η-ιζαμπέλ-ιπέρ-στη-θεσσαλονίκη-δέκα-ι-1383958

Κινηματογράφος

Η Ιζαμπέλ Ιπέρ στη Θεσσαλονίκη – Δέκα ιστορίες της ζωής της, που (ίσως) δεν γνωρίζεις

Η σπουδαία Γαλλίδα ηθοποιός έρχεται καλεσμένη του 66ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Γιώργος Σταυρακίδης
Γιώργος Σταυρακίδης

Η Ιζαμπέλ Ιπέρ επιστρέφει στην Ελλάδα, αυτή τη φορά ως επίσημη καλεσμένη του 66ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και η αφορμή είναι ιδανική για να ανατρέξουμε στην εκπληκτική καριέρα της.

Η Γαλλίδα ηθοποιός, που έχει αφήσει ανεξίτηλο στίγμα στο παγκόσμιο σινεμά και το θέατρο, επισκέπτεται ξανά τη Θεσσαλονίκη, θυμίζοντας στους θεατές γιατί θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές και πολυσχιδείς ερμηνεύτριες της εποχής μας.

Δεν είναι η πρώτη φορά βέβαια που η Ιπέρ γοητεύει την πόλη. Το 2004, στο 45ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, είχε έρθει ως τιμώμενο πρόσωπο, μένοντας στην πόλη και μαγεύοντας το κοινό με την παρουσία και την αύρα της. Τότε, όπως και τώρα, η επίσκεψή της δεν ήταν απλώς μια τυπική εμφάνιση, αλλά μια συνάντηση με την τέχνη και τη ζωντάνια της ίδιας της υποκριτικής της τέχνης.

45ο ΦΚΘ | ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ – MotionTeam

Το αφιέρωμα που ακολουθεί επιχειρεί να σκιαγραφήσει την πορεία της μέσα από δέκα κομβικά στοιχεία της ζωής και της καριέρας της. Από τα πρώτα της βήματα στο Παρίσι μέχρι τη διεθνή αναγνώριση, από την έντονη παρουσία της στο θέατρο έως τις εμβληματικές ερμηνείες στον κινηματογράφο, η Ιζαμπέλ Ιπέρ αποδεικνύει ότι κάθε της εμφάνιση είναι γεγονός. Κάθε ρόλος, κάθε συνεργασία και κάθε βραβείο συνθέτουν το πορτρέτο μιας ηθοποιού που έχει καταφέρει να γίνει σύμβολο του σύγχρονου σινεμά και της θεατρικής σκηνής.

Η Γαλλίδα που έγινε παγκόσμιο φαινόμενο

Γεννημένη στις 16 Μαρτίου 1953 στο Παρίσι, η Ιζαμπέλ Ιπέρ μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που συνδύαζε την αυστηρότητα της μεσοαστικής γαλλικής οικογένειας με μια διακριτική καλλιέργεια. Η μητέρα της, καθηγήτρια Αγγλικών, φρόντισε να την φέρει από νωρίς σε επαφή με τη λογοτεχνία και τις ξένες γλώσσες, ενώ ο πατέρας της, κατασκευαστής χρηματοκιβωτίων, αντιπροσώπευε τη σταθερότητα και την πρακτικότητα μιας εποχής που δεν άφηνε εύκολα χώρο για καλλιτεχνικά όνειρα.

Η ίδια, όμως, μεγάλωνε σε μια περιοχή που είχε όλα τα ερεθίσματα για να διαμορφώσει την προσωπικότητά της. Το 16ο διαμέρισμα του Παρισιού ήταν γεμάτο με την ατμόσφαιρα των μεγάλων αστών, των καφέ και των θεάτρων, αλλά και την αίσθηση ότι ο κόσμος είναι εκεί για να τον κατακτήσεις.

Δεν ήταν παιδί που ονειρευόταν εξαρχής να γίνει ηθοποιός, όπως η ίδια έχει πει. Στα πρώτα της βήματα, η Ιπέρ έδειχνε μεγαλύτερη κλίση στη μουσική και τη γλωσσομάθεια. Ωστόσο, όταν φοίτησε στο Ωδείο των Βερσαλιών, το ταλέντο της άρχισε να ξεδιπλώνεται με τρόπο που δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Σύντομα θα συνέχιζε στο περίφημο Conservatoire του Παρισιού, το μεγάλο φυτώριο των Γάλλων ηθοποιών, όπου και έμαθε τις τεχνικές βάσεις που αργότερα θα αποδομούσε, φτιάχνοντας τη δική της σχολή ερμηνείας.

Ήδη από αυτά τα χρόνια, η νεαρή Ιπέρ έμοιαζε να κινείται με μια ιδιαίτερη σοβαρότητα, σχεδόν με μια «ενήλικη» ωριμότητα που θα γινόταν το χαρακτηριστικό της σε όλη την καριέρα. Οι καθηγητές της μιλούσαν για μια μαθήτρια που δεν περιοριζόταν σε ασκήσεις ρόλων, αλλά προσπαθούσε να βουτήξει βαθύτερα, να καταλάβει την ψυχολογία και την εσωτερική ζωή κάθε χαρακτήρα.

Η διαδρομή της από το προάστιο των Βερσαλιών ως το Conservatoire δεν ήταν απλώς εκπαιδευτική. Ήταν το πρώτο κεφάλαιο μιας πορείας που έδειχνε από νωρίς ότι θα κατέληγε σε κάτι ξεχωριστό, σε μια ηθοποιό που δεν θα υπηρετούσε απλώς το γαλλικό σινεμά, αλλά θα το μετέτρεπε σε διεθνή εμπειρία.

Ένα ντεμπούτο που δεν πέρασε απαρατήρητο

Η πρώτη εμφάνιση της Ιζαμπέλ Ιπέρ στον κινηματογράφο ήρθε απροσδόκητα νωρίς. Σε ηλικία μόλις 16 ετών βρέθηκε να παίζει στη «Faustine et le bel été» (1972) του Νίνα Κομπάνεζ, μια ταινία εφηβικού καλοκαιριού, γεμάτη ρομαντισμό και αναζητήσεις ενηλικίωσης. Ο ρόλος της ήταν μικρός, σχεδόν περαστικός, όμως η παρουσία της είχε κάτι το ιδιαίτερο: μια μυστήρια ωριμότητα στο βλέμμα, μια υπόσχεση ότι αυτό το κορίτσι δεν θα περνούσε απαρατήρητο.

Εκείνη η συμμετοχή άνοιξε τον δρόμο για μια αλυσίδα εμφανίσεων. Μέσα σε λίγα χρόνια, η Ιπέρ είχε ήδη αποκτήσει τη φήμη της «νέας ελπίδας» του γαλλικού σινεμά. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, μετρώντας περισσότερες από δεκαπέντε ταινίες στο ενεργητικό της, έμοιαζε να κινείται με ταχύτητα που δεν συνηθίζεται. Οι σκηνοθέτες τη διάλεγαν όχι μόνο για την ομορφιά της, η οποία ποτέ δεν υπήρξε «συμβατική», αλλά για το εκφραστικό βάθος που έδινε ακόμη και στους πιο σύντομους ρόλους.

Η «μαθήτρια του Conservatoire» είχε πλέον γίνει επαγγελματίας ηθοποιός, με μια κινηματογραφική πορεία που αναπτυσσόταν με γεωμετρική πρόοδο. Στις πρώτες της ταινίες διακρίνεται ήδη το χαρακτηριστικό ύφος που θα την ακολουθούσε σε όλη την καριέρα: λιτή ερμηνεία, ψυχολογικό βάθος, αποστασιοποίηση που δεν είναι ψυχρή αλλά γοητευτικά αινιγματική. Ήταν φανερό ότι η Ιζαμπέλ Ιπέρ δεν θα περιοριζόταν ποτέ στη θέση της «υποσχόμενης νέας».

Οι πρώτες διεθνείς διακρίσεις

Το ταλέντο της Ιζαμπέλ Ιπέρ δεν άργησε να ξεπεράσει τα γαλλικά σύνορα. Το 1977, με την ταινία «Για μια νύχτα αγάπης» (La Dentellière) του Κλοντ Γκορετά, κέρδισε το Βραβείο BAFTA Ανερχόμενης Ηθοποιού. Στον ρόλο της απλής, ντροπαλής Πιολέτ, μιας νεαρής κοπέλας που μπλέκει σε μια ερωτική ιστορία που την ξεπερνά, η Ιπέρ παρέδωσε μια ερμηνεία γεμάτη λεπτότητα, ευθραυστότητα και εσωτερικότητα. Δεν ήταν ένας ρόλος που εντυπωσίαζε με εξάρσεις ή δράμα· ήταν ένας ρόλος που σε κέρδιζε με την αλήθεια του. Κι αυτός ακριβώς ο συνδυασμός την έκανε να ξεχωρίσει διεθνώς.

Έναν χρόνο αργότερα, το 1978, οι Κάννες αναγνώρισαν επίσημα τη νέα μεγάλη δύναμη του γαλλικού σινεμά. Η Ιπέρ βραβεύτηκε με το Βραβείο Ερμηνείας για το «Violette Nozière» του Κλοντ Σαμπρόλ, όπου υποδυόταν την πραγματική ιστορική φιγούρα της νεαρής εγκληματία που συγκλόνισε τη Γαλλία τη δεκαετία του ’30. Ήταν ένας ρόλος τολμηρός, γεμάτος προκλήσεις, καθώς απαιτούσε να ενσαρκώσει μια φιγούρα αμφιλεγόμενη, ταυτόχρονα θύμα και θύτη. Η Ιπέρ έδειξε ότι δεν φοβόταν τους σκοτεινούς, «δύσκολους» χαρακτήρες – αντιθέτως, εκεί άνθιζε.

Αυτή η ταινία αποτέλεσε και το ξεκίνημα μιας μακράς, καθοριστικής συνεργασίας με τον Κλοντ Σαμπρόλ, έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της Γαλλίας. Μαζί γύρισαν συνολικά επτά ταινίες, από την «Une affaire de femmes» έως την «La Cérémonie», με την Ιπέρ να μεταμορφώνεται κάθε φορά σε μια διαφορετική αντι-ηρωίδα. Ο Σαμπρόλ έβλεπε σε εκείνη την ιδανική ερμηνεύτρια για τις ιστορίες του: μια γυναίκα που μπορούσε να συνδυάσει την αθωότητα με την απειλή, το γοητευτικό με το ανατριχιαστικό.

Με αυτές τις πρώτες διεθνείς διακρίσεις, η Ιπέρ πέρασε από το στάδιο της «νέας ελπίδας» στην κατηγορία της μεγάλης πρωταγωνίστριας του ευρωπαϊκού σινεμά. Το όνομά της άρχισε να συζητιέται όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και πέρα από αυτήν, ανοίγοντας τον δρόμο για μια καριέρα που δεν θα είχε σύνορα.

Οι αντιηρωίδες της Ιπέρ

Η Ιζαμπέλ Ιπέρ δεν φοβάται να βρεθεί στα όρια της ανθρώπινης ψυχής και των κοινωνικών κανόνων. Έχει γίνει γνωστή για την ικανότητά της να ενσαρκώνει χαρακτήρες με αμφιλεγόμενη ηθική, γυναίκες που προκαλούν, ενοχλούν, σοκάρουν, αλλά ταυτόχρονα γοητεύουν. Από τη μοιραία Έμμα Μποβαρί, που παγιδεύεται στις επιθυμίες και τις αδυναμίες της, μέχρι τη σκοτεινή ταχυδρόμο της «Τελετής» που κρύβει εγκληματικά μυστικά, η Ιπέρ αποδεικνύει ότι η ερμηνεία δεν είναι απλώς αναπαράσταση αλλά ψυχολογική ανατομία.

Ο Μίκαελ Χάνεκε την ανέδειξε ως σεξουαλικά καταπιεσμένη δασκάλα πιάνου, σε έναν ρόλο που απαιτεί ακραία εσωτερική ένταση και αυτοσυγκράτηση. Κάθε της κίνηση, κάθε βλεμματική λεπτομέρεια, κάθε σιωπή μετατρέπει την οθόνη σε πεδίο όπου οι χαρακτήρες ζωντανεύουν, αναπνέουν και προκαλούν το θεατή να αναρωτηθεί για την ηθική τους και τη δική του.

Η Ιπέρ δεν απλώς «παίζει» αυτούς τους ρόλους. Τους αποδομεί, τους εξερευνά μέχρι τα βάθη, τους μετατρέπει σε ζωντανά ψυχογραφήματα που στοιχειώνουν τη μνήμη και προκαλούν τη σκέψη. Κάθε αντιήρωας που ενσαρκώνει γίνεται καθρέφτης της ανθρώπινης πολυπλοκότητας, αποδεικνύοντας γιατί θεωρείται μία από τις πιο τολμηρές και πολυσχιδείς ηθοποιούς της εποχής της.

Το άλλο της σπίτι, το θέατρο!

Παρά την τεράστια κινηματογραφική καριέρα της, η Ιζαμπέλ Ιπέρ δεν έπαψε ποτέ να αναμετριέται με τη θεατρική σκηνή. Για την ίδια, το θέατρο είναι ένα διαφορετικό πεδίο μάχης: πιο άμεσο, πιο απαιτητικό, χωρίς το «δίχτυ ασφαλείας» του μοντάζ. Εκεί ο ηθοποιός βρίσκεται εκτεθειμένος, αντιμέτωπος με το κοινό και τον εαυτό του – κι αυτό ακριβώς φαίνεται πως γοητεύει την Ιπέρ.

Στην πορεία της έχει ενσαρκώσει εμβληματικούς ρόλους, από την «Ιωάννα της Λωρραίνης» του Ζαν Ανούιγ έως τη «Φαίδρα» του Ρακίνα, δίνοντας τη δική της εκδοχή σε ηρωίδες που συχνά ισορροπούν ανάμεσα στη δύναμη και την ευθραυστότητα. Στον Ιψεν έχει επιστρέψει ξανά και ξανά, παίζοντας την «Εντα Γκάμπλερ» ή τη «Νόρα» με μια ερμηνεία που αποδομεί τον κλασικό ρεαλισμό και τον αντικαθιστά με ψυχολογική ένταση.

Μία από τις πιο ηχηρές στιγμές της θεατρικής της διαδρομής ήταν οι «Δούλες» του Ζαν Ζενέ, όπου βρέθηκε επί σκηνής δίπλα στην Κέιτ Μπλάνσετ, σε μια παραγωγή του Σίντνεϊ Theatre Company που έκανε τον γύρο του κόσμου. Το έργο, με τις δύο αδελφές-υπηρέτριες που βυθίζονται σε ένα παιχνίδι ταυτότητας και εξουσίας, ανέδειξε τη χημεία της Ιπέρ με άλλες μεγάλες ηθοποιούς αλλά και τη διάθεσή της να δοκιμάζει διεθνείς συνεργασίες.

Πιο πρόσφατα, μόλις πέρυσι, η Ιπέρ επισκέφτηκε την Ελλάδα και συνεργάστηκε με τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, ερμηνεύοντας την «Βερενίκη» σε ελεύθερη διασκευή του Ρακίνα, σε σκηνοθεσία του Ρομέο Καστελούτσι. Η παράσταση ξεχώρισε για την προσωπική σκηνική γλώσσα του Καστελούτσι, όπου η εικόνα κυριαρχεί, και ανέδειξε την ικανότητα της Ιπέρ να μεταμορφώνεται ακόμη και σε έντονα συμβολικούς, αφαιρετικούς ρόλους.

Βερενίκη | εικόνα: Alex Majoli

Συνεργάστηκε επίσης με σπουδαίους σκηνοθέτες του θεάτρου, όπως ο Ρόμπερτ Γουίλσον και ο Ίβο βαν Χόβε, σε παραστάσεις που ξεπέρασαν τα στενά όρια της παραδοσιακής δραματουργίας και κινήθηκαν προς το οπτικοακουστικό θέαμα και την περφόρμανς.

Αν ο κινηματογράφος έκανε την Ιπέρ σταρ, το θέατρο είναι αυτό που την κράτησε γειωμένη και την υποχρέωσε να επανεφευρίσκει συνεχώς τον εαυτό της. Γιατί, όπως η ίδια έχει παραδεχτεί, «ο κινηματογράφος είναι τέχνη της μνήμης – αλλά το θέατρο είναι τέχνη της στιγμής».

Η διεθνής αναγνώριση με το «Εκείνη»

Το 2016 ήταν αναμφισβήτητα μία από τις κορυφαίες χρονιές της Ιζαμπέλ Ιπέρ. Στο θρίλερ του Πολ Βερχόφεν, «Εκείνη» (Elle), υποδύεται την Μισέλ, μια επιτυχημένη επιχειρηματία που βιώνει μια φρικτή επίθεση μέσα στο ίδιο της το σπίτι – και αποφασίζει να μην καταγγείλει τον βιασμό, αλλά να αναμετρηθεί η ίδια με τον δράστη.

Η ερμηνεία της Ιπέρ είναι συγκλονιστική. Με απόλυτη ακρίβεια, συνδυάζει την ψυχική ανθεκτικότητα με τις ανθρώπινες αδυναμίες, τον έλεγχο με το χάος, τον πόνο με τον σκοτεινό χιούμορ. Η Μισέλ δεν είναι μόνο θύμα, είναι θύτης, παρατηρητής, γυναίκα που παίζει με τους κανόνες της κοινωνίας και της ηθικής. Η Ιπέρ καταφέρνει να δώσει στον χαρακτήρα πολυδιάστατες διαστάσεις, φέρνοντας το κοινό σε έναν συναρπαστικό συναισθηματικό κυκλώνα.

Η Αμερική έμεινε άφωνη. Η Ιπέρ απέσπασε τη Χρυσή Σφαίρα και τα βραβεία Gotham και Independent Spirit, ενώ για πρώτη φορά στην καριέρα της έγινε υποψήφια για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου. Η διεθνής αναγνώριση ήρθε καθυστερημένα, αλλά ήταν πλήρως δικαιωμένη. Το κοινό και η κριτική συνειδητοποίησαν αυτό που η Ευρώπη ήξερε χρόνια, ότι δηλαδή η Ιζαμπέλ Ιπέρ είναι μια από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς του σύγχρονου κινηματογράφου.

Παράλληλα με το «Εκείνη», η Ιπέρ συμμετείχε και στην κομεντί «Souvenir», όπου υποδύεται μια πρώην τραγουδίστρια που σχεδιάζει δυναμική επιστροφή στα μουσικά σκηνικά με τον νεαρό εραστή της. Η γκάμα της, από θρίλερ σε κωμωδία, από ακραίες ψυχολογικές συνθήκες σε ανάλαφρους, χιουμοριστικούς ρόλους, αποδεικνύει την αξεπέραστη ευελιξία της.

Η ερμηνεία της στο «Εκείνη» είναι χαρακτηριστική της στάσης της απέναντι στην τέχνη: αποδέχεται προκλήσεις, συνεργάζεται με σκηνοθέτες κορυφαίου βεληνεκούς, αλλά ταυτόχρονα φέρνει τον ρόλο στα μέτρα της, κάνοντάς τον δικό της. Δεν υποκρίνεται· μεταμορφώνεται. Κι έτσι, ακόμη και μέσα σε έναν ρόλο που θα μπορούσε να γίνει απλώς σοκαριστικός, η Ιπέρ καταφέρνει να δημιουργήσει τέχνη που αγγίζει το μυαλό και την ψυχή του θεατή.

Με αυτήν την ερμηνεία, η Ιπέρ επιβεβαίωσε ότι η καριέρα της δεν είναι μόνο γαλλικό κεφάλαιο του κινηματογράφου, αλλά παγκόσμιο φαινόμενο, μια καλλιτέχνιδα που συνεχίζει να εξελίσσεται και να προκαλεί, ακόμα και μετά από σχεδόν μισό αιώνα επαγγελματικής διαδρομής.

Πάνω από 140 ταινίες, χωρίς παύση

Από το 1971 μέχρι σήμερα, η Ιζαμπέλ Ιπέρ δεν έχει αφήσει ούτε μία χρονιά χωρίς να εμφανιστεί τουλάχιστον σε μία ταινία. Μιλάμε για έναν ρυθμό ακατάπαυστης δημιουργίας που δύσκολα συναντάται στον χώρο του κινηματογράφου. Κάθε χρόνο φέρνει νέες προκλήσεις, νέους χαρακτήρες, νέες ιστορίες, δείχνοντας όχι μόνο επαγγελματική συνέπεια αλλά και μια ακατανίκητη δίψα για τέχνη και εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχολογίας.

Η πορεία αυτή δεν είναι τυχαία. Κάθε ταινία, κάθε ρόλος, κάθε συνεργασία αποτελεί για εκείνη μια ευκαιρία να εξελίξει τον εαυτό της και να δοκιμάσει τα όρια της υποκριτικής της. Από μικρούς ρόλους σε νεανικά δράματα έως πρωταγωνιστικούς ρόλους σε διεθνείς παραγωγές, η Ιπέρ έχει αποδείξει ότι η υποκριτική για εκείνη δεν είναι απλώς επάγγελμα, αλλά τρόπος ζωής, συνεχής δέσμευση και δημιουργική ανάγκη.

Το αποτέλεσμα αυτής της συνεχούς παρουσίας είναι εντυπωσιακό: πάνω από 140 ταινίες στο ενεργητικό της, από γαλλικές ανεξάρτητες παραγωγές μέχρι διεθνείς συνεργασίες με τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του κόσμου. Και μέσα σε αυτή τη διάρκεια δεκαετιών, η Ιπέρ παραμένει πάντα φρέσκια, προκλητική και απόλυτα αυθεντική, αποδεικνύοντας ότι η τέχνη της υποκριτικής μπορεί να είναι ταυτόχρονα πειθαρχημένη και απελευθερωμένη.

Οι συνεργασίες που κάνουν ιστορία

Η Ιζαμπέλ Ιπέρ δεν είναι απλώς ηθοποιός, είναι ένα είδος «μουσικής» για τους σκηνοθέτες. Χάνεκε, Σαμπρόλ, Γκοντάρ, Οζόν, Τεσινέ, Κλερ Ντενί, Τριέρ, Βερχόφεν. Οι μεγαλύτεροι του σινεμά της εμπιστεύτηκαν τους πιο απαιτητικούς και πολύπλοκους ρόλους τους, ξέροντας ότι η Ιπέρ θα τους αποδώσει με απόλυτη ακρίβεια, ένταση και πρωτοτυπία. Κάθε συνεργασία μαζί της δεν είναι απλώς ένα «casting», αλλά μια δημιουργική συνεύρεση, όπου ο ρόλος αποκτά βάθος και η ταινία αναβαθμίζεται.

Η σχέση της Ιπέρ με το auteur cinema είναι εμφανής, δεν υποκύπτει απλώς στις επιταγές ενός σεναρίου, αλλά συνεργάζεται ισότιμα με τον σκηνοθέτη για να διαμορφώσει το αποτέλεσμα. Η ερμηνεία της δεν περιορίζεται στην προσωπικότητα του χαρακτήρα· επηρεάζει την ατμόσφαιρα, τη σκηνοθετική προσέγγιση και συχνά ολόκληρη την αισθητική της ταινίας.

Το ίδιο ισχύει και στο θέατρο, όπου η Ιπέρ συνεργάστηκε με θρυλικά ονόματα όπως ο Ρόμπερτ Γουίλσον και ο Ίβο βαν Χόβε. Σε παραστάσεις που συχνά σπάνε τα όρια της παραδοσιακής δραματουργίας, η παρουσία της λειτουργεί ως πυξίδα: ορίζει τον τόνο, τη ρυθμολογία και την ένταση, ενώ παράλληλα δίνει χώρο στους συνεργάτες της να εκφραστούν.

Η Ιπέρ είναι μια ηθοποιός που καταλαβαίνει τη δύναμη της εικόνας και της σιωπής, ξέρει να ελέγχει την ερμηνευτική της γκάμα και να συνδιαλέγεται με τη σκηνοθετική οπτική. Γι’ αυτό, κάθε φορά που εμφανίζεται στη μεγάλη ή μικρή σκηνή, η λέξη auteur cinema δεν ακούγεται πια μόνο για τον σκηνοθέτη· γίνεται και συνώνυμο της ίδιας της Ιζαμπέλ Ιπέρ.

Η οικογένεια και η ιδιωτική ζωή

Από το 1982, η Ιζαμπέλ Ιπέρ μοιράζεται τη ζωή της με τον Γάλλο-Λιβανέζο συγγραφέα και σκηνοθέτη Ρονάλντ Σαμά. Μαζί έχουν δημιουργήσει μια οικογένεια που συνδυάζει καλλιτεχνική δημιουργία και σταθερότητα – στοιχεία σπάνια στον κόσμο του θεάματος.

Τα τρία τους παιδιά ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους, αλλά η αγάπη για την τέχνη φαίνεται να διατρέχει όλη την οικογένεια. Η κόρη τους, Λολίτα Σαμά, βαδίζει στα χνάρια της μητέρας της, επιλέγοντας την υποκριτική ως δικό της πεδίο έκφρασης, ενώ ο γιος τους, Λορέντζο, ακολουθεί μια πιο οργανωτική πλευρά της τέχνης, διευθύνοντας τον οικογενειακό κινηματογράφο τέχνης «Christine 21» στο Παρίσι, έναν χώρο αφιερωμένο στο δημιουργικό σινεμά και την ανάδειξη νέων ταλέντων.

Παρά την τεράστια διεθνή καριέρα της και τις απαιτήσεις του κινηματογράφου και του θεάτρου, η Ιπέρ καταφέρνει να κρατά την οικογένεια στο κέντρο της ζωής της, σαν σταθερό σημείο αναφοράς απέναντι στις συνεχείς προκλήσεις της υποκριτικής. Η προσωπική της ζωή, ήρεμη και συγκροτημένη, μοιάζει να αντισταθμίζει την ένταση και τη δραματικότητα των ρόλων που ενσαρκώνει στην οθόνη και στη σκηνή.

45ο ΦΚΘ | ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ – MotionTeam

 Ένα σύμβολο του σύγχρονου σινεμά

Η Ιζαμπέλ Ιπέρ δεν περιορίζεται στο να «υποδύεται» ρόλους, τους κυοφορεί, τους ζει, τους αφήνει να αναπνέουν και, τελικά, να μας στοιχειώνουν. Κάθε της εμφάνιση είναι μια μελέτη χαρακτήρα, μια εξερεύνηση ψυχολογίας, όπου το κάθε βλέμμα, η κάθε χειρονομία και η παραμικρή σιωπή έχουν βάρος και νόημα.

Στην καριέρα της, η Ιπέρ έχει υποδυθεί σχεδόν τα πάντα, τη γυναίκα-μυστήριο, τη femme fatale, τη δασκάλα που καταπιέζεται, το θύμα αλλά και τον θύτη. Κανένας ρόλος δεν φαίνεται απρόσιτος για εκείνη· κάθε φορά αναλαμβάνει μια πρόκληση και την κάνει απόλυτα δική της. Μεταμορφώνεται χωρίς να υποκρίνεται, δημιουργεί χαρακτήρες που ζουν πέρα από την οθόνη και που παραμένουν στην μνήμη του θεατή πολύ μετά τη λήξη της ταινίας ή της παράστασης.

Η Ιζαμπέλ Ιπέρ είναι κάτι περισσότερο από ηθοποιός. Είναι μια εμπειρία, μια καλλιτεχνική παρουσία που διαρκεί. Κάθε ρόλος της δεν είναι μόνο παράσταση, είναι ένα ταξίδι στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, μια συνάντηση με την αλήθεια και την αντίφαση της ύπαρξης. Στο σύγχρονο σινεμά, η Ιπέρ είναι σύμβολο της ευελιξίας, της γενναιότητας και της απόλυτης αφοσίωσης στην τέχνη της υποκριτικής.

Η επίσημη ανακοίνωση από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου 

Η Ιζαμπέλ Ιπέρ επίτιμη προσκεκλημένη του Φεστιβάλ – Οι εσωτερικές μεταμορφώσεις μιας κορυφαίας ηθοποιού

Τις αμέτρητες εκδοχές ενός μοναδικού κινηματογραφικού ταλέντου εξερευνά το 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, προσκαλώντας την Ιζαμπέλ Ιπέρ, μία από τις πιο λαμπερές, τολμηρές και πολυβραβευμένες σταρ του παγκόσμιου σινεμά και θεάτρου. Το Φεστιβάλ μαζί με την Ιζαμπέλ Ιπέρ έχει επιλέξει να προβάλει 15 ταινίες, οι οποίες αποτυπώνουν την ικανότητά της να μεταμορφώνεται εσωτερικά για κάθε ρόλο, διατηρώντας πάντα την υποκριτική της ταυτότητα. Οι ταινίες διατρέχουν διαφορετικές εποχές και χώρες και τις υπογράφουν αγαπημένοι δημιουργοί.

Η Ιζαμπέλ Ιπέρ θα βρίσκεται τέσσερις ημέρες στη Θεσσαλονίκη, στη διάρκεια των οποίων θα παρευρεθεί σε μια σειρά εκδηλώσεων, προβολών και συζητήσεων. Συγκεκριμένα:

Την Τρίτη 4 Νοεμβρίου θα δώσει ένα μεγάλο masterclass, ανοιχτό για το κοινό, με τίτλο «Από τη σκηνή στην οθόνη», με θέμα τις διαφορές στην ερμηνευτική προσέγγιση ανάμεσα στο σινεμά και το θέατρο, το οποίο θα συντονίσει η συγγραφέας Έρση Σωτηροπούλου.

Παράλληλα, η σπουδαία ηθοποιός θα προλογίσει αρκετές από τις ταινίες του αφιερώματος, ενώ θα παρουσιάσει την πνευματώδη κωμωδία Copacabana (2010) του Μαρκ Φιτουσί, μαζί με την κόρη της, Λολιτά Σαμά, με την οποία συμπρωταγωνιστεί στην ταινία.

Κατά την παραμονή της στο Φεστιβάλ θα δώσει συνέντευξη Τύπου σε όλους τους διαπιστευμένους δημοσιογράφους από την Ελλάδα και το εξωτερικό.

Επιπλέον, ζήτησε να επισκεφτεί ιστορικά μνημεία της Θεσσαλονίκης, και γι’ αυτόν τον λόγο το Φεστιβάλ θα διοργανώσει μια ειδική ξενάγηση για την Ιζαμπέλ Ιπέρ, ενώ παράλληλα θα τη μυήσει στη συναρπαστική κουζίνα μιας πόλης με μεγάλη γαστρονομική παράδοση.

Σε μια ιλιγγιώδη κινηματογραφική σταδιοδρομία γεμάτη θριάμβους και επαίνους, η Ιζαμπέλ Ιπέρ έχει βρεθεί 16 φορές υποψήφια στα βραβεία Σεζάρ, κατέχοντας το απόλυτο ρεκόρ στην ιστορία του θεσμού. Κέρδισε το βραβείο για τις ερμηνείες της στις ταινίες Η τελετή (1995) του Κλοντ Σαμπρόλ και Εκείνη (2016) του Πολ Βερχόβεν. Με το Εκείνη απέσπασε, επίσης, Χρυσή Σφαίρα και υποψηφιότητα για Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου.

Παράλληλα, το όνομά της φιγουράρει στην προνομιακή ελίτ των ηθοποιών που έχουν βραβευτεί στα τρία πιο βαρυσήμαντα κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου: στις Κάννες για τις ταινίες Βιολέτ Νοζιέρ (1978) του Κλοντ Σαμπρόλ και Η δασκάλα του πιάνου (2001) του Μίχαελ Χάνεκε, στη Βενετία για τις ταινίες του Κλοντ Σαμπρόλ Μια υπόθεση γυναικών (1988) και Η τελετή (1995), αλλά και στο Βερολίνο (μαζί με ολόκληρο το γυναικείο καστ της ταινίας) για το 8 γυναίκες (2002) του Φρανσουά Οζόν. Η λίστα με τις διακρίσεις της Ιζαμπέλ Ιπέρ είναι ατελείωτη, καθώς η τροπαιοθήκη της επίσης περιλαμβάνει τρία βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, βραβεία BAFTA, Λουμιέρ και Νταβίντ ντι Ντονατέλο, αμέτρητες ακόμη βραβεύσεις σε δεκάδες κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Η Ιζαμπέλ Ιπέρ είναι, φυσικά, μία από τις κορυφαίες ηθοποιούς του θεάτρου παγκοσμίως και έχει λάβει το τιμητικό βραβείο Μολιέρ για τη συνεισφορά της στο θέατρο, ενώ έχει αποσπάσει εννέα υποψηφιότητες Μολιέρ – τις περισσότερες για γυναίκα ηθοποιό στην ιστορία του θεσμού.

Η Ιζαμπέλ Ιπέρ αρνείται να περιχαρακωθεί σε όρια και ταμπέλες ήδη από τα πρώτα της βήματα στον χώρο. Ακούραστη, με περισσότερες από 120 (!) ταινίες στο ενεργητικό της, έχει διαγράψει μια εκκωφαντική διεθνή πορεία, παραμένοντας την ίδια στιγμή αδιαμφισβήτητη ιέρεια του γαλλικού σινεμά. Έχει συνεργαστεί με εμβληματικούς δημιουργούς από όλο τον κόσμο, ανάμεσα στους οποίους οι: Μίχαελ Χάνεκε, Κλοντ Σαμπρόλ, Μπερτράν Ταβερνιέ, Μπενουά Ζακό, Ζαν-Λικ Γκοντάρ, Κλερ Ντενί, Αντρέ Τεσινέ, Κλοντ Σοτέ, Φρανσουά Οζόν, Ολιβιέ Ασαγιάς, αδελφοί Ταβιάνι, Αντρέι Βάιντα, Μάρκο Μπελόκιο, Πολ Βερχόβεν, Μάρκο Φερέρι, Ντέιβιντ Ο. Ράσελ, Χαλ Χάρτλεϊ, Χονγκ Σανγκ-σου. Πλουραλιστική και πολυσυλλεκτική στις επιλογές της, η Ιπέρ αποδεικνύει διαρκώς ότι η ακτινοβολία της δεν γνωρίζει γεωγραφικά στεγανά ή πολιτισμικούς και γλωσσικούς περιορισμούς.

Προικισμένη με το σπάνιο χάρισμα να αποδίδει μια τεράστια γκάμα από αισθήματα, διαθέσεις και καταστάσεις με τον πιο αβίαστο και ανεπιτήδευτο τρόπο, η Ιζαμπέλ Ιπέρ είναι ικανή να ταξιδέψει τον θεατή σε αχαρτογράφητες διαστάσεις ή να αποδομήσει ολοκληρωτικά κάθε βεβαιότητα. Σε ολόκληρη τη διάρκεια της καριέρας της, έχει διαπρέψει σε μια εντυπωσιακή ποικιλία από κινηματογραφικά είδη: από το θρίλερ και το δράμα μέχρι την κωμωδία, το ρομάντζο και τη σάτιρα. Ατρόμητη στις επιλογές των ρόλων της, έχει δώσει πνοή και υπόσταση σε αξέχαστες ηρωίδες, που σπάνε τα δεσμά της ηθικολογίας και της προβλεψιμότητας, σε μια κινηματογραφική παρακαταθήκη (ήδη) ανυπολόγιστης αξίας.

Οι ταινίες του αφιερώματος στην Ιζαμπέλ Ιπέρ:

Στο πολιτικών αποχρώσεων Η πιο πλούσια γυναίκα του κόσμου (The Richest Woman in the World, 2025, ελληνική πρεμιέρα) του Τιερί Κλιφά, ελαφρώς εμπνευσμένο από την υπόθεση Μπετανκούρ, ένα από τα πιο γνωστά πολιτικά σκάνδαλα της Γαλλίας, η Ιζαμπέλ Ιπέρ δίνει μια εντυπωσιακή ερμηνεία ως Μαριάν Φαρέρ, υποδυόμενη μια πλούσια κληρονόμο της οποίας τα υπερβολικά δώρα σε έναν πολύ νεότερο καλλιτέχνη προκαλούν την οργή του κοινού. Αυτό που αρχικά φαίνεται ως μια ιδιωτική υπόθεση, γρήγορα εξελίσσεται σε εθνικό σκάνδαλο, αποκαλύπτοντας κατηγορίες για χειραγώγηση, διαφθορά και εμπλοκή πρώην πολιτικών ηγετών. Με άξονα τη μαγνητική παρουσία της Ιπέρ, η ταινία διερευνά τις αρνητικές πτυχές του τεράστιου πλούτου και τη διαβρωτική διαπλοκή μεταξύ χρήματος, τέχνης και πολιτικής. Η κομψή σκηνοθεσία του Κλιφά μετατρέπει μια πραγματική ιστορία σε μια οξεία και συναρπαστική μελέτη χαρακτήρων.

*Παρουσίαση της ταινίας από την Ιζαμπέλ Ιπέρ και τον σκηνοθέτη Τιερί Κλιφά

Στο Η Σιντονί στην Ιαπωνία (Sidonie in Japan, 2023) της Ελίζ Ζιράρ, μια διάσημη Γαλλίδα συγγραφέας ταξιδεύει απρόθυμα στην Ιαπωνία για την επανέκδοση του πρώτου της βιβλίου, το οποίο είχε εκτοξεύσει τη φήμη της στη μακρινή δεκαετία του ’70. Πέρα από ένα επίμονο τζετ λαγκ, εκεί την περιμένει το φάντασμα του συζύγου της (το οποίο φροντίζει να πραγματοποιεί τακτικές εμφανίσεις), αλλά κι ένα ανέλπιστο φλερτ με τον τοπικό εκδότη της. Με την παροιμιώδη άνεση που τη διακρίνει επί της οθόνης, η Ιπέρ ενσαρκώνει μια ηρωίδα που αρνείται να μείνει εφ’ όρου ζωής χαμένη στη μετάφραση και στο παρελθόν της. Η ταινία δημιουργεί ένα τοπίο αστείο, ρεαλιστικό και ανερυθρίαστα ρομαντικό, καθώς αντικρίζει τα φαντάσματα του χθες και αναδεικνύει τη σπουδαιότητα της επανεκκίνησης.

Στο Φράνκι (Frankie, 2019) του Άιρα Σακς, η Ιζαμπέλ Ιπέρ ενσαρκώνει τη Φρανσουάζ Κλεμόντ, ή αλλιώς Φράνκι, μια διάσημη γαλλίδα ηθοποιό που γνωρίζει πως δεν της απομένουν παρά μόνο λίγοι μήνες ζωής. Έτσι, συγκεντρώνει την οικογένειά της στην ηλιόλουστη Σίντρα της Πορτογαλίας για να περάσουν μαζί τις τελευταίες διακοπές της. Η Ιπέρ ερμηνεύει με ήρεμη δύναμη και αφοπλιστική ευαισθησία την κεντρική ηρωίδα, μια γυναίκα με έντονη προσωπικότητα που συνειδητοποιεί με οδύνη ότι ο χρόνος της τελειώνει. Γύρω της όμως, η ζωή συνεχίζεται: γάμοι διαλύονται, νέοι έρωτες αχνοφαίνονται, φιλίες δοκιμάζονται και αλήθειες που είχαν θαφτεί εδώ και καιρό, βγαίνουν στην επιφάνεια. Ο Άιρα Σακς με έμπνευση από τον Ερίκ Ρομέρ διαστέλλει τον κινηματογραφικό χρόνο για να χωρέσει ένα πυκνό 24ωρο από τη ζωή στην ύπαιθρο. Μια ταινία για τις μικρές, ασήμαντες, καθημερινές στιγμές, εκεί όπου συμβαίνουν τα πάντα και τίποτα ταυτοχρόνως.

Στο Εκείνη (Elle, 2016), ένα αιχμηρό ψυχολογικό δράμα που διερευνά την εξουσία, τον πόθο και την επιβίωση, από τον πάντα τολμηρό κινηματογραφικά Πολ Βερχόβεν, η Ιζαμπέλ Ιπέρ ερμηνεύει την Μισέλ Λεμπλάν, διευθύντρια μιας παρισινής εταιρείας βιντεοπαιχνιδιών. Αφού βιάζεται άγρια στο σπίτι της από έναν μασκοφόρο εισβολέα, η Μισέλ αρνείται να γίνει θύμα. Αντίθετα, αρχίζει να καταδιώκει τον δράστη, έως ότου τα όρια μεταξύ εκδίκησης, εμμονής και ελέγχου, γρήγορα μπλέκονται. Ο Βερχόβεν δημιουργεί μια ταινία που δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί εύκολα, καθώς είναι ταυτόχρονα θρίλερ, σάτιρα και μελέτη χαρακτήρων. Η ταινία, η οποία έκανε πρεμιέρα στις Κάννες, κέρδισε Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και Καλύτερης Ηθοποιού σε Δραματική Ταινία για την Ιπέρ, ήταν υποψήφια για έντεκα Βραβεία Σεζάρ, ενώ η ηθοποιός απέσπασε υποψηφιότητα για Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου.

Η κοιλάδα της αγάπης (Valley of Love, 2015) του Γκιγιόμ Νικλού είναι μια καθηλωτική ταινία για τον θρήνο, που λειτουργεί ως ελεγεία για τη μνήμη και τη συμφιλίωση. Η Ιζαμπέλ Ιπέρ και ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ πρωταγωνιστούν σε αυτό το μεταφυσικό road movie, υποδυόμενοι δύο αποξενωμένους γονείς που επανενώνονται στα τοπία της Κοιλάδας του Θανάτου στην Καλιφόρνια, μετά από την αινιγματική επιστολή του γιου τους, του Μάικλ, που στάλθηκε έξι μήνες μετά την αυτοκτονία του. Παρασυρμένοι σε ένα παράξενο ταξίδι μύησης που έχει σχεδιάσει ο γιος τους για εκείνους, αντιμετωπίζουν όχι μόνο τον απόηχο της απώλειάς τους, αλλά και τις σκιές της δικής τους διαλυμένης σχέσης. Η Ιπέρ, σε μια βαθιά συγκινητική ερμηνεία, αποδίδει με ακατέργαστη ευαισθησία και αποφασιστικότητα τον ρόλο της μητέρας που προσπαθεί να αντιμετωπίσει το αδύνατο. Η αυστηρή, απόκοσμη ομορφιά της Κοιλάδας του Θανάτου αποτυπώνεται σε εικόνες που κόβουν την ανάσα, γεγονός που χάρισε στην ταινία το βραβείο Σεζάρ για την Καλύτερη Φωτογραφία.

Ο ήχος της σιωπής (Louder Than Bombs, 2015), η πρώτη αγγλόφωνη μεγάλου μήκους ταινία του Γιοακίμ Τρίερ, είναι ένα καλοδουλεμένο οικογενειακό δράμα για τη μνήμη, τον θρήνο και τις ιστορίες που αφηγούμαστε για όσους χάνουμε. Τρία χρόνια μετά τον ξαφνικό θάνατο της διάσημης φωτορεπόρτερ Ιζαμπέλ Ριντ (Ιζαμπέλ Ιπέρ), μια αναδρομική έκθεση φέρνει τον μεγαλύτερο γιο της πίσω στο σπίτι. Εκεί συναντά ξανά τον πατέρα του και τον μικρότερο αδελφό του, η σιωπή του οποίου κρύβει μια βαθιά αναταραχή. Καθώς βρίσκονται ξανά κάτω από την ίδια στέγη, προσπαθούν να γεφυρώσουν τις μεταξύ τους αποστάσεις, με τον καθένα να βασανίζεται από αντικρουόμενες αναμνήσεις της γυναίκας που διαμόρφωσε τη ζωή τους. Με πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών 2015, Ο ήχος της σιωπής αναδεικνύει το ταλέντο του Τρίερ στη συναισθηματική ακρίβεια και την πολυεπίπεδη αφήγηση, με εξαιρετικές ερμηνείες που φωτίζουν μοναδικά την διερεύνηση του έρωτα, της απουσίας και των εύθραυστων δεσμών ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, ανάμεσα σε εκείνους που έφυγαν και σε όσους μένουν πίσω.

Στην κωμωδία Copacabana (2010) του Τιερί Κλιφά, η Ιζαμπέλ Ιπέρ υποδύεται την Μπαμπού, μια αδέσμευτη γυναίκα που ζει με τους δικούς της όρους, αδιαφορώντας για τις δουλειές, τις ευθύνες ή τις συμβάσεις. Όταν όμως ανακαλύπτει ότι η κόρη της, η Εσμεράλντα (την οποία υποδύεται η πραγματική κόρη της Ιπέρ, Λολιτά Σαμά) ντρέπεται να την προσκαλέσει στον γάμο της, η Μπαμπού αποφασίζει να αποδείξει ότι μπορεί να αλλάξει. Αναλαμβάνοντας μια δουλειά ως πωλήτρια χρονομεριδίων στο Βέλγιο, αναδεικνύεται απροσδόκητα σε πρότυπο υπαλλήλου, μέχρι που η ανήσυχη φύση της αντιδρά στην πρόσκαιρη αυτή σταθερότητα. Ο Μαρκ Φιτουσί δημιουργεί το πορτρέτο μιας γυναίκας που εναντιώνεται στις κοινωνικές συμβάσεις, διψά για ζωή και συγκρούεται με το ανιαρό περιβάλλον του κόσμου γύρω της. Η ερμηνεία της Ιπέρ, που βραβεύτηκε στα Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Καΐρου και της Φιλαδέλφειας το 2010, προσδίδει στην Μπαμπού έναν ακαταμάχητο μαγνητισμό, ενσαρκώνοντας τόσο την τρέλα, όσο και το ελεύθερο πνεύμα της ηρωίδας.

*Παρουσίαση της ταινίας από την Ιζαμπέλ Ιπέρ και τη Λολιτά Σαμά

Στη Λευκή υπεροχή (White Material, 2009), μια στοιχειωτική δημιουργία της Κλερ Ντενί που έχει ψηφιστεί ως μία από τις καλύτερες ταινίες του 21ου αιώνα, η Ιζαμπέλ Ιπέρ υποδύεται μια Γαλλίδα ιδιοκτήτρια φυτείας καφέ σε μια γαλλόφωνη αφρικανική χώρα, τη στιγμή που ξεσπά εμφύλιος πόλεμος. Η Ιπέρ ενσαρκώνει μια γυναίκα που διχάζεται μεταξύ αποφασιστικότητας και αυταπάτης, ενώ η Ντενί, με τη γνώριμη ικανότητά της να συνδυάζει την ομορφιά με τη βία, πλαισιώνει την ιστορία με ονειρικές εικόνες, ηθική αμφισημία και την κατάρρευση των αποικιακών βεβαιοτήτων. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας (2009) και αποτυπώνει με κινηματογραφική δεινότητα τις μετα-αποικιακές εντάσεις και την ανθρώπινη ανθεκτικότητα.

Η παιχνιδιάρικη μουσική ταινία μυστηρίου 8 γυναίκες (8 Women, 2002) του Φρανσουά Οζόν είναι μια technicolor γιορτή ίντριγκας και femme fatale λάμψης, διασκευή του διάσημου θεατρικού έργου του γάλλου συγγραφέα Ρομπέρ Τομά. Παγιδευμένες λόγω χιονοθύελλας σε μια πολυτελή έπαυλη της δεκαετίας του 1950, οκτώ γυναίκες –τις οποίες υποδύονται ορισμένες από τις μεγαλύτερες σταρ του γαλλικού κινηματογράφου, μεταξύ των οποίων η Κατρίν Ντενέβ, η Φανί Αρντάν και η Εμανουέλ Μπεάρ– προσπαθούν να εξιχνιάσουν τη δολοφονία του μοναδικού άντρα του σπιτιού. Ανάμεσά τους, η Ιζαμπέλ Ιπέρ ως πανικοβλημένη, μελοδραματική θεία Ογκουστίν, είναι μια αποκάλυψη. Με δραματική ένταση, καυστικό χιούμορ και απίστευτη κωμική αντίληψη, η Ιπέρ προσφέρει μια ανατριχιαστικά τρυφερή ερμηνεία, με κλασική πλέον τη σκηνή όπου ερμηνεύει στο πιάνο το «Message Personnel». Η ταινία κέρδισε την Αργυρή Άρκτο για Εξαιρετική Καλλιτεχνική Επίδοση στο Διεθνές Φεστιβάλ Βερολίνου και απέσπασε πολλαπλές υποψηφιότητες στα βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

H δασκάλα του πιάνου (The Piano Teacher, 2001), το συνταρακτικό δράμα του Μίχαελ Χάνεκε, ιχνηλατεί ένα ανατριχιαστικό πορτρέτο της καταπίεσης, του πόθου και της εξουσίας. H Έρικα, 40 περίπου ετών, είναι καθηγήτρια πιάνου στο διακεκριμένο Ωδείο της Bιέννης. Επιβλητική κι απόμακρη, εμπνέει δέος και σεβασμό, αλλά η προσωπικότητά της είναι ένα προσεκτικό κατασκεύασμα και μια οδυνηρή αντίδραση στην καταπιεσμένη της ζωή. H Έρικα ζει με τη μητέρα της, και η αλληλεξάρτησή τους είναι ασφυκτική, ενίοτε και βίαιη, ενώ οι απωθημένες επιθυμίες της την ωθούν σε μακάβριες πράξεις ηδονοβλεψίας και αυτοτραυματισμού. Ώσπου ο Βάλτερ, ένας νεαρός μαθητής της, αποφασίζει να αποπλανήσει τη δασκάλα του, πιστεύοντας ότι έχει βρει μια αδελφή ψυχή… Η ταινία απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών και βραβεία ερμηνειών για την Ιζαμπέλ Ιπέρ και τον Μπενουά Μαζιμέλ.

Η τελετή (A Judgement in Stone, 1995) του Κλοντ Σαμπρόλ, μία από τις πιο συναρπαστικές ταινίες της δεκαετίας του ’90, εμπνέεται από την πραγματική ιστορία των αδελφών Παπέν, δύο οικιακών βοηθών που δολοφόνησαν την εργοδότριά τους και την κόρη της στην επαρχιακή Γαλλία της δεκαετίας του ’30, ενώ αντλεί στοιχεία και από το θεατρικό Οι δούλες (1947) του Ζαν Ζενέ και το μυθιστόρημα A Judgement in Stone (1977) της Ρουθ Ρέντελ. Η Ιζαμπέλ Ιπέρ υφαίνει ακόμα έναν ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα, για τον οποίο τιμήθηκε με το Σεζάρ Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας, αλλά και με το βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας του Φεστιβάλ Βενετίας, εξ ημισείας με τη συμπρωταγωνίστριά της, Σαντρίν Μπονέρ. Μια ταινία για τις ταξικές ανισότητες και τα απωθημένα της γαλλικής κοινωνίας που καταλήγει σε ένα κρεσέντο βίας και αμοραλισμού, που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τα Παράσιτα του Μπονγκ Τζουν-χο.

Στοιχεία νουάρ ίντριγκας και φιλοσοφικής κωμωδίας διαπλέκονται στο Amateur (1994) του Χαλ Χάρτλεϊ, μια ταινία που συνέβαλε καθοριστικά στην αναγέννηση του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογράφου της δεκαετίας του 1990. Σε ένα ερμηνευτικό tour-de-force, η Ιζαμπέλ Ιπέρ υποδύεται μια πρώην καλόγρια που έγινε συγγραφέας ερωτικής λογοτεχνίας και πιστεύει ότι η Παναγία της έδωσε εντολή να αλλάξει τη μοίρα των ανθρώπων γύρω της. Ο δρόμος της διασταυρώνεται με εκείνον του Τόμας, ενός γοητευτικού αμνησιακού και οι δυο τους παρασύρονται σε μια παράξενη αλυσίδα ηθικών διλημμάτων, επιθυμίας και παράλογης βίας. Το Amateur, που είχε κάνει πρεμιέρα στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών του Φεστιβάλ των Καννών, αναδεικνύει τη χαρακτηριστική ισορροπία του Χάρτλεϊ μεταξύ ειρωνείας και συμπόνιας, σε μία από τις πιο συγκινητικές ερμηνείες της Ιζαμπέλ Ιπέρ στην αγγλική γλώσσα. Μια ξεκαρδιστική και ταυτόχρονα μελαγχολικά στοχαστική προσέγγιση της αμαρτίας, της λύτρωσης και της επανεφεύρεσης, που αντλεί από το σύμπαν των ταινιών του Γκοντάρ.

Το Μια υπόθεση γυναικών (Story of Women, 1988) του Κλοντ Σαμπρόλ αφηγείται την πραγματική ιστορία της Μαρί Λατούρ, μιας φτωχής μητέρας δύο παιδιών στη ναζιστική κατεχόμενη Γαλλία, η οποία πραγματοποιεί κρυφά αμβλώσεις για να συντηρήσει την οικογένειά της. Νοικιάζοντας δωμάτια σε πόρνες και αποκτώντας προκλητικά εραστή, η ανεξαρτησία της Μαρί εξοργίζει τον πικραμένο σύζυγό της, ο οποίος την προδίδει στις αρχές. Η Μαρί συνελήφθη υπό το καθεστώς του Βισύ, δικάστηκε για «εγκλήματα κατά του κράτους» και καταδικάστηκε σε θάνατο με γκιλοτίνα το 1943. Η ταινία βραβεύτηκε με Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας, ενώ η Ιπέρ κέρδισε το Volpi Cup Καλύτερης Ηθοποιού. Η αυστηρή, διεισδυτική σκηνοθεσία του Σαμπρόλ και η ατρόμητη, λεπτή ερμηνεία της Ιπέρ μετατρέπουν την τραγική ιστορία της Μαρί σε μια αμείλικτη κριτική της υποκρισίας, της ηθικής και της εξουσίας.

H πέστροφα (The Trout, 1982) του Τζόζεφ Λόουζι μάς συστήνει τη Φρεντερίκ, που υποδύεται με μαεστρία η Ιζαμπέλ Ιπέρ, γνωστή με το παρατσούκλι «η πέστροφα», η οποία μοιάζει πολύ με τα ψάρια που είχε όταν ζούσε με τον πατέρα της σε μια μικρή γαλλική κωμόπολη. Ψυχρή και αινιγματική, φλερτάρει τους άντρες και μετά τους απορρίπτει. Μια νύχτα, ενώ βρίσκεται σε μια αίθουσα μπόουλινγκ με τον σύζυγό της, συναντά δύο επιχειρηματίες. Αυτοί γοητεύονται αμέσως από την πονηρή αθωότητα της Φρεντερίκ. Ένας από τους δύο άντρες την προσκαλεί να τον συνοδεύσει σε ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Ιαπωνία. Η Φρεντερίκ δέχεται, για την πρόκληση, αλλά το ταξίδι αποδεικνύεται προάγγελος τραγωδίας. Η ταινία φέρει την οξυδερκή ματιά του Τζόζεφ Λόουζι για την εξουσία, τον πόθο και την αποξένωση. Με την εύστοχη ερμηνεία της Ιζαμπέλ Ιπέρ στο επίκεντρο, ο Λόουζι δημιουργεί ένα κομψό, ανησυχητικό πορτρέτο της χειραγώγησης και των κρυφών κινδύνων που κρύβονται πίσω από τη γοητεία και την αποπλάνηση.

Η πύλη της Δύσης (Heaven’s Gate, 1980), η επόμενη ταινία που σκηνοθέτησε ο Μάικλ Τσιμίνο μετά τον οσκαρικό Ελαφοκυνηγό (1978) και συνάμα το αγγλόφωνο ντεμπούτο της Ιζαμπέλ Ιπέρ, είναι ένα μεγαλεπήβολο γουέστερν επικών διαστάσεων με μια πολυτάραχη ιστορία: η αρχική εκδοχή της ταινίας εισέπραξε αποκαρδιωτικές κριτικές, κατέληξε σε παταγώδη εισπρακτική αποτυχία, κυκλοφόρησε σε συντομευμένη εκδοχή και οδήγησε τη United Artists σε χρεοκοπία. Πολλά χρόνια αργότερα, η ταινία επανεκτιμήθηκε ριζικά με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται πλέον ως ένα τολμηρό, μνημειώδες έργο του αμερικανικού κινηματογράφου. Με φόντο τον πόλεμο της Κομητείας Τζόνσον το 1892, όταν μια αδίστακτη ένωση κτηνοτρόφων προσπάθησε να εκδιώξει τους φτωχούς Ευρωπαίους μετανάστες από το Γουαϊόμινγκ, ο Τσιμίνο υφαίνει μια οπερετική ιστορία αγάπης, βίας και εκδίκησης, λουσμένη στην εκστατική φωτογραφία του Βίλμος Ζίγκμοντ, που μετατρέπει τα απέραντα τοπία σε σύμβολα τόσο της βαρβαρότητας όσο και της υπόσχεσης της αμερικανικής μεθορίου.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα