η-διακριτική-και-σπουδαία-περίπτωση-τ-1111544

Κινηματογράφος

Η διακριτική και σπουδαία περίπτωση του Περικλή Χούρσογλου

Μια κουβέντα με τον μεγάλο έλληνα σκηνοθέτη με αφορμή τη νέα του ταινία Εξέλιξη. Η Θεσσαλονίκη, το σινεμά και η ζωή σε μια αφήγηση μεστή και γοητευτική.

Γιώργος Τούλας
Γιώργος Τούλας

Τριάντα χρόνια πίσω. Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης Σεπτέμβριος 1993. Στα πηγαδάκια μιλάνε όλοι για ένα βοηθό του Βούλγαρη που είναι η έκπληξη της χρονιάς. Παίζεται ο Λευτέρης Δημακόπουλος. Σαρώνει τα ελληνικά βραβεία και παίρνει τον Αργυρό Αλέξανδρο. Από τότε ακολουθούν άλλες 4 ταινίες και μια καριέρα πολύτιμη για το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Η διδασκαλία του στη Σχολή Κινηματογράφου. Η μεγάλη γέφυρα με την πόλη. Μια γέφυρα που περιγράφεται εντυπωσιακά στην Εξέλιξη, τη νέα του ταινία που προβάλλεται αυτή τη βδομάδα. Μια ευκαιρία για κουβέντα με έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες σκηνοθέτες.

-Ήθελα να σε ρωτήσω για τη Θεσσαλονίκη. Έχεις αυτή τη μακροχρόνια σχέση με την πόλη και είσαι ο πρώτος που καταγράφεις τη Θεσσαλονίκη με έναν τέτοιο τρόπο. Μας τιμά και σαν πόλη. Πώς θα την περιέγραφες αυτή τη σχέση σου με την πόλη;

-Μπήκα το 1973 στο Πανεπιστήμιο και μάλιστα είχα βάλει πρώτη επιλογή τη Θεσσαλονίκη γιατί ήθελα να φύγω από το σπίτι αλλά δεν ήμουν έτσι τσαμπουκαλεμένος να πω μπαμπά φεύγω. Βέβαια το κατάλαβε γιατί κοιτάξτε τις μονάδες μου και λέει αυτά έμπαινε στην Αθήνα και είπα μια μπούρδα μεγάλη. Και ήρθα εδώ στην Θεσσαλονίκη έμενα στην Ελευθέρων 13 και έτυχε να μείνω με τον Αλέξανδρο, να συγκατοικήσω με έναν άνθρωπο που δεν τον ήξερα, τον Αλέξανδρο Μουμτζή.

Ο οποίος ασχολούνταν με το σινεμά, η κλίση μου εμένα ήταν προς το θέατρο, δηλαδή το έβλεπα ότι μετά τα μαθηματικά που θα σπούδαζα, μετά θα πήγαινα στο θέατρο Τέχνης. Δεν το είχα ξεκαθαρίσει αν θα πήγαινα σαν παρατηρητής. Ο Κουν μου είχε πει, γιατί τον είχα συναντήσει, ότι δεν έχουμε παρατηρητές, αν θες να γίνεις ηθοποιός.

Τέλος πάντων, το γυρόφερνα απλώς δεν τολμούσα να το πω. Ερχόμενος εδώ στην Θεσσαλονίκη, ήταν ένα σπίτι με 3 δωμάτια 3 τουαλέτες κι ένα σαν κουζινάκι  κι ο Αλέξανδρος θυμάμαι με έσπρωξε σιγά σιγά προς τον κινηματογράφο. Γυρίσαμε και μια ταινία μικρού μήκους εδώ στη Θεσσαλονίκη η οποία ήταν άθλια. Ουσιαστικά, αυτό που λέω ότι με έστρεψε προς τον κινηματογράφο, τελειώνοντας σχεδόν το 2ο έτος έκανα αίτηση για μετεγγραφή στην Αθήνα προκειμένου να πάω στη σχολή Σταυράκου. Αλλά μου αρέσει η Θεσσαλονίκη και την αγαπάω πολύ.

Και θυμάμαι ότι όταν το 2004 ήρθα για να κάνω το πρώτο μάθημα στο τμήμα κινηματογράφου, 4 Δεκεμβρίου ήταν, αισθανόμουν ότι είχα λείψει από τη Θεσσαλονίκη για 15 μέρες. Ας πούμε, σαν να ήτανε διακοπές Χριστουγέννων και να ξαναγύρναγα πάλι με το λεωφορείο από τον σταθμό ξανά στη Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη δούλεψα στο πανεπιστήμιο 19 χρόνια.

Μάλιστα, έχω κάνει 30 ταξίδια το χρόνο, συνολικά πρέπει να έχω κάνει 570-600 ταξίδια. Κι επίσης υπολόγισα πόσα χρόνια έχω ζήσει στη Θεσσαλονίκη. Υπολογίζοντας ότι δυο μέρες τη βδομάδα περνούσα εδώ στη Θεσσαλονίκη, χωρίς να βάλω και τα ταξίδια. Οπότε όλες αυτές τις χρονιές επί 2 μέρες πρέπει να ‘χω ζήσει 3 χρόνια στη Θεσσαλονίκη.

Η Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια του

Αλλά μ’ αρέσει η Θεσσαλονίκη, ο αέρας που βλέπω, οι άνθρωποι, τα πρόσωπα και οι ταινίες που παιζόταν εδώ. Μάλιστα, σε μια κρίσιμη στιγμή που οι συνάδελφοι κινηματογραφιστές της Ομίχλης, δε θέλουν να φέρουν τις ταινίες στη Θεσσαλονίκη, είχα επιμείνει να τις φέρουμε εδώ και είχε έρθει και ο Διαχειριστής εδώ. Νιώθω σαν να είναι φυσικός χώρος. Και την περπάταγα πολύ τη Θεσσαλονίκη. Πήγαινα πάνω κάτω. Το 2015 που έκανα μια παράσταση στο ΚΒΘΕ, από την μονή Λαζαριστών μέχρι την Τούμπα που ερχόμουν στον Αλέξανδρο, το έκανα με τα πόδια. Θέλω να πω, ένιωθα πολύ την αίσθηση της πόλης.

Τότε, στην πρώτη φάση έμεινα 1,5 χρόνο σαν φοιτητής και μετά κατέβηκα στην Αθήνα για τη σχολή Σταυράκου. Μετά ερχόμουνα στο Φεστιβάλ, βέβαια, για να δω κανένα φίλο. Από το 2004 που άρχισα να διδάσκω στο τμήμα κινηματογράφου μέχρι τις 31 Αυγούστου του 23 που ανθυπηρέτησα ερχόμουν συνεχώς 19 χρόνια οπότε την έχω ζήσει αρκετά.

-Αλλαγές είδες αυτά τα χρόνια στη ζωή, την καθημερινότητα της πόλης;

Ναι, είναι πιο δύσκολη η κυκλοφορία με τα λεωφορεία. Αυτό είναι δύσκολο. Και μάλιστα, επειδή η σχολή είναι στη Σταυρούπολη τα λεωφορεία της Σταυρούπολης δεν ήταν τόσο βολικά, δεν ήταν τόσο συχνά, ειδικά όταν έφευγα αργά απ’ το τμήμα.

Αλλά τέλος πάντων, θυμάμαι ένα πολύ χαρακτηριστικό όταν είχα έρθει το ’73, αισθανόμουν ότι οι άνθρωποι ήταν πολύ πιο ήρεμοι, δηλαδή όταν πήγαινα σε ένα μαγαζί να ψωνίσω κάτι ήταν πολύ πιο ήρεμοι ενώ εγώ κουβαλούσα τον πιο γρήγορο ρυθμό της Αθήνας.

Τώρα, μέσα σε αυτά τα χρόνια για να είμαι ειλικρινής, στα 19 χρόνια που δίδασκα, ναι περνούσα απ’ τη Θεσσαλονίκη αλλά κυρίως αυτό που έκανα ήταν το μάθημα, δηλαδή από τις 2 μέρες το μεγαλύτερο μέρος το πέρναγα στο τμήμα κινηματογράφου. Επίσης, οφείλω να πω ότι ήμουν φανατικός υπέρ του να γίνει το Τμήμα Κινηματογράφου. Αυτό ήταν ένα αίτημα από το 1960 του κινηματογραφικού κόσμου στην Ελλάδα.

Δικτατορίες, το ένα το άλλο και μετά η Μερκούρη κατάλαβα ότι δεν ήθελε να κάνει τμήμα κινηματογράφου και μετά επιτέλους ο Ευάγγελος Βενιζέλος εξήγγειλε το τμήμα το 2003. Και ήμουνα παρών στην εξαγγελία του τμήματος. Νοέμβρης του 2003.

Και αμέσως έκανα τα χαρτιά όταν άνοιξαν οι αιτήσεις, παρότι Αθηναίος που δε ζούσα εδώ. Θα έπρεπε να παίρνω το λεωφορείο ή το τρένο για να έρχομαι στη Θεσσαλονίκη. Και είχα υποστηρίξει και την υποστηρίζω ακόμα τη σχολή πολύ. Απ’ την άλλη μεριά, τις περισσότερες ώρες στη σχολή τις πέρναγα. Και πολλές φορές κοιμόμουνα και πολύ κοντά στη σχολή.

Θεωρούσα πολύ σημαντικό να υπάρξει ένας δεύτερος πόλος κινηματογράφου γιατί ήταν μόνο η Αθήνα, κι έχω την εντύπωση ότι τον δεύτερο χρόνο λειτουργίας είχε έρθει μια Αγγλίδα, δε θυμάμαι το όνομά της, η οποία ήταν head of studies στην Αγγλία. Και μας είχε πει ότι θα περάσουν 10 χρόνια για να δείτε τους κόπους σας να ανθίζουν. Δεν περάσαν 10, περάσαν 20. Γιατί δεν είναι και το πλαίσιο, ίσως που είναι η σχολή, ή και άλλες δυσκολίες που υπάρχουνε, υποχρηματοδότηση κλπ. Τώρα, όμως, είμαι πολύ περήφανος και βλέπω και παιδιά που βγαίνουν απ’ τη σχολή και σιγά σιγά παίρνουν πιο σημαντικές και καίριες θέσεις μέσα στην κινηματογραφία.

-Η Θεσσαλονίκη, λοιπόν, είναι το ένα κομμάτι που βλέπει κανείς πολύ έντονα στην ταινία σου. Το άλλο κομμάτι είναι μια αίσθηση ότι υπήρχαν κάποια πράγματα χρωστούμενα, τα οποία ήθελες κάπως να τα βγάλεις πια από μέσα σου, να τα καταθέσεις με έναν τρόπο τόσο έντονα αυτοβιογραφικό και συγκινητικό βαθιά. Και λειτούργησε αυτό ως κίνητρο για να την κάνεις;

Υπήρχε ένα κείμενο που είχα διαβάσει τώρα και έλεγε “είναι τόοοοσο αυτοβιογραφικός ο Χούρσογλου και τόσο αυτοβιογραφικό όσο ο καθένας μας”. Από την πρώτη ταινία, από τον Δημακόπουλο και πιο πριν και σε μικρού μήκους, σε ένα δηλαδή μικρού μήκους, στο Τυφλό Σύστημα αλλά και στο Στυλ που ήταν μεσαίου μήκους, υπήρχαν πράγματα που είχα ζήσει.

Βέβαια, αυτό δεν είναι ένα είδος ψυχανάλυσης να κάνω μια ταινία με όσα έχω ζήσει, αλλά σαν να τα βάζω σε μια σειρά, σε μια ιστορία, ενδεχομένως για να τα καταλάβω καλύτερα. Ας πούμε στον Λευτέρη Δημακόπουλο, το κομμάτι το τελευταίο που ήταν ένα κομμάτι στο πολεμικό ναυτικό, ήταν αρκετά κοντά σε αυτό που έχω ζήσει ως ναύτης, ήμουν στο πολεμικό ναυτικό.

Στον Κύριο με τα Γκρι, την δεύτερη ταινία μου, αυτός ο άνθρωπος με τα γκρι έμοιαζε πολύ με τον πατέρα μου, που υποδύθηκε ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος. Και ο πατέρας μου φορούσε γκρίζα, γκρίζα και συνέχεια πουκάμισα. Λίγο στο τέλος άλλαξε τα πουκάμισα κι έπαιρνε κι ανοιχτά ροζ. Στο Μάτια από Νύχτα που είναι μια ιστορία.. ήταν νομίζω πολύ επηρεασμένο από την Βαγγελιώ Ανδρεακάκη που είχαμε παντρευτεί σχεδόν πρόσφατα. Ο Διαχειριστής, υπήρξε διαχειριστής δυο χρόνια στην πολυκατοικία που είναι το γραφείο και που ήταν παλιά το πατρικό μου σπίτι.

Και τώρα, αυτή έχει πάλι αρκετά πράγματα, το κομμάτι από το πανεπιστήμιο, το τρένο, γιατί ουσιαστικά αυτά τα δυο ταξίδια, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας Θεσσαλονίκη, είναι πολύ σημαντικά.

Να πούμε ότι η ταινία είναι ένα ταξίδι πατέρα γιού από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, ο γιός διδάσκει σκηνοθεσία στη σχολή κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη, και με αφορμή την εξέλιξή του, η ταινία λέγεται Εξέλιξη- εξέλιξη λένε οι ακαδημαϊκοί την προαγωγή- από τη βαθμίδα του Επίκουρου στην βαθμίδα του Αναπληρωματικού Καθηγητή, με αφορμή λοιπόν αυτήν την εξέλιξη, παίρνει τον πατέρα του μαζί να του δείξει ότι τα κατάφερε στη ζωή του, “να τι έχω κάνει”.

Οπότε, υπάρχει ένα ταξίδι που ξεκινάει την ταινία από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη και υπάρχει ένα ταξίδι που κλείνει την ταινία, αντίστροφα, από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Και πολλά πράγματα από αυτά τα ταξίδια έχω βάλει στην ταινία, δεν είναι όμως ότι προσπαθώ, ξαναλέω, να κάνω κάτι, να ευλογώ τα γένια, κάθε άλλο, όταν έκανα την ταινία προσπαθούσα να έχω μια ματιά απ’ έξω, να βλέπω αυτόν τον ιερό τον λύκο και να βλέπω και τον πατέρα του χωρίς να σκέφτομαι εγώ τι είχα.

Η ταινία να στέκεται σαν μια ταινία που μπορεί να δει οποιοσδήποτε και γι’ αυτό μου άρεσε αυτό το σχόλιο “αυτοβιογραφική του καθένα μας”. Δηλαδή η φιγούρα αυτή του πατέρα και η σχέση αυτή πατέρα γιού δεν είναι μόνο του Περικλή Χούρσογλου.

-Έχεις απόλυτο δίκαιο και νομίζω ότι μας πιάνει όλους κι επίσης υπάρχει αυτή η συγκλονιστική στιγμή για μένα, εκεί που ο Ναζίρης λέει ότι όλοι είμαστε φευγάτοι από χρόνια, γιατί είναι και μια ψευδαίσθηση που την κουβαλάμε όλοι μέσα μας, ότι κάποια πράγματα συνεχίζουν να υπάρχουν και μετά την αναχώρηση τους. Εμένα τουλάχιστον αυτή η στιγμή πραγματικά μου έφερε δάκρυα γιατί όλοι το έχουμε συνειδητοποιήσει με έναν τέτοιο τρόπο κάποια στιγμή αυτό το πράγμα. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. 

-Ναι. Και, ουσιαστικά ξεκινάει η ταινία με τον Νίκο να θέλει να δείξει στον πατέρα του ότι τα κατάφερε και ουσιαστικά βρίσκει κάτι βαθύτερο που είναι η ανάγκη του, να του πει κάτι πολύ σημαντικό στο τέλος, απλώς δε θέλω να το αποκαλύψουμε τώρα γιατί πρόκειται να τη δούνε οι θεατές. Αλλά, αυτή η φράση μάλιστα, υπάρχει και στους Rolling Stones. “Κυνηγάς κάτι που θέλεις για να βρεις κάτι που είναι η βαθύτερη σου ανάγκη”. Και αυτό βρίσκεις. Αυτή είναι η εξέλιξη μέσα στην ψυχή του Νίκου.

Το ταξίδι στο σινεμά 

-Έκανες πέντε συνολικά ταινίες μεγάλου μήκους σε όλα αυτά τα χρόνια. Έχεις την αίσθηση ότι έχει ένα μεγάλο κομμάτι αυτού του ταξιδιού και του ονείρου εκπληρωθεί ή έχεις πράγματα τα οποία λες “αυτά δεν έχω προλάβει, τα έχω κάπου, πρέπει κάποια στιγμή να τα παραδώσω κι αυτά στο σινεμά”;

-Από τότε που τέλειωσε η θητεία μου στο τμήμα, από τότε που διόρθωσα και την τελευταία εργασία τον Ιούλιο του ’23, μέχρι σήμερα τρέχω για την προώθηση της ταινίας και τρέχω πολύ. Πηγαίνω σε προβολές, στο Facebook προσπαθώ να τη διαφημίσω όσο το δυνατόν περισσότερο, δυστυχώς δεν υπάρχει ένα γραφείο διανομής να υποστηρίζει την ταινία οπότε το κάνουμε μόνοι μας.

Δεν έχω νιώσει, απλώς χθες, περιμένοντάς σε να έρθεις για να κάνουμε αυτήν την κουβέντα, για πρώτη φορά άρχισα να βάζω σε ένα χαρτί κάποιες σκέψεις. Ένιωσα ότι έγραφα με ευκολία σε ένα μπλοκάκι που είχα. Που αυτό είναι ένα κριτήριο ότι αυτές οι σκέψεις και αυτά τα πράγματα που με κάποιο τρόπο ήταν λες και τα κλείδωνα στο μπλοκάκι, ήταν κάτι που με αφορούσε και λέω, θα μπορούσε να ήταν αυτό μια καινούρια ταινία. Ακόμη κι αυτό, το ότι βάζω πράγματα που έχω ζήσει, στο βαθμό του ότι εξακολουθώ να ζώ, γεννιούνται νέες ανάγκες να επεξεργαστώ αυτά που ζω, νέα κεντρίσματα, κι ενδεχομένως να είναι μια επόμενη ταινία. Οπότε, θέλω να πω, αυτό το κομμάτι που περίμενα, δεν ήταν που δεν είχα τι να κάνω, κάθε άλλο, άρχισα να γράφω. Μακάρι να βγει.

Η ιδέα για την Εξέλιξη είχε έρθει το 2012 και τότε, από το ’04 που δίδασκα στο πανεπιστήμιο, σχεδόν σε κάθε ταξίδι, και μάλιστα ταξίδι που γινόταν τη νύχτα, ήταν με το τρένο των 12, έφτανε στις 6, στις 6 η σχολή ήταν κλειστή οπότε πήγαινα έτρωγα μια μπουγάτσα στην Εγνατία, στην Κοζάνη ή στις Σέρρες, αυτά τα δυο κοντά-κοντά που είναι, κι εκεί είχε πρίζα, έβαζα τον υπολογιστή κι έγραφα.

Έγραφα πράγματα που μου είχαν συμβεί στο ταξίδι ή πράγματα που μου είχαν συμβεί σε παλιότερα μαθήματα σαν μικρές ιστορίες, ας πούμε σαν διηγήματα 2 σελίδων. Όλο αυτό το υλικό, από το ’05 ουσιαστικά μέχρι το ’08 ήταν η πρώτη μαγιά για το σενάριο της Εξέλιξης, και το 2012 προσπάθησα να το βάλω σε μια τάξη όλο αυτό για να αποτελεί, όχι ένα ημερολόγιο αλλά να αποτελεί υλικό για μια ταινία.

Είναι διαφορετικό το ημερολόγιο, γράφω κάτι για να μείνει και διαφορετικό το ότι πρέπει να υπηρετήσω μια δομή κινηματογραφικής ταινίας που, δεν είναι ο Χούρσογλου, είναι ο Νίκος Συμεωνίδης, έτσι λέγεται ο βασικός ήρωας, που πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη και κάνει αυτά.

Απ’ τη μια μεριά είναι πολύ χρήσιμο το αυτοβιογραφικό στοιχείο, η εμπειρία, απ’ την άλλη μεριά έχει έναν κίνδυνο. Θα φέρω ένα παράδειγμα. Εσύ κρατάς μια φωτογραφία του πατέρα σου και δακρύζεις για κάποιο λόγο, ο θεατής που βλέπει το ίδιο πράγμα βλέπει κάποιον που κρατάει μια φωτογραφία και κλαίει, αλλά γιατί κλαίει; Θα πρέπει δηλαδή, όχι μόνο να έχει το συναίσθημα μέσα αλλά να έχει κι αυτές τις πληροφορίες η ταινία ώστε κι ο θεατής να δακρύσει.

-Αυτή η αναμονή  των 10 χρόνων από τότε που την πρωτοσκέφτηκες κι άρχισε να την οργανώνει το μυαλό σου προς την υλοποίηση της λειτούργησε προς όφελος ή μπορεί να αφαίρεσε κάποια πράγματα από τη φλόγα του πρώτου καιρού;

-Αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα και σε ευχαριστώ που το λες. Γιατί λες, 10 χρόνια θα έπρεπε να έχει κάνει 3 ταινίες. 3 δε θα έκανα εγώ αλλά θα είχα κάνει ίσως 2 ταινίες. Αυτό που συνέβη ήταν ότι από το 2012 και μετά, εξαιτίας της κρίσης το Υπουργείο δεν ανανέωσε τις συμβάσεις είτε βοηθητικού προσωπικού στα πανεπιστήμια, είτε τεχνικού είτε διδακτικού. Που σημαίνει ότι, από εκεί που ήμασταν 34 στο τμήμα και φέρναμε εις πέρας το πρόγραμμά του, μείναμε 13.

Με φοιτητές που κάθε χρόνο, μεγάλωνε ο αριθμός τους. Δηλαδή, μπαίνουν περίπου 70-80 παιδιά στο τμήμα κάθε χρόνο, αλλά δεν βγαίνουν 70-80, βγαίνουν 30. Που σημαίνει ότι, ολοένα και συσσωρεύονται περισσότεροι φοιτητές. Από το 2012 μέχρι τον Οκτώβριο του 2022, δεν υπήρξε ούτε μια μέρα που δε δούλεψα για το πανεπιστήμιο. Και Χριστούγεννα και Πάσχα και απ’ όλα. Είχα χρόνο το καλοκαίρι, τέλος Ιουνίου αρχές Ιουλίου και μετά, αφού διόρθωνα τα γραπτά τον Αύγουστο μέχρι και να ξανανοίξει η σχολή τον Οκτώβριο, είχα λίγο χρόνο να δουλέψω το σενάριο .

Όμως, από την άλλη μεριά, και αυτό το είχα ξαναδεί μια φορά στον Διαχειριστή, την προηγούμενη ταινία, δούλευα με έναν σεναριογράφο και κυρίως script analyst, αναλυτή σεναρίου ή script editor που είναι ένας άνθρωπος, ο Γιάν Φλάισερ, ο οποίος δεν γράφει, απλώς βλέπει το “οικοδόμημα”, βλέπει αυτά που έχεις μέσα στο κεφάλι σου, σιγά σιγά μπαίνει μέσα στο πρότζεκτ γιατί, εγώ μπορεί να έχω πράγματα εδώ και 10 ή 20 χρόνια στο μυαλό μου αλλά, ένας άνθρωπος που θα σε βοηθήσει μέσα στην ταινία χρειάζεται κι αυτός να “κοινωνήσει” από αυτά τα πράγματα.

Και, προσπαθώντας αυτός, είναι μεγαλύτερος 15 χρόνια από μένα, διαβάζοντας αυτά που γράφω ή που σκέφτομαι εγώ ή που συζητάμε, γιατί το συζητάμε μαζί- σε όλα αυτά τα 10 χρόνια ήταν παρέα, του χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ- δεν γράφει αλλά σαν coach σε οδηγεί, σου ανοίγει δρόμους για να καταλάβεις τι θες να πεις, δε στο λέει ο ίδιος αλλά σου ανοίγει την πόρτα. Πολλές φορές, ας πούμε έχοντας γράψει ένα πρώτο-δεύτερο χέρι λες “το ‘χω”, κι αυτός καταλαβαίνει ότι υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από αυτό που έχει κατατεθεί σε αυτό το πρώτο ή το δεύτερο χέρι. Κι εκεί “τσινάω”, δηλα΄δη θυμώνω, λέω μέσα μου δεν καταλαβαίνει… Ώσπου κάποια στιγμή, μετά από δυο-τρεις μήνες λέω “α, αυτό μου λέει, για να μπούμε σε αυτό το καινούριο δωμάτιο που έχει ανοίξει την πόρτα”.

Και καταλαβαίνω, και μάλιστα στην αρχή το κάνω κάνω μηχανικά, λέω για κάτσε να κάνω αυτό που μου λέει, να γίνει αυτή η σκηνή που ο Νίκος λέει αυτό το πράγμα, που τσίναγα, ότι ας πούμε ο Νίκος με τον πατέρα του τσακώνονται και μου έλεγε ” όχι να έρθει αργότερα ο πατέρας του στο μάθημα” και του έλεγα όχι, τον έχει χάσει τον πατέρα του. Όχι, μου λέει, για σκέψου το αυτό. Δεν πολυεπιμένει, Και κάποια στιγμή, μετά από 2-3 μήνες λέω, για κάτσε να γράψω αυτό που μου είπε, και το γράφω και βλέπω ότι λειτουργεί. Και μάλιστα κρίνω το αν λειτουργεί με κάπως παρόμοιο τρόπο με αυτόν που περιέγραψα στην αρχή της κουβέντας μας, αρχίζω να το γράφω λίγο βαριεστημένος, κάτσε να το βάλω γιατί ως καλός μαθητής το γράφω. Κι ενώ στην αρχή το γράφω λίγο μηχανικά, μετά λέω α, να κάτι ενδιαφέρον και στο τέλος αντί για 2-3 γραμμές που ήθελα να βάλω μέσα σε ένα χαρτάκι με λίγο “μαθητούδικη” διάθεση, γίνονται 10 σελίδες. Τότε καταλαβαίνω τι ήταν αυτό που μου ‘λεγε. Απλώς θέλει χρόνο για να ωριμάσει.

Στην προηγούμενη ταινία, στον Διαχειριστή, είχαμε δουλέψει δυόμισι χρόνια ένα χέρι σεναρίου, το 3ο ή το 40 και μάλιστα έχει χρηματοδοτηθεί απ’ το Κέντρο Κινηματογράφου και την ΕΡΤ. Και πήγα να τον δω, πηγαίνοντας καβάλα, εννοώντας “κοίτα να δεις, εγκρίθηκε, έχουμε λεφτά, θα μπορούσα να το γυρίσω τώρα… Και μου λέει “Περικλή, για τι πράγμα μιλάει η ιστορία”; Και του λέω, τώρα μετά από δυόμισι χρόνια, που μου το ρώταγες στην πρώτη μας κουβέντα; Κι αφού περάσαμε ένα χέρι που σου άρεσε πολύ και τώρα που πήρα και λεφτά μου λες τι λέει η ιστορία; Και μου λέει “Είναι μπερδεμένα” . Κι έγινα έξαλλος.

Μάλιστα, αυτό γινόταν σε ένα νησί, στην Νίσυρο, που γίνεται ένα εργαστήριο Μεσογειακού Ινστιτούτου Κινηματογράφου, και θύμωσα τόσο πολύ, που πήρα το σενάριο και το πέταξα στη θάλασσα. Περπατούσαμε μαζί και για να του δείξω την τσαντίλα μου το πέταξα στην θάλασσα.

Και του λέω, δυόμισι χρόνια δουλεύουμε, πόσα χρόνια; Και μου λέει, ένα τέτοιο θέμα, η κρίση στη μέση ηλικία, παίρνει 7-8 χρόνια. Λοιπόν, μέσα στα 10 χρόνια, αν σου δείξω τα διαφορετικά χέρια του σεναρίου… Στην αρχή γίνεται ένα ταξίδι μόνο του Νίκου. Που υπήρχαν όμως και κάποιες ιστορίες που είχα ακούσει απ’ τον πατέρα μου, που ήταν γύρω απ’ το θάνατο αλλά τις είχε πει πολύ αστεία. Μετά αποφάσισα να κάνει αυτό το ταξίδι ο Νίκος με τον πατέρα του, μετά σκέφτηκα κάτι άλλο, και μετά κάτι άλλο… κι ενδεχομένως για έναν γραφιά, για έναν επαγγελματία συγγραφέα δε θα γίνονταν σε 10 χρόνια, θα γίνονταν πιο γρήγορα, θα ήταν πιο ελεύθερος να σκίσει πράγματα.

Ενώ εγώ που βασικά είμαι σκηνοθέτης, όταν κατορθώνω να έχω ένα καλό σενάριο, λέω πάμε να το γυρίσουμε, γιατί στην ουσία αυτό θέλω να κάνω, να κάνω το γύρισμα. Αυτός λοιπόν. ο Φλάισερ με τραβούσε πίσω, για ξανδέστε το και μου λέει μετά από δυόμισι χρόνια ότι “σας το είπα. Αυτό το πράγμα, αναγκάστηκα πέντε μήνες μετά, να ζήσω κάτι που είχε σχέση πολύ με την ταινία και που της έδινε ένα βάθος πολύ μεγαλύτερο. Για να μη μπω σε λεπτομέρειες, μέσα σε 10 χρόνια ωρίμαζε η ιστορία, που σημαίνει ότι ωρίμαζε αυτός που το γράφει, δηλαδή μπαίνει πιο βαθιά μες στο θέμα.

-Έτσι όπως το περιγράφεις, μοιάζει εξαιρετική η ωρίμανση, είναι ένα βήμα προς την τελειότητα που το θέλουμε όλοι. Αλλά δεν εμπεριέχει από μόνο του μια αυτοακύρωση, μια αναβολή, δηλαδή ότι μπορεί να απογοητευτείς και να μη σου βγει, ειδικά για έναν νέο σκηνοθέτη, έναν νέο άνθρωπο που λαχταράει, θα μπορούσε να περιμένει ένας νέος άνθρωπος 10 χρόνια να του βγει τέλειο;

-Εξαρτάται απ’ τον άνθρωπο. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν μια φόρα και βλέπεις πρώτα έργα τα οποία είναι, μαζεμένο όλο το υλικό μέχρι τότε και που έχουν φοβερή δύναμη και πρωτοτυπία, και υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι γρήγοροι. Μάλιστα απ’ τη διδακτική εμπειρία έμπαιναν πρώτο έτος τα παιδιά και τους ζητούσα να γράψουν μια έκθεση, μια μικρή ιστορία σε μια σελίδα. Και μετά τις διαβάζαμε, όχι όλες, των περισσοτέρων.

Και ήταν παιδιά τα οποία απ’ την αρχή έτρεχαν να δαγκώσουνε, σηκώνανε το χέρι ξανά και ξανά. Και υπήρχαν κάτι άλλα παιδιά τα οποία δε μιλάγανε, μένανε σιωπηλά, που τους βλέπεις σαν καθηγητής στα δυο τρία πρώτα μαθήματα. Η Έλλη, κουβέντα. Και κάποια στιγμή η Έλλη σηκώνει το χέρι και λέει το πιο σημαντικό που έχει ακουστεί σε αυτά τα τρία τέσσερα πρώτα μαθήματα. Συνήθως η “Έλλη”, είναι ο σεναριογράφος. Αυτοί που δε μιλάνε θα αργήσουν να μιλήσουν αλλά όταν θα μιλήσουν θα πούνε το καλύτερο. Δηλαδή κι από τη φύση τους, δυο ειδικότητες του σινεμά, οι σεναριογράφοι και οι μοντέρ, είναι οι μοναχικοί. Δουλεύουν μόνοι. Δεν είναι στο πανηγύρι του γυρίσματος. Δε θέλουν να μπούνε σε αυτό το χάος. Εγώ το θεωρώ μαγεία. Και μάλιστα το γύρισμα το βλέπω σαν προέκταση του παιδικού παιχνιδιού.

“Όλα είναι ψεύτικα, αλλά τα συναισθήματά μας είναι αληθινά”

Μεγάλωσα σε γειτονιά, στην Καλλιθέα στην Αθήνα, όπου παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμοι. Εκεί λοιπόν λέγαμε, στην ταράτσα του απέναντι, μονώροφα ή διώροφα σπίτια, “είναι λέει”- αυτή ήταν η μαγική φράση– η γερμανική φυλακή, οι Γερμανοί στρατιώτες που έχουνε στη φυλακή τους πατριώτες, κι από εδώ είμαστε οι Έλληνες που θέλουμε να τους σώσουμε. Κι αυτό το “είναι λέει” που φτιάχνανε δηλαδή κάτι ψεύτικο, το οποίο τροφοδοτούσε τα συναισθήματά μας, υπάρχει μια φράση μες στην ταινία.

“Όλα είναι ψεύτικα, αλλά τα συναισθήματά μας είναι αληθινά”. Δηλαδή, όταν εμείς παίζαμε κλέφτες ή αστυνόμοι ή τους Γερμανούς και Έλληνες ή καουμπόηδες και Ινδιάνους ή το οτιδήποτε, και φυλάγαμε πότε θα βγούμε να πλησιάσουμε στο απέναντι δέντρο για να πάμε να σώσουμε τους Έλληνες κρατούμενους που είχαν φυλακίσει οι Γερμανοί, ένιωθα πραγματική αγωνία. Κι όλοι σκεφτόμαστε.

Σκεφτείτε τα παιδικά παιχνίδια που παίζαμε, δεν είναι πολύ έντονα τα συναισθήματα; Ε, αυτό το πράγμα είναι το πανηγύρι του γυρίσματος. Σε αυτό, λοιπόν, οι σεναριογράφοι και οι μοντέρ είναι οι μοναχικοί δε συμμετέχουν σε αυτό, γράφουνε. Θέλω να πω ότι υπάρχουν διαφορετικοί άνθρωποι μέσα στο σινεμά, άλλοι πιο κρατημένοι κι άλλοι πιο…

Μάλιστα είχα πει πάλι στον Φλάισερ, μα πόσα λεφτά θα πάρει ένας σεναριογράφος για να ζήσει 7 ρόνια; Και μου εξήγησε ότι ένας επαγγελματίας σεναριογράφος ξεκινάει μια ιστορία, την πάει ως έναν βαθμό κάπου, συνήθως παίρνει κάποια χρήματα λίγα για να την προχωρήσει, αλλά ταυτόχρονα έχει και μια δεύτερη ιστορία που όταν κάπου μπλοκάρει η πρώτη, πιάνει τη δεύτερη, και την προχωράει κι αυτή κάπου και μετά υπάρχει και μια τρίτη και μια τέταρτη και μια πέμπτη…

Κι όταν βρεθούν λίγα παραπάνω χρήματα για την δεύτερη, ας πούμε, προχωράει την δεύτερη ή την τρίτη ή την τέταρτη, δηλαδή δε ζει με μια ιστορία μονοκαλλιέργεια για να την πάει εκεί που πρέπει αλλά, σε αυτά τα 10 χρόνια μου αποκάλυψε ένα πολύ σημαντικό πράγμα σε αυτό που λέμε καλλιτεχνική δημιουργία που είναι να βγει κάτι μετά που δεν το φανταζόμουν στην αρχή.

Το αρχικό χέρι του σεναρίου σε αυτήν την ιστορία ήταν η προσπάθεια του Νίκου να κάνει ένα μάθημα με κινηματογράφο και λέω προσπάθεια γιατί μέσα στην αναμπουμπούλα γιατί τότε δεν είχαμε καθαρίστρια, απ’ το 2012 μέχρι το 2014 δεν υπήρχε καθαρίστρια κι ήταν μια σχολή που ήταν μες στη βρώμα και αυτός ο καθηγητής προσπαθεί να την καθαρίσει με έναν τρόπο και βρίσκει κάποιους φοιτητές που είναι πιο πολιτικοποιημένοι και λένε εμείς θέλουμε να είναι βρώμικη η σχολή για να βουίξει ο κόσμος κι έτσι να πετύχουμε να βρεθούν οι πόροι για να καθαριστεί, παρά να το καθαρίσετε εσείς.

Κάποια στιγμή, μάλιστα, του λένε “θα σας άρεσε εσάς η καθαρίστρια να έκανε μάθημα σκηνοθεσίας”; και υπάρχει μια κόντρα. Ήταν αυτό το πρώτο χέρι. Αυτό κρατάει μόν0 10-20 λεπτά, υπήρχαν κι άλλα πράγματα. Μετά μπήκε το ταξίδι με τον πατέρα, και κάπως έτσι ωριμάζει αυτό.

Και στον Διαχειριστή πάλι, αυτό το “γιατί μιλάει η ιστορία” μετά από δυόμισι χρόνια, μετά από άλλον σχεδόν ένα χρόνο έφερε κάτι που ήταν μια πολύ ουσιαστική στιγμή, που ήταν η τελευταία σκηνή για όσους έχουν δει την ταινία που ήταν πάλι κάτι βαθύ-προσωπικό και που το έζησα με τον γιο μου που πήγα σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου και, κάτι που είχε σχέση με τον πατέρα μου πάλι.

-Αυτές όλες οι σκηνές που περιγράφεις και οι ταινίες σου είναι ταινίες ανθρώπων, ανθρώπινων ιστοριών που θέλω να μου πεις, σε αυτήν την εποχή όπου η εικόνα είναι χαοτική, την καταναλώνουμε με χιλιάδες τρόπους, μας ρουφάει, έχουν θέση τέτοιες ιστορίες  ανθρώπων, βρίσκουν το κοινό τους, υπάρχει θέση σε αυτό το σινεμά;

Η ταινία του Πέιν που βγήκε, τέτοια ιστορία είναι, οι ταινίες του Κεν Λόουτς…

-Τι μερίδα έχουν όλα αυτά στην παγκόσμια αγορά, σε αυτό το τεράστιο χάος;

Δεν ξέρω. Λέω ότι δεν έχουμε διανομή γιατί οι διανομείς ήταν δύσπιστοι όταν είδαν ένα πρώτο χέρι του σεναρίου και του μοντάζ. Γιατί αισθάνονται ότι το σινεμά αλλάζει και, βεβαίως, αυτήν την ερώτηση που μου κάνεις, έχουν νόημα; Θα το πάω ανάποδα. Δε θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Θαυμάζω αυτό που έκανε ο Λάνθιμος, που είναι ένα σινεμά πολύ έντονο, αλλά δε θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο. Οπότε δε κάνω κάτι που… συνήθως ένας δημιουργός κάνει αυτό που βαθιά μέσα του ξεκινάει από τρεις γραμμές και καταλήγει σε μια ώρα να γράψει τρεις σελίδες, που σημαίνει ότι τον καίει αυτό που θέλει να κάνει, ακόμα δεν το έχει συνειδητοποιήσει αλλά κάτι τον καίει να συνεχίσει να γράφει.

-Εσένα τι σε οδήγησε σε αυτού του είδους το σινεμά;

Και κάτι άλλο ήθελα να πω, ότι είχα επίσης στο μυαλό μου ότι σκηνοθετικά θα είναι μια ταινία πολύ απλή. Κάποια στιγμή που βλέπω κάποιες σκηνές που είναι λίγο “φλύαρες” ήταν γιατί είχα χάσει την απλότητά μου. Ξέρεις, πάντοτε δεν είναι ένας σκηνοθέτης και κάθε μέρα είναι καταπληκτικές οι σκηνές που κάνει. Υπάρχουν φορές που μέσα σε αυτές τις 30 μέρες, 5-6-7 εβδομάδες που γίνεται το γύρισμα είσαι πολύ φορμαρισμένος σε κάποιες και σε άλλες λιγότερο.

Όσο περισσότερο δουλεύεις μια ιστορία τόσο περισσότερο καταλαβαίνεις τι είναι το πιο ουσιαστικό. Εστιάζεις περισσότερο στην ουσία της ταινίας που θες να πεις. Κι αυτό σε οδηγεί στο να πεις πιο απλά την ιστορία. Κι εδώ ήταν πιο απλή ιστορία. Δηλαδή, στον Διαχειριστή ήταν πιο μπερδεμένη. Αλλά εδώ ένιωθα ότι δε χρειαζόταν να είναι κάτι τέτοιο. Ή ας πούμε ο ρυθμός… Μπορώ να σου πω ότι εξ ενστίκτου σκηνοθετούσα. Δηλαδή, την παραμονή κάθε γυρίσματος σκέφτομαι τη σκηνή που θα κάνουμε αύριο, κάνω ένα μικρό ντεκουπάζ, δηλαδή αποφασίζω που θα βάλουμε τη μηχανή και ποιο είναι το βασικό πλάνο αυτής της σκηνής, αλλά σε μεγάλο βαθμό ενώ στις πρώτες ταινίες, αυτό που είχα σκεφτεί την παραμονή το εφάρμοζα την επομένη, όσο μπορούσα να το εφαρμόσω τώρα αρχίζω να είμαι πιο ελεύθερος στο γύρισμα γιατί, το γύρισμα, όντας ένα κομμάτι της ζωής, παρότι είναι ακριβό και πρέπει να τελειώσει γρήγορα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα γιατί αλλιώς θα εκτοξευθεί ο προϋπολογισμός στα ύψη, αφήνω σε μεγάλο βαθμό να αυτοσχεδιάσω για να μη σας πω ότι ενθαρρύνω και τους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάσουν.

Ακριβώς γιατί έτσι είναι η ζωή: Θες να πας να πάρεις στο φαρμακείο πέντε πράγματα και στο δρόμο κάνεις 2-3 στοπ που δε τα είχες υπολογίσει και που είναι τελικά το πιο σημαντικό, σχεδόν τα φάρμακα τα ξεχνάς. Σε όλη τη φάση της παραγωγής μιας ταινίας, όχι μόνο στο σενάριο αλλά και στην προεργασία, εκεί που προετοιμάζεις το γύρισμα, και στο γύρισμα και στο μοντάζ, αυτό που έλεγα και στους φοιτητές “έχετε τα μάτια σας ανοιχτά στη ζωή που υπάρχει γύρω σας”. Γιατί αυτή η ζωή, σε συνδυασμό με το υλικό που έχετε είτε πρόκειται για ένα σενάριο είτε για το γύρισμα που πάτε, σας δείχνει πράγματα. Δηλαδή, μπορεί κάποια στιγμή ένας ηθοποιός να μη μπορεί να πει μια φράση, να μη μπορεί να πει κάτι. Και ξαφνικά, να βγει κάτι καινούριο, κάτι πολύ φρέσκο εκείνη τη στιγμή. Με αυτήν την έννοια το λέω. Γιατί το γύρισμα και η προεργασία δεν είναι ένα κομμάτι που απλώς εκτελούμε αυτό που έχουμε προαποφασίσει. Ναι, σε έναν βαθμό είναι αυτό αλλά αφήνετε τον εαυτό σας ανοιχτό σε αυτό που σας φέρνει η ζωή της προεργασίας και η ζωή του γυρίσματος και η ζωή του μοντάζ.

-Αυτό το αυτοσχεδιαστικό, ένα μέρος που μπορεί να είναι αυτό που περιγράφεις τώρα και είναι και το αναπάντεχο και που μπορεί να κάνει κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον, υπάρχει πια στο σινεμά; Σε ένα διεθνές επίπεδο, με όλες αυτές τις παραγωγές τις οργανωμένες, που είναι επιστήμη πια, υπάρχει περιθώριο να προσθέσει κανείς κάτι τέτοιο;

Είναι δύσκολο να μιλήσω για τους άλλους… Δεν ξέρω αν και πως το κάνουν. Κάποια στιγμή είχε έρθει ο Λάνθιμος και μας μιλούσε για το πως είχε κάνει την Ευνοούμενη και κατάλαβα ότι… Θυμάμαι μια λεπτομέρεια που πλησίαζε στο γύρισμα και ήταν μια τεράστια ουρά από βαν που φέρνανε βοηθητικούς ηθοποιούς, εξοπλισμός σκηνογραφικός, εξοπλισμός ενδυματολογικός, βοηθητικοί ηθοποιοί κι έπαιρνε τον διευθυντή φωτογραφίας και έλεγε “κάτσε τώρα να κάνουμε και την ταινία”, προσπαθώντας να μη βάλει υπόψη του ότι έχει και 500 κομπάρσους να χρησιμοποιήσει. Χρειάζεται αυτή η σκηνή 500 κομπάρσους; Μπορεί να χρειάζεται μόνο 4. Και προσπάθησε να κάνει, είχε στο μυαλό του τις ταινίες όπως τις κάνουμε στην Ελλάδα.

Θέλω να πω ότι δεν ξέρω πως γίνεται η διεθνής παραγωγή. Φαντάζομαι ότι εξελίσσονται τα πράγματα, ο χρόνος είναι αδυσώπητος, τα χρήματα που δαπανώνται είναι τεράστια, δεν μπορείς να παίζεις και να λες “α, σήμερα δεν έχω έμπνευση παιδία, πολύ ωραία αλλά πάμε σπίτια μας”. Ο Αγγελόπουλος είχα ακούσει ότι είχε αυτήν την πολυτέλεια ή κάποιοι άλλοι σκηνοθέτες, νομίζω και για τον Γούντι Άλεν είχα ακούσει ότι είχε γυρίσει την ταινία και μετά τη γύρισε με άλλο τρόπο. Αλλά αυτό δεν είναι ο κανόνας.

Και προς Θεού, δε λέω κάτι τέτοιο στους φοιτητές. Είναι μια πολύ συγκεκριμένη δουλεία που πρέπει να βγει με τα λεφτά που έχουμε γιατί, άμα δε τη γυρίσουμε με τα λεφτά που έχουμε, αν στο πρώτο 1/3 της ταινίας έχουμε φάει τα 2/3 του μπάτζετ, σημαίνει ότι τα υπόλοιπα 2/3 της ταινίας θα γίνονται χωρίς λεφτά. Δηλαδή, αυτό θα το δεις στο πανί. Θα δεις, δηλαδή, τις σκηνές που γίνονται τσουρούτικα, να το πω έτσι. Οπότε, είναι κι αυτό μια ισορροπία που πρέπει να κρατάς. Απ’ τη μια μεριά λέω πως πρέπει να αυτοσχεδιάζεις και να ‘μαστε ανοιχτοί στο καινούριο κι απ’ την άλλη μεριά νιώθεις ότι μπορεί να είναι παρακινδυνευμένο αλλά πολλές φορές, επίσης ένα ρητό που μου αρέσει πολύ για το σινεμά είναι “κάθε εμπόδιο για καλό”, οτιδήποτε μου έχει σταθεί ως εμπόδιο, ένας ηθοποιός που μου έχει πει όχι, βρήκαμε καλύτερο ηθοποιό.

Ένας χώρος που τον είχαμε και μια στιγμή αποφάσισε ο ιδιοκτήτης να τον βάψει και δεν ήταν πια ο χώρος, εδώ είχαμε μια σκηνή ας πούμε σε ένα καφενείο μες στην ταινία που ήταν στην οδό Λαγκαδά, “Μπουγάτσες Σαρρή” στο 90-τάδε της Λαγκαδά, και που ήταν ένα πολύ ωραίο μαγαζί, δίπλα στο ΙΚΑ της Σταυρούπολης πολύ ωραίο, εκεί πέρναγα το πρωί, είτε στην Εγνατία είτε στην “Μπουγάτσα Σαρρή”. Πλέον με είχε μάθει η κυρία που σερβίριζε κλπ. Μαγαζί από πρόσφυγες, μάλιστα είχε κι έναν μεγάλο πίνακα από τις Χαμένες Πατρίδες, και ήτανε πολύ βασικό να την γυρίσουμε τη σκηνή εκεί.

Όταν πήγαμε να τη γυρίσουμε τη σκηνή εκεί, είχε πάρει μια χρηματοδότηση το μαγαζί και είχε ανακαινιστεί, τα χρώματα δεν ήταν τα ίδια. Ενώ είχε αρχικά ένα εκρού γκρίζο μπλαβί τοίχο που “μύριζε” τα χρόνια της ζωής του μαγαζιού, τώρα είχε ένα ωραίο μπεζ πορτοκαλί, μια ωραία βιτρίνα και δεν ήταν αυτό που είχα εγώ στο μυαλό μου. Αυτό λοιπόν το πράγμα, δε γυρίστηκε στην Θεσσαλονίκη, γυρίστηκε στην Αθήνα. Γιατί εκεί βρήκα ένα παλιό καφενείο στη γειτονιά μου στην Καλλιθέα, που ήταν  πάλι ένα μαγαζί ποντιακό, που είχε πάλι τον ίδιο χάρτη των χαμένων πατρίδων , που έβγαζε πολύ καλύτερα την αρχική αίσθηση που ήθελα να βγει από αυτήν την σκηνή κι από αυτό το μαγαζί και το βρήκα κάπου αλλού. Νομίζω μάλιστα ότι αυτό που γυρίστηκε εκεί, όχι στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, ήταν μια από τις πολύ αγαπημένες μου σκηνές. Και που όλα είναι ψέματα αλλά τα συναισθήματά μας βγήκαν από αυτό το μαγαζί, το άλλο. Γιατί ήρθε ένα εμπόδιο- είχε αλλάξει αυτό που είχα φανταστεί.

Τώρα που κάνεις ένα ταμείο με αυτές τις πέντε ταινίες και με αυτή που είναι βαθιά προσωπική και ωραία, τι σου πρόσφερε το σινεμά όλα αυτά τα χρόνια; Τι έχεις περισσότερο στην ψυχή σου, να έχει μείνει απ’ όλη αυτήν την τριβή με τον κινηματογράφο, ο θησαυρός σου ποιος είναι από αυτήν την εμπλοκή;

Διαφορετικά πράγματα είναι, ανάλογα…

Η ζωή του είναι το σινεμά 

Η ζωή μου είναι αυτό. 20 χρονών πήγα στη σχολή Σταυράκου. Χωρίς, ας πούμε, αυτό που είχα πει ότι ήμουν μαθητής κι ότι μ’ άρεσαν τα μαθηματικά, μαθηματικός μπήκα γιατί ήθελα να σπουδάσω. Στα μαθηματικά ήξερα ότι δεν ήμουν genius, δηλαδή υπήρχαν 3-4 άτομα μες στην τάξη, αυτά που κερδίζανε τους διαγωνισμούς της μαθηματικής εταιρείας κάθε χρόνο κλπ. Σαν αυτούς δεν ήμουν, απλώς μ’ άρεσε κάτι που ήξερα να το μεταδίδω σε κάποιον άλλον. Ήμουν και σε μια κολυμβητική ομάδα παλιά, στον Ναυτικό Όμιλο Παλαιού Φαλήρου και βάζαν τους πιο παλιούς να προπονούμε τα πιο μικρά αλλά μ’ άρεσε πολύ αυτό. Είχα έναν καθηγητή στο σχολείο που θαύμαζα πάρα πολύ χωρίς να είμαι σπουδαίος μαθητής, μαθηματικός. Και είχα πει ότι θα γίνω μαθηματικός για να γίνω καθηγητής των μαθηματικών στο σχολείο, σε χωριό στον Έβρο.

Δε λέω ότι αυτό ήταν ένα χαμένο κομμάτι στη ζωή μου γιατί οτιδήποτε κάνεις, είτε σπουδάζεις γεωπονία είτε φυσική είτε αρχαία ελληνικά φιλολογία, μαθηματικά αυτό σημαίνει ότι με έναν τρόπο συμπεριφέρεσαι. Δηλαδή, τα ίδια τα μαθηματικά, ή η γεωλογία, η δασολογία ή δεν ξέρω τι άλλο σε διαμορφώνουν, κρυφά. Ας πούμε, νιώθω πολλές φορές ότι αυτό που τώρα είναι στο σενάριο, είναι πολλές φορές μια μαθηματική εξίσωση. Ή, αυτό το δασκαλίκι, δεν διδάσκω μαθηματικά αλλά δίδαξα 19 χρόνια στο τμήμα κινηματογράφου. Που πάλι ήταν αυτή η επαφή με τα νέα παιδία. Και, το λέω γιατί και οι ταινίες που κάναμε, ήταν ταξίδια. Θυμάμαι μια φορά που με ρωτούσαν ποια ήταν τα αγαπημένα σου μέρη. Και είχα απαντήσει, ήταν το Αμβούργο, γιατί εκεί γυρίστηκε ένα κομμάτι απ’ τον Λευτέρη Δημακόπουλο, το πολεμικό ναυτικό επίσης και η Σαλαμίνα γιατί πάλι υπήρχε ένα κομμάτι που μπήκε σε ταινία, η Καλαμπάκα γιατί υπήρχε κομμάτι στον Κύριο με τα Γκρι, τα ιαματικά λουτρά Πλατυστόμου, το ίδιο πράγμα, γιατί υπήρχε πάλι ένα κομμάτι στον Κύριο με τα Γκρι, η Καλαμπάκα γιατί υπήρχε ένα κομμάτι που μπήκε στο… αρχικά είχα κάνει μια ταινία μικρού μήκους για το Υπουργείο Γεωργίας που ήτανε μια σχολή ξυλοτεχνίας στην Καλαμπάκα, για παιδιά από 12 μέχρι 15, ένα γυμνάσιο που εκτός από το να κάνουν τα μαθήματα του γυμνασίου τους μαθαίναν και ξυλογλυπτική. Αυτή ήταν η πρώτη ιδέα για το Μάτια από Νύχτα. Αυτό λοιπόν το μέρος στην Καλαμπάκα, αυτό ήταν, δηλαδή με τα μέρη που αποτέλεσαν την αρχική ιδέα για μια ταινία. Και που μερικές φορές μπήκαν, μερικές φορές δεν μπήκαν.

Θέλω να πω, η “Μπουγάτσα Σαρρή” ήταν η αρχική ιδέα για αυτή τη σκηνή στο καφενείο με τον πατέρα. Δυστυχώς δεν γυρίστηκε στο αρχικό “Μπουγάτσα Σαρρή”, γυρίστηκε στην Καλλιθέα αλλά ας πούμε, όποτε περνάω τώρα ανεβαίνοντας την Λαγκαδά από εκεί κι ας έχει αλλάξει, είναι ένα αγαπημένο μου μέρος αυτό. Η ίδια η σχολή, το τμήμα κινηματογράφου μέσα οι χώροι, τα ντουβάρια, τα φώτα, είναι οι χώροι που με έχουν σημαδέψει. Είναι τόσο πολύ συνυφασμένο συτό το πράγμα που έχω ζήσει, είμαι 68 τώρα, με το να φτιάχνω ταινίες, με το να είμαι βοηθός σε ταινίες- τα χρόνια που ήμουν μαθητής δίπλα στον Βούλγαρη- θυμάμαι κάποια γυρίσματα στη Φανέλα με το 9, είναι τόσο έντονες, τόσο νωπές οι αναμνήσεις που έχω από αυτό που, πολλές φορές, αυτό με καθιέρωσε στους φοιτητές. Και μάλιστα έλεγα και μια φράση…

Όταν πρωτομπήκα στο σινεμά υπήρχαν 5 βιβλία για το σινεμά, τώρα ότι θες το βρίσκεις στο ίντερνετ, ακόμη κι ένα masterclass που κάνει η Μέριλ Στριπ στο Actor’s Studio. Οποιοσδήποτε μπορεί να το βρει, υπάρχουν χιλιάδες πληροφορίες. Αυτό που είναι μοναδικό, είναι το πάθος ενός καθηγητή για αυτό που διδάσκει. Αυτό είναι που δε βρίσκει ένας φοιτητής, παρά μόνο στο μάθημα. Μέσα από τον τρόπο που διδάσκεις το ντεκουπάζ ή τη δουλειά που κάνεις με του ηθοποιούς, νομίζω ότι μεταδίδεις πόσο εσύ αγαπάς να δουλεύεις με τους ηθοποιούς ή πόσο εσύ αγαπάς να βρεις ένα χώρο να βάλεις τη μηχανή, αυτό που λέμε ντεκουπάζ.

Θέλω να πω ότι, και στη γειτονιά που έπαιζα μικρός, και στο σχολείο που πήγαινα και στο κολυμβητήριο και στα μαθηματικά που σπούδασα εδώ στη Θεσσαλονίκη, και η ίδια η Θεσσαλονίκη, και τα μαγαζιά που έμπαινα όταν πρωτοήρθα στη Θεσσαλονίκη και ένιωθα ότι ο ρυθμός ζωής εδώ είναι πολύ πιο αργός και πολύ πιο ανθρώπινος απ’ ότι στην Αθήνα, και τα χρόνια που δούλευα ως βοηθός του Παντελή Βούλγαρη και άλλων σκηνοθετών, του Πανουσόπουλου, του Παπαγιαννίδη, του Δαμιανού, και τα χρόνια που άρχισα να κάνω μικρού μήκους και τα χρόνια που άρχισα να κάνω μεγάλου μήκους και τα χρόνια που δίδασκα, όλα αυτά δηλαδή, είναι κομμάτια της ζωής πολύ σημαντικά, και μάλιστα όταν σκεφτόμουν να κάνω αυτήν την ταινία, σκεφτόμουν ότι ένας λόγος που την κάνω ήταν σαν ένα μεγάλο ευχαριστώ στο τμήμα κινηματογράφου που μου έδωσε την ευκαιρία 19 χρόνια να διδάσκω. Πολύ σημαντικό αυτό.

Μπορείς να πεις ότι σου στέρησε 2 ταινίες… Ναι, σύμφωνοι αλλά η εμπειρία της διδασκαλίας, τα περισσότερα παιδιά που τα θυμάμαι απ’ έξω και τα θυμάμαι απ’ έξω όχι από τον κατάλογο, άρχισα να τα θυμάμαι όταν κάνανε την πρώτη εργασία και συνέδεα την ιστορία αυτή που είναι ο γιος με τη μάνα του που δεν έχουν λεφτά γιατί δεν υπάρχει και πατέρας, την έχει κάνει ο τάδε φοιτητής. Θέλω να πω ότι, όλα είναι ζωή!

Και τώρα που σταματάω να διδάσκω, διδάσκω σε μια δραματική σχολή στον Πειραϊκό Σύνδεσμο στην Αθήνα ένα μάθημα που λέγεται επαφή με το σινεμά, μάλλον υποκριτική μπροστά στην κάμερα, όλα αυτά είναι πολύ έντονα μέσα μου. Δεν υπάρχει κομμάτι που να νιώθω ότι ήταν χαμένος χρόνος στη ζωή μου. Κι αυτό που έγραφα χθες, από κομμάτια που κάτι μέσα μου το ήξερε βαθιά και γι’ αυτό ολοένα και περισσότερο ένιωθα ευκολία να γράφω.

Κάποια στιγμή είχα γράψει ένα κείμενο για τη σχολή που ήταν γύρω στις 10-12 σελίδες πως σκεφτόμουν τη σχολή, την δεύτερη χρονιά λειτουργίας της σχολής το είχα γράψει. Κι ήταν σκέψεις μου από την εμπειρία που είχα στη σχολή και τι φιλοδοξούσα και τελείωνε με ένα κείμενο που έλεγε στο τέλος ότι “ωραίος είναι ο κινηματογράφος του Μπέλα Ταρ, πολύ ενδιαφέρον, αλλά εσείς οι φοιτητές που ξυπνάτε το πρωί, δεν αντικρίζετε τα χωριά που αντίκριζε ο Μπέλα Ταρ, ούτε τις φάτσες που έχει ο Μπέλα Ταρ, ούτε την παγωμάρα και το κρύο ενός χωριού στην Ουγγαρία.

Ξυπνάτε το πρωί κι έχετε τον ήλιο ή την συννεφιά της Θεσσαλονίκης, ακούτε ανθρώπους να μιλάνε γρήγορα με πολλές χειρονομίες, βλέπετε αυτές τις γειτονιές και η μεγάλη αποθήκη που έχουνε- αποθήκη της ψυχής μας- είναι αυτά που έχουνε ζήσει, γιατί από αυτό που είναι γύρω μας και μέσα μας θα ξυπνήσουμε να κάνουμε την πρώτη μας ταινία μικρού μήκους, τη δεύτερη ταινία μικρού μήκους, την πρώτη μεγάλου μήκους, από αυτά που είναι γύρω μας και μέσα μας.

*Ο Περικλής Χούργογλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Σπούδασε στην Σχολή Μαθηματικών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, παράλληλα σπούδασε «Σκηνοθεσία» στη Σχολή Λυκούργου Σταυράκου. Έχει παρακολουθήσει εργαστήρια και σεμινάρια σεναρίου και παραγωγής. Με το σενάριο της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του, «Ο κύριος με τα γκρι», συμμετείχε στο εργαστήριο «Sources” του προγράμματος Μedia της Ε.Ε. Αναλυτής του σεναρίου υπήρξε ο Γιαν Φλάϊσερ (Jan Fleischer). Με τα σενάρια των ταινιών του: «Μάτια από Νύχτα» και «Ο Διαχειριστής», συμμετείχε στα εργαστήρια σεναρίου του «Μεσογειακού Ινστιτούτου Κινηματογράφου» (ΜFI). Αναλυτής σεναρίου και στις δύο αυτές ταινίες υπήρξε ο Γιάν Φλάϊσερ. Μιλάει Αγγλικά και Γαλλικά.

Καλλιτεχνικό έργο Βοηθός Σκηνοθέτη: Από το 1976 ως το 1992 εργάστηκε σαν βοηθός σκηνοθέτη δίπλα στους σκηνοθέτες: Γιώργο Πανουσόπουλο, Αντρέα Θωμόπουλο, Αλέξη Δαμιανό, Τάκη Παπαγιαννίδη, κυρίως όμως δίπλα στον Παντελή Βούλγαρη.

Σκηνοθεσία Ντοκιμαντέρ: Σκηνοθέτησε ντοκιμαντέρ για τις εκπομπές «Η Αθήνα δεν είναι μόνο η Ελλάδα», «Η Ε.Ρ.Τ. στη Βόρεια Ελλάδα», «Η Ε.Ρ.Τ. σ’ όλη την Ελλάδα», «Μικρά πορτρέτα», «Παρασκήνιο». To 2011 έγραψε και σκηνοθέτησε για την ΕΤ-1, τη σειρά 13ων επεισοδίων ντοκιμαντέρ «Συνάντησα ευτυχισμένους μαστόρους». Το 2013, με αφορμή τα 100 από την απελευθέρωση της Καβάλας, έγραψε και σκηνοθέτησε το ντοκιμαντέρ «Καβάλα – Αντανακλάσεις του χτες, μεταμορφώσεις του σήμερα».

Μικρού μήκους ταινίες:

Τα Μανικετόκουμπα (1980) Τυφλό Σύστημα (1983) Στυλ (Τηλεταινία) (1987). Μεγάλου μήκους ταινίες:

Λευτέρης Δημακόπουλος (1994) Ο κύριος με τα γκρι (1998) Μάτια από νύχτα (2004) Ο διαχειριστής (2009). Έτος φωτός (Υπό εξέλιξη). Οι μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες του έχουν αποσπάσει πολλά βραβεία σε φεστιβάλ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό καθώς και βραβεία του Υπουργείου Πολιτισμού.

Θεατρική Σκηνοθεσία : Έχει δύο φορές σκηνοθετήσει για το θέατρο:

Το μονόλογο «Αντρόγυνα» του Μισέλ Φάϊς με τον ηθοποιό Γερ. Σκιαδαρέση. Το μονόλογο «Ουρανός κατακόκκινος», της Λούλας Αναγνωστάκη, με την ηθοποιό Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη. Εκπαιδευτικό έργο Από το 2004, χρονιά που ξεκίνησε το Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ, έως και το 2008 δίδαξε σε αυτό βάσει του Π.Δ 407/80, μαθήματα «Σκηνοθεσίας», «Διδασκαλίας Ηθοποιών», ήταν υπεύθυνος για πολλά Εργαστήρια. Τον Νοέμβριο του 2008 εξελέγη επίκουρος καθηγητής στη «Σκηνοθεσία». Τον Δεκέμβριο του 2012 έγινε η μονιμοποίησή του σ’ αυτήν τη βαθμίδα. Από το 2008 έως σήμερα συνεχίζει να διδάσκει τα ίδια μαθήματα και τα ίδια εργαστήρια. Παρακολουθεί Διπλωματικές και Ερευνητικές εργασίες, μία Διδακτορική διατριβή.

Για 4 χρόνια δίδαξε στη Δραματική Σχολή του Κ.Θ.Β.Ε. το μάθημα «Ο ηθοποιός μπροστά στην κάμερα». Υπήρξε επί σειρά ετών αναλυτής σεναρίου στα εργαστήρια του προγράμματος «Μικροφίλμ», για τις ταινίες μικρού μήκους της Ε.Ρ.Τ. Έχει διδάξει στο δημόσιο ΙΕΚ Χαϊδαρίου σε πολλές ιδιωτικές κινηματογραφικές και δραματικές σχολές. Έχει συμμετάσχει σε Σεμινάρια, Επιμορφωτικούς κύκλους, Διεθνείς Παρουσιάσεις του Ελληνικού Κινηματογράφου, Συνέδρια, έχει δώσει Διαλέξεις. Έχει γράψει σημειώσεις για τα αντικείμενα που διδάσκει. Ετοιμάζεται να εκδόσει το πρώτο του βιβλίο.

Διοικητικό έργο Συμμετείχε και συμμετέχει σε διάφορες επιτροπές του Τμήματος. Σε εκλεκτορικά σώματα. Στις επιτροπές για τις κατακτήριες εξετάσεις. Ήταν υπεύθυνος για την αναγόρευση του σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη ως επιτίμου διδάκτορος του Τμήματος.

Είχε την ευθύνη για την συνεργασία του Τμήματος με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Τη συμμετοχή ταινιών του Τμήματος στο φεστιβάλ Δράμας. Τη συνάντηση με τον Βρεττανό συγγραφέα Ντέϊβιντ Νίκολς, στα πλαίσια του φεστιβάλ βιβλίου το 2013. Το πρόγραμμα «Μέντορες». Πολλές εκδηλώσεις που έχουν στόχο την προβολή των εργασιών των φοιτητών. Συνόδευσε τους φοιτητές του Τμήματος στο εργαστήριο σεναρίου ΜFI. Έχει εκπροσωπήσει το Τμήμα στη Σύγκλητο του ΑΠΘ.

Στο διάστημα 1994-1996 υπήρξε μέλος του Δ.Σ. της «Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων», όπου οργάνωσε δύο εργαστήρια σεναρίου και ένα θεωρητικής προσέγγισης ταινιών.

*Η Εξέλιξη είναι η πέμπτη ταινία του.

Σκηνοθεσία: Περικλής Χούρσογλου Σενάριο: Περικλής Χούρσογλου Διεύθυνση φωτογραφίας: Γιώργος Αργυροηλιόπουλος Μοντάζ: Τάκης Γιαννόπουλος, Δημήτρης Πολυδωρόπουλος Ήχος: Νίκος Παπαδημητρίου Μουσική: Νίκος Λύρας Ηθοποιοί: Αλέξανδρος Λογοθέτης, Βασίλης Κολοβός, Δημήτρης Ναζίρης, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Ελένη Γερασιμίδου

Η ταινία παίζεται κάθε απόγευμα στις 7 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα