Η κάλπη βγάζει…σινεμά

Της Λίνας Μυλωνάκη Όποιο κόμμα κι αν επικρατήσει, οι δημοσκοπήσεις -εδώ και δεκαετίες- τους βγάζουν πάντα πρώτους στην πρόθεση ψήφου. Είναι ίσως οι μακροβιότεροι Έλληνες πολιτικοί, που μεταπηδώντας πλέον από τη μεγάλη στη μικρή οθόνη, αποτυπώνουν με χιουμοριστικό τρόπο τα μεταπολεμικά ήθη της ελληνικής κοινωνίας. Τα επικοινωνιακά επιτελεία και οι σύγχρονοι image maker της πολιτικής […]

Λίνα Μυλωνάκη
η-κάλπη-βγάζεισινεμά-22776
Λίνα Μυλωνάκη
ekloges3.jpg

Της Λίνας Μυλωνάκη

Όποιο κόμμα κι αν επικρατήσει, οι δημοσκοπήσεις -εδώ και δεκαετίες- τους βγάζουν πάντα πρώτους στην πρόθεση ψήφου. Είναι ίσως οι μακροβιότεροι Έλληνες πολιτικοί, που μεταπηδώντας πλέον από τη μεγάλη στη μικρή οθόνη, αποτυπώνουν με χιουμοριστικό τρόπο τα μεταπολεμικά ήθη της ελληνικής κοινωνίας. Τα επικοινωνιακά επιτελεία και οι σύγχρονοι image maker της πολιτικής σκηνής ωχριούν μπροστά στη δυναμική που κρύβουν οι κοφτερές ατάκες των πολιτικών του παλιού ελληνικού σινεμά. Ατάκες που παραμένουν διαχρονικά επίκαιρες και ξαναζωντανεύουν θριαμβευτικά κάθε φορά που έρχονται εκλογές: «Ένας βουλευτής δεν κοιμάται ποτέ –μονάχα στη Βουλή!». «Οι εκλογές αυτές είναι μουγγές». «Υπόσχομαι, αγαπητοί μου, να σώσω αυτόν τον τόπο!». «Από τη Δεύτερα, πάρε κόσμε, φάε κόσμε, χόρτασε!». «Θα εξέλθω δημαρχίνα και θα σας τρελάνω στον αθέμιτο διαγωνισμό». «Έργα διάφορα και ποικίλα. Πω-πω-πω, τι έχω να σας φτιάσω!». «Θα σας εξαφανίσομεν!».

Ελάχιστοι ψηφοφόροι μένουν ασυγκίνητοι από τις μεγαλόστομες υπουργικές δεσμεύσεις του Μαυρογιαλούρου (Λάμπρος Κωνσταντάρας), την κουτοπονηριά του κομματάρχη Γκρούεζα (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος), την αποφασιστικότητα της κυρίας Δημάρχου (Γεωργία Βασιλειάδου), το δυναμισμό της βουλευτίνας (Ρένα Βλαχοπούλου) ή τα προεκλογικά τερτίπια του Γκόρτσου (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος), που σε κάθε εκλογική αναμέτρηση μετρά ψήφους σε «άνω Παναγιά, πέρα Παναγιά και δώθε Παναγιά», κρατώντας ένα ολόκληρο νησί –μαζί και τους θεατές της ταινίας– στη χούφτα του. Ή το βουλευτή Καλοχαιρέτα (Κουλής Στολίγκας), που ανάγει το ρουσφέτι σε επιστήμη και υπόσχεται στον ανήσυχο και άμοιρο ψηφοφόρο ότι με ένα τηλεφώνημα το ζήτημά του «ετελείωσεν!».

Οι κωμωδίες του παλιού ελληνικού σινεμά παραμένουν οι καλύτεροι σχολιαστές του προεκλογικού κλίματος, αποδυναμώνοντας συχνά και τις πιο λεπτομερείς πολιτικές αναλύσεις. Αρκεί μια ακόμη τηλεοπτική εμφάνιση των αγαπημένων του κοινού «Μαυρογιαλούρου» και «Γκόρτσου» για να ξυπνήσουν τα πάθη, να εκφραστούν τα παράπονα των ψηφοφόρων και να συνοψιστούν μέσα σε λίγες σκηνές οι παθογένειες και οι στρεβλώσεις της ελληνικής πολιτικής σκηνής.

Τι είναι εκείνο, όμως, που κάνει τον δημοφιλή ελληνικό κινηματογράφο των δεκαετιών του ’50 και του ’60 τόσο ισχυρό εργαλείο πολιτικού σχολιασμού; Γιατί τόσες δεκαετίες μετά, σε ένα διαφορετικό κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο, η εικόνα των Ελλήνων πολιτικών, αλλά και των ψηφοφόρων τους, σκιαγραφούνται τόσο εύστοχα μέσα από τις ελληνικές ταινίες; Οι ελληνικές κινηματογραφικές κωμωδίες πετυχαίνουν αυτό που επιδιώκουν μάταια εδώ και χρόνια κόμματα και υποψήφιοι: Να έρθουν σε άμεση επαφή με την καθημερινότητα των πολιτών και να εκφράσουν το λαϊκό αίσθημα, το θυμικό και την ιδιοσυγκρασία του μέσου Έλληνα της εποχής τους. Μια διάθεση που οι σημερινοί θεατές αντιλαμβάνονται διαισθητικά και την ερμηνεύουν στα δικά τους μέτρα ως ειλικρίνεια και αυθεντική λαϊκότητα.

Η σχέση του δημοφιλούς ελληνικού κινηματογράφου και, ιδίως, της κινηματογραφικής κωμωδίας με την πολιτική ήταν ανέκαθεν αμφίδρομη. Και αυτό γιατί η πολιτική σάτιρα υπήρξε εγγενές στοιχείο της θεατρικής παράδοσης και, ιδιαίτερα, της επιθεώρησης, που μεταπολεμικά τροφοδότησε με γνωστούς συγγραφείς και θεματολογία το ελληνικό σινεμά. Τα μεγάλα συγγραφικά δίδυμα των επιθεωρήσεων (Σακελλάριος-Γιαννακόπουλος, Γιαλαμάς-Πρετεντέρης, Τσιφόρος-Βασιλειάδης) εξοικείωσαν το κοινό με την πολιτική σάτιρα και προλείαναν το έδαφος για την ανάπτυξη της κινηματογραφικής παραγωγής που ακολούθησε.

Ο ελληνικός κινηματογράφος στάθηκε ιδανικό μέσο μαζικής ψυχαγωγίας, που στόχευσε εξαρχής στη δύναμη και στην πηγαία συγκίνηση του λαϊκού θεάματος, προκειμένου να αποτυπώσει την καθημερινότητα στη μεταπολεμική Ελλάδα. Σε μια περίοδο έντονων πολιτικών ανακατατάξεων, ισχυρής λογοκρισίας και διαρκών ανατροπών του πολιτικού συστήματος, οι οποίες δεν επέτρεπαν άμεσες αναφορές σε θέματα-ταμπού, όπως ο Εμφύλιος ή η Αριστερά, η κινηματογραφική κωμωδία προσέγγισε το ευρύ κοινό και μίλησε με τα προβλήματά του. Όχι πάντα ανοιχτά και με ειλικρίνεια, ενίοτε και με υπαινιγμούς ή πολιτικές σκοπιμότητες, που επέβαλαν η κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής και η πανίσχυρη λογοκρισία, ωστόσο πάντα με επίγνωση της λειτουργίας της ως γνήσιου λαϊκού θεάματος.

Μολονότι στηλιτεύτηκε από μεγάλη μερίδα των κριτικών της εποχής για εμπορικότητα και κακώς εννοούμενη λαϊκότητα, αλλά και απουσία κριτικής, ο ελληνικός δημοφιλής κινηματογράφος εμπιστεύθηκε τους θεατές του και εμπνεύστηκε από την καθημερινότητά τους. Εξελίχθηκε, έτσι, σε ένα θέαμα που με το πρόσχημα της σάτιρας αφουγκράστηκε τους προβληματισμούς του μέσου θεατή και μίλησε για την περιπετειώδη σχέση του με την πολιτική. Επικεντρώθηκε στα πρόσωπα, αφού η εποχή απέτρεπε τις ιδεολογικές αναφορές, και διακωμώδησε τον ξύλινο πολιτικό λόγο, την ακατάσχετη υποσχεσιολογία, το νεποτισμό, τις πελατειακές σχέσεις, τον παραγοντισμό.  Σατίρισε τα πολιτικά τζάκια, το ρουσφέτι, τις υπόγειες σχέσεις πολιτικής και επιχειρήσεων, την ευπιστία των ψηφοφόρων και την κοινωνική υποκρισία που συχνά κρύβεται πίσω από τις προεκλογικές εξαγγελίες.

Ίσως οι κινηματογραφικές κωμωδίες να βλέπονται σήμερα σαν ένας γλυκόπικρος αυτοσαρκασμός για ένα διογκωμένο αλλά από καιρό τελματωμένο πολιτικό σύστημα, πολιτικών και ψηφοφόρων, που αντικρίζουν εδώ και χρόνια τον εαυτό τους στον καθρέφτη. Και διαπιστώνουν, ένθεν και ένθεν, ότι πρέπει να αλλάξουν νοοτροπία, αν θέλουν να αλλάξουν ζωή. Στο σινεμά τουλάχιστον, όπως σε κάθε αριστοτελική «μίμηση πράξεως», υπάρχει κάθαρση. Ενώπιον των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων, ο μετανοημένος Μαυρογιαλούρος μεταμορφώνεται σε ενσυνείδητο πολίτη και, αφού τιμωρήσει τους ενόχους, υποβάλλει την παραίτησή του από το υπουργικό συμβούλιο. «Απ’ ότι κατάλαβα σ’ αυτόν τον τόπο το δύσκολο δεν είναι να είσαι υπουργός. Το δύσκολο είναι να είσαι κύριος!», καταλήγει λίγο πριν παραιτηθεί. Γιατί οι κινηματογραφικοί ψηφοφόροι δεν αστειεύονται. Και σε κάθε στραβοπάτημα, είναι έτοιμοι να ρίξουν «μαύρο στο Μαυρογιαλούρο!».

*Η Λίνα Μυλωνάκη είναι δημοσιογράφος και ιστορικός κινηματογράφου

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα