H γοητεία ενός υπέροχου άνθρωπου

Συνέντευξη στο Γιώργο Τούλα Τον Παντελή Βούλγαρη τον γνωρίζω πολλά χρόνια και τον αγαπώ πολύ. Τη χρονιά της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, τον καιρό που γύριζε το ‘’Όλα είναι δρόμος’’ του παραχωρήσαμε τις εγκαταστάσεις της parallaxi για τις ανάγκες παραγωγής της ταινίας. Ήταν μια ευτυχής περίοδος για όλους μας να συνυπάρχουμε μαζί του σε καιρό παραγωγικής δουλειάς. […]

Γιώργος Τούλας
h-γοητεία-ενός-υπέροχου-άνθρωπου-17122
Γιώργος Τούλας
voulgaris_.jpg

Συνέντευξη στο Γιώργο Τούλα

Τον Παντελή Βούλγαρη τον γνωρίζω πολλά χρόνια και τον αγαπώ πολύ. Τη χρονιά της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, τον καιρό που γύριζε το ‘’Όλα είναι δρόμος’’ του παραχωρήσαμε τις εγκαταστάσεις της parallaxi για τις ανάγκες παραγωγής της ταινίας. Ήταν μια ευτυχής περίοδος για όλους μας να συνυπάρχουμε μαζί του σε καιρό παραγωγικής δουλειάς. Κατά καιρούς έχουμε κάνει συνεντεύξεις μαζί αλλά η επιτυχία της Μικράς Αγγλίας και η παρουσία του στη Θεσσαλονίκη ήταν αφορμή να τα ξαναπούμε.

Θα ξεκινήσω από την ταινία και θα σε ρωτήσω γιατί άργησες τόσο πολύ να κάνεις αυτό το βιβλίο ταινία;

Κοίταξε, όπως και τα περισσότερα, σχεδόν όλα τα βιβλία της Ιωάννας τα διαβάζω τελειωμένα, δηλαδή  ξέρω τι γράφει, αλλά δεν μου λέει, μετά αρχίζει και δουλεύει χωρίς να παίρνω και χαμπάρι πότε τα γράφει. Τα διαβάζω στο τέλος και την Μικρά Αγγλία όταν την διάβαζα ούρλιαζα μετά όταν τελείωσα το βιβλίο, όχι μόνο για την ιστορία αλλά για το τι δουλειά είχε κάνει στην έρευνα ας πούμε και στη γλώσσα. Και υπήρχε αυτό στο μυαλό μου, αλλά επειδή είναι μια ταινία εποχής, και οι ταινίες εποχής είναι ακριβές, μπαίνουν άλλα μπροστά, ας πούμε. Μια δυο φορές είχε επιχειρηθεί, υπήρξε ενδιαφέρον από έναν ιδιώτη, από ένα γραφείο εκμετάλλευσης, μετά από την τηλεόραση, χωρίς όμως να προχωρήσει. Αυτό που έγινε και γυρίστηκε τελικά είναι από τα δώρα Θεού. Στην Άνδρο, ένα βράδυ ο δήμαρχος μου λέει «να κάναμε στην Άνδρο αυτό το βιβλίο».. και ήτανε κάποιοι φίλοι εκεί πέρα οι οποίοι τον υποστηρίξανε. Στην αρχή δεν το πίστευα ότι το εννοούσαν και παρέμεινε σαν επιθυμία, αλλά ακριβώς επειδή βρέθηκε αυτή η δυνατότητα επιτέλους έγινε το βιβλίο. Και όπως συνηθίζεται στους σκηνοθέτες που ζούνε και στις αποσκευές έχουνε 4-5 πράγματα – διάβαζα τον Μαγιακόφσκι πριν λίγο καιρό που είχε ένα Τσέχωφ, είχε ένα Ντοστογιέβσκι- που πολλές φορές δεν γίνονται,  τα αγαπημένα πολλές φορές δεν γίνονται. Ο Κιούμπρικ ήθελε να κάνει τον Ναπολέοντα, ας πούμε, που δεν τον έκανε ποτέ,  ο Καζάν ήθελε να κάνει μια ταινία ακόμα, δεν την έκανε ποτέ. Είναι τύχη, τύχη είναι, σύμπτωση, αυτό.

Ο κόσμος τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει μάθει σε σύντομους χρόνους, βιάζεται γενικώς. Η ταινία είναι μεγάλη για τα δεδομένα της εποχής. Αυτό σε άγχωσε καθόλου;

Με άγχωσε όταν είδα το αρχικό υλικό που ήταν 4 ώρες και 20 λεπτά. Και δεν ήταν απλώς εικόνες, ήταν σκηνές. Απ’ την άλλη μεριά, βέβαια όλα τρέχουνε, αλλά όλο και αρκετές ταινίες ξεπερνάνε τις 2,5 ώρες ας πούμε, και βασίστηκα εκεί. Ότι κάτι που αντέχει, που μπορεί να το δει ο κόσμος, ας μην το τσεκουρέψουμε. Μου έκανε εντύπωση ότι κάθονται, έτσι συγκινημένοι ας πούμε και την παρακολουθούν την ιστορία, δεν το φανταζόμουν αυτό. Χωρίς διάλειμμα, ακινητοποιημένοι, μαγνητισμένοι. Οπότε σωστά κάναμε και τη θέλαμε αλλιώς.

Η ταινία βασίζεται σε ένα μεγάλο βαθμό στη συγκίνηση, στο συναίσθημα και στο ανθρώπινο στοιχείο, είναι το βασικό της συστατικό. Βγαίνουμε από μια εποχή που το συναίσθημα είχε εκλείψει.

Νομίζω ότι στις εποχές κρίσης δύο πράγματα συμβαίνουν: ή σκληραίνει περισσότερο ο άνθρωπος, ή αισθάνεται την ανάγκη να επικοινωνήσει, και αυτό το βλέπω, ας πούμε, στην γειτονιά μου. Οικογένειες που δεν ξέρανε ποιος μένει στο διπλανό διαμέρισμα, λένε μια καλημέρα πια, που και στην Ελλάδα η καλημέρα ήταν πολυτέλεια. Ας πούμε σε άλλες χώρες είναι καθημερινότητα να σου χαμογελάσει κάποιος όταν σε συναντήσει και να σου πει μια καλημέρα. Μπορεί να είναι τυπικό, μια διαδικασία που έχει αποκτηθεί χρόνια, αλλά είναι ωραίο να σου πούνε μια καλημέρα. Αυτό νομίζω ότι θα συμβεί, γιατί τα προβλήματα δεν αφορούν πια μία κατηγορία ανθρώπων, αφορούν όλο τον κόσμο. Και το πιο σημαντικό δεν είναι πια τα προβλήματα που βιώνουμε, είναι το άγνωστο, το πού πάει αυτή η ιστορία, δεν ξέρει κανένας πού πάει. Είναι σαν να έχουμε άπειρες σελίδες μιας ιστορίας και δεν ξέρουμε πώς θα τελειώσει, ψάχνουμε να βρούμε το φινάλε. Από εκεί και πέρα ο καθένας τοποθετείται με την ιδιοσυγκρασία του. Εγώ επειδή είμαι αισιόδοξος, λέω ότι θα βρεθεί κάποια άκρη, και αυτό το βλέπω, όπως λέγαμε πριν, στους νέους ανθρώπους, που δεν έχουν τα βαρίδια της ιστορίας της δικιάς μας, που είμαστε μεγάλοι, που στην πλάτη μας είχαμε τον εμφύλιο, μετά την σκληρή δεξιά, το ΠΑΣΟΚ, όλα αυτά τα πράγματα. Τώρα αυτά δεν υπάρχουν τους νέους. Και τι κάνουν; Εστιάζουν την προσοχή τους να βρούνε λύσεις για τον τόπο, είτε στο επιχειρείν, είτε στην τέχνη.

Οι τελευταίες σου ταινίες είναι ταινίες που αφορούν άλλες εποχές, παλιότερες. Μπαίνεις καθόλου στον πειρασμό να σκεφτείς ότι ίσως χρειάζεται να κάνεις αυτή την εποχή, αν το νιώθεις, αν το έχεις ανάγκη, να κάνεις μια ταινία για το σήμερα, με τη λογική των ήσυχων ημερών του Αυγούστου ας πούμε.

Ναι, και έχω τέτοιες ιδέες στις αποσκευές μου. Πάντα με φοβίζει, όμως, ότι αυτό που βιώνω στην καθημερινότητά μου, δεν ξέρω πως μπορώ να απομακρυνθώ, να πάω 5 βήματα πίσω, για να το ψάξω το θέμα. Τώρα που μεγάλωσα ας πούμε λέω, μπορώ να πάρω μια κάμερα και να βγω έξω μόνος μου, όπως έκανα στην δικτατορία που τράβαγα εικόνες της καθημερινότητας. Δεν το αποκλείω ότι μπορώ να το κάνω, αλλά φυσικά πρέπει να σχολιαστεί αυτό το πράγμα. Απ’ την άλλη μεριά η τηλεόραση που έχει εστιάσει την προσοχή της και την πελατεία της στην καθημερινότητα, “καίει” πολλές φορές πράγματα της καθημερινότητας σε σύντομο χρονικό διάστημα και απ’ τη σκοπιά που θέλει να το δει. Και το ερώτημα είναι, όταν θέλεις να κάνεις κάτι πιο βαθύ, πώς δεν θα ενταχθεί αυτό στην ίδια αίσθηση. Αυτό που πολλές φορές λέω σε σπουδαστές που κάνω μαθήματα για την σκηνοθεσία, και που πάντα οι νέοι λένε: “που θα βρούμε τις ιστορίες;”, εγώ λέω, παιδί μου, οι ιστορίες είναι του απέναντι σας, που κάθεται στο μετρό, ας πούμε, και τον βλέπεις και αυτός έχει μια ιστορία. Πάρε αυτόν, δες τα μάτια, τα χέρια του, και ξεκίνα μια ιστορία. Εγώ όσο αντέχω θα κάνω πολλά πράγματα.

Έχεις κάνει 12 ταινίες σε σχεδόν 50 χρόνια. Έχεις την αίσθηση ότι υπάρχουν πράγματα που δεν τα ’κανες στην εποχή τους, δεν πρόλαβες, δεν υπήρχαν οι συνθήκες, δηλαδή νιώθεις ακόμα πολλά κενά σε σχέση με το παρελθόν, απωθημένα;

Εγώ το ’χω ξαναπεί ότι ζηλεύω και θαυμάζω τους σκηνοθέτες της δεκαετίας του ’50, στο Χόλιγουντ, που τελειώνανε το Σάββατο μια ταινία και τη Δευτέρα ξεκινάγανε μια καινούρια. Η ζωή μου είναι συνδεδεμένη με αυτό. Το αγαπάω πολύ, περνάω καλά, έχει μια συντροφικότητα και ένα άνοιγμα ανθρώπινης συμπεριφοράς ο κινηματογράφος, κι επειδή το έχω ζήσει από τα παιδικά μου χρόνια, θα ’θελα να υπάρχει σε συνεχή  κατάσταση.  Αυτό που μπορώ να πω για τις 12 ταινίες είναι ότι ήταν διαφορετικές, δηλαδή κάθε φορά θέλω να μπω σε μια καινούρια περιπέτεια ιστορίας, εποχής, ανθρώπινης συμπεριφοράς, αισθητικής αντίληψης. Ναι, θα ήθελα να κάνω, δηλαδή θα μπορούσα, έχω κάνει ήδη 12, νομίζω θα μπορούσα να έχω κάνει 15, 17 ταινίες ακόμα.

Πώς είναι εκείνο το συναίσθημα της αποδοχής μιας ταινίας; Τι κάνει κανείς εκεί; Κατηγορεί τον εαυτό του σε περίπτωση που δεν πάει καλά;

Κοίταξε, στην περίπτωση της θετικής  αποδοχής, ξαφνιάζεσαι, αλλά δεν αναρωτιέσαι. Αναρωτιέσαι όταν έχει συμβεί το αντίθετο για το τι πήγε στραβά και για ποιο λόγο. Αφού είχα τους καλύτερους συνεργάτες, αφού πίστευα στην ιδέα που είχα, στο σενάριο, τι έχει συμβεί, λοιπόν; Και εν πάση περιπτώσει έχω καταλήξει ότι ο κινηματογράφος, η κινηματογραφική ταινία, είναι το πιο ευαίσθητο προϊόν. Το πρώτο τριήμερο, που πάντα παίζεται η τύχη μας σε τρεις μέρες μέσα, δεν ξέρεις ποτέ τι μπορεί να συμβεί.

Όντως. Είναι και θέμα συγκυριών.

Εποχής, πολιτικών γεγονότων. Ας πούμε ο Σουλεϊμάν τώρα κρατάει τον κόσμο μέσα στα σπίτια.

Υπάρχει καμιά ταινία σου την οποία αν μπορούσες θα την έκανες αλλιώς;

Όχι. Ό,τι μπόρεσα έκανα στις ταινίες. Τώρα, εκ των υστέρων, ας πούμε για το Ακροπόλ, που ήταν μια ταινία που με είχε σημαδέψει γιατί δεν πήγε καλά, και μου άφησε οικονομικά προβλήματα τρομακτικά, είχα σοκαριστεί και δεν την είχα δει, για χρόνια. Δεν βλέπω πια και τις υπόλοιπες αλλά εν πάση περιπτώσει, αυτή με είχε τραυματίσει, με είχε σοκάρει και το γεγονός ότι έφυγε ο Λευτέρης ο Βογιατζής πριν λίγους μήνες και εκεί την ξαναείδα την ταινία. Την είχα ξεχάσει σε τέτοιο βαθμό που δεν ήξερα ποια σκηνή ακολουθεί ποια, και έχω την εντύπωση ότι δεν ήταν και αυτή η σειρά των σκηνών που είχα δει τότε. Και σκέφτομαι μήπως έκαναν λάθος στον κινηματογράφο και δώσανε κανένα  DVD, που δεν είναι αυτή η σειρά, δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό που είδα ήταν και η ταινία. Και είχε τόσο χιούμορ μέσα, ήταν τόσο καλοί οι ηθοποιοί, και έμεινα άναυδος. Και να λέω, μα γιατί αυτή η ταινία δεν πήγε. Επειδή, λοιπόν, με ρώτησες τι θα άλλαζα, έχω την εντύπωση ότι στο σενάριο είχα πρόβλημα. Δηλαδή, ο ήρωάς μου ας πούμε εμφανίζεται πολύ αργά, μαζί με τα θεατρικά γεγονότα, τα οποία είναι και στιγμές ζωής που τις ξέρουμε εμείς, τα μεταξύ μας που λέμε, συνδυάστήκαν με μια κινηματογραφική πραγματικότητα που είχα ζήσει εγώ στο Φίνο, ενός κόσμου που τον ήξερα καλά αλλά δεν τον ξέρει ο απλός κόσμος, και ίσως αυτά τα δύο στοιχεία δεν συνδέθήκαν σωστά. Αλλά, αν την θεωρήσω αποτυχημένη την ταινία, την αγαπάω πολύ, αυτήν μπορώ να τη δω, άνετα να καθίσω μέσα στην αίθουσα για να τη δω.

Είχα διαβάσει κάποτε, τότε που είχες συνεργαστεί με τον Σκορσέζε, που είχες πει κάτι που είχες μάθει από αυτόν, και μου έκανε πολύ εντύπωση, ότι διψάς και μαθαίνεις ακόμα από τους ανθρώπους, και αυτό είναι σπουδαίο. 

Εγώ πιστεύω σ΄αυτό που λέμε ταλέντο για τον κινηματογράφο,  ένα βασικό εργαλείο, ένα στοιχείο, που δεν ξέρω αν είναι έμφυτο ή μπορεί να το αποκτήσει κάποιος, αλλά ακόμα κι αν είναι έμφυτο, χρειάζεται επεξεργασία, έχει να κάνει με αυτά που αποκρυπτογραφείς στην καθημερινότητά σου από αυτό που συμβαίνει γύρω σου. Δηλαδή η δουλειά είναι και λίγο μπανιστιρτζίδικη, δηλαδή πρέπει να είσαι λίγο μπανιστιρτζής, κρυφά να βλέπεις. Κι από την άλλη μεριά, αυτό που διατηρώ είναι η αγάπη στα πρόσωπα, δηλαδή μου έχει συμβεί στο μετρό να είναι απέναντι ένα κορίτσι, ένα αγόρι, ένας ηλικιωμένος, που είναι τόσο εντυπωσιακό το πρόσωπό του που μου έρχεται να το χαϊδέψω, να απλώσω το χέρι μου να το χαϊδέψω, και φοβάμαι ότι θα φάω κανένα χαστούκι, ότι θα με παρεξηγήσουν. Αλλά αυτά τα δύο, δηλαδή τα πρόσωπα και η καθημερινότητα, τα γουστάρω πολύ. Δεν τελειώνει αυτό, δεν τελειώνει. Αυτό το έκανε ο Καζάν θυμάμαι, που όταν ερχόταν στην Ελλάδα είχε πάντα στην κωλότσεπή του ένα μπλοκάκι κι ένα μολύβι και τον έβλεπα που συνεχώς, έβγαζε και έγραφε, ή άκουγε μια φράση από τον ταξιτζή, τον ρώταγε, τσακ, σημείωνε, ένα επιφώνημα, μία χειρονομία του χεριού του ταξιτζή έξω από το παράθυρο. Αυτά τα γουστάρω κι αυτά τα μαζεύω κατά έναν περίεργο τρόπο και μετά όταν θα έρθει η στιγμή να τα χρειαστώ, είναι παρόντα, δεν χάνονται.

Ωραία παρακαταθήκη είναι αυτή. Είχες την τύχη να δουλέψεις κυρίως την δεκαετία του ’70, εκεί στα τέλη του ’60 και τη δεκαετία του ’70, πλάι σε κορυφαίους της εποχής και της τέχνης της ελληνικής και σε μια εποχή που υπήρχε ένα boom. Αυτό φαντάζομαι ότι είναι εξαιρετικό καύσιμο, επηρεάζει ο ένας τον άλλον, σήμερα δεν πολύ-υπάρχει αυτό το πράγμα,  υπάρχει μια καθίζηση γενικώς και σπουδαία πνεύματα δεν έχουν εμφανιστεί τις τελευταίες δεκαετίες. Πώς την βλέπεις αυτή την εποχή και κυρίως για τους νέους ανθρώπους που ξεκινούν τώρα να δουλεύουν;

Εγώ στα 25 μου χρόνια με τον Τζίμη τον Ντίρλη, μπήκα σε παρέες που, τώρα εκ των υστέρων μετά από χρόνια που το σκέφτομαι, λέω πώς συνέβη αυτό και εγώ μπορούσα να συναντώ τον Χατζιδάκι, τον Εμπειρίκο, τον Τσαρούχη, τον Ρίτσο. Η καθημερινότητα ήταν διαφορετική και η αίσθηση που έχω είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί θέλανε χρόνο. Συμπαθής να ήσουνα, να μην ήσουν αντιπαθής, να μην έκανες τον έξυπνο, σε αποδεχόντουσαν σε μια παρέα, δηλαδή εγώ καθόμουν, θυμάμαι,  δίπλα με τις ώρες και άκουγα, τις περισσότερες φορές δεν καταλάβαινα, κι έφευγα με πονοκέφαλο, κι έλεγα δεν πειράζει, κάποια στιγμή θα καταλάβω, κι ένα 10 τα εκατό που καταλαβαίνω αξίζει. Λοιπόν, ήτανε οι εποχές τότε, τα καφενεία που μαζευόντουσαν, οι βραδιές με τον Χατζιδάκι, που κάθε βράδυ είχε μια παρέα δίπλα και κουβέντιαζε διάφορα. Μετά πλάκωσε αυτή η τριακονταετία της πλαστικής ευφορίας κι αυτά χαθήκανε. Νομίζω ότι θα ξανασυμβεί αυτό, θα αρχίσει να μαζεύεται πάλι ο κόσμος να κουβεντιάζει, να ανοίγει την ψυχή του. Το όνειρό μου ήταν να κάνω ένα στούντιο, έναν χώρο, μια παλιά αποθήκη, να βάλω πάνω μερικά φώτα, και χωρίς να είναι σχολή κινηματογράφου, να είναι ένας χώρος κουβέντας, που θα μπορούσε να είναι γύρω από το σινεμά, γύρω από την φωτογραφία, γύρω από την μουσική, και με κόσμο χωρίς να πληρώνει, χωρίς είσοδο, να είναι ένας ανοιχτός χώρος επικοινωνίας, και μπορεί να το κάνω αυτό, να ψάξω να βρω τον τρόπο να το κάνω.

Το ελληνικό σινεμά έχει μια άνοδο τα τελευταία χρόνια, έχει βραβεία, συζητιέται ξανά, κι όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο, και σε διεθνές. Παρόλα αυτά έχει κανείς την αίσθηση ότι είναι λίγο κλεισμένο στον εαυτό του, δηλαδή οι ταινίες δεν φτάνουν σε όλη την Ελλάδα, είναι κι έτσι όπως είναι το κύκλωμα διανομής, οι αίθουσες έχουν κλείσει. Υπάρχει τρόπος πιστεύεις, ή αν είναι απαραίτητο;

Εγώ νομίζω ότι είναι η αρχή του ακόμα. Κι αυτή η αρχή δείχνει ότι υπάρχει ένας νέος κόσμος, ανθρώπων που βγήκαν έξω, σπουδάσανε, ψάχνουνε με την σημερινή φόρμα, που τους συνδέει ας πούμε, το πώς βλέπει πια ο κινηματογραφιστής τη ζωή κλπ, είναι αρχή κι αυτό που θα έκανα ως κριτική είναι ότι είναι οι ταινίες ψυχρές, ή είναι πολύ σκληρές, καταρχήν δεν είναι ένα γενικό χαρακτηριστικό όπως σου έλεγα πριν, αλλά είναι η αρχή μιας μεγάλης παρέας που θα βρει την άκρη. Το δεύτερο όμως κομμάτι που τους αφορά, η επαφή τους με τον κόσμο, νομίζω ότι πρέπει να ξυπνήσει και να δημιουργήσει πρωτοβουλίες δικές τους, δηλαδή αυτό που θα τους έλεγα είναι πάρτε ένα πουλμανάκι ρε παιδί μου, να μαζευτείτε, πάρτε τις κόπιες και κάντε ταξίδι, βρείτε το κοινό σας εσείς, μην το περιμένετε να σας βρει αυτό. Για τρεις μήνες ας πούμε κάντε ταξίδι στην περιφέρεια. Τώρα πια υπάρχουν πολιτιστικά κέντρα, υπάρχουν αίθουσες προβολών, παλιότερα δεν υπήρχε τίποτα, υπάρχουν πολιτιστικοί σύλλογοι. Ας πούμε όπως κυρίως με την Ιωάννα, αυτές οι παρέες, οι λογοτεχνικές παρέες που διαβάζουν ένα βιβλίο, οι λέσχες ανάγνωσης. Ψάξτε, μην περιμένετε από αυτή την φόρμα της εκμετάλλευσης, που είναι η ταινία θα παιχτεί σε έναν δύο κινηματογράφους, σε μια βδομάδα θα φύγει, δεν θα την ξαναδεί άνθρωπος ούτε θα συζητηθεί. Μαζευτείτε γιατί το πρόβλημα είναι αυτό, είναι η επικοινωνία, γιατί κάνουμε τις ταινίες, δεν τις κάνουμε για να ολοκληρωθεί η ζωή τους, και πόσες πια θα πηγαίνουν στα φεστιβάλ, θα βραβεύονται και θα ξεχωρίζουνε; Και θα μπορούσε αυτό να συγυριστεί και με άλλες καλλιτεχνικές κατηγορίες, με δύο ποιητές, με τρεις μουσικούς, ένα ζωντανό πράγμα. Πώς ήταν αυτό του Λόρκα θυμάμαι παλιά που είχε το θέατρο στην περιφέρεια, πώς γίνανε τα ΔΗΠΕΘΕ μετά. Ορισμένα ξεχωρίσανε γιατί οι άνθρωποι που τα διαχειριστήκανε ήταν άξιοι. Τώρα πρέπει να γίνει αυτό. Είναι αμαρτία. Και τώρα πια ούτε κόπιες μπορείς να κουβαλάς, ούτε τίποτα, αφού παίζουνε σε DVD, σε BCB, πώς τα λένε όλα αυτά. Ας πούμε στην Άνδρο υπάρχει κινηματογραφική λέσχη που την έχει δημιουργήσει ένας μερακλής εδώ και χρόνια, βρήκε ένα παλιό θεατράκι που οι άνθρωποι που είχανε χρήματα, το φτιάξανε, το σενιάρανε, κάθε βδομάδα έχει προβολές. Παντού υπάρχουνε πια οι χώροι για να δείξουν τις ταινίες, πρέπει να διεκπεραιωθεί αυτή η ιστορία.

Ποιο είναι το μέλλον του ελληνικού σινεμά;

Η σύγχρονη τεχνολογία, με μια μικρή κάμερα, βγαίνεις έξω και κάνεις αυτό μου άρεσε στους αδελφούς Νταρντέν. Αυτό, η φωτογραφία του, η ποιότητα της φωτογραφίας ή η παρουσία της πρωταγωνίστριας, θεωρητικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι τελείως λάθος, σε μια εποχή που όλα, το εικαστικό μέρος, το κατασκευαστικό μέρος μιας ταινίας πάντα είναι λαμπρό, ξαφνικά πέφτει ένα χειροποίητο πράγμα, το οποίο αντέχει και ξεχωρίζει, γιατί έχει ψυχή μέσα. Δηλαδή εμένα μου θύμισε ταινία, τον Κλέφτη των Ποδηλάτων, η καινούρια πρόταση, κάμερα και έξω στο δρόμο. Αυτή είναι η πρόταση. Κι εκεί θα ζυμωθεί κι ο δημιουργός, εκεί θα ανακαλύψει πράγματα, εκεί θα του προσφερθεί, έρχεται η ζωή και σε βρίσκει, από τη στιγμή που την ψάχνεις, η ζωή, η καθημερινότητα δεν είναι τσιγκούνα, έρχεται και σε βρίσκει, και σε παίρνει από το χέρι.

Επειδή είπες για τον γιο σου κι επειδή τα παιδιά σου ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο, κουβεντιάζετε;

Κουβεντιάζουμε, εγώ πληροφορούμαι τι είναι σύγχρονο, τις καινούριες ταινίες, από τα παιδιά μου. Δεν πηγαίνω σινεμά όπως πήγαινα, αλλά εκ των πραγμάτων, όταν συναντιόμαστε, για τον κινηματογράφο κουβεντιάζουμε, για τα κουτσομπολιά που μας αφορούν, μετά περνάμε στο τι θα κάνουνε, τι γυρίζεται, τι έχει προβληθεί… Αυτά παρακολουθούν πια την περιπέτεια του σινεμά.

Ωραία τροφοδοσία αυτή.

Εγώ τα κάνω μαθήματα κι επειδή και ξεχνάω και κάποια φορές θέλω να φέρω παράδειγμα έναν σκηνοθέτη μιας ταινίας, και δεν θυμάμαι, παίρνω τηλέφωνο τον Αλέξανδρο. Και μου λέει ποιος έπαιζε σε εκείνη την ταινία, τακ, τα θυμάται όλα. Τώρα μου έδειξε λοιπόν κάτι ταινίες του ’60, του Σίντνεϋ Λιούμετ, ενός σκηνοθέτη που δεν ξεχώριζε τόσο πολύ, και είδα τον “Λόφο”, τότε την εποχή τη δικιά μου είχε ξεχωρίσει η ταινία, είναι μία από τις πρώτες ταινίες του Σον Κόννερι, και την είχα βρει πριν ένα αντίγραφο, όταν έκανα την “Ψυχή Βαθιά”, κι επειδή είναι ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης απείθαρχων στρατιωτών το θέμα, είχα αρχίσει να το βλέπω αλλά κατάλαβα ότι δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ψάχνω και το έκλεισα. Το είδα λοιπόν πριν από 15 μέρες και είναι καταπληκτική ταινία, δες το οπωσδήποτε. Και μετά ξαναβλέπω αυτουνού τις ταινίες, του Σίντνεϋ Λιούμετ, μεγάλος σκηνοθέτης. Αλλά έπεσα στην περίοδο του Χιούστον, του Καζάν, που ενώ έκανε σπουδαίες ταινίες, κατά κάποιο τρόπο δεν έφτασε στην αναγνώριση.

Η πρώτη σου ανάμνηση ως θεατής;

Ξέρεις η πρώτη μου ανάμνηση είναι θεατρική. Έφηβος πήγα να δω το “Απόψε αυτοσχεδιάζουμε” με το Μύρατ. Μαγεύτηκα. Πήγα στο τέλος στο καμαρίνι, του χτυπώ την πόρτα και του λέω όλο αφέλεια: Κύριε Μύρατ έτσι να συνεχίσετε. Έχετε υποχρέωση να το κάνετε. Και μετά βγήκα μαγεμένος σε μια Αθήνα που χιόνιζε πολύ και έτρεχα να προλάβω το τελευταίο τραμ. Το θυμάμαι πάντα. Ενώ στο σινεμά με είχε πάει ο πατέρας μου σε ένα ιταλικό με τη Συλβάνα Μάγκανο και υπήρχε μια σκηνή ερωτική που της δάγκανε ο παρτενέρ τον ώμο. Δεν μπορούσα να το καταλάβω και ρωτούσα τον πατέρα μου “γιατί τη δαγκάνει, τι του έκανε;”.

*Η «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη κέρδισε, το βραβείο καλύτερης ταινίας και ακόμα πέντε βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (ΕΑΚ).

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα