Γαλλικό Χρώμα ΙΙΙ στην Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης (23-26/4)

ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΦΙΈΡΩΜΑ: ΓΑΛΛΙΚΟ ΧΡΩΜΑ ΙΙΙ Οι δεσμοί του σινεφίλ κοινού στην Ελλάδα με το γαλλικό σινεμά είναι ισχυροί και κρατούν δεκαετίες. Η γαλλική κινηματογραφική σχολή είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στους έλληνες θεατές, οι οποίοι παρακολουθούν την πορεία των μεγάλων Γάλλων auteurs, ανεξαρτήτως γενιάς. Η Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης παρουσιάζει από τις 23 έως τις 26 Απριλίου 2015, […]

Parallaxi
γαλλικό-χρώμα-ιιι-στην-ταινιοθήκη-θεσ-39132
Parallaxi
entre-les-murs-.jpg

ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΦΙΈΡΩΜΑ: ΓΑΛΛΙΚΟ ΧΡΩΜΑ ΙΙΙ

Οι δεσμοί του σινεφίλ κοινού στην Ελλάδα με το γαλλικό σινεμά είναι ισχυροί και κρατούν δεκαετίες. Η γαλλική κινηματογραφική σχολή είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στους έλληνες θεατές, οι οποίοι παρακολουθούν την πορεία των μεγάλων Γάλλων auteurs, ανεξαρτήτως γενιάς. Η Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης παρουσιάζει από τις 23 έως τις 26 Απριλίου 2015, μια επιλογή αγαπημένων γαλλικών ταινιών που έχουν γράψει τη δική τους ιστορία όχι μόνο στη γαλλική, αλλά στην παγκόσμια κινηματογραφική σκηνή: Από το Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ του Αλέν Ρενέ και το Η νύφη φορούσε μαύρα του Φρανσουά Τρυφώ, στο φιλμ Το μίσος του Ματιέ Κασοβίτς και το Ανάμεσα στους τοίχους του Λοράν Καντέ.

Αξίζει να θυμηθούμε ότι:

• Η ταινία Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ του Αλέν Ρενέ (1961), με εικαστικές αναφορές στη ζωγραφική και ειδικά στο έργο του Τζόρτζιο Ντε Κίρικο και του Ρενέ Μαγκρίτ, απέσπασε το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας.

• Στο Η νύφη φορούσε μαύρα (1968) ο Φρανσουά Τρυφώ αποτίνει έναν φόρο τιμής  στον «δάσκαλο»  Αλφρεντ Χίτσκοκ, γυρίζοντας την ταινία με τον τρόπο και τη μέθοδο του μετρ.

• Για την ταινία του Το μίσος (1996) ο Ματιέ Κασοβίτς κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών, ενώ το Ανάμεσα στους τοίχους του Λοράν Καντέ, απέσπασε το 2008 τον Χρυσό Φοίνικα στην κορυφαία διοργάνωση της Κρουαζέτ.

Πώληση εισιτηρίων: Μουσείο Κινηματογράφου – Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης (Αποθήκη Α΄, Λιμάνι, τηλ. 2310-508.398, [email protected]) Τιμή εισιτηρίου: 4 ευρώ (γενική είσοδος), 3 ευρώ (για τα μέλη). Κάρτα μέλους: 1 ευρώ.

Πρόγραμμα προβολών:

23/04 ΠΕΜΠΤΗ 19:00 Ανάμεσα στους τοίχους 21:30 Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ

24/04 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 19:00 Το μίσος 21:30 Η νύφη φορούσε μαύρα

25/04 ΣΑΒΒΑΤΟ 19:00 Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ 21:30 Το μίσος

26/04 ΚΥΡΙΑΚΗ 19:00 Η νύφη φορούσε μαύρα 21:30 Ανάμεσα στους τοίχους

Αναλυτικά οι ταινίες:

Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ/L’ année dernière à Marienbad, του Αλέν Ρενέ, (Γαλλία, 1961)

Σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην εξοχή, ένας άντρας (Χ) χρησιμοποιεί όλα τα μέσα για να πείσει μια παντρεμένη γυναίκα (Α) να φύγει μαζί του. Ο Χ επαναλαμβάνει συνεχώς σαν σύνθημα τη λέξη «Πέρυσι», σε κάθε συνάντηση μαζί της.  Η γυναίκα μόλις και μετά βίας μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη της την ερωτική ιστορία που είχαν -ή μήπως δεν είχαν;- τον προηγούμενο χρόνο στο Μαρίενμπαντ ή ίσως κάπου αλλού. Ο σύζυγος ή συνοδός (Μ), παραμένει διακριτικά στο πλευρό της…

Το άλυτο αίνιγμα της υπόθεσης δεν είναι παρά η αφορμή και η αφετηρία για μια μοναδική, ονειρική κινηματογραφική εμπειρία, ένα παιχνίδι με το χώρο και το χρόνο, ένα διεισδυτικό σχόλιο για την εύπλαστη φύση της μνήμης. Πρόκειται για ένα μοναδικό κινηματογραφικό έργο, πρωτοποριακό ακόμη και σήμερα, που ανατρέπει ριζικά τους παραδοσιακούς αφηγηματικούς κανόνες και στο οποίo κυριαρχούν ο σουρεαλισμός, η μαγεία των στυλιζαρισμένων εικόνων, του ήχου και της μουσικής. Ο Ρενέ, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, με μοναδικές εικαστικές αναφορές στη ζωγραφική και ειδικά στο έργο του Τζόρτζιο Ντε Κίρικο και του Ρενέ Μαγκρίτ, κινεί τα πρόσωπά του σαν πιόνια σε μια σκακιέρα, στην οποία συναντώνται το παρελθόν με το παρόν, η αλήθεια με το ψέμα, η φαντασία με την πραγματικότητα, δημιουργώντας  μιαν ατμόσφαιρα μυστηρίου αλλά και αυθεντικής ποίησης. Η  αινιγματική πλοκή και η σπειροειδής αφηγηματική εξέλιξη της ταινίας, ακολουθεί τη συνειρμική ροή της συνείδησης,  μοναδικός πρωταγωνιστής είναι ο χρόνος και η ανεξιχνίαστη λειτουργία του υποσυνείδητου είναι το μοναδικό όργανο πλοήγησης των ηρώων. Το  Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ είναι ένα ακραίο αισθητικό επίτευγμα, μια εσωστρεφής, παράξενη και αυθεντικά μαγική στιγμή του μοντέρνου σινεμά, η οποία δεν αποδομεί, ούτε γκρεμίζει κάποιο προϋπάρχον αφηγηματικό μοντέλο, αλλά ορθώνεται εξαρχής, ως μια επιβλητική, στη μορφή και στο ύφος, αρχετυπική κινηματογραφική δημιουργία.

Το μίσος/La haine του Ματιέ Κασοβίτς (Γαλλία, 1996)

Το μίσος καταγράφει μία ημέρα από τη ζωή τριών φίλων που ζουν στα υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού (και στο περιθώριο της Γαλλικής κοινωνίας), την περίοδο όπου οι συγκρούσεις μεταξύ της αστυνομίας και των «γκέτο»  βρίσκονταν σε έξαρση, εξαιτίας μιας βίαιης επίθεσης των αρχών σε έναν νεαρό πολίτη. Το ντεμπούτο του Mατιέ Κασοβίτς αποτελεί ένα σύγχρονο, εξαιρετικά κινηματογραφημένο σχόλιο πάνω στη βία και τις εκφάνσεις της στη δυτική κοινωνία. Απογυμνώνοντας την πόλη του φωτός, και κλέβοντας  κάθε της χρώμα, ο σκηνοθέτης  επιλέγει τον αφηγηματικό χρόνο μίας μόνο ημέρας για να πει την ιστορία του. Με ένα επαναλαμβανόμενο χρονόμετρο, που μοιάζει με βόμβα έτοιμη να εκραγεί, στοχάζεται και τοποθετείται πάνω στο φαινόμενο του κύκλου της βίας και στη γκετοποίηση  μεγάλων κοινωνικών ομάδων στις σύγχρονες κοινωνίες. Με μία  αφήγηση γεμάτη σασπένς και ένταση, ο Κασοβίτς χρησιμοποιεί κάθε δυνατό κινηματογραφικό μέσο για να εμπλουτίσει την ιστορία του. Νευρικό μοντάζ με ταχύτατη εναλλαγή πλάνων, στυλιζαρισμένη κινηματογράφηση, ασπρόμαυρη εικόνα, και δυνατές ερμηνείες, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει αυτή του Βενσάν Κασέλ. Το μίσος καταφέρνει έτσι μέσα σε 96 μόλις λεπτά να μιλήσει για την αστυνομική αυθαιρεσία, τη μεσαία τάξη της Γαλλίας, τα παριζιάνικα γκέτο, και τη γέννηση της βίας ως φυσική απόρροια ενός προβληματικού κοινωνικού ιστού. Με έναν συνδυασμό της γλώσσας των γκέτο και του φιλοσοφικού στοχασμού, το σενάριο είναι μια σκληρή πολιτική καταγγελία, τοποθετημένη στο πλαίσιο ενός σφιχτοδεμένου κοινωνικού δράματος χαρακτήρων. Οι ήρωες μοιάζουν καταδικασμένοι να μισούν, παγιδευμένοι σε μία κοινωνία σε ελεύθερη πτώση, ανίκανης να διαχειριστεί τις αντιφάσεις της και να δει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Το τραγικό φινάλε μοιάζει σχεδόν νομοτελειακό και ταυτόχρονα δηλωτικό μιας βαθιάς παρακμής στην καρδιά του «ελεύθερου» δυτικού κόσμου. Η ταινία εντυπωσίασε στο Φεστιβάλ των Καννών, αποσπώντας το Βραβείο Σκηνοθεσίας και καταξιώνοντας  τον Κασοβίτς  ως έναν από τους πλέον υποσχόμενους νέους ευρωπαίους κινηματογραφιστές.

Η νύφη φορούσε μαύρα/La mariée était en noir, του Φρανσουά Τρυφώ, (Γαλλία, 1968)

Η Τζούλυ, τη μέρα του γάμου της, βγαίνοντας νύφη από την εκκλησία,  βλέπει τον άντρα της να πέφτει κάτω από πυροβολισμούς. Συντετριμμένη παραδίδεται ολοκληρωτικά στην παράνοια της εκδίκησης  και το μόνο πράγμα που θα την απασχολήσει είναι να ανακαλύψει τους δολοφόνους του άντρα της και να τους εξοντώσει.  Η γυναίκα θα μεταμορφωθεί σε «άγγελο θανάτου» και  μεθοδική, κυνική και απόλυτα συγκεντρωμένη στο στόχο της, θα βάλει σε εφαρμογή ένα μακάβριο σχέδιο εκδίκησης, που θα το φέρει εις πέρας μέχρι τέλους. Όταν λοιπόν τους ανακαλύπτει, επιλέγει διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης και εκτέλεσης για τον καθένα και το ερώτημα παύει να είναι ποιος θα είναι ο επόμενος, αλλά με ποιον τρόπο θα πεθάνει…

Πρόκειται για μια από τις πιο σκοτεινές ταινίες του Φρανσουά Τρυφώ, ένας φόρος τιμής  στον «δάσκαλο»  Αλφρεντ Χίτσκοκ  γυρισμένη με τον τρόπο και τη μέθοδο του μετρ, γεμάτη με σινεφιλικές αναφορές, σε νουάρ ύφος και με στοιχεία (κατά)μαυρης κωμωδίας. Το «χιτσοκικό» σασπένς  να κόβει την ανάσα, η ένταση να κορυφώνεται με δεξιοτεχνία, η φωτογραφία του Ραούλ Κουτάρ είναι εξαιρετική, ενώ η μουσική του Μπέρναρντ Χέρμαν (σταθερού συνεργάτη του Χίτσκοκ) συμβάλλει τα μέγιστα στην ατμόσφαιρα της ταινίας. Η νύφη φορούσε μαύρα είναι μια συναρπαστική ιστορία εκδίκησης και εξιλέωσης, η οποία ουσιαστικά διαπραγματεύεται την αστείρευτη όσο και  καταστροφική δύναμη του ερωτικού πάθους (σταθερός θεματικός άξονας στο έργο του Τρυφώ). Το σενάριο γραμμένο από τον σκηνοθέτη σε συνεργασία με τον  Ζαν- Λουί Ρισάρ, είναι βασισμένο  στο ομότιτλο pulp αστυνομικό μυθιστόρημα του Αμερικανού Γουίλιαμ Άιρις, (ψευδώνυμο του Κορνέλ Γούλριτς) που ενέπνευσε τον Τρυφώ και για τη μεθεπομένη ταινία του την Σειρήνα του Μισισιπή (1969). Εκπληκτική η ερμηνεία της θεσπέσιας Ζαν Μορώ στον ρόλο της γυναίκας-αράχνης.

Ανάμεσα στους τοίχους/Entre les murs, του Λοράν Καντέ (Γαλλία, 2008)

«Ανάμεσα στους Τοίχους» ενός σχολείου εξελίσσεται ένας ασταμάτητος διάλογος μεταξύ ενός καθηγητή γαλλικών και των μαθητών του, στην προσπάθεια του πρώτου να τους αφυπνίσει, να τους μορφώσει αλλά και να τους κατανοήσει. Διάλογος που μέσα στη διάρκεια μίας ολόκληρης σχολικής χρονιάς καταλήγει σε ένα καίριο σχόλιο πάνω στο εκπαιδευτικό σύστημα και το ρόλο της παιδείας στη διαμόρφωση της σύγχρονης κοινωνίας.

Ο γάλλος σκηνοθέτης Λοράν Καντέ, βασισμένος στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Φρανσουά Μπεγκοντό – ο οποίος και πρωταγωνιστεί στο ρόλο του καθηγητή και υπογράφει και το εξαιρετικό σενάριο– κατάφερε μέσα σε 130’ φιλμικού χρόνου, να αποτυπώσει με εκπληκτικό ρεαλισμό και μεγάλη ειλικρίνεια, τα γεγονότα που εξελίσσονται στο πλαίσιο μιας τάξης στην διάρκεια μιας  σχολικής χρονιάς. Έχοντας ως βασικό ατού  τις αφοπλιστικά φυσικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών-πραγματικών μαθητών στα θρανία, τον συνεχή τους διάλογο με τον καθηγητή, και τη χρήση κινηματογραφικών μέσων που θυμίζουν ντοκιμαντέρ, ο Καντέ δημιούργησε ένα ξεχωριστό φιλμ: αδιαφορώντας για την αισθητική τελειότητα, και το στιλιζάρισμα των εικόνων του, ο σκηνοθέτης στοχεύει με την κάμερα στα πρόσωπα των ηρώων και  σε μία σειρά εντυπωσιακών γκρο-πλαν  «ξεδιπλώνει» μέσα από τα λόγια, τις συμπεριφορές  και τις αντιδράσεις τους, όχι μονάχα  τον χαρακτήρα τους αλλά και συλλαμβάνει σε καθέναν από αυτούς μια εικόνα της σύγχρονης κοινωνίας. Καταφέρνει έτσι να δημιουργήσει ένα πολυπρισματικό, αντιφατικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον ψηφιδωτό, που αντικατοπτρίζει εν πολλοίς τα βασικά προβλήματα της κοινωνίας μέσα στον μικρόκοσμο του σχολείου.  Σχολιάζοντας  με οξυδέρκεια και κριτικό βλέμμα το ρόλο της παιδείας, της γνώσης, της μόρφωσης και τη σχέση αλληλεπίδρασης εκπαιδευτή και εκπαιδευόμενου, χρησιμοποιεί τη σχολική τάξη ως έναν  καθρέφτη, μέσα στον οποίο αντανακλώνται οι ταξικές  αντιθέσεις, οι κοινωνικές αντιφάσεις, τα στερεότυπα, οι προκαταλήψεις, οι συγκρούσεις και τα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου.  Η ταινία εντυπωσίασε στο Φεστιβάλ των Καννών και βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα και μάλιστα είναι  η πρώτη γαλλική ταινία -ύστερα από 21 χρόνια- που τιμάται με το συγκεκριμένο βραβείο.

*23-26/4, Μουσείο Κινηματογράφου – Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης, Αποθήκη Α΄, Λιμάνι, Τηλ. 2310-508.398, Ώρες: 19.00, 21.30

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα