Ένα ντοκιμαντέρ για τον Δημήτρη Σκύλλα, γίνεται η αρχή για την νέα πορεία του συνθέτη
Το "AFTERPOP" κάνει πρεμιέρα το Σάββατο στο 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και ο διεθνής συνθέτης μιλάει για αυτό και την "πόρτα" που του άνοιξε, σε νέες μουσικές
Το “AFTERPOP” είναι ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του συνθέτη Δημήτρη Σκύλλα σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ζιβόπουλου και παραγωγή του Onassis Culture. Την παγκόσμια πρεμιέρα του πραγματοποιεί στη Θεσσαλονίκη, στο 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, το Σάββατο 12 Μαρτίου στις 21.00 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη, ενώ αμέσως μετά την προβολή, θα ακούσουμε τον συνθέτη να παίζει live κομμάτια του soundtrack του φιλμ.
Ένας από τους πιο σημαντικούς συνθέτες της γενιάς του, που στα 18 του άφησε τον Βόλο για να παίξει τη μουσική που αγαπάει στο Λονδίνο και σε ολόκληρο τον κόσμο, ο Δημήτρης Σκύλλας, στην ηλικία των τριάντα, καλείται από τη Συμφωνική Ορχήστρα του BBC να συνθέσει έργο μεγάλης κλίμακας, ως ο πρώτος Έλληνας στην ιστορία που λαμβάνει ανάθεση από την θρυλική ορχήστρα. Στην Ελλάδα συνεργάζεται με το Ίδρυμα Ωνάση και με το έργο του «Abyss» πραγματοποιεί την πρώτη παγκόσμια προβολή του πιάνου της Μαρία Κάλλας. Γράφει μουσική για την «Ηλέκτρα» και τους «Ελεύθερους πολιορκημένους» για το Εθνικό Θέατρο και τον Οκτώβριο του 2021 παρουσιάζει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το τελευταίο του έργο «Ο χορός του Ζαλόγγου», παραγγελία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης.
Το «Afterpop» δημιουργήθηκε με ένα υψηλό όραμα να φέρει ένα άνοιγμα της διαχρονικής τέχνης και των εκπροσώπων της στην αντίληψη της νέας γενιάς. Χρησιμοποιώντας ως κίνητρο τη ζωή και την ενέργεια ενός μόλις 35χρονου καλλιτέχνη με intellectual ψυχή μα και ποπ περσόνα, έχει έμμεσα ως στόχο να προκαλέσει την κοινή γνώμη διεθνώς, να αναρωτηθεί το τί πραγματικά σημαίνει popular.
Τι ακριβώς γίνεται στο ντοκιμαντέρ και πώς γεννήθηκε η ιδέα;
Καταρχάς δεν έχω συνειδητοποιήσει ακόμα τι συμβαίνει. Πρόκειται για έναν ζωντανό οργανισμό, όπως όλα τα καλλιτεχνικά έργα, που τώρα ξεκινάει από τη Θεσσαλονίκη, με την πρεμιέρα του αλλά επειδή δεν είναι παράσταση αλλά ένα φιλμ, έχει μπροστά του δρόμο. Γι’ αυτόν τον λόγο κοιτάω να το προσεγγίζω διαφορετικά από μία συναυλία. Όλο αυτό ξεκίνησε με μία συζήτηση στρογγυλής τραπέζης, της δικής μου ομάδας και της ομάδας της Στέγης, του Onassis Culture. Ιούλιος ήτανε. Συναντηθήκαμε τότε για να συζητήσουμε τι θα κάνουμε ώστε να προωθήσουμε την τότε παραγωγή που είχε το BBC με το Ίδρυμα Ωνάση, για το έργο μου το «Kyrie Eleison». Εκεί μου πρότειναν ουσιαστικά πρώτη φορά να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ. Ξέρεις δεν είναι καθημερινό, να πηγαίνω σε ένα meeting και να μου λένε «έλα να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή σου»…
Η δική σου αντίδραση ποια ήταν;
Δεν είχα φανταστεί το μέγεθος, γιατί θα μπορούσε να είναι όλο αυτό, ένα ντοκιμαντέρ δέκα λεπτών. Δηλαδή θα μπορούσε να είναι κάτι μικρό που θα δείχνει μερικά λεπτά από τις πρόβες. Μου είναι δύσκολο να το εκφράσω, ενώ γενικά ξέρω πώς να εκφράζω τα πράγματα. Ξεκινάει δηλαδή με ένα ταξίδι, όπου έρχεται ο σκηνοθέτης ο Δημήτρης ο Ζιβόπουλος και η ομάδα της Στέγης στο Πήλιο το Σεπτέμβριο του ’19 και γυρίζουμε, με αφετηρία το σπίτι μου και το στούντιο μου στο Βόλο. Τότε ήταν πολύ ωραίες μέρες, ηλιόλουστες. Ήταν ουσιαστικά η αρχή του «Kyrie Eleison» και πώς μέσα από το έργο μου αυτό βλέπουμε τον τόπο μου, το σπίτι μου, το πιάνο μου, μετά τα φεστιβάλ, την Αθήνα όταν πήγαμε αργότερα και μέχρι το Λονδίνο που είναι η βάση μου. Σκοπός του ντοκιμαντέρ, είναι να φέρουμε τον κόσμο λίγο πιο κοντά στη μουσική που κάνουμε εμείς, με έναν τρόπο, ώστε να δείξουμε εύκολα και φυσιολογικά την κλασική μουσική.
Από την αρχή δεν είχαμε σαφή στόχο ότι θα βγει συγκεκριμένα λεπτά. Είπαμε θα μας πάνε οι καταστάσεις και τα γεγονότα. Τελικά βγήκε περίπου μία ώρα που είναι πάρα πολύ καλός χρόνος, ώστε όποιος το παρακολουθεί να μην βαρεθεί. Είναι πολύ σημαντικό ότι το κοινό όραμα που είχαμε με το Ίδρυμα Ωνάση είναι να κάνουμε ένα τεράστιο άνοιγμα. Αυτό το καταλαβαίνει κάποιος ακόμη και στην αφίσα του ντοκιμαντέρ όπου δείχνει ένα άνοιγμα από την pop κοινωνία. Δηλαδή και η αφίσα από μόνη της είναι ποπ αλλά με συμβολισμό metapop, δηλαδή “afterpop” όπως είναι και ο τίτλος του ντοκιμαντέρ.
Πώς νιώθεις που στα 35 σου έχεις κάνει τόσα πολλά πράγματα και έχει γίνει μέχρι και ντοκιμαντέρ για σένα;
Για την ακρίβεια δεν νιώθω… Ξέρεις γελάω, μου φαίνεται λίγο αστείο. Όταν το βλέπεις όμως καταλαβαίνεις ότι δεν είναι αστείο. Δύο χρόνια που φιλμάρουμε, δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Είναι πολύ εύκολο αυτό να σε ωθήσει σε μία έπαρση, αν σκεφτείς ότι, σύμφωνα με μία έρευνα που κάναμε, είναι το πρώτο ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους που γίνεται για συνθέτη της κατηγορίας μου στον κόσμο. Είναι το πρώτο, τουλάχιστον στη χώρα μας, ντοκιμαντέρ πορτρέτο για εν ζωή καλλιτέχνη της γενιάς μας! Θέλω σε δέκα χρόνια να έχω κάνει ένα τόσο μεγάλο άνοιγμα ώστε να γίνουν άλλα 10 με 15 τέτοια ντοκιμαντέρ για ανθρώπους της γενιάς μας ή και της επόμενης. Σκηνοθέτες, χορογράφους… Σκέφτομαι πολλές φορές ότι είναι λιγότερο σημαντικό αν θα αρέσει ή δεν θα αρέσει το φιλμ και είναι περισσότερο σημαντικό ότι γίνεται. Θέλω να εμπνεύσει. Άλλωστε το φιλμ είναι του Δημήτρη Ζιβόπουλου, είχα μαζί του μεγάλη επαφή όλο αυτό το διάστημα για το μοντάζ και πολλές φορές είπα τις ιδέες μου, αλλά εν τέλει δεν πρόκειται για ένα δικό μου έργο αλλά είναι τόσο πολύ για μένα, έχει μέσα το μπάνιο μου, την γιαγιά μου, οπότε δεν μπορώ να αποδεσμευτώ, να πω δεν με νοιάζει κάντε ότι θέλετε. Αν ήταν ένα ντοκιμαντέρ που ήταν γυρισμένο όλο στις πρόβες ή σε κάποια παράσταση, θα ήμουν σίγουρα πιο ήρεμος. Όταν όμως μπαίνει μέσα η οικογένειά μου ή οι φίλοι μου ή το δωμάτιό μου, δεν μπορώ να μην εμπλακώ αλλά παράλληλα πρέπει να θυμάμαι ότι δεν είναι δικό μου project. Είναι για μένα. Είναι κάπως όπως όταν σου φτιάχνουν το σπίτι και εσύ πας και λες να κάνετε και λίγο αυτό και λίγο το άλλο.
Ξέρεις αυτή την πρωτοβουλία που έκανε το Ωνάσης, δεν θα το κάνανε εύκολα σε άλλες χώρες. Δηλαδή λέμε πολλές φορές ότι η Ελλάδα είναι σε πολλά πίσω και έχουμε θεοποιήσει το εξωτερικό, αλλά επειδή ζω εδώ και χρόνια στο Λονδίνο και ξέρω και τι βάθος καλλιτεχνικό έχει σαν πόλη, πρέπει να σου πω ότι δεν άκουσα ποτέ να γυρίζουν ένα ντοκιμαντέρ για έναν 35χρονο καλλιτέχνη. Εκτός βέβαια από popstars που είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Οπότε πρέπει να πούμε και ένα τεράστιο μπράβο, να λέμε τα καλά. Ότι υπάρχουν και πράγματα που λειτουργούν στη χώρα μας. Αυτή η πρωτοβουλία για μένα είναι θαύμα!
Πώς ξεκίνησε η σχέση σου με τη μουσική;
Η σχέση μου με τη μουσική, που φαίνεται και στο ντοκιμαντέρ, ξεκίνησε από μικρός. Έπαιζα πιάνο με την οικογένειά μου. Δεν είχε κάποιος ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική αλλά ήταν όλοι τους μουσικόφιλοι. Άκουγα μουσική συνέχεια στο σπίτι, με τους γονείς μου ή με τη γιαγιά μου. Οπότε κάπως έτσι μπήκα στα πράγματα. Γενικά νιώθω πως όλη μου την πορεία την επέλεξα εγώ. Δηλαδή μπορεί να είχα τα ερεθίσματα αλλά δεν με πίεσε ποτέ κανείς προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Ήρθα στο Λονδίνο από τον Βόλο, μόνος μου όταν ήμουν 18 χρονών και τότε δεν ήμουν συνθέτης ακόμα. Ήμουν σολίστας. Τελείωσα με το πτυχίο και είπα ότι δεν θέλω πια να είμαι σολίστας, θέλω να είμαι συνθέτης. Κανείς τότε δεν μου είπε μην το κάνεις. Μετά πήγα στη Σκωτία, στο Εδιμβούργο, στα 21 μου και εκεί ξεκίνησα τη σύνθεση. Δηλαδή κάπως με πήγε μόνο του το πράγμα…
Από παιδί άκουγα τα πάντα σε μουσική. Έπαιζα Μπετόβεν στο Δημοτικό και από την άλλη θυμάμαι οτι άκουγα το soundtrack από τους «ψίθυρους καρδιάς». Γι’ αυτό νομίζω ότι δεν έχω και κανένα κόμπλεξ με την ποπ κουλτούρα και θέλω όλο αυτό να βγει μέσα από το φιλμ. Όλοι στην ομάδα, δεν σκεφτήκαμε ποτέ ότι θέλουμε να κάνουμε ένα καθαρά art film, γιατί μετά θα κάναμε κινηματογράφο και όχι ένα ντοκιμαντέρ.
Αν θα υπήρχε κάτι που ξεχωρίζεις στο «AFTERPOP», ποιο θα ήταν αυτό;
Το πιο συγκλονιστικό για μένα, πάντα σε συνεννόηση με το Onassis Culture, ήταν ότι έγραψα εγώ το soundtrack για το ντοκιμαντέρ. Ήταν μία εξαιρετική εμπειρία. Δεν έχω βιώσει ξανά τέτοιο πράγμα στη ζωή μου ποτέ. Είχα σχεδόν απόλυτη ελευθερία στη δημιουργία του από το σκηνοθέτη γιατί καταλάβαινε πώς είναι σε ένα αυτοβιογραφικό φιλμ, να γράφεις μουσική εσύ ο ίδιος. Ήταν η πιο ψυχαναλυτική εμπειρία, όπου ο συνθέτης Δημήτρης ανταγωνίζεται τον πρωταγωνιστή Δημήτρη. Είναι περίεργο πολύ. Υπήρξαν πολλές συζητήσεις με τον σκηνοθέτη και με τον sound designer γιατί υπήρχαν φορές που ήθελα να ακούγεται περισσότερο η μουσική από αυτά που έλεγα εγώ στο φιλμ. Είναι λοιπόν ένα πολύ προσωπικό project το soundtrack. Το έγραψα θυμάμαι σε έναν πανικό, είχα κλειστεί στο σπίτι μου στα Εξάρχεια, δεν έβγαινα, δεν πλενόμουν, πήγαινα στο στούντιο, δεν κοιμόμουν, έτρωγα ότι να ’ναι ώστε να μπορέσω να το γράψω. Το αγαπώ πιο πολύ από ό, τι έχω κάνει και το Σάββατο στη Θεσσαλονίκη, ένα μέρος του θα το παρουσιάσουμε live αμέσως μετά την προβολή και το q&a με τον σκηνοθέτη και τον καλλιτεχνικό διευθυντή του φεστιβάλ τον Ορέστη Ανδρεαδάκη, ο οποίος να πούμε ότι και ο ίδιος και το φεστιβάλ μας έχουν στηρίξει πάρα πολύ. Θα έχουμε μία τρομπέτα, ένα σαξόφωνο και εγώ στο πιάνο. Είναι πολύ ωραίο το ότι αυτό γίνεται στη Θεσσαλονίκη που είναι μία πόλη που αγαπάω. Είχα έρθει ξέρεις το Νοέμβριο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου και οραματιζόμουνα πώς θα είναι αν έρθω τον Μάρτιο. Το Σάββατο λοιπόν είναι κάτι που ξεκινάει και έχει μπροστά του δρόμο.
Προτιμάς να γράφεις ελεύθερα ή κατόπιν κάποιας παραγγελίας ή κάποιας φόρμας;
Πάντα χρειαζόμαστε όρια νομίζω για να μπορούμε να γράψουμε, δηλαδή και το φιλμ μπορεί να είχε ελευθερία αλλά είχε και όρια. Ξέρεις όλα αυτά τα χρόνια έχω παίξει σε πολύ μεγάλες σκηνές και έχω δει καλλιτέχνες να παίζουν τα έργα μου, αλλά όλο αυτό τα προηγούμενα χρόνια με έκανε να χάσω κάπως την επαφή μου με το πιάνο. Είχα πει λοιπόν μέσα στην καραντίνα ότι το επόμενο πράγμα που θα κάνω, πέρα από το φιλμ, είναι να παίξω εγώ επί σκηνής δικά μου έργα. Όπως όλοι, μπήκα και εγώ σε μία φάση απλότητας. Νιώθω πως ξεκινάει όλο αυτό από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου θα παίξω… Μετά, θέλω να κάνω μία συλλογή για έργα πιάνου στον κινηματογράφο, με τους δικούς μου όμως κανόνες και τη δική μου αισθητική. Να ολοκληρώσω τη συλλογή, ώστε να μπορώ να την παίζω οπουδήποτε και από κει και πέρα να μπορούν αυτές οι συνθέσεις να «φύγουνε» σε σκηνοθέτες, σε ταινίες κτλ. Ξέρεις, μου αρέσει να παίζω. Το είχα ξεχάσει, το είχα αφήσει και νιώθω πάρα πολύ καλά να παίζω. Νιώθω ότι έτσι εκπροσωπώ τον στόχο μου ακόμα πιο πολύ την ώρα που παίζω.
Σου αρέσει, καταλαβαίνω, να επιστρέφεις και σε πράγματα που έχεις κάνει ή ακόμα καλύτερα στον Δημήτρη τον ίδιο.
Ψάχνω μία οικειότητα στα πράγματα. Με τα μεγάλα projects πολλές φορές δεν μπορείς να έχεις οικειότητα γιατί έχουν απαιτήσεις. Δεν μπορείς να τα ελέγξεις 100% ενώ τα μικρά μπορείς. Και ένα φιλμ όπως αυτό, ανοίγει άλλους δρόμους στη ζωή μου. Και άλλες διαστάσεις. Και πιστεύω για πολλά χρόνια από τώρα, μέχρι ίσως να κάνω το δεύτερο. Άμα κάνω δεύτερο…
Ένα φιλμ ανοίγει την παρουσία σου στο καλλιτεχνικό στερέωμα με έναν διαφορετικό τρόπο. Δεν συνειδητοποιώ πόσο μεγάλο είναι αυτό, οι φίλοι μου είναι αυτοί που συνήθως μου λένε να μη γκρινιάζω και ότι όλο αυτό γίνεται για μένα. Το καταλαβαίνω ότι είναι πολύ τιμητικό αλλά πολλές φορές δεν το συνειδητοποιώ.
Θα έλεγες πως σε χαρακτηρίζει περισσότερο η εξωστρέφεια;
Στην κοινωνική μου ζωή είμαι εξωστρεφής και στη δουλειά πολύ εσωστρεφής. Η δικιά μας δουλειά είναι πολύ προσωπική και μοναχική. Δηλαδή εμένα η πραγματική ώρα δημιουργίας είναι όταν είμαι απόλυτα μόνος. Πάντα έτσι γράφω ένα έργο. Μετά βέβαια όταν τελειώνει όλο αυτό βγαίνω συνέχεια, αλητεία… Γενικά μου αρέσει να γυρνάω τα βράδια, να κάθομαι σε πεζούλια – το έκανα και στη Θεσσαλονίκη την προηγούμενη φορά – να περπατάω, να μιλάω σε κόσμο, μου αρέσει πάρα πολύ η έξω πλευρά της ζωής και οι εξωτερικοί χώροι, η πόλη, τα μαγαζιά και πίνω και διασκεδάζω, τα κάνω όλα αυτά και κάπως μας τα έχει στερήσει τελευταία η καραντίνα. Ο κόσμος τώρα αρχίζει να ξεμουδιάζει και έχω μία ανησυχία, μήπως μάθαμε όλοι σε κάτι που δεν μπορούμε να βγούμε από αυτό και θα είμαστε απομονωμένοι πλέον.
Στην καραντίνα ήταν ό,τι χειρότερο. Καταναλώναμε ό,τι βλακεία ή καλό πράγμα μας πετούσαν οι πλατφόρμες, δεν είχαμε κανένα φίλτρο και μάθαμε έτσι, οπότε θα πρέπει να προσπαθήσουμε τώρα να μην μείνουμε σε αυτό και να βγούμε σιγά σιγά. Καμιά φορά πρέπει και να πιέσεις τον εαυτό σου να βγει, είναι σαν το γυμναστήριο που πας, θέλεις δεν θέλεις.
Θέλησαν ποτέ να σε αλλάξουν, να σε βάλουν σε πιο σοβαρά καλούπια λόγω της ιδιότητας σου;
Εννοείται! Το προσπάθησαν συνεργάτες, δημοσιογράφοι, επικοινωνιολόγοι με τη γνώμη τους που θεωρούσαν ότι είμαι too much. Καταλαβαίνω ότι όταν κάνεις μεγάλα πράγματα πρέπει να τα προωθήσεις με έναν συγκεκριμένο τρόπο και αν όχι μπορεί να παρεξηγηθείς. Ή μπορεί να θεωρήσουν ότι το κάνεις από αλαζονεία. Εμένα μου αρέσει όμως να μοιράζομαι και να προωθώ, μου αρέσει πάρα πολύ το μάρκετινγκ. Έχουν προσπαθήσει λοιπόν να μου υπαγορεύσουν ένα τρόπο του πώς να μιλάω στον τύπο και να δίνω συνεντεύξεις κτλ, δεν τους κατηγορώ, εννοείται ότι το εκτιμώ. Απλά εγώ δεν μπορώ να συνεργαστώ με ανθρώπους που δεν αυτοσαρκάζονται και δεν κάνουμε χαβαλέ. Στη δουλειά μου ξέρεις, είμαι πολύ σοβαρός και αυτό δεν χωράει καμία αμφιβολία. Θέλω όμως πάντα να είμαι εγώ και όχι κάτι που μπορεί τα social media να θέλουν να δείξω. Είναι δύσκολο γιατί στην Ελλάδα υπάρχει μία προσποιητή σεμνοτυφία και μία σοβαροφάνεια που όλοι θέλουν να το παίξουν «Ρομπέν των δασών», σωτήρες και ενδιαφέρονται για όλα τα κοινωνικά θέματα. Εχθές έβλεπα μία ώρα στην τηλεόραση ρεπορτάζ για τον πόλεμο στο Κίεβο. Μία εβδομάδα ακριβώς πριν την πρεμιέρα του «Afterpop». Μετά, αναρωτήθηκα αν πρέπει να κάνω post στα social media για τη δουλειά μου. Όμως, μπαίνεις και βλέπεις ότι ο κόσμος γενικά κάνει κι άλλα πράγματα και κάπως συνεχίζεις να κάνεις κι εσύ αυτό που έκανες γιατί αυτό είναι η ζωή μας αυτή τη στιγμή και δεν έχει αλλάξει τόσο πολύ αλλά είναι δύσκολα τα πράγματα και ο κόσμος αν θέλει να σου προσάψει κάτι, θα βρει.
Ποια είναι η σχέση μου με τα social media;
Τα social media τα απεχθάνομαι για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι για αυτό που πρεσβεύουν και ο δεύτερος ότι όλοι μας εξαρτόμαστε από αυτά. Αν δεν ήμουνα επαγγελματίας που τα χρειάζεται, δεν θα τα είχα. Ειλικρινά στο λέω, δεν νομίζω να τα χρειάζομαι. Κάπως με αποσυντονίζουν και με βγάζουν από το όραμα μου. Ο λόγος που τον περασμένο Δεκέμβριο έγραψα το soundtrack και είμαι τόσο ευτυχισμένος, είναι που δεν μπήκα καθόλου στο facebook και στο instagram για τρεις εβδομάδες και καθάρισε το μυαλό μου. Τότε σκέφτηκα να τα κλείσω, μετά κατάλαβα ότι είναι δύσκολο γιατί χρειάζεται να προωθήσω πράγματα, οπότε έχω βρει αυτή τη χρυσή τομή, όπου από το σπίτι μπορώ να μπω αλλά όταν είμαι εκτός σπιτιού δεν υπάρχει τρόπος να με βρεις, αφού δεν έχω smartphone, παρά μόνο να με πάρεις τηλέφωνο. Είναι ό, τι καλύτερο μπορώ να κάνω. Ξέρω ότι σε λίγα χρόνια δεν θα μπορώ να μην έχω smartphone, επειδή όλα θα γίνονται από εκεί, αλλά όσο με παίρνει, νομίζω θα το κρατήσω.
Έχω διαβάσει πως δεν σου αρέσει ο όρος σύγχρονη κλασική μουσική, που πολλοί χρησιμοποιούν για να περιγράψουν τη μουσική σου;
Δεν μου αρέσει καθόλου αυτός ο όρος, νιώθω άσχημα. Με προβληματίζει. Δεν έχω όμως κάποιον άλλο να προτείνω, οπότε δεν θα το παίξω έξυπνος. Θεωρώ απλά ότι δεν μου αρέσει ως όρος και μέσα στην καραντίνα έκανα μία στροφή στα πράγματα, οπότε το soundtrack που θα ακούσουμε το Σάββατο είναι ουσιαστικά η δική μου πρόταση για το πώς θα ήθελα το soundtrack της δικής μου ζωής να είναι. Αυτό που θα ακούσουμε στη Θεσσαλονίκη είναι ό,τι πιο απλό και λιτό έχω κάνει αλλά μου δίνει χώρο για να φτιάξω μία καινούργια εμπειρία. Δείχνει τον άλλο Δημήτρη. Στο ντοκιμαντέρ λοιπόν βλέπεις όλη αυτή την πορεία του πώς άλλαξα ως συνθέτης και πηγαίνω σε μία δική μου κατηγορία που δεν είναι ούτε κλασική, ούτε και ποπ εννοείται, ούτε τζαζ. Είναι μόνο η μουσική του Δημήτρη Σκύλλα το 2022 και είμαι πολύ ευτυχισμένος να το λέω αυτό. Δεν ξέρω τι μπορεί να είναι, μπορεί να είναι χάλια αλλά είναι εγώ και είναι πολύ ωραίο να είναι εγώ και ας είναι ακόμα και χάλια. Τώρα νιώθω πως γράφω πιο ανθρωπιστική μουσική, πιο ζεστή, πιο άμεση, πιο καθαρή χωρίς να γίνεται τετριμμένη.
Έχει ανοίξει μία καινούρια πόρτα για σένα;
Ναι! Θεωρώ ότι το φιλμ και ό, τι συμβαίνει γύρω από το φιλμ, είναι ο 35αρης Δημήτρης που ξεκινάει μία καινούργια φάση στη ζωή του. Που είναι πολύ σημαντικό να το αντιλαμβάνεσαι αυτό γιατί κάπως σε αποδεσμεύει από πολλά πράγματα τα οποία έκανες πριν και τα θεοποιούσες και τώρα απλά τα βλέπεις και γελάς. Και ελπίζω σε 5 με 10 χρόνια να γελάω με αυτό που είμαι τώρα και να αυτοακυρώνομαι συνέχεια. Δεν θέλω να το παίξω σοβαρός και ότι έχω βρει τη χρυσή τομή της καριέρας. Θέλω για την ακρίβεια, τον επόμενο χρόνο να ασχοληθώ με το φιλμ και το soundtrack που θα βγει σαν άλμπουμ στο Spotify. Δεν με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή να αναλάβω μία επίσημα μεγάλη δουλειά απλά για να το κάνω, εκτός αν μου προκύψει μία πρόταση που θα μου αρέσει πάρα πολύ. Δεν αγχώνομαι να μπω σε κάτι καινούργιο με το ζόρι. Θα ήθελα πολύ να κάνω μουσική για φιλμ. Να συνεργαστώ με σκηνοθέτες, Έλληνες και ξένους, με τους οποίους θα μπορούμε να έχουμε ένα κοινό όραμα.
Τι να πάρουν οι θεατές φεύγοντας από την αίθουσα της προβολής;
Αυτό είναι πολύ μεγάλη παγίδα γιατί δεν ξέρω αν θα πάρουνε από το φιλμ ή από τη μουσική ή και από τα δύο ή αν το ένα τους αλλάξει την οπτική για το άλλο και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Θα ήθελα λοιπόν να φύγουν με ωραίες στιγμές τίποτα άλλο. Θα μου άρεσε να πάει μετά σπίτι και να ψάξει να ακούσει μουσική μου αλλά θα ήθελα να είχα κυκλοφορήσει αυτή τη συλλογή που σου είπα και να άκουγε αυτό. Δεν ξέρω αν θα ήθελα να πάει σπίτι και να με ακούσει σε μουσικές που έγραψα πριν πέντε χρόνια και είναι πολύ μακριά μου πια. Επειδή έχω αλλάξει εγώ μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια, θα ήθελα ο κόσμος να ακούσει τον καινούργιο Δημήτρη.
*Το “AFTERPOP”, σε παραγωγή του Onassis Culture, θα προβληθεί το Σάββατο 12 Μαρτίου στις 21.00 στο 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, στην αίθουσα “Τώνια Μαρκετάκη”. Θα ακολουθήσει QnA με τον σκηνοθέτη Δημήτρη Ζιβόπουλο και ζωντανή παρουσίαση του soundtrack από τον Δημήτρη Σκύλλα
Δείτε επίσης:
Η θετική πλευρά ενός «+1» χρωμοσώματος στο 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ