεσα στις επιθυμίες και τις κοινωνικές επιταγές και κατανόησης της πολυπλοκότητας που προσφέρει σε ένα φαινομενικά ξεκάθαρο γεγονός η εξερεύνηση της ηθικής του διάστασης.
Η σπουδαία Σενεγαλέζα ντοκιμαντερίστρια Αλίς Ντιοπ, εδώ στην πρώτη της απόπειρα μυθοπλασίας, συνθέτει ένα περίπλοκο δίκτυο ανθρώπινων σχέσεων και αλληλεπιδράσεων ξεκινώντας από ένα αποτρόπαιο γεγονός (βασισμένο σε πραγματικό περιστατικό βρεφοκτονίας, την δίκη της οποίας όντως είχε παρακολουθήσει από κοντά το 2016) το οποίο θα οδηγούσε γρήγορα και άμεσα σε μία απόλυτη καταδίκη.
Αντ’ αυτού, το φιλμ ξεδιπλώνεται μέσα από σταθερά και αμείλικτα καδραρίσματα της ενόχου, Λοράνς Κολί (η Guslagie Malanda παραδίδει μια ανατριχιαστικά συγκρατημένη ερμηνεία), η οποία με εξαιρετική ευφράδεια, απαθές βλέμμα και σχεδόν ερειστική φωνή περιγράφει τη ζωή της, τη μετανάστευση από τη Σενεγάλη, τις συναισθηματικές σχέσεις με τους γονείς και τον παντρεμένο με άλλη γυναίκα σύντροφό της, τις επιδιώξεις της για ακαδημαϊκή πρόοδο, την απομόνωση και τελικά τις πράξεις που οδήγησαν στο ειδεχθέστερο από όλα τα εγκλήματα: τη βρεφοκτονία.
Παραλληλίζοντας την ιστορία με αυτή της Μήδειας (σε μια υποβλητικότατη σκηνή, η «Μήδεια» του Παζολίνι παίζει σε κάποια τηλεόραση), η Ντιοπ καταφέρνει κάτω από απερίγραπτα απαιτητικές συναισθηματικά και αφηγηματικά συνθήκες να παραδώσει ένα αλλόκοτα τρυφερό ποίημα γύρω από τη μητρότητα, μια ωδή στη γυναικεία φύση και ένα εντελώς ενδοσκοπικό φιλμ που απευθύνεται στη γυναίκα ως κομιστή της ίδιας της ζωής, στο φύλο που κουβαλά εντυπωμένο στα κύτταρά του αυτούς που το έφεραν σε αυτό τον κόσμο, αλλά και αυτούς που το ίδιο πρόκειται να φέρει.
Ένας αέναος ζωοδότης κύκλος ο οποίος κλείνει μέσα του την ουσία της ίδιας της ύπαρξης, το αποτύπωμα της σημαντικότητας και ταυτόχρονα την αγιότητα (ίσως εξ ου και ο ελαφρώς παραπλανητικός τίτλος της ταινίας) της γυναικείας φύσης. Κάτι σαν τη μικρή Μουσέτ του Ρομπέρ Μπρεσόν η οποία καλείται να κουβαλήσει τις τύχες αυτού του κόσμου, ενός κόσμου που τελικά δεν μπορεί παρά να τη συνθλίψει κάτω από το βάρος του. Η Ντιόπ μέσα σε όλα αυτά κατορθώνει, αφενός να μην διαλέξει στρατόπεδο, αλλά αφετέρου να μην αρνηθεί να αντικρίσει τα γεγονότα κατάματα, εστιάζοντας ταυτόχρονα σε όλες τις πολυσύνθετες φυλετικές και πολιτισμικές λεπτομέρειες οι οποίες, κατά τη διάρκεια της λουσμένης στο φως της ημέρας δίκης, διακλαδίζονται με νομικά, ηθικά και συναισθηματικά επιχειρήματα αθωότητας ή ενοχής.
Συμπληρώνοντας ένα αμφίσημο φινάλε, τόσο με τον γεμάτο ευφράδεια μονόλογο της συνηγόρου υπεράσπισης ο οποίος απευθύνεται ξεκάθαρα στους θεατές, όσο και με το ανατριχιαστικό «Little girl blue» της Νίνα Σιμόν που αντιτίθεται θαρρείς στην υποβόσκουσα ένταση που εμποτίζει την αφήγηση σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της, καταλήγεις ότι το «Saint Omer» είναι ένα ολοκάθαρα γοητευτικό φιλμ το οποίο θα μπορούσε ίσως να επενδύσει περισσότερο στην τραγικότητα παρά στην δραματικότητα κάποιων μεμονωμένων στιγμών, αλλά αυτό επ’ ουδενί δεν αναιρεί το γεγονός ότι συνιστά ένα αυθεντικά ταλαντούχο σινεμά, ένα σινεμά τολμηρό, πολυσήμαντο και γεμάτο έντονο συναίσθημα.
3/5 αστέρια
Σκηνοθεσία: Alice Diop Ηθοποιοί: Kayije Kagame, Guslagie Malanda, Valérie Dréville