Frances McDormand: Η ζωή και η καριέρα ενός μεγάλου ταλέντου

Η μοναδική Frances McDormand και η λαμπρή της καριέρα. H σπουδαία κυρία των 3 Όσκαρ

Έφη Κελεμπέκη
frances-mcdormand-η-ζωή-και-η-καριέρα-ενός-μεγάλου-ταλ-752663
Έφη Κελεμπέκη

 

Ισοφαρίζοντας την Μέριλ Στριπ, με 3 πλέον Όσκαρ στην καριέρα της (αν και η Στριπ το ένα από αυτά που κέρδισε είναι για δεύτερο γυναικείο ρόλο), η μεγαλύτερη ηθοποιός της γενιάς της έφυγε τα ξημερώματα με μια τεράστια διάκριση από το κόκκινο χαλί της Ακαδημίας. 

https://www.youtube.com/watch?v=f_hVjpC–no

Είναι 63 ετών και η καριέρα της βρίσκεται στα καλύτερα της. Σε μια ηλικία που άλλοι ηθοποιοί σταδιακά χάνονται, η Frances McDormand έχει καταφέρει εδώ και κάτι λιγότερο από μια δεκαετία να μετατοπίσει τον εαυτό της από δευτερεύοντες ρόλους (που σίγουρα ερμήνευε εξαιρετικά) στο επίκεντρο των ιστοριών, όντας πια πρωταγωνίστρια.

Μια γυναίκα αντισυμβατική και αυθεντική μέχρι το κόκκαλο, στα 30 χρόνια της καριέρας της έχει λάβει κάθε είδους σημαντική διάκριση για ένα ηθοποιό, από τα Αμερικανικά Όσκαρ, στα Βρετανικά BAFTA και από τα τηλεοπτικά Emmy στα θεατρικά Tony.

Φέτος έχει κερδίσει κριτικούς και κοινό ως Fern στην ταινία Nomadland της Chloé Zhao, όπου υποδύεται τη Fern, μια γυναίκα που, έχοντας χάσει τα πάντα, ξεκινάει μια νομαδική ζωή.

Η McDormand γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου του 1953 στο Ιλινόι, ως Cynthia Ann Smith. Όταν ήταν ενάμιση, υιοθετήθηκε από τον Vernon και τη Noreen McDormand, που άλλαξαν το όνομα της σε Frances. Ο Vernon ήταν ιερέας σε μια προτεσταντική εκκλησία, η Noreen εργάζονταν σε ρεσεψιόν, μετακόμιζαν συχνά στη Δύση και τον Βορρά της Αμερικής και υπήρξαν ανάδοχοι γονείς 9 παιδιών, απ’ όσο θυμάται η McDormand, που ήταν το τρίτο και τελευταίο από τα παιδιά που υιοθέτησαν. Μεγαλώνοντας ως κόρη ιερέα, η McDormand «υποβάλλονταν» σε ένα είδος ερμηνείας, καθώς είχε κατά κάποιον τρόπο την υποχρέωση να διατηρεί μια εικόνα που να συμβαδίζει με εκείνη του πατέρα της και να διατηρεί τις κατάλληλες κοινωνικές σχέσεις.

Ο έρωτας της για την υποκριτική γεννήθηκε όταν ήταν μόλις 14. Εκείνη τη περίοδο ήταν ιδιαίτερα μοναχική και περνούσε πολύ χρόνο διαβάζοντας βιβλία. Στο σχολείο που πήγαινε στο Monessen της Pennsylvania, οι μαθητές είχαν θεατρική ομάδα και μετά τα μαθήματα απήγγελαν Shakespeare. Η  McDormand υποδύθηκε τον ρόλο της Λαίδη Μακβέθ και έτσι ξεκίνησαν όλα. Αυτό που την κέρδισε, όπως δήλωσε η ίδια σε συνέντευξη της στη New York Times, ήταν πως ένα ντροπαλό κορίτσι σαν εκείνη, μπορούσε να σταθεί πάνω σε μια σκηνή, καταφέρνοντας να κρατήσει την προσοχή του κοινού. Στα έργα του Shakespeare αγαπούσε ότι οι γυναικείοι χαρακτήρες διψούσαν για εξουσία όσο και οι ανδρικοί. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως οι περισσότεροι ρόλοι που έχει ενσαρκώσει είναι δυναμικών, ιδιαίτερων γυναικών, με τη δική τους ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1979, ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Bethany College στη West Virginia, με πτυχίο στο θέατρο και συνέχισε με μεταπτυχιακό στη Δραματική Σχολή του Yale, μέχρι το 1982.  Μετά την αποφοίτηση της από το Yale, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου νοίκιασε ένα διαμέρισμα στο Bronx, ενώ δούλευε ως ταμίας. Το ίδιο έτος έκανε και την πρώτη της επαγγελματική δουλειά ως ηθοποιός, στο θεατρικό έργο του Derek Walcott, In a Fine Castle, γνωστό και ως The Last Carnival. To 1984 η Holly Hunter, τότε συγκάτοικός της, την πρότεινε για έναν ρόλο στη πρώτη ταινία των αδερφών Coen, Blood Simple. Έτσι, η McDormand, όχι μόνο κέρδισε τον πρώτο της ρόλο σε ταινία, αλλά γνώρισε και τον σύντροφο της ζωής της, Joel Coen. Στη ταινία ένας ιδιοκτήτης bar στο Texas ανακαλύπτει ότι ένας υπάλληλος του έχει δεσμό με τη γυναίκα του και προσλαμβάνει κάποιον για να τους σκοτώσει. Είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που η McDormand υποδύεται τη μοιραία γυναίκα.

Σε συνέντευξή της στο Vogue σχολιάζει την σύνδεση που ένιωσε με τον Joel Coen. Αναφέρει πως πρώτα την «σαγήνεψε» εκείνος, δίνοντας της ένα κουτί με βιβλία των Raymond Chandler και Dashiell Hammett και το επόμενο βήμα έγινε από την ίδια, με μια πρόσκληση για να συζητήσουν σχετικά με τα βιβλία αυτά. Με τον Coen  η McDormand αισθάνθηκε για πρώτη φορά πως μπορούσε να έχει μια αληθινή σχέση με βάθος, χωρίς παιχνίδια ισχύος, όπως αποκάλυψε σε μια άλλη συνέντευξη στη New York Times.

To Blood Simple ήταν η αρχή μιας σχέσης ζωής ανάμεσα στη McDormand και τον Joel Coen, μιας μακρόβιας συνεργασίας μεταξύ των αδερφών Coen και της McDormand και μιας μεγάλης καριέρας για την ίδια. Δύο χρόνια αργότερα, το 1988, έλαβε την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ, στην κατηγορία Β’ Γυναικείου Ρόλου, για τον ρόλο της στη ταινία Mississippi Burning του Alan Parker. Το 1996 κερδίζει το πρώτο της Όσκαρ, στην κατηγορία Α’ Γυναικείου Ρόλου, ως Marge Gunderson στην ταινία των αδερφών Coen, Fargo, έναν ρόλο που την καθόρισε και στιγμάτισε την καριέρα της. Στα 8 χρόνια που μεσολάβησαν έπαιξε σε 12 ταινίες, μεταξύ των οποίων το Short Cuts (1993) του Robert Altman. Μετά το Fargo έπαιξε σε ταινίες όπως το Almost Famous (2000) του Cameron Crowe, Laurel Canyon (2002) της Lisa Cholodenko, North Country (2005) της Niki Caro, Burn After Reading (2008) των αδερφών Coen, Moonrise Kingdom (2012) του Wes Anderson και πολλές άλλες.

Το 2014, πρωταγωνίστησε αλλά υπήρξε και παραγωγός στη σειρά Olive Kitteridge της HBO, για την οποία απέσπασε μεγάλο αριθμό διακρίσεων. Το 2017 ο πρωταγωνιστικός της ρόλος στο Three Billboards Outside Ebbing, Missouri του Martin McDonagh της χάρισε το δεύτερο της Όσκαρ, πάλι στην κατηγορία Α’ Γυναικείου Ρόλου. Φέτος, μας χάρισε μια ακόμη συγκλονιστική ερμηνεία στη ταινία Nomadland της Chloé Zhao, που όλα δείχνουν πως θα της προσφέρει και το τρίτο της αγαλματίδιο.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε και τις επιτυχίες της στο χώρο του θεάτρου, στον οποίο δραστηριοποιήθηκε αρκετά. Συγκεκριμένα, αξίζει να σημειωθεί πως η McDormand προτάθηκε για βραβείο Tony για την ερμηνεία της ως Stella Kowalski στην αναβίωση του A Streetcar Named Desire το 1988, το οποίο τελικά κέρδισε το 2011, για την ερμηνεία της στο θεατρικό Good People.

Σε μια καριέρα 40 ετών, η λίστα της φιλμογραφίας της McDormand είναι μεγάλη και η διακρίσεις που έλαβε πολλές και σημαντικές. Με ένα σπάνιο χάρισμα να δίνει πνοή σε κάθε γυναίκα που ενσαρκώνει, κάνοντας τρισδιάστατους τους ρόλους της και δίνοντας τους μοναδικό χαρακτήρα, η αναγνώριση που έχει λάβει δεν προκαλεί έκπληξη. Πόσοι είναι άλλωστε οι ηθοποιοί που έχουν την ικανότητα να σου μεταβιβάζουν κάθε απαραίτητη πληροφορία μονάχα με το πρόσωπο τους;

Αν ρίξει κανείς μια ματιά στη σελίδα της στο IMDb θα παρατηρήσει σίγουρα τις 127 φορές που έχει υπάρξει υποψήφια για κάποιο βραβείο και τις 130 που κέρδισε.

Το 1989, μόλις τέσσερα χρόνια στην καριέρα της, η McDormand βρίσκεται υποψήφια για Όσκαρ στην κατηγορία Β’ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της ως Mrs. Pell στη ταινία Mississippi Burning (1988) του Alan Parker.

Τρεις ακτιβιστές του Κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων αγνοούνται σε μια μικρή πόλη στο Μισισιπή. Δύο πράκτορες του FBI, ο Alan Ward (Willem Dafoe) και ο Rupert Anderson (Gene Hackman) αναλαμβάνουν την υπόθεση, όμως οι τοπικές αρχές αρνούνται να συνεργαστούν μαζί τους και η Αφρο-Αμερικανική κοινότητα φοβάται να μιλήσει.

Στην ταινία η McDormand υποδύεται της Mrs. Pell, τη γυναίκα ενός ρατσιστή αστυνομικού, που δουλεύει σε ένα κομμωτήριο και τελικά βοηθάει τον Anderson, δίνοντας του πληροφορίες για το τι συνέβη στους ακτιβιστές. Χρειάζεται πολύ δύναμη και πολύ θάρρος για να καταφέρει να φτάσει σε αυτή την αποκάλυψη, γνωρίζοντας ότι θέτει σε κίνδυνο τον εαυτό της, κρίνει όμως ότι είναι ένα ρίσκο που πρέπει να πάρει. Η σχέση που χτίζεται ανάμεσα στη Mrs. Pell και τον Anderson είναι ενδιαφέρουσα και τρυφερή. Το υποκριτικό ταλέντο της McDormand, που βρίσκεται ακόμα στα πρώτα της βήματα, καταφέρνει να αναδειχθεί και δικαίως βρίσκεται με μια υποψηφιότητα για Όσκαρ στα χέρια της, στην ηλικία των 32.

Οχτώ χρόνια αργότερα, οι αδερφοί Coen γράφουν τον ρόλο της Marge Gunderson αποκλειστικά για εκείνη, για την ταινία Fargo (1996). Η ταινία θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών και η McDormand κέρδισε για αυτή της την ερμηνεία το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, ένα SAG και βρέθηκε υποψήφια για μια Χρυσή Σφαίρα και ένα BAFTA.

To 1987, στη Minnesota, ένας πωλητής αυτοκινήτων απεγνωσμένος για λεφτά (William H. Macy), βάζει δυο εγκληματίες (Steve Buscemi, Peter Stormare) να απαγάγουν τη γυναίκα του. Το σχέδιο είναι να πάρει τα λύτρα από τον πλούσιο πατέρα της, όλα όμως πηγαίνουν λάθος όταν πυροβολούν κατά λάθος έναν αστυνομικό και σκοτώνουν δυο περαστικούς. Την υπόθεση ερευνά η Marge Gunderson (Frances McDormand), μια έγκυος αρχηγός της αστυνομίας.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η Marge είναι ένας διαχρονικά αγαπημένος χαρακτήρας, που θυμόμαστε ακόμα και σήμερα. Η ξεχωριστή της προφορά, η καλοσύνη και η αυθεντικότητα της, η ευγένεια και η ειλικρίνεια του χαρακτήρα της, η σπιρτάδα της, ο τρόπος που περπατάει, η εγκυμοσύνη της, όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα έναν αξέχαστο χαρακτήρα, σε μια ταινία που αγαπάμε και θα συνεχίσουμε να αγαπάμε για πολλά χρόνια ακόμη.

Η McDormand βρίσκεται για τρίτη φόρα υποψήφια για Όσκαρ, πάλι στην κατηγορία Β’ Γυναικείου Ρόλου, για την ερμηνεία της στην ταινία Almost Famous (2000) του Cameron Crowe.

Το 1973, ο 15χρονος William (Patrick Fugit), χάρη στην αγάπη του για τη μουσική, αναλαμβάνει ένα άρθρο για το περιοδικό Rolling Stone, να πάρει συνέντευξη από το ανερχόμενο συγκρότημα Stillwater. Έτσι, παρά τις αντιδράσεις της μητέρας του (Frances McDormand), τους ακολουθεί στη περιοδεία τους, έρχεται κοντά με τον κιθαρίστα τους, Russell Hammond (Billy Crudup) και με μια αινιγματική κοπέλα, που συστήνεται ως Penny Lane (Kate Hudson).

Ο ρόλος της McDormand στη ταινία είναι αυτός  της Elaine, μητέρας του William, μιας ισχυρογνώμων καθηγήτριας με δυνατές πολιτικές πεποιθήσεις, που πιστεύει ότι η ροκ μουσική διαφθείρει και καταστρέφει τους νέους. Η McDormand καταφέρει να υποδυθεί έναν ρόλο οριακά εκνευριστικό, μιας μητέρας που φαίνεται να πνίγει με τους κανόνες και τις απόψεις της τα παιδιά της (ή, τουλάχιστον, το ένα από αυτά), κάνοντας την ωστόσο συμπαθή στο κοινό, με την ικανότητα της να δίνει στους χαρακτήρες που ενσαρκώνει πολλές διαστάσεις. Ναι είναι πιεστική και φορτική, όμως δε μπορούμε ως κοινό να μην αναγνωρίσουμε την αγάπη της για τα παιδιά της, την τρυφερότητα και την ανησυχία της και το γεγονός ότι πάντα έχει καλές προθέσεις και θέλει το καλύτερο για αυτά. Κανένας γονιός δεν είναι τέλειος, όμως τους αγαπάμε.

Τέταρτη φορά που βρίσκεται υποψήφια για Όσκαρ και Τρίτη φορά που συμβαίνει στην κατηγορία Β’ Γυναικείου Ρόλου είναι για την ερμηνεία ως Glory στην ταινία North Country (2005) της Niki Caro. Για τον ρόλο της αυτό βρέθηκε επίσης υποψήφια και στις Χρυσές Σφαίρες, στα BAFTA και τα βραβεία SAG.

H Josie (Charlize Theron) είναι μια από τις πρώτες γυναίκες που εργάζονται σε ένα ορυχείο στη Μινεσότα. Η γυναικεία παρουσία είναι ανεπιθύμητη από τους άντρες εργαζόμενους, που θεωρούν ότι η δουλειά αυτή είναι «αντρική» και παρενοχλούν σεξουαλικά το γυναικείο προσωπικό. Η Josie αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και μηνύει της εταιρεία, οι υπόλοιπες εργάτριες όμως φοβούνται να την ακολουθήσουν.

H McDormand εδώ υποδύεται μια παλιά φίλη της πρωταγωνίστριας, Josey (Charlize Theron), που της προτείνει να πιάσει δουλεία στο ορυχείο, όπου η ίδια εργάζεται, αλλά και να μείνει στο σπίτι της μαζί με τα δυο της παιδιά. Παρά τις μικτές κριτικές που έλαβε η ταινία από κριτικούς και κοινό, η ερμηνεία της McDormand αναγνωρίστηκε και επικροτήθηκε από την πλειοψηφία, δικαιολογώντας και την υποψηφιότητα της σε ορισμένα από τα σημαντικότερα βραβεία της βιομηχανίας.

To 2014 η McDormand συμμετέχει στην τηλεοπτική διασκευή του βιβλίου Olive Kitteridge της Elizabeth Strout, ως παραγωγός και ως πρωταγωνίστρια. Η σειρά αποτελείται από τέσσερα ωριαία επεισόδια και προβλήθηκε στην HBO. Ήταν υποψήφια για τρεις Χρυσές Σφαίρες, σάρωσε στα βραβεία Emmy και χάρισε στη McDormand ένα βραβείο SAG και ένα Emmy.

Η ιστορία μιας μικρής, φαινομενικά ήσυχης πόλης της Αμερικής, γεμάτης όμως μυστικά, εγκλήματα και τραγωδίες, από την οπτική της Olive Kitteridge (Frances McDormand), μιας σκληρής εξωτερικά γυναίκας, με ζεστή καρδιά. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε 25 χρόνια και εστιάζει στη σχέση της Olive με τον άντρα της, Henry (Richard Jenkins), τον γιό της, Christopher (John Gallagher Jr.) και άλλα μέλη της κοινότητας τους.

Η Olive Kitteridge θυμίζει την παροιμία «η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει». Μια γυναίκα απότομη, αγενής, που φαίνεται να μην έχει φίλτρο για όλα όσα λέει. Μιλάει άσχημα στον γιό της όταν είναι μόλις ένα παιδί,  φωνάζει και τρομάζει ένα κοριτσάκι που μαζεύει λουλούδια και σε κάθε άνθρωπο που βρίσκεται στο δρόμο της, φαίνεται να έχει να πετάξει και λίγο δηλητήριο. Είναι ένας δύσκολος χαρακτήρας, όμως πολυσύνθετος αρκετά, ώστε να παραμένεις μαζί της και στις τέσσερις ώρες που διαρκεί η σειρά. Η McDormand έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στην ενσάρκωση ενός τόσο απαιτητικού ρόλου, ρίχνοντας φως σε διάφορες πλευρές της ηρωίδας και καταφέρνοντας τελικά να κάνει τον θεατή να επενδύσει συναισθηματικά σε αυτή.

Τρία χρόνια αργότερα, η McDormand πρωταγωνιστεί ως Mildred Hayes στο δράμα Three Billboards Outside Ebbing, Missouri (2017) του Martin McDonagh. Για την ερμηνεία της στην ταινία τιμήθηκε με το δεύτερο της Όσκαρ (ξανά στην κατηγορία Α’ Γυναικείου Ρόλου), με μια Χρυσή Σφαίρα, ένα BAFTA και ένα βραβείο SAG.

Εφτά μήνες μετά τη δολοφονία της κόρης της ο ένοχος ακόμα δεν έχει εντοπιστεί. Έτσι, η Mildred Hayes (Frances McDormand) νοικιάζει τρεις διαφημιστικές πινακίδες στην είσοδο της πόλης, με σκοπό να πιέσει τον αρχηγό της αστυνομίας, Bill Willoughby (Woody Harrelson) να λάβει δράση. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης δεν αντιμετωπίζουν θετικά αυτή της τη πράξη, ιδιαίτερα ο οξύθυμος αστυνομικός Jason Dixon (Sam Rockwell), γεγονός όμως που δεν αποθαρρύνει καθόλου την Mildred, που απεγνωσμένα αναζητά δικαιοσύνη.

Η Mildred είναι μια γυναίκα που θρηνεί την βίαιη δολοφονία της κόρης της. Βλέποντας ότι δεν αποδίδεται δικαιοσύνη και ότι ο δολοφόνος του παιδιού της κυκλοφορεί ελεύθερος, βρίσκεται σε απόγνωση και πρέπει να λάβει δράση, με όποιον τρόπο μπορεί. Η οργή της είναι απόλυτα δικαιολογημένη και δεν οφείλει να απολογηθεί σε κανέναν. Ο απότομος και αγενής χαρακτήρας της θα μπορούσε να είναι αντιπαθής, είναι αδύνατον όμως, όταν το κοινό γνωρίζει την ιστορία της. Η McDormand εκπέμπει όλο αυτό το συνονθύλευμα συναισθημάτων που μπορεί να αισθάνεται μια γυναίκα στη θέση της. Ένα βλέμμα της και μόνο είναι αρκετό για να μεταβιβάσει τα απαραίτητα συναισθήματα στους θεατές. Ένας της μονόλογος και μόνο είναι αρκετός για να της κερδίσει το Όσκαρ.

Φτάνουμε λοιπόν στη πιο πρόσφατη συμμετοχή της McDormand  σε ταινία, στο Nomadland (2020) της Chloé Zhao και στο Όσκαρ Α’  Γυναικείου Ρόλου.

Μετά τη μεγάλη οικονομική ύφεση του 2008, μια γυναίκα στα 60, που έχει πλέον χάσει τα πάντα, ξεκινάει μια νομαδική ζωή.

Πολλά έχουν ειπωθεί φέτος για αυτή την αριστουργηματική ταινία και τη μοναδική ερμηνεία της McDormand. Μια σπάνια ταινία, για τον τρόπο που καταφέρνει να βάλει το κοινό μέσα στη κάθε σκηνή και να ζήσει τις στιγμές της με τους χαρακτήρες της. Αυτό επιτυγχάνεται χάρη στο σκηνοθετικό ταλέντο της Zhao και φυσικά χάρη στο ρεσιτάλ ερμηνείας που δίνει η McDormand. Μια από τις πιο αληθινές, προσωπικές, λιτές και ταυτόχρονα τόσο πλούσιες ερμηνείες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Η McDormand καταφέρνει να ενσαρκώσει έναν αξιαγάπητο ρόλο, μια γυναίκα που συμπαθείς και σχεδόν νοιάζεσαι σαν δικό σου άνθρωπο, μια ηρωίδα που θαυμάζεις  για την ήρεμη δύναμη της, που σου θυμίζει τη μητέρα σου, τη γιαγιά σου ή ακόμη και εσένα την ίδια.

Το Nomadland είναι διασκευή του βιβλίου Nomadland: Surviving America in the Twenty-First Century της Jessica Bruder. Αφού διάβασε η McDormand το βιβλίο και είδε την ταινία The Rider της Zhao, ήξερε πως έπρεπε να έρθει σε επαφή μαζί της για να συνεργαστούν. (Η McDormand και η Zhao είναι οι δυο από τους πέντε παραγωγούς της ταινίας). Αρχικά τον πρωταγωνιστικό ρόλο ήταν να παίξει η Linda May και η McDormand να έχει κάποιο ρόλο αντίστοιχο του ρόλου που τελικά είχε η May στη ταινία, συνειδητοποίησαν όμως ότι έτσι η αφήγηση της ταινίας θα εξελίσσονταν σε κάτι πολύ διαφορετικό από εκείνη του βιβλίου. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, η McDormand περνούσε πολύ χρόνο σιωπηλή, ακούγοντας και παρατηρώντας τους συνεργάτες της, που ήταν πραγματικοί νομάδες έτσι ώστε να γνωρίσει και να καταλάβει πραγματικά τους ανθρώπους την ιστορία των οποίων είχε αναλάβει να αφηγηθεί.

Η McDormand βλέπει τον εαυτό της στη Fern και συγκεκριμένα σχολιάζει σε μια συνέντευξη για το TIFF ότι «η Fern είναι στον πυρήνα της, ότι η Frances είναι στο δικό της», κάτι που ισχύει για όλους τους χαρακτήρες που έχει ενσαρκώσει. Τόσο η McDormand, όσο και η Zhao θεωρούν τη Fern έναν οδηγό για το κοινό, που το κρατάει από το χέρι, εισάγοντας το σε έναν νέο κόσμο, αφήνοντας όμως τον καθένα να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

Αν ήταν να ζωγραφίσουμε το πορτραίτο της Frances McDormand, το αποτέλεσμα θα ήταν μια γυναίκα που γνωρίζει ακριβώς που στέκεται, έχει μια βεβαιότητα και μια δύναμη στο πρόσωπο της, έτοιμη να υπερασπιστεί αυτά που πιστεύει, που εκπέμπει αυτοπεποίθηση, χωρίς βέβαια να στερείται ανασφαλειών που όλοι φυσικά έχουμε. Είναι μια γυναίκα αυθεντική, ειλικρινής και κοντά σε αυτά που πιστεύει.

Έχει επιλέξει να ζει σε μια μικρή πόλη στη Καλιφόρνια, μακριά από φώτα και φακούς, την ακριβή τοποθεσία της οποίας φροντίζει να κρατάει κρυφή. Της αρέσει εκεί γιατί μπορεί να είναι ο εαυτός της, χωρίς να χρειάζεται να υποκρίνεται. Δεν είναι ιδιαίτερα φαν της τεχνολογίας. Αρνείται να χρησιμοποιήσει google maps για να κινηθεί σε μια άγνωστη πόλη και δεν έχει smartphone.

Τα τελευταία 24 χρόνια, μετά την επιτυχία που σημείωσε το Fargo, έχει εσκεμμένα δώσει ελάχιστες συνεντεύξεις. Εξηγεί στη συνέντευξη της στη New York Times ότι δεν συμμετείχε ποτέ στο κομμάτι της δημοσιότητας, καθώς ανήκε στο περιθώριο του επαγγέλματος και όταν αισθάνθηκε πως άρχισε να λαμβάνει πιέσεις από το χώρο αυτό, δεδομένου και ότι είχε ένα μικρό παιδί, έπρεπε να θέσει τα όρια της.

Κατά τη γνώμη της, η απόφαση της να απέχει από το κομμάτι της δημοσιότητας της έδωσε ένα μυστήριο, χάρη στο οποίο μπορούσε να έχει μια επίδραση στο κοινό με τους ρόλους που ερμήνευε, που θα ήταν αδύνατο να έχει ειδάλλως. Επίσης, σχολιάζει πως (πιστεύει ότι) αυτός είναι και ο λόγος που η Zhao (που δουλεύει κυρίως με μη-ηθοποιούς) θέλησε να συνεργαστεί μαζί της και ως ηθοποιό στο Nomadland.

Αποφάσισε νωρίς ότι δεν θέλει να «πουλήσει» τον εαυτό της ως Frances, αλλά μονάχα τους χαρακτήρες που υποδύεται. Όταν κάποιος της ζητά αυτόγραφο, αρνείται ευγενικά και επιλέγει να μοιραστεί μια πιο ουσιαστική ανθρώπινη στιγμή μαζί του. Του δίνει το χέρι της και ρωτάει το όνομα του.  Η αντιπάθεια της για τις φωτογραφίες είναι αντίστοιχη, αν όχι μεγαλύτερη, αυτής που τρέφει για τις συνεντεύξεις.

Συχνά αναφέρεται στις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει στην κινηματογραφική βιομηχανία. Ένα από αυτά τα προβλήματα είναι το ζήτημα της εμφάνισης. Το Hollywood δίνει υπερβολική σημασία στην εμφάνιση. Ως αποτέλεσμα, συχνά έχανε ρόλους, γιατί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο δε χωρούσε στο καλούπι τους, όντας το ένα πράγμα, ενώ εκείνοι ήθελαν το άλλο (για παράδειγμα άλλοτε πολύ νέα, άλλες φορές υπερβολικά μεγάλη).

Στη ταινία Raising Arizona φορούσε πρόσθετο στήθος και ύστερα από αυτό άρχισε να λαμβάνει σενάρια που στη περιγραφή του ρόλου έγραφαν «γυναίκα με μεγάλο στήθος». Εκείνο το διάστημα έπαιρνε μαζί της το πρόσθετο στήθος στις οντισιόν. Κάποια στιγμή, σε μια οντισιόν έγινε ακόμα και η πρόταση ότι θα μπορούσε να κάνει κανονική εγχείρηση.

Το πρόβλημα της με την κινηματογραφική βιομηχανία είναι το ότι εστιάζει σε άνδρες πρωταγωνιστές και οι γυναίκες ηθοποιοί πρέπει να αναλαμβάνουν ρόλους που είναι χτισμένοι σε σχέση με τον άνδρα πρωταγωνιστή, για παράδειγμα, της μητέρας ή της αδερφής, ή της γυναίκας που ερωτεύεται.

Αρχικά λοιπόν, θεωρούσε ότι ο ρόλος του παραγωγού δεν ήταν ένας που θα της ταίριαζε σαν άνθρωπο. Αποφάσισε όμως να ασχοληθεί με την παραγωγή όταν ο γιος της είχε πλέον μεγαλώσει και όταν επίσης συνειδητοποίησε πως με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να ασκήσει μεγαλύτερη επιρροή στη βιομηχανία και στο ρόλο που έχουν οι γυναίκες μέσα σε αυτή. Στη σειρά Olive Kitteridge, που η McDormand ήταν παραγωγός, ήθελε να πει μια περίπλοκη ιστορία για μια πολυδιάστατη γυναίκα πρωταγωνίστρια και προσπάθησε να αποκαλύψει στο κοινό όλους τους τρόπους που μια γυναίκα μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματα της. Κάτι πολύ πιο εύκολο να πραγματοποιηθεί σε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, που δίνει το χώρο και το χρόνο στο χαρακτήρα να ξετυλιχθεί στην οθόνη, παρά σε ένα δευτερεύων, που εξ αρχής έχει χτιστεί για να στηρίξει την ιστορία του άντρα πρωταγωνιστή.

Η Frances είναι μια γυναίκα περήφανη για τον εαυτό της και όλα όσα είναι και αγκαλιάζει την ηλικία της. Σχολιάζει συχνά πως της αρέσει να βλέπει την ιστορία της ζωής της να γράφεται στο πρόσωπο της όσο μεγαλώνει. Διαφωνεί με τον τρόπο που οι κουλτούρα των celebrity ωθεί τον κόσμο να γίνει κάτι που δεν είναι. Αγαπάει τη μόδα, ασκεί όμως κριτική στην σύνδεση της βιομηχανίας της μόδας με την κουλτούρα αυτή, που αποσκοπεί καθαρά στο κέρδος.

Μια εξαιρετική καλλιτέχνης, ταλαντούχα ηθοποιός, διαυγής άνθρωπος, που έπαιξε (και εξακολουθεί να παίζει) το παιχνίδι με τους δικούς της κανόνες και σίγουρα αξίζει κάθε επιτυχία που έρχεται προς το μέρος της.

Με πληροφορίες από: Vogue, Britannica, IMDb, Wikipedia, What Frances McDormand Would (and Wouldn’t) Give to ‘Nomadland’Frances McDormand’s Difficult Women.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα