Ένα ντοκιμαντέρ για την απώλεια μνήμης γυρίστηκε σε μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης
Η Χρύσα Τζελέπη μιλάει στην Parallaxi για το εξαιρετικό ντοκιμαντερ "Η Κλαίρη Τι κάνει;" πριν την προβολή του στο 26ο ΦΝΘ
Σ’ ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, η Μαρία και η μητέρα της Βάγια συγκατοικούν παλεύοντας με τη φθορά του χρόνου και την απώλεια της μνήμης. Η βύθιση της Βάγιας στην άνοια μετατρέπει τη σχέση τους σε ένα καθημερινό τελετουργικό φροντίδας. Μια δύσκολη καθημερινότητα την οποία οι δύο γυναίκες την αντιμετωπίζουν με χιούμορ και τρυφερότητα.
Η Χρύσα Τζελέπη σκηνοθετεί μία ταινία καταγραφής συναισθημάτων και έρχεται αυτό το Σάββατο να την παρουσιάσει στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντερ Θεσσαλονίκης. Κάνει ροή την στασιμότητα των ανθρώπων και παρακολουθεί μέσα από την κάμερα της την πορεία των ανθρώπων που αγωνιούν τι θα ξεχάσουν και τι θα θυμούνται.
«Θέλω να ξεχνάω, επειδή δε θέλω να θυμάμαι» θα πει κάποια στιγμή η κυρία Βάγια ρωτώντας για ακόμα μία φορά «Η Κλαίρη τι κάνει;».
Ένα, ίσως, δύσκολο θέμα για εκείνους που το βίωσαν κάποτε στο σπίτι τους, αλλά και εκείνους που μπορούν να νιώσουν, περιγράφει αυτό το ντοκιμαντέρ της Τζελέπη με φόντο μία γειτονιά της Θεσσαλονίκης που τη βλέπουμε από ένα μπαλκόνι, χωρίς ωστόσο όπως μου λέει και η ίδια, να εστιάζει στη συγκίνηση ακριβώς επειδή δεν είναι έτσι και οι δύο γυναίκες της ιστορίας. Η Μαρία, η κυρία Βάγια, εκείνοι που έρχονται κι εκείνοι που δε θα ξανάρθουν, οι θεατές. Χιλιάδες μάτια, χιλιάδες ζωές και αναμνήσεις. Άλλες που μένουν ζωντανές και άλλες που σιγά σιγά χάνονται μαζί με κομμάτια της ζωής. Και στο τέλος, μένει μια γλύκα. Σαν αυτή που κρατάς από αυτή την ταινία.
Η σκηνοθέτρια, μιλάει στην Parallaxi για την ταινία της «Η Κλαίρη τι κάνει;» που θα φιλοξενηθεί στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το Σάββατο 9 Μαρτίου, στις 21:00 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης και εξηγεί τους λόγους που επέλεξε το θέμα της μνήμης.
Η ταινία σας πραγματεύεται τη φθορά του χρόνου και την απώλεια της μνήμης. Για ποιους λόγους είχατε την επιθυμία να τη φτιάξετε;
Η έννοια της μνήμης ως μοναδικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης είναι κάτι που με απασχολεί σχεδόν σε όλες τις ταινίες που έχω κάνει μέχρι σήμερα. Το ντοκιμαντέρ είναι έτσι κι αλλιώς μια μορφή έκφρασης που αντιστέκεται στη λήθη. Όταν είδα στο πρόσωπο της Βάγιας, της μητέρας της αγαπημένης μου φίλης, το κενό βλέμμα της άνοιας συγκλονίστηκα. Η άνοια, η απώλεια της μνήμης που φέρνει την απώλεια του εαυτού είναι κάτι πιο βαθύ από μία ασθένεια. Είδα στο πρόσωπο της Βάγιας την ασθένεια της κοινωνίας μας, τη βύθιση στη λήθη. Αποφάσισα ότι θέλω να το καταγράψω με απλότητα, αμεσότητα και ειλικρίνεια.
Δύο γυναίκες οι ηρωίδες σας, που θα μπορούσαν να είναι οποιοσδήποτε από εμάς στη θέση τους. Τι έπρεπε να προσέξετε όταν φτιάχνατε την ιστορία τους στον τρόπο που θα την παρουσιάζατε;
Η ταινία αυτή είναι μία άσκηση παρατήρησης, μια προσπάθεια να μάθουμε να παρατηρούμε με ειλικρίνεια τον κόσμο. Στο κέντρο της καταγραφής μου είναι ο άνθρωπος επιβεβαιώνοντας τις τραγικές του μεταβολές αλλά και το μεγαλείο της αρχέγονης ωραιότητάς του. Η Μαρία και η Βάγια μοιάζουν να είναι τα σύμβολα για την ανάδειξη της σημαντικότητας του ανθρώπου της διπλανής πόρτας. Μάς έχουν δημιουργήσει την ανάγκη της ύπαρξης του σούπερ ήρωα/ ηρωίδας και έτσι χάσαμε την ικανότητα να αναγνωρίζουμε μέσα μας και δίπλα μας τον σούπερ ήρωα. Η πρόθεση ήταν να αγγίξω σε βάθος την ομορφιά της ανθρώπινης ύπαρξης που βρίσκει τη δύναμη να προχωράει περνώντας μέσα από τη φωτιά. Αλλά είναι μία ήσυχη καταγραφή χωρίς εξάρσεις. Ήθελα να μην είναι φορτισμένη η ταινία με επεξηγήσεις, εννοώ στο επίπεδο της αφήγησης. Η απλή παρατήρηση αυτής της κατάστασης μάς δείχνει τη θέση των γυναικών, μάς αποκαλύπτει τις στερεοτυπικές συμπεριφορές που είναι κομμάτι της ύπαρξής μας. Οι γυναίκες συνεχίζουν να επιβαρύνονται ως κοινωνικό χρέος τη φροντίδα των γονιών. Αλλά βλέπουμε και την κατάσταση της οικονομικής και αξιακής κρίσης στη χώρα μας. Μιας χώρας όπου δεν υπάρχει κράτος πρόνοιας, δεν υπάρχει καμία μέριμνα για τους αδύναμους που προσπαθούν μόνοι τους να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες που φέρνει η ζωή.
Ποια συναισθήματα θέλετε να προκαλέσετε σε όσους τη δουν;
Να αφεθούν και να νιώσουν ότι σε αυτές τις μικρές στιγμές της καθημερινής ρουτίνας αναπνέει η πραγματική ζωή. Να αισθανθούν συναισθήματα και συγκίνηση χωρίς καθοδήγηση, τώρα πρέπει να κλάψετε, τώρα να γελάσετε, όχι δεν πρέπει να αισθανθείτε θλίψη αλλά να είστε χαρούμενοι και ευτυχισμένοι… Να αφεθούν στην ποίηση της καθημερινότητας. Δεν υπάρχει τίποτα πιο μυστηριακό από το απολύτως καθημερινό. Να αισθανθούν συγκίνηση και να γελάσουν αυθόρμητα με το χιούμορ που υπάρχει ακόμη και στις πιο δύσκολες καταστάσεις. Οι μεγάλες συγκινήσεις βρίσκονται πολλές φορές στα απλά πράγματα. Ας βρούμε το νόημα και την σπουδαιότητα στην απλότητα. Ας δούμε τον άνθρωπο στις πραγματικές διαστάσεις του βίου του.
Με φόντο τη Θεσσαλονίκη οι δύο γυναίκες και τελικά, η ταινία θα προβληθεί στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της πόλης. Πώς νιώθετε γι’ αυτό;
Είναι μια ταινία φτιαγμένη εδώ στην Θεσσαλονίκη. Αλλά ταυτόχρονα αφηγείται μία ιστορία με οικουμενική διάσταση. Τι κρύβει το κάθε διαμέρισμα, η διπλανή πόρτα είτε είναι στην Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη είτε είναι σε ένα δρομάκι στο Τόκιο ή στο Βερολίνο. Αλλά το ότι θα ξεκινήσει από εδώ την πορεία της είναι σημαντικό γιατί είναι μια ιστορία που εξελίσσεται σε αυτήν την πόλη.
Πώς είναι να φτιάχνεις σινεμά στη Θεσσαλονίκη ή ακόμα και στην Ελλάδα;
Μοιάζει με μαθηματική εξίσωση που κάθε φορά είναι διαφορετική και πρέπει να βρεις τη λύση για να προχωρήσεις. Η Ελλάδα είναι η χώρα με το μικρότερο ποσοστό κρατικού προϋπολογισμού για τον κινηματογράφο στην Ευρώπη. Άρα είναι δύσκολο να κάνεις ταινίες με μεγαλύτερους προϋπολογισμούς και με καλύτερες προδιαγραφές. Αλλά ακόμη και όταν καταφέρνεις να φτιάξεις μια ταινία δεν είναι ποτέ σίγουρο ότι θα καταφέρεις να φτιάξεις και μια επόμενη γιατί δεν υπάρχει σημαντική υποστήριξη για να πάει στις κινηματογραφικές αίθουσες και ακόμη περισσότερο να βγει στο εξωτερικό. Είναι λίγες οι ευκαιρίες που έχει μία ελληνική ταινία και ειδικά το ντοκιμαντέρ να βγει στην παγκόσμια κοινότητα. Φυσικά είναι ακόμη πιο δύσκολο να κάνεις ταινίες όταν είσαι μακριά από το κέντρο της παραγωγής που είναι η Αθήνα.
Που θα θέλατε να φτάσει η «Κλαίρη» σας;
Η μεγαλύτερη ικανοποίηση θα είναι να ταξιδέψει μέσα από τις θετικές εντυπώσεις των θεατών. Αν το κοινό την αγαπήσει θα τα καταφέρει να ταξιδέψει παντού.